« Καμία ψύχωση δεν παρουσιάζεται με τρόπο ξαφνικό. Αλλά συνιστά το αποτέλεσμα μίας μακροχρόνιας προδιαθέσεως, την οποία και μπορούμε να αποκαλέσουμε ψυχοπαθολογική κατωτερότητα. Τα έθνη, το καθένα ξεχωριστά, παρουσιάζει ένα διακριτό είδος ψυχοπαθολογίας το οποίο συγκροτείται μέσα από την εναπόθεση σειράς « ανώμαλων » χαρακτηριστικών. Το χαρακτηριστικότερο από αυτά είναι η εθνική ευαισθησία στην υποβολή ».
C. G. JUNG, «Ueber Das Unberwusste», Schweizerland, No 9, Juniheft 1918.
Στα 1914, οι εκδόσεις του « Βιβλιοπωλείου της Εστίας » εξέδωσαν ένα πονημάτιο του Ι.Ν. Σβορώνου με τον τίτλο « Πως εγεννήθη και τι σημαίνει ο Δικέφαλος αετός του Βυζαντίου ». Την περίοδο εκείνη, ο Σβορώνος διατελούσε διευθυντής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου και Πρόεδρος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το βιβλιάριο αποτελεί την γραπτή μορφή μίας ομιλίας του Σβορώνου, που δόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1913 στην κεντρική αίθουσα του βασιλικού θεάτρου. Παρόντες η Α.Μ. ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και οι Α.Β.Υ Διάδοχος Γεώργιος, Αλέξανδρος και Ελένη. Η σημασία του πράγματος έγκειται στο ότι ο Σβορώνος σπεύδει να επισημάνει, πως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος παρέστη στην διάλεξη, έχοντας επιστρέψει μόλις δύο ώρες πριν, από την Κρήτη « ένθα την προηγουμένη ημέραν, 1 Δεκεμβρίου, ύψωσεν εν Φιρκά των Χανίων της Κρήτης την Ελληνικήν σημαίαν. Κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν η πόλις των Χανίων, ο Μητροπολιτικός ναός, εν ω ετελέσθη η ευχαριστήριος επί τη τελική απελευθερώσει της νήσου ευχαριστία, αυτός ο εν τη εκκλησία θρόνος του Βασιλέως, εκοσμείτο υπό πλήθος δικεφάλων αετών επί θυρεών και σημαιών » (σελ. 66-67).
Το επίκεντρο της εργασίας του Σβορώνου ήταν προσωπικά ο βασιλέας Κωνσταντίνος και θεσμικά η Βασιλεία. Ο ερευνητικός του άξονας προσανατολιζόταν στην σύνδεση του συμβόλου του δικεφάλου αετού με τον θεσμό. Κυρίως όμως, ο Σβορώνος έθετε την υπηρεσία του στην διάθεση της κυρίαρχης πολιτικής προπαγάνδας δημιουργώντας τις προϋποθέσεις νομιμότητας στην φιλογερμανική εξωτερική πολιτική του Θρόνου: « Οίον δε γόητρον έχει και κατά τους νυν χρόνους το έμβλημα τούτο του δικεφάλου αετού, αρκεί να χαρακτηρίση το γεγονός, ότι η σύγχρονος Γερμανία, κατά την ενδοξοτέραν στιγμήν της ιστορίας αυτής, ότε δηλαδή προ των οχυρωμάτων των Παρισίων συνεπήγνυεν εν Βερσαλλίαις και εκήρυσσε την εθνικήν αυτής ενότητα, εσκέφθη και εκλέξη ως έμβλημα της νεοσυστάτου αυτοκρατορίας αυτής τον δικέφαλον αετόν˙ μόνη δ’η ανάγκη της διακρίσεως, από των το αυτό έμβλημα φερουσών γειτόνων αυτοκρατοριών, εγένετο αφορμή να εκλεχθή τότε αντί του δικεφάλου ο μονοκέφαλος μέλας αετός. Επί τη ευκαιρία δε των περί τούτου τότε συζητήσεων εγράφη και εδημοσιεύθη μία των ων έχομεν πληρεστέρων μελετών περί του δικεφάλου τούτου τέρατος » (σελ. 4-5).
Η αναφορά του Σβορώνου σε σχετικές του είδους μελέτες παραπέμπει στο Vom Doppeladler του πρωσικής καταγωγής von Köhne, που εκδόθηκε στο Berliner Blätter für Münz – Siegel – und Wappenkunde (Berlin, 1871/3). Ο Σβορώνος εκτιμούσε πως η Γερμανία θα υιοθετούσε ως εθνικό της έμβλημα τον δικέφαλο αετό, εάν προηγουμένως, κάποια έθνη, πολιτισμικά κατώτερά της, δεν είχαν προλάβει να τον αναδείξουν σε δικό τους εθνικό σύμβολο. Αυτή η προκαταρκτική του διατύπωση, καθορίζει τα όρια και την σκοπιμότητα της μελέτης του. Προτεραιότητά του, η σύνδεση του δικέφαλου αετού πρωτίστως με το αρχαιοελληνικό παρελθόν και αναγκαστικά με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εκείνο που επιδιώκεται είναι η προβολή του ως συμβόλου του Βασιλείου της Ελλάδος. Πριν εκθέσουμε την κατάληξη των συλλογισμών του, φρόνιμο είναι να παρακολουθήσουμε την ροή της έρευνάς του.
