Λευτέρης Τσουλφίδης[1]
- Εισαγωγή
Συνηθισμένη αίσθηση που αποκομίζουμε για την κοινωνική κατάσταση την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον δέκατο-πέμπτο αιώνα και μετά είναι του ιστορικού κενού. Τέσσερις περίπου αιώνες ιστορικού κενού για τις διάφορες εθνότητες που συνήθως θεωρούνται ότι στέναζαν (όλους αυτούς τους αιώνες) υπό το βάρος της οθωμανικής κατοχής. Το στερεότυπο αυτό δεν είναι ακριβώς σωστό, καθώς οι Οθωμανοί υιοθέτησαν άμεσα τον βυζαντινό τρόπο διοίκησης, δηλαδή της ισχυρής κεντρικής εξουσίας που σε αυτήν υπάγονταν όλες οι περιφέρειες στις οποίες διαμερίστηκε η αχανής αυτοκρατορία τους. Οι ποικιλώνυμοι διοικητές αυτών των περιφερειών (πασάδες, σπαχήδες, κοτζαμπάσηδες κ.ά.) είχαν αρχικά (τους δύο πρώτους αιώνες) αδύναμη (σχετικά με την κεντρική διοίκηση) εξουσία κατά τα πρότυπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την περίοδο της ακμής της. Τους επόμενους δύο αιώνες, όπως εξηγούμε, αρχίζει η παρακμή και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία ολοένα και περισσότερο χαρακτηρίζεται από τους δυτικούς ως ο «μεγάλος ασθενής της ανατολής».
Το υπόλοιπο του άρθρου εξηγεί τις γενικότερες κοινωνικές μεταβολές που λάβαναν χώρα, οι οποίες ήταν πολύ αργές τον 15ο και 16ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια επιταχύνθηκαν τον 17ο και κορυφώθηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και της κυριάρχησης του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου εξηγούμε αυτόν τον μετασχηματισμό στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ωρίμανση γενικότερα των συνθηκών ρήξης με το ισχύον καθεστώς. Στο τρίτο μέρος αναλύουμε διεξοδικά τον χαρακτήρα της επανάστασης και τη σχετική με αυτόν συζήτηση. Στο τέταρτο μέρος η προσοχή μας στρέφεται στις διαμορφούμενες κοινωνικές τάξεις και τον ρόλο τους στην Επανάσταση. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα.
- Οικονομικές και Κοινωνικές Συνθήκες
Είναι αλήθεια, αντίθετα πολλές φορές με αυτό που συνήθως υποστηρίζεται, ότι λαοί και τα έθνη στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο απαλλαγμένοι από επιδρομές (Σλάβων, σταυροφόρων, Αράβων μεταξύ πολλών άλλων) και πολέμους (καθώς δεν στρατολογούνταν, συστηματικά τουλάχιστον) περνούσαν περίοδο ‘σχετικής’ ευημερίας. Για τον λόγο αυτό και όλο το διάστημα που μεσολάβησε (τυπικά λέμε 400 χρόνια) μπορεί να χαρακτηριστεί και ως Pax Otomanica, στη διάρκεια της οποίας δεν σημειώθηκαν αξιόλογα αιτήματα για κοινωνικές μεταβολές ή κοινωνικές εξεγέρσεις, πάρα μόνο προς τα τέλη του 18ου αιώνα. Η στάση αυτή των διαφόρων εθνοτήτων μεταξύ των οποίων και της ελληνικής εξηγείται, εν μέρει τουλάχιστον, από το επίπεδο ‘σχετικής’ ευημερίας που στο μεταξύ είχαν πετύχει, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι απέναντί τους είχαν να αντιμετωπίσουν μια πανίσχυρη κεντρική εξουσία. Είναι αλήθεια ότι η οθωμανική κεντρική διοίκηση παραχωρούσε ιδιότυπα (όχι πολύ διαφορετικά από τα βυζαντινά) ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους καλλιεργητές γης (η ψιλή κυριότητα παρέμενε στην κεντρική εξουσία) και ήταν ενάντια στις μεγάλες ιδιοκτησίες.
