Στην εποχή της πανδημίας που διανύουμε αναδύεται ένα υπερδικαίωμα, το δικαίωμα στην προστασία της υγείας το οποίο παρέχει τον δικαιολογητικό λόγο για το αίτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Είναι λοιπόν σαφές ότι το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού τίθεται εξαρχής εντός του πεδίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Όμως ποια είναι η φύση του δικαιώματος στην προστασία της υγείας και ποια είναι η φύση της υποχρέωσης του κράτους απέναντι στο δικαίωμα αυτό ;
Στο άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προστασία της υγείας , ότι δηλαδή «κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση σε θέματα υγείας και να απολαύει ιατρικής περίθαλψης» ώστε να εξασφαλίζεται «υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου».
Στο άρθρο 5 παρ. 5 Σ κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής ταυτότητας του προσώπου καθώς και το δικαίωμα προστασίας έναντι των βιοϊατρικών επεμβάσεων .
Στο άρθρο 21 παρ. 3 Σ διατυπώνεται ρητά η «υποχρέωση μέριμνας του κράτους για την υγεία των πολιτών».
Συνεπώς το δικαίωμα αυτό, ως ατομικό αλλά και ως κοινωνικό δικαίωμα, δημιουργεί αξίωση του ατόμου κατά του κράτους για προστασία της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής διάστασης του προσώπου – κατεξοχήν μάλιστα μέσω της ορθής και επαρκούς οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας – αλλά και υποχρέωση του κράτους να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να προσβάλλει την «σωματική και ψυχική ευεξία» του κάθε ατόμου. Δεν δημιουργεί δηλαδή αξίωση του κράτους κατά του πολίτη με την μορφή λήψης θετικών μέτρων εναντίον του, καθώς τα θετικά μέτρα προβλέπονται μόνο για τις ευάλωτες κατηγορίες που είναι συγκεκριμένες , οι κατηγορίες της νεότητας , του γήρατος , των αναπήρων και των απόρων (άρθρ. 21 παρ. 3 Σ)
Η αξίωση του κράτους κατά του πολίτη ως επιθετική πολιτική προστασίας της υγείας, με λήψη μέτρων εναντίον του, δεν συνάδει λοιπόν ούτε με το Σύνταγμα ούτε με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το κράτος μεριμνά για την προστασία της υγείας, όχι για την υγεία ή την καλή υγεία.
Η «επιθετική προστασία της υγείας», κατεξοχήν δε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, έρχεται σε σύγκρουση με τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα της νεότερης εποχής, την ελευθερία και την ισότητα. Η ελευθερία παραμένει η ύψιστη αρχή, πρωτίστως δε αφορά τον σεβασμό της ακεραιότητας του ανθρώπινου σώματος και, σε σχέση με τον εμβολιασμό, μόνο ως ελευθερία συναίνεσης στον εμβολιασμό μπορεί να γίνει νοητή. Επιπλέον η επιβολή του πιστοποιητικού εμβολιασμού είναι μία βάναυση επίθεση στην ισότητα καθώς μέσω αυτού εγκαθίσταται μηχανισμός καθολικού κοινωνικού αποκλεισμού ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
Η Σύμβαση του Οβιέδο για την Βιοϊατρική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, καθώς και η Οικουμενική Διακήρυξη για την Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Unesco, τάχθηκαν κατά της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, διατυπώνοντας ρητά την προτεραιότητα του ατόμου και την υποχρέωση σεβασμού της ακεραιότητας του προσώπου το οποίο διαθέτει το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, ως εκ τούτου οποιαδήποτε φυσική επέμβαση πάνω του γίνεται μόνο με την συναίνεση του και μάλιστα την «ενήμερη συγκατάθεση» του, αφού ούτε η συναίνεση από άγνοια μπορεί να θεμελιώσει τέτοια δυνατότητα.
Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού εις βάρος συγκεκριμένης ομάδας, όπως οι υγειονομικοί, με το πρόσχημα του συνεχούς συγχρωτισμού τους με μεγάλο αριθμό προσώπων και μάλιστα ασθενών , παραβιάζει το δόγμα της ισότητας ανατρέποντας την αρχή της ισονομίας και εισάγοντας διαφορετική μεταχείριση σε βάρος τους, ενώ όπως γνωρίζουμε πολλές επαγγελματικές ομάδες βρίσκονται σε καθημερινό συγχρωτισμό με μεγάλο αριθμό προσώπων, άρα για τον ίδιο λόγο θα έπρεπε να κηρυχθεί υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για δικαστές, δικηγόρους, εκπαιδευτικούς , όλη η εστίαση , όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όλοι οι υπάλληλοι τραπεζών κλπ. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι αντισυνταγματικός για όλους και δεν νοείται εξαίρεση καμίας ομάδας από την αντισυνταγματικότητα.