Ο Σβορώνος παραπέμπει αμέσως στον Σπ. Λάμπρο, ο οποίος στα 1909 είχε εκδώσει με την σειρά του ένα ανάλογο άρθρο (« Ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου », Νέος Ελληνομνήμων Στ’ , σελ. [433]-473). Η ομολογία του είναι επαρκής : « Ενώ ευλόγως προσεδοκώμεν να εύρωμεν συχνήν μνείαν του Δικεφάλου αετού παρά τοις συγγραφεύσι τοις πραγματευομένοις τους θεσμούς της αυτοκρατορίας και της εθιμοτυπίας της αυλής, ουδείς τούτων, ουδέ το όνομα αυτού αναφέρει, ουδ’ότι δήποτε περί του συμβόλου τούτου » (σελ. 11). Ο Λάμπρος – συνεπέστερος – ονοματίζει τις πηγές : Λυδός, ψευδο – Κωδινός, Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος. Ακόμη κι όταν εντοπίζει « σχετική » αναφορά, αυτή περιγράφει το γενικό « αετούς » και όχι δικέφαλους αετούς. Προς αυτό συμφωνούν οι μαρτυρίες Γεωργίου Ακροπολίτη, Θεοδώρου Κυζίκου, Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά. « Όμως και πάλιν », σημείωνε ο Σβορώνος, « δεν λέγεται ότι ήσαν δικέφαλοι ». Συμπληρώνοντας στην περίπτωση του ψευδο – Κωδινού : « Ως βλέπετε, και πάλιν ουδείς λόγος περί δικεφάλου αετού ». Στον Γεώργιο Φραντζή, ο Λάμπρος βρίσκει έναν ερμηνευτικό αναβαθμό, ο οποίος παραδόξως είναι πέρα για πέρα σαθρός. Το πρώτο απόσπασμα του Φραντζή : « Και έτερος ίππος λευκός, ωραιότατος, ευτρεπισμένος και αυτός τα αυτά και χρυσούς αετούς επί του χασδίου έχων και έτερα χρυσά πλέγματα ». Ο Λάμπρος σημείωνε για το παραπάνω απόσπασμα : « Πρόκειται βεβαίως περί δικεφάλων αετών ». Το δεύτερο απόσπασμα του Φραντζή : « Το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων, ένθα χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι ». Και πάλι ο Λάμπρος διαπίστωνε αυτονόητα: « Ουδεμία δ’ αμφιβολία, ότι ενταύθα πλέον πρόκειται περί δικεφάλων αετών » (σελ. 440-441). Στα παραπεμπόμενα λόγος κανείς δεν γίνεται περί δικεφάλου αετού. Ωστόσο, πράγματι, υπήρχε ένα σημείο στο οποίο ο Φραντζής μαρτυρούσε την αναπαράσταση δικεφάλων αετών, πλην όμως, το σύμβολο κοσμούσε ενετικό και όχι βυζαντινό πλοίο: Τον Φεβρουάριο του 1438 κατά την δεξίωση του Ιωάννη Παλαιολόγου στην Βενετία πολυτελές ενετικό πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι, « δύο λέοντες ήσαν εν τη πρύμνη χρυσοί και μέσον αυτών αετός δικέφαλος ». Ο Σβορώνος αντιγράφει κατά λέξη την εκτίμηση του Λάμπρου υπογραμμίζοντας κατηγορηματικά πως η βενετική ναυαρχίδα αποτελούσε μίμηση της βυζαντινής (σελ. 13).
Ο Σβορώνος πήγαινε τα πράγματα ακόμα παραπέρα όταν σημείωνε το παράδοξο της μη χρήσεως της λέξης δικέφαλος στις γραπτές πηγές, παραπέμποντας ακόμη και στα δημοτικά τραγούδια. Σύμφωνα με μία μελέτη του Ν. Γ. Πολίτη ο στίχος « Και στ’ την ψιλή μου την κορφή, σ’ τον Αϊ Ηλιά σ’ τη ράχη* κουρνάζει κι αντρειεύεται αετός με δυο κεφάλια* και μες στ’ τα νύχια του κρατάει βασιλικό κεφάλι » αποτελούσε παραχάραξη του δημοτικού άσματος του Ολύμπου και του Κισσάβου ( « Η παραχάραξις των εθνικών ασμάτων », Αθήναι 10.VI.1903 ). Ο Σβορώνος συμφωνεί και διαπιστώνει : « Και τα δημοτικά ημών άσματα, τα ποιηθέντα υπό ανωνύμων ανδρών, ζώντων με τας ιεράς εθνικάς παραδόσεις της Βυζαντινής ημών αυτοκρατορίας, εχόντων δε προ οφθαλμών το καθ’ όλην την Ελλάδα εγκατεσπαρμένον μέγα πλήθος παραστάσεων δικεφάλων αετών, ουδέποτε μνημονεύουσι του δικεφάλου αετού, καίπερ χιλιάκις αναφέροντα αετούς » (σελ. 13).