Ενώ αυτά ίσχυαν κυρίως τους πρώτους δύο αιώνες, τότε που η αυτοκρατορία επεκτεινόταν και ήταν σε θέση να διανέμει γη στους αξιωματούχους της, τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο για τους οθωμανοκρατούμενους λαούς και έθνη τους δύο αιώνες που ακολούθησαν. Ωστόσο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κληρονόμησε, κατά κάποιο τρόπο, και τις αδυναμίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, το υπερτροφικό κράτος που σταδιακά δημιουργήθηκε και οι ολοένα περισσότεροι φόροι που απαιτούνταν για την υποστήριξή του οδήγησε την κεντρική εξουσία να αποδεχτεί και στη συνέχεια να υποστηρίζει τους τοπικούς περιφερειάρχες σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη δυνατή συλλογή φόρων. Ως αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών, οι κατά τόπους περιφερειάρχες (όπως π.χ. ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και ο Μοχάμεντ Αλή Πασάς της Αιγύπτου) αποκτούν δύναμη σε βάρος της κεντρικής διοίκησης και, ταυτόχρονα, αναπτύσσονται μεγάλες γαιοκτησίες σε βάρος των μικροκαλλιεργητών.
Διαπιστώνουμε ότι η Οθωμανική (όπως η προκάτοχός της Βυζαντινή) Αυτοκρατορία παρουσίαζε και αυτή με τη σειρά της σημεία κόπωσης και η ανάγκη συλλογής ολοένα και περισσότερων φόρων προκειμένου να συντηρεί έναν διαρκώς διογκούμενο κρατικό μηχανισμό ανάγκαζε την κεντρική εξουσία όχι μόνο να αποδέχεται αλλά και να ενισχύει τη δημιουργία π.χ. μεγάλων τσιφλικιών, καθώς έβλεπε ότι έτσι θα αύξανε τα φορολογικά της έσοδα και για το σκοπό αυτό, άλλωστε, διόριζε τους κατά τόπους φοροεισπράκτορες (προεστούς ή κοτζαμπάσηδες). Με άλλα λόγια, η κεντρική εξουσία εκχωρούσε το δικαίωμα συλλογής φόρων σε τοπικούς παράγοντες, με σημερινούς όρους θα λέγαμε ιδιωτικοποίησε τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς του κράτους. Τα τσιφλίκια ήταν τεράστιες εκτάσεις γης, όπου οι καλλιεργητές είχαν κληρονομικά δικαιώματα καλλιέργειας εφόσον τα ασκούσαν συστηματικά και ταυτόχρονα πλήρωναν τον αντιστοιχούμενο εθιμικά και ενίοτε αυθαιρέτως επιβαλλόμενο χρηματικό φόρο.
Ο φόρος αυτός χρηματοδοτούσε τις αυξανόμενες ανάγκες της κεντρικής διοίκησης αφού προηγουμένως ένα μέρος του παρακρατούνταν από τους κατά τόπους αξιωματούχους (φοροεισπράκτορες). Η αδυναμία εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων των καλλιεργητών, οι κατασχέσεις γης των καλλιεργητών από τους φοροεισπράκτορες, καθιστούσαν ολοένα και δυσκολότερη την επιβίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την ογκούμενη δυσανασχέτηση. Επομένως, σε ένα τέτοιο παρακμιακό περιβάλλον, οι δυσκολίες επιβίωσης του αγροτικού πληθυσμού με το πέρασμα του χρόνου διαρκώς αυξάνονταν, πράγμα που οδήγησε μεγάλο μέρος των καλλιεργητών στην ανεύρεση άλλων τρόπων εξασφάλισης των υλικών όρων αναπαραγωγής του, όπως αυτές της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας. Σημειωτέον, το ισχυρό οθωμανικό κράτος συνέβαλε, χωρίς να είναι μέρος των προθέσεών του, προς αυτήν την κατεύθυνση καθώς απορροφούσε πολλά από τα παραγόμενα βιοτεχνικά προϊόντα για το στρατό και τη διοίκηση γενικότερα. Ενώ, ταυτόχρονα, χρηματοδοτούσε την κατασκευή δρόμων που ήταν σημαντικοί στην ταχεία ανάπτυξη του στρατού, όπου και όταν αυτός χρειαζόταν. Τα ανωτέρω είχαν ως παράπλευρο αποτέλεσμα τη διευκόλυνση του εμπορίου και γενικότερα τη διεύρυνση της αγοράς. Πράγματι, δεν νοείται ούτε ισχυρός στρατός, αλλά ούτε και ανάπτυξη σοβαρού εμπορίου χωρίς επαρκές συγκοινωνιακό δίκτυο.
