Στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ο ηγέτης των Σερβοβόσνιων, Milorad Dodik, απειλεί να οδηγήσει το κόμμα του εκτός των εύθραστα κατασκευασμένων κρατικών θεσμών της χώρας. Στη Βόρεια Μακεδονία, ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ παραιτείται. Στο Μαυροβούνιο, τα μέλη του κυβερνώντος συνασπισμού βρίσκονται “στα μαχαίρια”. Στο Κοσσυφοπέδιο, το σερβικό κόμμα Srpska Lista μιλάει για έξοδο από τους κρατικούς θεσμούς. Και στη Σερβία, αφθονούν όλα τα δεινά, αυτή τη φορά αναφορικά με μια τοιχογραφία του Ράτκο Μλάντιτς στο Βελιγράδι.
Με εξαίρεση την περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας, η κοινή απειλή που διατρέχει όλα αυτά τα ζητήματα, είναι η ανάμειξη της σερβικής κυβέρνησης στις υποθέσεις των γειτόνων της μέσω της πολιτικής εκπροσώπησης των σερβικών μειονοτήτων. Αυτό έχει γίνει πρότυπο συμπεριφοράς από το Βελιγράδι, με αντανάκλαση τη δεκαετία του 1990. “Το καθήκον αυτής της γενιάς πολιτικών είναι να δημιουργήσουν τον σερβικό κόσμο, δηλαδή να ενώσουν τους Σέρβους, όπου και αν κατοικούν”, ανακοίνωσε ο υπουργός Εσωτερικών της Σερβίας Aleksandar Vulin τον Ιούλιο. Το επαναλαμβανόμενο θέμα μεταξύ των Σέρβων πολιτικών σε όλη την περιοχή, είναι η έκκληση για χειραφέτηση από τις διευθετήσεις που έγιναν μετά τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας. Μαζί με την υψηλή στήριξη των πολιτών στην περιοχή για απολυταρχικά καθεστώτα και για τη Ρωσία και την Κίνα, δημιουργείται ένα δηλητηριώδες μείγμα.
Η Σερβία είναι ουσιαστικά ένα αιχμάλωτο κράτος -“η κερδισμένη με κόπο ελευθερία μας από τον Μιλόσεβιτς έχει χαθεί”, μου είπε πρόσφατα ένας ντόπιος παρατηρητής. Έχει μια “αναντικατάστατη κυβέρνηση” παρά τις ελεύθερες (αλλά όχι δίκαιες) εκλογές. Βυθίζεται από βαθιά διαφθορά. Και το περιβάλλον στον χώρο των ΜΜΕ έχει επιδεινωθεί περαιτέρω. Σύμφωνα με αναλυτές των media, στο διάστημα Ιουλίου 2020 και τέλος Ιουνίου 2021, εκπρόσωποι της κυβερνώσας πλειοψηφίας έλαβαν μέχρι και το 93% του τηλεοπτικού χρόνου που αφιερώνεται σε πολιτικούς παράγοντες, ενώ η αντιπολίτευση ήταν παρούσα στο υπόλοιπο 7% του χρόνου. Μόνο τον Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος Αλεξάντρ Βούτσιτς εμφανίστηκε -εκτενώς- στην τηλεόραση, όχι λιγότερο από 37 φορές, ενώ κάποιες από τις εμφανίσεις του διήρκησαν 2-3 ώρες. Και αυτό εκτείνεται πέρα από την προφανή σφαίρα της πολιτικής και των σκληρών ειδήσεων: μια πρόσφατη μελέτη ερεύνησε την αγορά από τη Serbian Telecom, των δικαιωμάτων για τη μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων της Αγγλικού Πρωταθλήματος σε χώρες ανά την περιοχή -μια κίνηση που έγινε, σύμφωνα με τον συγγραφέα, “για να κλειδώσει τα βαλκανικά ακροατήρια στα κανάλια της με αντί-δυτικές ρητορικές, που αντιστοιχούν στους αυξανόμενους δεσμούς της χώρας με κράτη όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ουγγαρία”.