Αφού διαπιστώνεται η παντελής έλλειψη μαρτυριών περί δικεφάλου αετού στις βυζαντινές ιστορικές πηγές, η προσοχή του Λάμπρου στρέφεται στον τομέα της νομισματικής. Πριν όμως προβεί σε εξέταση, διατυπώνει την διαπίστωση : « Κατά πρώτον θα υπέθετέ τις, ότι τα βυζαντινά νομίσματα και τα χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων θα παρείχον εις ημάς άφθονον υλικόν. Αλλ’ απεναντίας μετ’ εκπλήξεως βλέπομεν, ότι ουδέν σχετικόν ευρίσκεται επ’αυτών ». Η παρατήρηση του Λάμπρου είναι καθοριστική, καθώς επιβεβαιώνει την απουσία του συμβόλου από κάθε είδους επίσημη προβολή της εικόνας του Πολιτείας, τόσο σε επίπεδο δημόσιου, όσο και διεθνούς δικαίου. Ήταν αδύνατον ένα επίσημο σύμβολο, να μην προβαλλόταν ως κυρίαρχη εικόνα σε αντικείμενα και έγγραφα δημόσιου χαρακτήρα. Μάλιστα σχετικά με την νομισματική, ο Λάμπρος σημείωνε, πως μόνο στην περίπτωση του Μανουήλ Κομνηνού (1390-1417, Αυτοκράτορας Τραπεζούντας) κόπηκε νόμισμα φέρον αετό δικέφαλο, για να υπερθεματίσει απαξιωτικά ο Σβορώνος : « Εξετάσας λεπτομερώς τα ευτελή και σπανιώτατα νομισμάτια ταύτα, εύρον ως μη ανήκοντα ασφαλώς εις τους ρηθέντας Βυζαντινούς αυτοκράτορας, αλλά μάλλον εις την τάξιν των υπό των περιοίκων κοπέντων αντιγράφων και απομιμήσεων των βυζαντινών νομισμάτων ». Βεβαίως, ο αφορισμός του Σβορώνου μοιάζει ολωσδιόλου παράλογος, καθώς απορρίπτει την μία και μόνη περίπτωση ύπαρξης εγχάρακτου δικεφάλου αετού σε βυζαντινό νόμισμα, την στιγμή που παραδέχεται πως ουδέποτε επίσημο βυζαντινό νομισματοκοπείο εξέδωσε σχετικού τύπου νόμισμα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι σαφή : Ο δικέφαλος αετός συντριπτικά απουσίαζε από τις όψεις των βυζαντινών νομισματικών τύπων. Ο Λάμπρος σε αυτή την περίπτωση σημειώνει μία ακόμη παραδοχή : « Εν ω δεν είναι γνωστά νομίσματα του Βυζαντίου φέροντα επικεχαραγμένον δικέφαλον αετόν, έχομεν απ’ εναντίας πολλά τοιαύτα του Γενουηνσίου δυνάστου της Λέσβου Δορίνου Γατελούζου ». Στις επόμενες αράδες παραθέτει σειρά μνημείων και εραλδικών κοσμούντων ιδιωτικούς οίκους και ναούς Ιταλών. Όπως όμως και στην περίπτωση της ενετικής ναυαρχίδας, αυτά τα τεκμήρια μοιάζουν με απομιμήσεις βυζαντινών προτύπων, για τα οποία, ωστόσο, δεν έχουμε καμία μαρτυρία υπάρξεως και χρήσεως, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα ιταλικά.
Ως αποτέλεσμα μίας βίαιης λήψης ζητουμένου, τόσο ο Λάμπρος, όσο και ο Σβορώνος αδιαφορούν – ρητά – για αυτή την ομολογούμενη απουσία δικέφαλων αετών από κάθε είδους ασφαλή βυζαντινή ιστορική και αρχαιολογική μαρτυρία. Στο εξής, απουσία τεκμηρίων, θα εξακολουθήσουν την διατριβή τους στο επίπεδο μίας ερμηνευτικής ανοικοδομήσεως, που αρθρώνεται στο θεμέλιο ενός ανεξέλεγκτου εθνικού φαντασιακού.
Η πορεία του Λάμπρου είναι συνοπτική : Δικέφαλοι αετοί ευρίσκονται στους Βαβυλωνίους, τους Χετταίους και στους Μυκηναίους. Το σύμβολο όμως ήταν ασιατικής προελεύσεως. Με ένα χρονικό άλμα που αγγίζει σχεδόν τις δύο χιλιετίες τον συναντάμε ξανά ως σύμβολο των Τουρκομάννων ηγεμόνων του 13ου αιώνα, δεσπόζον στα τείχη και τα νομίσματα. Ο δικέφαλος αετός ήταν ένα θηριόμορφο μυθολογικό πτηνό αποκαλούμενο Hamka ή Hanca με προέλευση τα υψίπεδα της Ανατολίας. O Σβορώνος θα επιμείνει παραθέτοντας έναν σύντομο νομισματικό και αρχαιολογικό κατάλογο της παρουσίας του συμβόλου στον δημόσιο χώρο των Τουρκομάννων και των Μογγόλων τουλάχιστον έως τον 13ο αιώνα. Πάλι όμως, αμφότεροι, αδιαφορούν και απορρίπτουν αδίστακτα τα ευρήματα. Ο Λάμπρος είναι μετριοπαθέστερος και υπό προϋποθέσεις συνεπής σε ερευνητικά κριτήρια. Θεωρούσε, πως πρώτοι οι αυτοκράτορες τις Νίκαιας μετά τα 1204 χρησιμοποίησαν το σύμβολο του δικέφαλου αετού και μάλιστα από εχθρότητα και αντίδραση προς την λατινική κατοχή. Ρητά, οι Λασκαρίδες αποβάλλουν από το συμβολικό ρεπερτόριο τον ρωμαϊκό μονοκέφαλο αετό καθώς ήδη τον είχαν σφετεριστεί τα δυτικά έθνη. Πράγματι, δανείζονται το μοτίβο από τα ανάγλυφα της Ανατολίας, παραλλάσουν το επίσημο κρατικό σύμβολο χωρίς αυτό κατά τον Λάμπρο να επιφέρει αλλοίωση στην πολιτειακή παράδοση, μιας και απλά εισήχθη κάτι « νέο και διαφορετικό ». Το παράξενο είναι, πως ο Λάμπρος αγνοούσε τον βαθμό μιμητισμού των Λασκαριδών προς τους Λατίνους ακόμα και στα ουσιωδέστερα της πολιτικής ιστορίας. Όπως και αν είχε, σε καμία περίπτωση ο δικέφαλος αετός δεν συνδεόταν με κάποιου είδους γεωπολιτικό επεκτατισμό. Οι διεκδικήσεις των Λασκαριδών περιόριζαν τους αρπακτικούς οφθαλμούς του τέρατος στην σελτζουκική μικρασιατική και στην λατινική Κωνσταντινούπολη (σελ. 463-464).