Εντωμεταξύ, οι συνεχείς πόλεμοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τους Βενετούς ισχυροποίησε τη θέση των Ελλήνων ναυτιλλόμενων που εν τέλει κυριάρχησαν στο διεθνές εμπόριο στη Μεσόγειο Θάλασσα. Επομένως, με το πέρασμα του χρόνου και ιδίως από τα μέσα προς τα τέλη του δέκατου-όγδοου αιώνα δημιουργείται μια ιδιότυπη σχέση, όπου κυρίαρχοι πολιτικά είναι μεν οι Οθωμανοί που στην προσπάθεια επιβίωσής τους παραχωρούν περισσότερες ελευθερίες στους τσιφλικούχους, οι οποίοι βαθμιαία αλλάζουν τις καλλιέργειες τους παράγοντας εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα που προορίζονται για τις αγορές της δυτικής Ευρώπης. Η βιοτεχνική παραγωγή καθώς το εμπόριο, χερσαίο και θαλάσσιο, διεξάγεται (για μια σειρά από λόγους) κυρίως από Έλληνες, οι οποίοι ισχυροποιούνται οικονομικά, ιδίως προς τα τέλη του δέκατου-όγδοου αιώνα. Με άλλα λόγια, η αναδυόμενη ελληνική αστική τάξη γίνεται κυρίαρχη οικονομικά και εγείρει απαιτήσεις που δεν μπορούν καν να τεθούν, πόσο μάλλον να εκπληρωθούν στο θεσμικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι απαιτήσεις αυτές προϋποθέτουν νέους θεσμούς που είναι εφικτοί στο πλαίσιο ενός νέου έθνους-κράτους.
Κάποιος θα έλεγε ότι η βελτίωση της θέσης της ελληνικής συνείδησης αστικής τάξης θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να επιδιώξει τη ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ιστορία όμως διδάσκει ότι η οικονομική ευρωστία αποτελεί ταυτόχρονα λόγο αλλά και αναγκαία προϋπόθεση επιτυχίας μιας ενδεχόμενης ρήξης. Τέλος, επισημάνουμε ότι η ελληνική αστική τάξη σχηματίζεται στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επεκτείνεται σε άλλες χώρες και περιοχές, όπου οι ανάγκες του εμπορίου το απαιτούν. Σημειωτέον, ότι η εν λόγω επέκταση υπό συνθήκες διεθνούς εντεινόμενου ανταγωνισμού και αυξανόμενων αυθαιρεσιών της οθωμανικής διοίκησης δείχνει, αν μη τι άλλο, τις ικανότητες και εν τέλει τη δύναμη της ελληνικής συνείδησης αστική τάξη. Πράγματι, η αστική τάξη αναδεικνύεται κάθε άλλο πάρα μέσω κρατικής υποστήριξης, αλλά ακριβώς λόγω έλλειψής της και ενίοτε σε αντιπαλότητα με το επίσημο κράτος. Επομένως στις επιδιώξεις της αστικής τάξης, μεταξύ άλλων, ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου ισχυρού κράτους υποστηρικτικού (και όχι υπονομευτικού) στην επιβίωση και περαιτέρω ανάπτυξη της αστικής αυτής τάξης υπό συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού.
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η οικονομία της αγοράς δεν δημιουργείται εκτός ή στις παρυφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διεισδύει στο εσωτερικό της, αλλά ότι ήδη από τον δέκατο-όγδοο αιώνα δημιουργούνται νέα δεδομένα και ότι οι φορείς της οικονομικής ζωής εμφορούνται με κίνητρα τέτοια ώστε αργά, αλλά σταθερά αλλάζουν εκ των έσω την κοινωνία και την οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών δημιουργήθηκε μια τεράστια αγορά που επεκτεινόταν από την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια) μέχρι τις παραδουνάβιες περιοχές. Mια τέτοια αγορά υποσχόταν πολλά κέρδη και γι’ αυτό, κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη εμπορική διείσδυση των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των γαλλικής καταγωγής εμπόρων. Είναι βέβαιο ότι ο γεωγραφικός αυτός χώρος επηρεάζεται όχι μόνο από την οικονομική ανάπτυξη των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και από τις ιδεολογικές εξελίξεις. Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν άλλαξε μόνο την οικονομική ζωή στα Βαλκάνια αυξάνοντας την παραγωγή και διευρύνοντας περαιτέρω τα εμπορικά δίκτυα αλλά και επιτάχυνε τη διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού.