Η Ρωσία και η Κίνα χρησιμοποιούν τη διαφθορά ως έναν τρόπο που να επηρεάζουν τους κρατικούς θεσμούς στην περιοχή. Όπως έχει δηλώσει επανειλημμένως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, τα απολυταρχικά κράτη χρησιμοποιούν τη “στρατηγική διαφθορά” ως μέσο εξαναγκασμού, υπονομεύοντας το κοινωνικό συμβόλαιο και την εμπιστοσύνη του λαού στους θεσμούς -και καθιστώντας την κακή διακυβέρνηση στην περιοχή ακόμη χειρότερη. Για τους απλούς πολίτες των Βαλκανίων, η διαφθορά παραμένει το τρίτο πιο σημαντικό πρόβλημα στη χώρα τους, μετά την ανεργία και την οικονομική κατάσταση. Η αντιμετώπιση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος έχει γίνει ο λόγος ύπαρξης των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε όλη την περιοχή, ανεξαρτήτως της ιδεολογίας τους, καθώς τα κράτη καταπατούν τα ΜΜΕ, τη δικαιοσύνη, την οικονομία και δημόσιες υπηρεσίες όπως την υγειονομική περίθαλψη. Ως αποτέλεσμα, η μετανάστευση από τα Δυτικά Βαλκάνια συνεχίζει να αυξάνεται.
Είναι προφανές ότι η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ έχει κολλήσει και θα παραμείνει έτσι για κάποιο καιρό. Η ένταξη στην ΕΕ ήταν κάποτε ένας τρόπος να επιλυθούν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα κακής διακυβέρνησης που πλήττουν τα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς και για να επιβεβαιώσουν την όχι και τόσο ήρεμη ειρήνη που επιτεύχθηκε πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Αλλά σημαντικός αριθμός των κρατών μελών της ΕΕ είναι τώρα εμφανώς απρόθυμα ακόμη και να κάνει αναφορά σε διεύρυνση, στα επίσημα έγγραφα του Συμβουλίου της ΕΕ. Τα πρόσφατα βέτο των κρατών-μελών για τις συνομιλίες ένταξης, δείχνουν την απροθυμία και την ανικανότητα της ΕΕ να ενσωματώσει τα Δυτικά Βαλκάνια -και φαίνεται ότι το μήνυμα το πήραν τόσο οι πολιτικοί όσο και οι πολίτες στην περιοχή. Το Βαρόμετρο για τα Βαλκάνια το 2021, έδειξε ότι το ένα τρίτο των Σέρβων, Βόσνιων, και κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας, δεν περιμένουν καν να συμβεί η ένταξη. Σε αυτό το κενό, οι εθνικιστικές ιδέες και άλλες δυνάμεις εισχωρούν εύκολα. Και οι έρευνες που διεξήχθησαν από το ECFR αυτό το καλοκαίρι, επιβεβαιώνουν ότι οι άνθρωποι στη Σερβία έχουν έντονα αρνητική άποψη για την ΕΕ. Βλέπουν σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό σύστημα της ΕΕ ως κατεστραμμένο και την απάντηση της στην πανδημία ως ελλιπή. Και έχουν την ηγεσία της δικής τους χώρας σε μεγαλύτερη εκτίμηση, ενώ θεωρούν τη Ρωσία και την Κίνα ως βασικούς συμμάχους, με στήριξη 94% και 91% αντιστοίχως.
Σε αυτό το πλαίσιο, τι μπορεί να κάνει η ΕΕ διαφορετικά; και τι θα πρέπει να προσπαθήσει να πετύχει;
Σε ένα άκρως αμφισβητούμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, οι τεχνικές διαδικασίες από μόνες τους δεν θα αρκούν πλέον. Η ΕΕ δεν μπορεί απλώς να ενισχύσει τις διαπραγματεύσεις ένταξης (εκτείνοντας για παράδειγμα, την πρόσβαση στην ενιαία αγορά) και να ελπίζει ότι η δυναμική θα αλλάξει. Θα χρειαστεί να γίνει πιο πολύ πολιτική. Για να τραβήξει την περιοχή πιο σφιχτά σε μια ευρωπαϊκή τροχιά, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια υφιστάμενη μορφή περιφερειακής συνεργασίας, όπως τη Διαδικασία του Βερολίνου. Η πρόσβαση στην ενιαία αγορά θα μπορούσε να είναι μέρος της ατζέντας της. Αλλά το ίδιο θα έπρεπε να είναι και μια πορεία προς τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων που θα συνάψουν τελικά πολιτικές συμφωνίες για την επίλυση μακροχρόνιων σημείων διαμάχης -όπως εκείνα που συνεχίζουν να εμποδίζουν τη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας ή τις σχέσεις της Βοσνία με τη Σερβία και την Κροατία. Τα κράτη που σημειώνουν τέτοια πρόοδο θα πρέπει να λαμβάνουν πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κεφάλαια ως αντάλλαγμα.