Ο Σβορώνος δεν μπορούσε να διακρίνει μακρύτερα από τον ορίζοντα του πατριωτικού του πάθους. Σε αυτό το σημείο προβάλλει η αδυναμία της πολιτικής του σκέψης, τουλάχιστον ως ιδεολογικού απολογητή του νέου βασιλείου της Ελλάδος. Σημείωνε : « Αν το συμπέρασμα (…) το των παραδεχομένων ότι ο Δικέφαλος των Βυζαντινών ελήφθη παρά των μνημείων των Ορτικιδών, ήτο αληθές, τότε ο περίφημος ως χριστιανικόν ή ρωμαϊκών έμβλημα δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και των εξ αυτού παραλαβόντων και μέχρι της σήμερον χρησιμοποιούντων, επί σημειών, θυρεών και νομισμάτων, πολυαριθμοτάτων και ισχυροτάτων χριστιανικών κρατών, θα απεδεικνύετο ασιατικόν ή οθωμανικόν τουρκομανικόν έμβλημα, αγνώστου μάλιστα σημασίας, δι’ ου δεν γνωρίζω αν ημείς οι νεώτεροι Έλληνες θα είχομεν την αυτήν, ην νυν, ενθουσιώδη επιθυμίαν να κοσμήσωμεν τους σταυρούς της τόσον νυν δοξασθείσης κυανολεύκου σταυροφόρου σημαίας μας. Ευτυχώς το πράγμα δεν έχει ούτω ».
Δυστυχώς, ο Σβορώνος ποτέ δεν εξήγησε πως έχει το πράγμα. Συμπέρανε όμως ότι ο Βυζαντινοί ήταν αδύνατον να παρέλαβαν ως δάνειο το σύμβολο από τους Ασσυρίους ή τους Χετταίους, καθώς τους χώριζαν « πλείστες χιλιετηρίδες χρονικού διαστήματος ». Εκείνο που διαπίστωσε είναι πως αυτοί οι τύποι, αν και αποτελούσαν αρχέγονα θρησκευτικά και πολιτισμικά σύμβολα μόνον όταν προσλήφθηκαν από τους Έλληνες απέκτησαν την πραγματική τους ουσία, την αληθή τους υπόσταση : « Οι ανατολικοί πρωτογενείς τύποι εκείνοι, ους παραλαβούσα αψύχους και ατέχνους η Ελλάς, εξιδανίκευσεν εις άφατον κάλλος και εκόσμησε δια θαυμασίων μύθων, διαδώσασα αυτούς κατόπιν πανταχού, και δη μέχρις αυτού του Βυζαντινού κράτους, ένθα ευρίσκομεν εκ νέου τον Δικέφαλον επανακτήσαντα την πρωτογενή αυτού τερατώδη μορφήν, σύμβολον όμως εν τη συνειδήσει του λαού μας υψηλών εννοιών, ων ομοίας μόνη η Ελληνική υψιπετής διάνοια ηδύνατο να συλλάβη και να διαδώσει καθ’ άπαντα τον κόσμον ».
Προσέχοντας την αποστροφή του Σβορώνου παρατηρούμε να εισηγείται μία ποιοτική διάκριση που συνεπάγεται μετατόπιση του πολιτισμικού επίκεντρου. Η θέα του συμβόλου ανάγεται στο αρχέγονο ελληνικό παρελθόν και όχι στους βυζαντινούς χρόνους. Μάλιστα, το Βυζάντιο υιοθετεί μία μορφή τερατώδους αετού ανατολικής προελεύσεως, παραπεμπτική παρόλα αυτά στους ελληνικούς τύπους χάρη στην εγχάραξή της στην συνείδηση των νέων Ελλήνων. Το σύμβολο σήμαινε μία αξιακή τάξη ή έναν πολιτισμικό κώδικα « υψηλών εννοιών ». Αυτονόητα, ο Σβορώνος παρακάμπτει το σκέλος της Βυζαντινής ιστορίας και στρέφεται στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όχι τόσο γιατί τον εξαντλεί η ανεπάρκεια πηγών και ευρημάτων, όσο γιατί ειλικρινά αδιαφορεί για το Βυζάντιο. Προορισμός του ήταν η κατάδειξη των συνδετικών αρμών του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο και η ενίσχυση της εικόνας της Βασιλείας με μίας μορφής θριουμφαλισμό που παρέπεμπε, αντιπαρόντικα, σε ένα ανεξιχνίαστο αρχέγονο.
Περιληπτικά, κατά τον Σβορώνο ο αετός αποτελούσε ένα τοτεμικό πτηνό, αγαπημένο του Διός, συνεπίκουρος στο έργο του, καθώς εξάγγελε στους θνητούς οιωνούς, μαντείες, προφητείες. Ο μελετητής παραπέμπει σε μία σειρά αρχαιολογικών ευρημάτων και ιστορικών πηγών για να ενισχύσει την θέση του. Και πράγματι τα πράγματα έχουν ακριβώς έτσι. Με εξαιρετικά, ωστόσο, « δόλιο » τρόπο, ο Σβορώνος καταφέρνει να στρέψει την προσοχή μας στην μορφή του μονοκέφαλου αετού ως συμβόλου του Διός, παραμερίζοντας την έρευνα του βυζαντινού ζητουμένου. Έτσι, καθιστά το Βυζάντιο έναν ιστορικό διακομιστή, ώστε η δόξα της αρχαιότητας να μεταγγιστεί στο νεοελληνικό παρόν: Το ρωμαϊκό κράτος εξελληνίστηκε. Το ελληνικό ρεπερτόριο συμβόλων υιοθετήθηκε στους αρχέγονους μορφολογικούς τύπους, καθώς οι βασιλείς του Βυζαντίου κατακυρίευσαν τις ασιατικές χώρες. Ωστόσο, όποια κι αν ήταν η χρήση του δικεφάλου αετού ή όποιο κι αν υπήρχε το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο εμβίωνε το σύμβολο « ουδέποτε οι βασιλείς και ο λαός μας ελησμόνησαν την υψηλήν, ευγενή και καθαρώς ελληνικήν έννοιαν αυτού, ως του κατ’ εξοχήν αισίου εμβλήματος και συμβόλου της εκ Διός, είτε εκ θεού, παραδιδομένης υπάτης βασιλικής, θείας και κοσμικής, εξουσίας ».