Στο μεταξύ η οθωμανική διοίκηση δεν παρακολουθεί απλά τις εξελίξεις αλλά και αυτή προσαρμόζεται εισάγοντας σημαντικές θεσμικές αλλαγές όπως τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) καθώς και τις διομολογήσεις (ξένοι επενδυτές δύνανται να διεξάγουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απολαμβάνοντας το θεσμικό πλαίσιο των χωρών προέλευσής τους), με άλλα λόγια είχαμε πολιτικές ενθάρρυνσης των ξένων άμεσων επενδύσεων. Το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο ωστόσο εγκαθίσταται και δραστηριοποιείται στις παρυφές ή/και σε πόλεις εκτός της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι έμποροι, κυρίως ελληνικής καταγωγής, έρχονται σε επαφή και ενστερνίζονται τις αρχές του γαλλικής επανάστασης. Το ναυτιλιακό κεφάλαιο ακμάζει ιδίως στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων (1799-1815), στη διάρκεια των οποίων οι Έλληνες πλοιοκτήτες διεξήγαγαν το εμπόριο με τη Γαλλία, παρά τον αποκλεισμό της από τη Μ. Βρετανία. Ωστόσο δεν νοείται εμπόριο δίχως παραγωγή. Στην μεν ναυτιλία είχαμε μεταφορές κυρίως σιτηρών, κρασιού, ξυλείας και άρα ναυπήγηση πλοίων, κατασκευή βαρελιών, επίπλων κ.ά. Η διεξαγωγή του εμπορίου δια ξηράς συνέβαλε στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών και σε κλάδους όπως μεταξουργεία, νηματουργία, υφαντουργεία, εξόρυξη μετάλλων μεταξύ άλλων. Οι οικονομικές συνθήκες είχαν ήδη διαμορφωθεί κατάλληλα ώστε οι δανειοληπτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, οι οποίες διεξάγονται κυρίως από τους κατά τόπους αξιωματούχους, να βρουν πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν.
Το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων και των αποκλεισμών περιόρισε την ακτίνα δράσης των πλοιοκτητών, μείωσε κατακόρυφα τα κέρδη τους, δημιούργησε ανεργία και ο εμπορικός στόλος παρέμενε σχεδόν ακινητοποιημένος. Με σημερινούς όρους θα λέγαμε ότι η εμπορική ναυτιλία χαρακτηριζόταν από τεράστια αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα συνοδευόμενη με μεγάλη ανεργία. Τα κέρδη και ποσοστά κέρδους που αναφέρονται είναι εκπληκτικά υψηλά, πειρατικά ή εξωτικά θα τα χαρακτηρίζαμε, όπως επίσης θεαματική ήταν και η πτώση τους ιδίως μετά το 1815. Τριψήφια (100+) ήταν τα ποσοστά κέρδους πριν το 1815, τα οποία καταλήγουν να απέχουν ελάχιστα από μονοψήφια στα χρόνια λίγο πριν και στη διάρκεια της Επανάστασης (Κρεμμυδάς 1976). Η σχετική βιβλιογραφία διαπιστώνει συσσώρευση τεράστιων κερδών και γενικότερα τεράστιου πλούτου στα νησιά. Το επιχειρηματικό κλίμα στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ωστόσο παραμένει ασφυκτικό, ιδίως για το εμπορικό κεφάλαιο γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύσσεται σε πόλεις (Μασσαλία, Βενετία, Τεργέστη, Βιέννη, Βουδαπέστη, Οδησσός) κυρίως εκτός επικράτειας οθωμανικής αυτοκρατορίας, και σχετικά λιγότερο στο εσωτερικό της.
Όσο, οξυνόταν η αντίθεση ανάμεσα στην ανάγκη εμπόρων και παραγωγών να αυξήσουν τα κέρδη τους και τις δοσοληψίες τους με το εξωτερικό, ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός, οι συνεχιζόμενες αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης και η παντελής έλλειψης προστασίας, τόσο αφυπνιζόταν η εθνική συνείδηση των Ελλήνων που έβλεπαν το μέλλον τους ολοένα και περισσότερο να διαμορφώνεται στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους. Όπως άλλωστε διαπίστωναν οι ελληνικής καταγωγής αστοί στις πόλεις του εξωτερικού που δραστηριοποιούνταν. Ο Φ. Ένγκελς, σύντροφος του Μαρξ και βαθύς γνώστης του Ανατολικού Ζητήματος σημειώνει εύστοχα: «Πράγματι, η τουρκική κυριαρχία, όπως και κάθε ανατολική, είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία· όση υπεραξία κερδίζεται δεν είναι σίγουρη από τα χέρια αρπακτικών σατραπών και πασάδων· λείπει ο πρώτος βασικός όρος της αστικής προσοδοφόρας δραστηριότητας: η ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας του εμπόρου. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν τώρα ακόμη μια φορά, αφού από το 1774 είχαν δύο φορές αποπειραθεί να εξεγερθούν» (Ένγκελς στο Μαρξ και Ένγκελς 1985, σσ. 473-474).