Η ΕΕ θα πρέπει να προχωρήσει στην ενσωμάτωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Πράσινη Νέα Συμφωνία της, ανοίγοντας ευκαιρίες σε αυτές ώστε να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές τους και να σημειώσουν ισχυρότερη πρόοδο στην απαλλαγή των οικονομιών τους από τον άνθρακα. Η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας θα τους βοηθήσει επίσης να γίνουν λιγότερο εξαρτώμενα από τρίτους, όπως τη Ρωσία, για την ενεργειακή του προμήθεια και θα περιορίσει -αν όχι θα εξαλείψει- την διαφθορά από τον ενεργειακό τομέα.
Η απουσία αιχμηρών μέσων για να αντλήσει η ΕΕ από την εργαλειοθήκη της, σημαίνει ότι η Ευρώπη μένει εκτός βασικών στρατηγικών συνομιλιών στα Βαλκάνια. Η ετοιμότητα των ΗΠΑ να αναλάβουν δράση και να επιβάλλουν κυρώσεις αντί να προσφέρουν απλώς ένα καρότο, φαίνεται να καθιστά την αμερικανική στάση πολύ πιο επιτακτική και τη φωνή τους πιο δυναμική. Η ΕΕ έχει ένα ευρύ φάσμα πιθανών εργαλείων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και που θα μπορούσε να ενισχύσει με μερικές προσαρμογές. Για παράδειγμα, θα πρέπει να προσθέσει την κλεπτοκρατία στον ευρωπαϊκό νόμο Magnitsky, και να επεκτείνει τις διατάξεις του νόμου στα Δυτικά Βαλκάνια. Η δυνατότητα επιβολής προσωπικών κυρώσεων διαφθοράς κατά ατόμων, θα αύξανε τη μόχλευση της ΕΕ και θα άλλαζε την αντίληψη της υποκρισίας που υπάρχει, ότι είναι αρκετά χαρούμενη να συνεργάζεται με τους απολυταρχικούς ηγέτες όταν η κατάσταση τη βολεύει. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερο focus στις διασυνοριακές έρευνες που περιλαμβάνουν βαλκανικές αρχές. Μπορεί επίσης να αναπτύξει την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης σε υποθέσεις που σχετίζονται με κονδύλια της ΕΕ, τα οποία αποτελούν σημαντικό μέρος του ΑΕΠ των Δυτικών Βαλκανίων.
Τα σύνορα δεν θα χάσουν σύντομα το νόημα τους στα Βαλκάνια. Επομένως, η ΕΕ πρέπει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στην ασφάλεια της περιοχής και στην αμυντική αρχιτεκτονική, η οποία παραμελείται για την ώρα. Μια πιο αληθινή γεωπολιτική απάντηση από την ΕΕ θα απαιτήσει την επέκταση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης. Εάν τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων ενταχθούν στην Αμυντική Ένωση, θα είναι σε θέση να συμμετέχουν σε projects της PESCO, και η συμμετοχή στην Αμυντική Ένωση θα πρέπει να εστιάζει στην αυξημένη συμμόρφωση με την Ενιαία Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Η Σερβία για παράδειγμα, θέλει να εκσυγχρονίσει τις ικανότητες παραγωγής για όλες τις μεγάλες κρατικές εταιρίες κατασκευής όπλων. Αντί να την αναγκάσει ουσιαστικά να συνεργαστεί με χώρες όπως η Λευκορωσία, η Ρωσία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η ΕΕ θα πρέπει να προσκαλέσει τη Σερβία να συμμετέχει στα δικά της projects. Οι ομάδες μάχης της ΕΕ θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή των Δυτικών Βαλκανίων σε τακτική βάση, αλλά επίσης θα πρέπει να τίθενται σε επιχειρησιακή υπηρεσία στην περιοχή εάν η κατάσταση επιδεινώνεται.
Εάν μπορεί να βγει κάτι θετικό από τις τρέχουσες αλληλένδετες κρίσεις των δυτικών Βαλκανίων, είναι η νέα προσοχή που δίνουν στην περιοχή Ευρωπαίοι και Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Αλλά η ΕΕ πρέπει επειγόντως να αλλάξει την προσέγγιση της -η επιλογή της “εποικοδομητικής ασάφειας” δεν λειτουργεί πλέον κι προκαλεί μόνο εκνευρισμό σε όλη την περιοχή. Το να βοηθήσει τους πολίτες να χαλαρώσει την επιρροή των διεφθαρμένων ελίτ και να επανακαθιερώσει την καλή διακυβέρνηση των θεσμών, θα συμβάλει καθοριστικά σε μια πιο πλήρη υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων και στην ενίσχυση της μόχλευσης της ΕΕ σε μια περιοχή-κλειδί για την τόνωση της διεθνούς της αξιοπιστίας και διασφάλισης της σταθερότητας στη γειτονιά της.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: ecfr.eu
infognomonpolitics.gr