Ασφαλώς, ο Σβορώνος δεν παρέλειψε να σημειώσει, πως η Κωνσταντινούπολη και η Νίκαια, δύνανται να συσχετισθούν με τους Δελφούς, καθώς υπήρχε παράδοση που συνέδεε την ίδρυση του μαντείου, κατά την υπόδειξη των αετών του Διός με την ίδρυση των δύο πόλεων. Μάλιστα, με ανάλογο μυστικιστικό τρόπο συνδέει το κέντρο των χριστιανικών ναών – πορφυρούν ομφάλιον – με το κέντρο του δελφικού μαντείου. Η σύνδεση επιχειρεί την ανάδειξη των τριών αυτών σημείων ως πραγματικών και συμβολικών κέντρων του κόσμου. Και σε αυτή την περίπτωση, ελλείψει μαρτυριών υιοθετεί ένα sui generis μυθολογικό αφήγημα : « Δεν είναι μεν ρητώς παραδεδομένον ημίν, ότι εκ της παταπτήσεως των δύο αετών του Διος εν των κέντρω του Βυζαντίου ή της Κωνσταντινουπόλεως εκλήθη ο τόπος μεσόμφαλον, ως εν Δελφοίς, υπάρχουσιν όμως παραδόσεις εμμέσως μαρτυρούσαι αυτώ. Ούτως ο δημοτικώτερος των περί κτίσεως του αρχαίου Βυζαντίου μύθων ανέφερεν ότι ο κόραξ του Πυθίου Απόλλωνος – ο συχνά τους αετούς επί του δελφικού ομφαλού αντικαθιστλων – υπέδειξε την θέσιν του Βυζαντίου, αρπάσας και μετακομίσας εκεί τα εν άλλη θέσει προς κτίσιν της πόλεως σφαγέντα θύματα ».
Με τούτον τον τρόπο, ο Σβορώνος μετακυλά στην ίδια ακριβώς τακτική, δεχόμενος πως μόνον συμβολικά τα πράγματα αλλάζουν καθώς ο Δίας, διά του αετού υπέδειξε στον Κωνσταντίνο την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως. Απουσία βυζαντινού μύθου που να ταυτίζει το επίκεντρο του Βυζαντίου με τον δελφικό ομφαλό, υιοθετεί τις αρχαίες πηγές ασχέτως χρονικής ή πολιτισμικής απόκλισης. Καταλήγει σε αυτό σαφέστατα : « Ούτως η πρώτη κτίσις του Βυζαντίου υπό των Μεγαρέων, η δευτέρα υπό του Σεουήρου και η τρίτη υπό του Κωνσταντίνου παρουσιάζουσιν ως προσδιορίζοντας την θέσιν της πόλεως τους μαντικούς πυθικούς κόρακας ή αετούς, τους το πρώτον καταδείξαντας ως κέντρα του ελληνικού κόσμου το Λυκαίον και τους Δελφούς, ους κατόπιν διεδέχθη το Βυζάντιον ως νέος ομφαλός του Ελληνορωμαϊκού και Βυζαντινού κόσμου ». Βέβαια, αυτή η παραδοχή ή μάλλον αυτή η νεοελληνική μυθιστορία, αναγκαία υποβίβαζε την ρωμαϊκή ταυτότητα της Αυτοκρατορίας, καθώς έπρεπε οι αξίες του ελληνισμού να παρουσιάζονται αγνές και νικήτριες έναντι όποιας πρόσμιξης, αλλά και η Ρώμη αποδεσμευμένη από την Κωνσταντινούπολη, μιας κι ο Σβορώνος εξυπηρετούσε την ιδεολογία της εν Ελλάδι δυναστείας, μαζί και τα οράματα των Γερμανών στις παραμονές των δύο μεγάλων πολέμων.
Μία διαπίστωση περιγράφει τις ιδεολογικές προθέσεις του Σβορώνου : Σε καμία από τις πτυχές τις εργασίας του δεν εντοπίζεται αναφορά στον χριστιανισμό, τουλάχιστον στην χριστιανική ταυτότητα του Βυζαντίου, ούτε βεβαίως διακρίνεται ο δικέφαλος αετός ως θεσμικό σύμβολο της Εκκλησίας. Ακόμη περισσότερο, ο αετός δεν εξετάζεται ουδέποτε ούτε γραφικά, ούτε συμβολικά. Αυτή η θρησκευτική ισοπέδωση, που εκπορεύεται αλλά και προοικονομεί τον πολιτισμικό ολοκληρωτισμό, εκφράζει τα πρώτιστα της ιδεολογίας του χώρου που υπηρετούσε, αλλά κυρίως της εποχής του, δηλαδή της συμπτώσεως αλυτρωτισμού και μεγαλοϊδεατισμού, στην κυκλοτερή φορά των μυθολογικών αφηγηματικών χρόνων. Η αφήγηση του Σβορώνου καθίσταται μύθο – ιστορία καθώς εκφράζει το νεοελληνικό αίσθημα της ανακάμψεως, της επικράτησης, της προνοιακής και πολιτισμικής εθνικής υπεροχής. Η « ιστορική » συνέχεια εξασφαλίζεται με ορατό τρόπο δια των συμβόλων. Αυτή η μονοδρόμηση, αυθαίρετη στον χαρακτήρα της, συγκροτεί μία τάξη συγχύσεως καθότι ανιστορική κι αντιμυθολογική. Θα δούμε πως η έκβασή της υπήρξε και, υπάρχει, επικίνδυνη. Πριν όμως, πρέπει να δειχθεί αυτή η περιδίνηση, που θα εκβάλλει σε εκείνο που θα αποκαλέσω εθνικό παράλογο : « (Οι αετοί) είναι οι το πρώτον το Λυκαίον, κατόπιν δε τους Δελφούς, και τέλος το Βυζάντιον θεία εντολή καθορίσαντες ως γεωγραφικόν, πολιτικόν και πνευματικόν κέντρον του ελληνικού κόσμου. Είναι οι δύο αίσιοι αετοί οι οιωνισάμενοι των ενδοξοτάτω των Ελλήνων βασιλέων Αλεξάνδρω την επί της οικουμένης, από Ανατολής μέχρι Δύσεως κυριαρχίαν. Είναι οι δύο δίδυμοι αετοί του στέμματος των λαμπροτέρων Ελλήνων βασιλέων Σελευκιδών και Πτολεμαίων εκείνοι, ους σφετερισθέντες παρά των τελευταίων οι Αρμένιοι και Ρωμαίοι βασιλείς και αυτοκράτορες και καταστήσαντες σύμβολα της βασιλικής αυτών ισχύος και κοσμήματα των σημαιών αυτών παρέδωκαν και πάλι εις τους αρχαίους νομίμους αυτών κυρίους, τους Έλληνας βασιλείς του εξελληνισθέντος ρωμαϊκού κράτους ».