- Η Επανάσταση του 1821 και ο Χαρακτήρας της
Επομένως η Επανάσταση ξεσπά υπό αντίξοες συνθήκες. Ειδικότερα, οι οικονομίες διεθνώς διέρχονται στάδιο μακράς ύφεσης, 1815-1848. Η γνωστή καθοδική φάση του πρώτου μεγάλου κύκλου του αναδυόμενου από την φεουδαρχία καπιταλισμό. Γενικότερα, οι επαναστάσεις στην Ευρώπη, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, βρίσκονται σε υποχώρηση. Ο σχηματισμός της περίφημης Ιεράς Συμμαχίας (Αγγλία, Αυστρία, Πρωσία και Ρωσία) το 1815, η οποία αποστρέφονταν την όποια κοινωνική αλλαγή, ιδίως αν προέρχεται από επανάσταση. Σαφώς στράφηκε ενάντια στην ελληνική Επανάσταση και η διάλυση της Ιεράς συμμαχίας, δεν είναι υπερβολή να σημειώσουμε ότι οφείλεται κυρίως στην επιτυχία της Επανάστασης του 1821.
Υπέρ της Επανάστασης ήταν οι Έλληνες πλοιοκτήτες και προς αυτήν συνέτειναν πέρα από τις ιδέες η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα των νησιωτών και η ανεργία, πράγμα που σημαίνει ότι η συμμετοχή στην Επανάσταση συνεπαγόταν εξάλειψη της σχολάζουσας παραγωγικής ικανότητας. Ειδικότερα προβλεπόταν αποζημιώσεις για τη χρήση μέσων (πλοία και άλογα) και βεβαίως αποζημιώσεις για τους συμμετέχοντες. Κάθε επανάσταση και μάλιστα όταν έχει διάρκεια απαιτεί χρηματοδότηση και πηγές χρηματοδότησης της ελληνικής ήταν αρχικά, τα λάφυρα και λίτρα, στη συνέχεια οι προσφορές πατριωτών στον αγώνα και τέλος τα εξωτερικά δάνεια, τα οποία αν μη τι άλλο προσέλκυσαν τη διεθνή προσοχή προς το ελληνικό ζήτημα και ταυτόχρονα αναπτέρωναν το ηθικό του επαναστατημένου λαού.
Η συζήτηση για τον χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821 διεξάγεται τη δεκαετία του 1920. Προηγήθηκαν τα κείμενα του Γεωργίου Σκληρού (1907), ο οποίος βασιζόμενος στον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833) ιδίως όμως στον Ρήγα Φεραίο (1757-1798), μιλούσε για την Επανάσταση ως προϊόν ωρίμανσης των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών. Σύμφωνα με τον Σκληρό, ο Ρήγας Φεραίος υπήρξε αυθεντικός εκφραστής των ιδεών της αστικής τάξης και ότι το όραμά του ήταν μια γενικευμένη επανάσταση σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την επανάσταση θα αναβίωνε το Βυζάντιο όχι όμως ως Αυτοκρατορία, αλλά ως μια κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας θα συνυπήρχαν ειρηνικά όλοι οι λαοί με τις θρησκείες τους στη βάση θεσμών κατά το πρότυπο της γαλλικής επανάστασης που θα εξασφάλιζαν την ισονομία και ισοπολιτεία στην πρώην οθωμανική επικράτεια. Ο Ρήγας Φεραίος έβλεπε στο ελληνικό έθνος να παίζει έναν ηγετικό ρόλο σε αυτήν την επανάσταση, λόγω της γνώσης της ιστορίας, παιδείας και του πολιτισμού της. Ο Γιάνης Κορδάτος (1924) επεκτείνει και εμβαθύνει την ανάλυση Σκληρού και υποστήριξε την άποψη αρχικά, τουλάχιστον, περί καθαρά αστικής επανάστασης κατά τα πρότυπα της γαλλικής.