Η εξέλιξη αυτής της επινοημένης κι ύστερα μυθοποιημένης αφήγησης ομοιάζει με ένα ισχυρό βαρυτικό πεδίο, καθώς προϋπέθετε, αναλόγως, μία αίσια έκβαση. Ο ιστορικός, γνωρίζοντας εκ του αποτελέσματος την πορεία των πραγμάτων, διακρίνει τον δυστοπικό ορίζοντα, προς τον οποίο κάλπαζε το νεοελληνικό μεσσιανικό αίσθημα. Μοιάζει κιόλας, τέτοιου είδους τύποι συμβόλων να κυκλοφορούν αθώα, χωρίς όμως καθόλου αθώος να είναι κι ο πυρήνας τους. Ενδεικτικά και χωρίς να σταθούμε, μπορούμε να φέρουμε ως παράδειγμα την « Κοιμισμένη Βασιλοπούλα » του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στην περίπτωση αυτή, οι βαθιές μεσσιανικές βυζαντινές αντιλήψεις επιβιώνουν ως μέρος της εθνικής συνειδήσεως, ως κοινός μετά – ιστορικός τόπος της νεότερης Ελλάδας. Αλλά κι ο Σβορώνος, στο πονημάτιό του σημειώνει ως εξής : « Περί τούτου ηγγυάτο η φλογερά φιλοπατρία του Έθνους και η ακλόνητος πίστις αυτού προς των απ’ αιώνων αναμενόμενων Εκδικητήν και Διάδοχον του Παλαιολόγου. Το αυτό προαγγέλουσιν, ως βέβαιον πλέον, οι εθνικοί ημών ποιηταί και ρήτορες από της ημέρας της γεννήσεως του νυν θεοπέμπτου βασιλέως μας ». Ο Σβορώνος παραθέτει σχετικά αποσπάσματα από τον « Διάκο » του Βαλαωρίτη, σπεύδει κιόλας να σημειώσει επεισόδια της αθηναϊκής κοσμικής ζωής των ημερών του: Κάποια Γαλλίδα κυρία των Αθηνών, Ελληνίδα στην καρδιά και στο φρόνημα, έκοψε ειδικό γραμματόσημο εικονίζον τον δικέφαλο αετό με την συνοδευτική επιγραφή : ΟΥΚ ΑΠΕΘΑΝΕΝ ΑΛΛΑ ΚΑΘΕΥΔΕΙ.
Όμως τα « ιδρυτικά » γεγονότα είναι αυτά που εδώ μας ενδιαφέρουν, ακριβώς γιατί απουσιάζει ο ιδρυτικός τους χαρακτήρας, αλλά επικρατεί ο ιδεολογικός προσανατολισμός της πολιτικής και το εθνικό ιστορικό άγχος. Στις πρώτες αράδες της εργασίας του Σβορώνου, κυριαρχεί η προσωπική του μαρτυρία, η οποία διαρθρώνεται με τρόπο ιερατικό, όχι τόσο γιατί ο συγγραφέας το επεδίωκε, αλλ’ όσο γιατί τα γεγονότα λειτουργούσαν καταλυτικά στο φαντασιακό του. Η εντύπωση της εμπειρίας είναι αποφασιστική καθώς ο Σβορώνος κατέστη αυτόπτης και αυτήκοος μίας αποκαλυπτικής στιγμής. Στην ουσία, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να αμφισβητήσει αυτήν την εντύπωση. Η βάπτιση του διαδόχου – και μετέπειτα βασιλέως – Κωνσταντίνου λειτουργούσε ως vaticinium ex eventu, ζωοποιώντας θρύλους και – ως όφειλε – δημιουργώντας ιστορικές διεκδικήσεις με απόλυτα μετά – ιστορικό περιεχόμενο : « Κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν της βαπτίσεως και βοή λαού ονομασίας Αυτού ως Κωνσταντίνου, ήκουσα και παρέλαβον το πρώτον και εγώ, παιδίον τότε επτά ετών, έξω των ανακτόρων, παρά του βαθέως συγκεκινημένου Μυκονίου πλοιάρχου πατρός μου, τον θρύλον ότι την ημέραν που διάδοχός μας θα γείνη Βασιλιας, ένας χρυσός διπλός αετός θα του φέρη την βαθειά κρυμμένη χρυσή και παντοδύναμη κορώνα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά μας ». Η ζωτική σχέση μυθικού – αποκαλυπτικού – πραγματικού, υπογραμμίζεται με την εναλλαγή της απλής καθαρεύουσας με την δημοτική. Η παρουσία της δημοτικής δηλώνει την ιστορική πραγμάτωση, το δεδομένο και χειροπιαστό της εμπειρίας, μέσα στον ιερατικό χρόνο της καθαρεύουσας, αλλά και τον μαζικό χαρακτήρα του αισθήματος που διέτρεχε οριζόντια και κάθετα τον ελληνικό κοινωνικό ιστό.
Το γεγονός αυτό είναι που αναγεννά τα αισθήματα και τους επιτρέπει συντεταγμένα να εκδηλωθούν. Δεν ευρίσκεται το γεγονός εν τω μέσω των ιστορικών αισθημάτων, αλλά καθοδηγεί και ερμηνεύει. Έγραφε ο Σβορώνος, πως από την βάπτιση του Κωνσταντίνου οι πατριωτικοί σύλλογοι, οι εφημερίδες, τα σωματεία, τα ιδιωτικά φλάμπουρα έφεραν τον δικέφαλο αετό ως εκδήλωση του πανεθνικού αισθήματος, ελπίδων και αξιώσεων. Σημείωνε πως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’ διέπλεε τον Βόσπορο με ιδιωτική άκατο που την στόλιζε η σημαία του δικεφάλου. Σε πραγματικό επίπεδο, η ισχύς του Βασιλείου της Ελλάδος εκδηλώνεται στα θέατρα των μαχών, η δε εκπλήρωση των προφητειών προκύπτει εκ της επιτυχούς εκβάσεως των αναμετρήσεων. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης : « Σπεύδων προς βορράν (εννοεί τον Κωνσταντίνο) « βιάζεται, βιάζεται » κατά την μάχην του Σαρανταπόρου, παρερχόμενος τον Όλυμπον του αίσιον βροντώντος Διός. Πριν δε η συνέλθη ο κόσμος εκ της καταπλήξεως, ιδού Αυτός μετά σειράν ενδόξων μαχών, κύριος της δευτερευούσης πόλεως της πεπτωκυίας αυτοκρατορίας Του και σύμπαντος του θέματος της Θεσσαλονίκης ». Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων στρέφει την προσοχή του εγκωμιαστή στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως: « Ιδού ευθύς κατόπιν αι σημαίαι Αυτού επί των απορθήτων λογιζομένων φρουρίων των ενδόξων Ιωαννίνων. Ο Ασιάτης κατακτητής τρέμει ήδη περί αυτής της τύχης της Πόλεως των ονείρων μας, προς ην στρέφει νυν τα βλέμματα, θέλων να σπεύση εις Τσαλάτσαν, ο διάδοχος του Παλαιολόγου ».
Στις αράδες που θα ακολουθήσουν δείχνεται η πρόθεση του Σβορώνου να μεταθέσει το πεδίο της ιστορικότητας στο περιβάλλον του μεσσιανικού. Το όχημα αυτής της αναγωγής είναι οι μετά – πολιτικές προοπτικές του, που ξετυλίγονται ως μέρος της εθνικής σωτηριολογικής αφήγησης. Μοιάζει, η τοποθέτησή του να αντλεί από την σκοπιμότητα του προπαγανδιστή του καθεστώτος ή του πολιτικού χώρου. Ωστόσο, η εκτίμηση δεν πρέπει να συνάγεται με τόσο ελαφρύ τρόπο : Μία σειρά παραγόντων – αντικειμενικών χαρακτηριστικών – είναι αυτή που κατά κάποιο τρόπο εξορθολογίζει ύπουλα το μεσσιανικό αίσθημα. Η μακροχρόνια εμπλοκή στα πολεμικά θέατρα, η κρίση πολιτικής νομιμότητας, ο ανελαστικός κρατισμός, το συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης, η άνοδος των εθνικισμών, η πόλωση θρόνου και έθνους, η πίεση των μεγάλων δυνάμεων, τα ασυγκράτητα αισθήματα των μαζών και κυρίως οι εργατικές κινητοποιήσεις. Τρεις όμως βασικοί παράγοντες : α. Το ακαθόριστο της νεοελληνικής ταυτότητας, β. Το ιστορικό άγχος που δημιούργησε ο αλυτρωτισμός μετά το 1897, γ. Η απόλυτη αδυναμία της χώρας ώστε να χαράξει δική της εξωτερική πολιτική και να σταθεροποιηθεί εσωτερικά χωρίς τις παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα. Αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις βρίσκουν διέξοδο σε ένα όραμα που αντλεί από το έξω – ιστορικό περιβάλλον, ώστε να ερμηνευθούν και να υπερβαθούν, τουλάχιστον στο επίπεδου του ιδεατού, τα πραγματικά αδιέξοδα. Αυτή η πορεία, αυτό το μεσσιανικό ρεπερτόριο, δεν αφορούσε μόνο στις εικονολογικές εκφράσεις του Θρόνου, αλλά και στον αλυτρωτισμό των Φιλελευθέρων, ως πηγή και έκφραση του νεοελληνικού μεγαλοϊδεατισμού.