Στην εξομοίωση αυτή ο Κορδάτος δεν δυσκολεύτηκε να θεωρήσει τους Κοτζαμπάσηδες, την Εκκλησία και τους Οθωμανούς αξιωματούχους με τους φεουδάρχες. Στη θεώρηση του Κορδάτου, εμπνεόμενη από τον ιστορικό υλισμό, οι χωρικοί εξομοιώνονται με τους δουλοπάροικους, ενώ οι καθαυτό επαναστάτες ήταν οι έμποροι, οι πλοιοκτήτες και οι μικροί εμπορευματικοί παραγωγοί, οι οποίοι στέναζαν υπό το παλιό καθεστώς.
Η εν λόγω ανάλυση και εξήγηση της ελληνικής επανάστασης γνώρισε σφοδρή αντίδραση από την Εκκλησία λόγω του ότι ο Κορδάτος υποστήριξε ότι η επίσημη, τουλάχιστον, Εκκλησία υπήρξε εντελώς συμβιβασμένη με την οθωμανική διοίκηση καθώς απολάμβανε σειρά ελευθεριών και προνομίων και γι’ αυτό μάλιστα είχε καταδικάσει την επανάσταση. Η άποψη Κορδάτου δεν έτυχε καλύτερης υποδοχής από τη διανόηση της εποχής του. Η ανάλυση περί βάσης και εποικοδομήματος του ιστορικού υλισμού συνάντησε τη πολεμική των επίσημων λογίων της εποχής, οι οποίοι διατείνονταν ότι επρόκειτο περί ενός εθνικού ξεσηκωμού, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας εθνικής αλυτρωτικής συνείδησης ιδιαίτερα χρήσιμης τα χρόνια εκείνα. Η χειρότερη δε κριτική της άποψης Κορδάτου ήταν αυτή των συντρόφων του, οι οποίοι χαρακτήρισαν την ανάλυση περί αστικής επανάστασης, έστω και στη βάση του ιστορικού υλισμού ως “στείρο ή άγονο αντικειμενισμό” καθώς στην ανάλυσή του η αστική τάξη έπαιξε και δύναται να παίζει έναν προοδευτικό ρόλο. Πράγμα που θεωρήθηκε αποπροσανατολιστικό για τις διεκδικήσεις του λαϊκού κινήματος της εποχής εκείνης.
Ο Κορδάτος, όπως και οι σύντροφοί του, τροποποίησαν την άποψή τους τις δεκαετίες που ακολούθησαν, σημαντικό γεγονός στην αλλαγή, έπαιξε το Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς σύμφωνα με το οποίο οι επαναστάσεις σε χώρες όπως η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι αστικοδημοκρατικές και άρα στις τρέχουσες συνθήκες της δεκαετίας του 1930 αλλά και μεταγενέστερα θα έπρεπε η Επανάσταση να περάσει από ένα στάδιο όπου θα ξεκαθαρίσουν τα φεουδαρχικά υπολείμματα και θα καθιερώνονται οι αστικές σχέσεις παραγωγής στην προοπτική του πλήρους σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των κοινωνιών. Και υπό αυτήν την έννοια η συζήτηση περιστράφηκε στο, αν και κατά πόσο, η Επανάσταση του ’21 εισήγαγε τις αστικές σχέσεις παραγωγής, ως κυρίαρχες και ότι τα φεουδαρχικά υπολείμματα (υποστηριζόμενα από τους κοτζαμπάσηδες και την επίσημη εκκλησία) ήταν σημαντικά, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο και άρα μιλούσαν για διάφορες εκφάνσεις μιας ανολοκλήρωτης επανάστασης. Η οποία έμελλε να ολοκληρωθεί σε ένα ενδιάμεσο στάδιο προετοιμασίας πριν την οριστική ρήξη και την σοσιαλιστική επανάσταση. Προφανώς εδώ η ρήση των Μαρξ και Ένγκελς στην Γερμανική Ιδεολογία ότι «γνωρίζουμε μόνο μια επιστήμη, την επιστήμη της ιστορίας», έχει λησμονηθεί και η ιστορία τώρα μετατρέπεται σε όργανο εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων και η αναζήτηση της αλήθειας ενδιαφέρει λιγότερο, ιδίως αν τα συμπεράσματα δεν εξυπηρετούν τρέχουσες πολιτικές.
- Κοινωνικές τάξεις και ο ρόλος τους
Έχει υποστηριχτεί ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν ήταν αρκετά ισχυρή (σε πληθυσμό και πλούτο) για να επαναστατήσει. Ωστόσο, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ισχυρισμό καθώς γνωρίζουμε ότι παντού και πάντα η πρωτοπορία δεν μπορεί πάρα να αποτελείται από λίγους. Η ισχύς των ιδεών, η ωρίμανση των συνθηκών και η αποφασιστικότητα είναι οι αναγκαίες αν και όχι οι ικανές συνθήκες για την επιτυχία. Οι ικανές συνθήκες προϋποθέτουν το όραμα και βεβαίως το σχέδιο στη διάρκεια της επανάστασης και μετά. Επομένως, γνώμη μας είναι ότι η αστική τάξη έπαιξε έναν καταλυτικό ρόλο στο να ξεσπάσει η Επανάσταση και στη συνέχεια να της δώσει όραμα και προπάντων προοπτική. Αλλά ας δούμε τις κοινωνικές τάξεις και τον ρόλο τους στην Επανάσταση
Φτωχοί αγρότες (χωρικοί)
Οι κατεξοχήν επαναστάτες είναι οι φτωχοί χωρικοί, ωστόσο είχαν θολή εικόνα ως προς τις επιδιώξεις τους: Ήταν οι πολιτικές ελευθερίες που ήθελαν; ή μήπως η επανάσταση τους έδινε μία λύση στις τρέχουσες βιοποριστικές ανάγκες και προοπτικά ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο; Η αναδιανομή γης ήταν ένα από τα κεντρικά αιτήματα που θα απασχολούσε την Ελλάδα για πάνω από έναν αιώνα. Αναμφίβολα όλα τα ανωτέρω συνδέονται, αλλά την ακριβή τους σχέση δεν φαίνεται να την κατανοούσαν οι επαναστατημένοι χωρικοί. Επιπλέον, φτωχές ήταν οι γνώσεις τους περί αστικών ελευθεριών και όλα τα συναφή για να γίνουν κατανοητά από τους ίδιους και να εξελιχθούν σε άμεσα και αδιαπραγμάτευτα αιτήματά τους.
Η Αστική τάξη
Η οθωμανική διοίκηση όχι μόνον αδυνατεί να προσφέρει την απαιτούμενη υποστήριξη που χρειαζόταν η αστική τάξη στον διεθνή της ανταγωνισμό, αλλά επιπλέον προβάλει περαιτέρω εμπόδια και αυθαιρεσίες στη λειτουργία της αστικής τάξης. Επομένως, η οικονομική της πρόοδος προϋποθέτει την ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας και την αντικατάστασή της με ένα αστικό κράτος, η συγκρότηση του οποίου αρχικά τουλάχιστον βασίζονταν στις γνωστές αρχές της αστικής δημοκρατίας. Η αστική τάξη είναι η κατ’ εξοχήν επαναστατική τάξη, καθώς παίζει τον αναγκαίο καθοδηγητικό ρόλο και συνέβαλε όσο καμιά άλλη τάξη στην διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Ταυτόχρονα, η εν λόγω τάξη έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο να κυριαρχήσει η επανάσταση και στη συνέχεια να της δώσει προοπτική.
Οι Γαιοκτήμονες (κοτζαμπάσηδες ή προεστοί και Εκκλησία)
Η συνήθεις περιγραφές τους χαρακτηρίζουν ως φύσεως συντηρητικούς, οι οποίοι αρχικά δεν ήθελαν την επανάσταση και δικαιολογημένα, διότι ανησυχούσαν για τον επερχόμενο αναδασμό της γης και ιδίως τον «ψαλιδισμό» των προνομίων τους. Ιδεατά, θα επιθυμούσαν να διατηρούσαν τα προνόμιά τους χωρίς να βρίσκονται υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών. Συνεπώς, συνήθως υποστηρίζεται, η τάξη αυτή δεν ξεκίνησε την Επανάσταση, όταν όμως ξέσπασε η Επανάσταση ενεργά συμμετείχε συμβάλλοντας αρχικά στην επιτυχία της και στη συνέχεια στον εκφυλισμό της.
Η αλήθεια, όμως, φαίνεται να είναι ότι οι γαιοκτήμονες στα χρόνια πριν την Επανάσταση έπαυσαν να περιορίζονται στην απλή συλλογή φόρων και προοδευτικά άρχισαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην παραγωγή, εμπόριο και δανεισμό. Ο παραδοσιακός τρόπος επιβίωσής τους δεν τους εξασφάλιζε τόσα όσα υπόσχονταν οι νέες τους δραστηριότητες, τις οποίες επεδίωκαν να επεκτείνουν στο πλαίσιο ενός νέου κράτους έθνους.