Ο Λάμπρος, στο σχετικό του μελέτημα χρησιμοποιεί χρόνο παρατατικό όταν χρειάζεται να αναφερθεί στην μετά – πολιτική λειτουργία του δικεφάλου αετού και στους μεσσιανικούς του συμβολισμούς, για αυτό και η εκτίμησή του είναι ρεαλιστική : Υπήρχε το βάρος του ενεστώτος καιρού που ζητούσε διέξοδο και ελπίδα. Σημείωνε: « Ούτως ο δικέφαλος αετός καθίσταται μετά την δούλωσιν του γένους το σύμβολον της εθνικής ιδέας, συνδυαζομένης προς την αντίληψιν της ήδη πεπτωκυίας αυτοκρατορίας. Αποβαίνει ποιος τις μυστικισμός, συμβολίζων την αθανασίαν του ελληνισμού και την ελπίδα της αναστάσεως του γένους καθ’όλους τους δύσμοιρους εκείνους αιώνας, καθ’ους ο Έλλην, βεβαρημένος υπό της πικρίας του ενεστώτος, ησθάνετο την ανάγκην να προσφεύγη εις τας αναμνήσεις του παρελθόντος και ανακουφίζη εαυτόν, εμβαπτιζόμενος εις τας προσδοκίας μέλλοντος ευτυχεστέρου ».
Γνωρίζοντας σήμερα την έκβαση των πραγμάτων, μπορούμε να λογαριάσουμε την τραγικότητα των ρητορικών κραυγών του Σβορώνου. Σημασία όμως έχει να αντιληφθούμε την αδυναμία του ή την αδυναμία της κοινωνίας να διαισθανθεί την επερχόμενη καταστροφή, ακριβώς γιατί οι διαστάσεις του οράματος συνέθλιβαν τον ρεαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάδειξη του δικεφάλου αετού σε δεσπόζον μετά – πολιτικό σύμβολο συνιστά σύμπτωμα της εισόδου του μη – πραγματικού, του ανιστορικού, ως παράγοντα διαμόρφωσης κι αιτιολόγησης των ιστορικών επιλογών. Για αυτόν τον λόγο και η κατάρρευση παραπέμπει σε καταστροφή. Έγραφε ο Σβορώνος : « (…) Η Βυζαντινή αυτοκρατορική σημαία μας. Ο διπλούς αετός αυτής τανύσας τας πτέρυγας έσπευσε πρώτος να υποδεχθή τον μόνον νόμιμον αυτού κύριον και να τεθή υπό τας διαταγάς του (εννοεί τον Βασιλέα Κωνσταντίνο). Συνεχίζων την προαιώνιον παρήγορον προφητικήν φωνήν εκείνην την υπό του εξ ουρανού αποσταλέντος πτηνού απευθυνθείσαν προς την κλαίουσαν επί τη πτώσει της Κωνσταντινουπόλεως Παναγίαν : « Σώπασε, Κυρά – Δέσποινα, και σεις, ΄κόνες μην κλαίτε, πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σας θάνε » ». Ο Σβορώνος καταλήγει, πως ο βυζαντινός δικέφαλος αετός έσπευσε επί των ημερών του να κρώξει στον βασιλέα Κωνσταντίνο « Χαίρε Αύγουστε! Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικός σου είμαι ».
Ο Σβορώνος επιμένει στον αλυτρωτισμό επαναφέροντας το ιστορικό πεδίο του αιώνα του στο περιβάλλον του βυζαντινού μεσσιανισμού, έτσι, που στο επίπεδο του αποκαλυπτικού ο νέος Ελληνισμός των αρχών του 20ου αιώνα να μπορεί να ιδωθεί ως μία παρατεταμένη και παρατεινόμενη μεταβυζαντινή εποχή. Το λεξιλόγιό του εξαντλεί τις ιστορικές αντοχές : « Οι μετά του τελευταίου αυτών (εννοεί τον Κωνσταντίνο ΙΑ’) παρά την πύλην του Αγίου Ρωμανού ηρωϊκώς πεσόντες, έκτοτε δε μαρμαρωθέντες και καθεύδοντες εν τη καρδία του Ελληνικού Έθνους, του μετά καρτερίας και πεποιθήσεως αναμείναντος επί πέντε όλους αιώνας την ανάστασιν αυτών συν τη αναστάσει του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Το Έθνος δεν ηπατήθη! Ιδού ανέστη εν ημίν ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς! Ήλθεν ο Παράκλητος! Ο Ύψιστος εκράτυνε την ρομφαίαν Αυτού εν τω ιερωτάτω, δικαιοτάτω και νομιμωτάτω των αγώνων ». Συνεπώς, αδρομερώς κι αυτονόητα, η νομιμότητα του βασιλέως, όπως και το πεπρωμένο της Ελλάδας, ex rebus φέρει θεία χαρακτηριστικά, καθώς αποτελεί έκφραση της ίδιας της βουλήσεως του Θεού : « Εις τον Άνακτα των Ελλήνων, Αυτόν, και μόνον Αυτόν, ανήκει κατά πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον, το υπέροχον τούτο σύμβολον (εννοεί τον δικέφαλο αετό). (…) Είναι τούτο και θέλημα του Υψίστου διά τόσων και τόσων θαυμάτων θείας ευνοίας σαφώς φανερωθέν ημίν κατά τας ενδόξους ταύτας ιστορικάς ημέρας ».
Το βιβλιάριο του Σβορώνου κλείνει με μία σύντομη παράγραφο : « Εις εμέ, ταπεινόν θεράποντα της αναγεννομένης Ελληνικής επιστήμης, ευτυχήσαντα ου μόνον να ζήσω κατά τας ενδόξους ταύτας ημέρας, αλλά και να γίνω ερμηνευτής της ουδέποτε εν τη καρδία του έθνους μας λησμονηθείσης αληθούς εννοίας του κατ’ εξοχήν βασιλικού συμβόλου μας – και μάλιστα να πράξω τούτο προ Αυτού του θεοπέμπτου Βασιλέως μου – ας μοι επιτραπή, ίνα πανευτυχής ανακράξω το « νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα ! » ».
Ο Ι.Ν. Σβορώνος έφυγε από την ζωή τον Ιούλιο του 1922. Τρόπον τινά, η αποφώνησή του ηχεί σαν την αποφώνηση του κόσμου του.
Τουλάχιστον στην σκιά του Σεπτέμβρη του 1922.