Στην ίδια κατηγορία μπορούμε να θέσουμε την Εκκλησία που ναι μεν ο κατώτερος κλήρος αναφανδόν ενεργά συμμετείχε στην Επανάσταση, ο δε ανώτερος κλήρος, ιδίως αυτός στην Κωνσταντινούπολη, είχε και άλλα καθόλου εύκολα ζητήματα να συνεκτιμήσει. Ωστόσο είναι λάθος να θεωρηθεί ότι ο ανώτερος κλήρος υπήρξε αντίπαλος της Επανάστασης. Κάθε άλλο, η Εκκλησία βρισκόταν σε πολύ στενή σχέση με τους Έλληνες μεγαλέμπορους και βοηθούσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην περαιτέρω επέκτασή τους μεσολαβώντας και παρεμβαίνοντας, αν χρειαζόταν, τόσο σε σχέση με τους εγχώριους ηγεμόνες όσο και με αυτούς άλλων χωρών, ενώ ταυτόχρονα παρέσχε υποστήριξη στους ελληνικής καταγωγής εμπόρους έναντι των ανταγωνιστών τους, κυρίως τους εβραϊκής καταγωγής εμπόρους. Η σχέση Εκκλησίας αστικής τάξης υπήρξε αναμφίβολα αλληλο-υποστηρικτική.
- Συμπεράσματα – Παρατηρήσεις
Τα Συντάγματα της Επιδαύρου (1822) και της Τροιζήνας (1827) κατοχύρωναν ρητά την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την ελευθερία διακίνησης και των συμβάσεων. Ακόμη γινόταν λόγος και για το μοίρασμα της γης στους χωρικούς, πράγμα που βέβαια άργησε να γίνει, αλλά κατοχυρώθηκαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα από τα πρώτα μετα-Επαναστατικά χρόνια. Επομένως η Επανάσταση είχε ως στόχους την καθιέρωση της αστικής δημοκρατίας με όλους τους αναγκαίους και μάλιστα προωθημένους για τα χρόνια εκείνα θεσμούς και βεβαίως καταργούσε την δουλοπαροικία. Αυτά όλα δεν μπορούσαν να γίνουν άμεσα αλλά απαιτούσαν την έλευση χρόνου. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτό έγινε δεκαετίες αργότερα. H Επανάσταση είχε και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα; Αλλά τα εθνικά αυτά χαρακτηριστικά μπορούσαν να κατοχυρωθούν στο πλαίσιο μιας αστικής δημοκρατίας. Η Επανάσταση επομένως δεν μπορούσε να ήταν ούτε αμιγώς αστική και ούτε αμιγώς εθνικοαπελευθερωτική. Με αυτήν την έννοια ούτε η Γαλλική Επανάσταση ήταν καθαρά αστική, δεδομένου ότι (για ορισμένους ιστορικούς) ο ξεσηκωμός των Γάλλων χωρικών (1789) ήταν και ενάντια στους γερμανικής καταγωγής φεουδάρχες που είχαν εγκατασταθεί στην Γαλλία και απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα τον καιρό του Καρλομάγνου (9ος αιώνας). Συνεπώς, ακόμη και αυτή η Επανάσταση φέρει και εθνικά χαρακτηριστικά, παρότι θεωρείται το κατ’ εξοχήν υπόδειγμα αστικής επανάστασης.
Αναφορές
Κορδάτος Γ. (1924) Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. [1999] Αθήνα: Επικαιρότητα.
Κρεμμυδάς B. (1976) Η Οικονομική Κρίση στον Ελλαδικό Χώρο στις Αρχές του 19ου Αιώνα και οι Επιπτώσεις της στην Επανάσταση του 1821 (1700-1821). Μνήμων 6, σσ. 16-33.
Mαρξ Κ. και Ένγκελς Φ. (1985) Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Κονδύλης, Π. (επιμ.), Αθήνα: Γνώση.
Marx Κ. και Engels F. (1845) “The German Ideology.” MECW. 5.
Σκληρός Γ. (1907) Το Κοινωνικό μας Ζήτημα. Αθήνα.
Τσουλφίδη Λ. (2022) Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας. (5η Έκδοση). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστήμιου Μακεδονίας.
[1] Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Το άρθρο παρουσιάστηκε σε Ημερίδα του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, ΑΠΘ με θέμα “Τα Οικονομικά του ’21”, 12 Νοεμβρίου, 2021.