Συνεπώς το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και η αρχή της συναίνεσης θέτουν όρια και περιορισμούς στην λήψη μέτρων, ανάμεσα στα οποία είναι και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, καθώς δεν επιτρέπουν την απενεργοποίηση των δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Τα όρια αυτά δεν μπορούν να παραμεριστούν ούτε για την αποτροπή της διάδοσης της νόσου, την οποία επικαλούνται ως δικαιολογητικό λόγο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αφού η θέση αυτή προσκρούει στα ιατρικά δεδομένα της πανδημίας, σύμφωνα με τα οποία οι προϋποθέσεις του εμβολιασμού είναι η αναγκαιότητα και η αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση άμεσου κινδύνου. Όμως τα εμβόλια όχι μόνο δεν εμποδίζουν την μετάδοση του ιού στους ίδιους τους εμβολιασμένους αλλά επιπλέον δεν εμποδίζουν ούτε την μετάδοση του ιού από τους εμβολιασμένους στους άλλους, άρα τα εμβόλια δεν αποτρέπουν την διάδοση της νόσου, όπως δείχνουν όλα τα μέχρι τώρα ιατρικά μεγέθη. Κατά συνέπεια τα εμβόλια δεν πληρούν τους όρους της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητας, αν μάλιστα προσθέσουμε και το γεγονός των μεταλλάξεων απέναντι στις οποίες είναι ανενεργά καθώς και την μείωση δραστικότητας τους μέχρι το 30- 35 % με την πάροδο 4 – 6 μηνών.
Επιπλέον το ζήτημα του άμεσου κινδύνου αναδύεται ως δυνητική διακινδύνευση για την δημόσια υγεία εμποδίζοντας την συλλογική ανοσία ως συλλογικό αγαθό, ενώ στην πραγματικότητα η αποτροπή της διάδοσης της νόσου θα πρέπει να συνδέεται μόνο με την συγκεκριμένη διακινδύνευση, δηλαδή να εξειδικεύεται στον συγκεκριμένο άνθρωπο, με συγκεκριμένες ιδιότητες και συμπεριφορά και όχι να εγκλείεται σε ένα καθεστώς αφηρημένης διακινδύνευσης χωρίς να ορίζεται επακριβώς η «επικίνδυνη» συμπεριφορά. Ποια είναι η επικίνδυνη συμπεριφορά όταν κάποιος μη έχοντας κορονωϊό , κυκλοφορεί με την μάσκα του ;
Με τον τρόπο αυτό, το κράτος μετατρέπεται σε κράτος πρόληψης του κινδύνου σε μία κοινωνία αφηρημένης διακινδύνευσης, στην οποία η ύπατη αρχή είναι η αρχή της προφύλαξης από τον κίνδυνο γενικώς. Το κράτος πρόληψης του κινδύνου καθιστά τις εκτιμήσεις των ειδικών και των τεχνοκρατών θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή του ίδιου του πολιτεύματος.
Όμως το δικαίωμα στην προστασία της υγείας δεν νοείται παρά μόνο σε συνάρτηση με το δικαίωμα στη ζωή, το οποίο είναι το κορυφαίο φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου από τη στιγμή της γέννησης του. Το δικαίωμα στη ζωή είναι το ανώτερο, απαραβίαστο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου ήδη από την εποχή του Μεσαίωνα και είναι το πρώτο προστατευόμενο δικαίωμα στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 η οποία αναγνωρίζει ότι «κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου του» (άρθρο 3), καθώς και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη ζωή» (άρθ. 2).
Το δικαίωμα αυτό βρίσκεται σε στενή συνάφεια με το δικαίωμα στον σεβασμό και στην προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 Σ) και το δικαίωμα στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Χάρτης αρ. 1) καθώς και με τον σεβασμό της ακεραιότητας του προσώπου, (Χάρτης αρ. 3), της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας ως όλον και όχι χωριστά, καθώς το ανθρώπινο όν είναι ένα αδιάσπαστο όλον, ένα σύνθετο της συγκεκριμένης ψυχής και του συγκεκριμένου σώματος.
Η αρχή λοιπόν της ανθρώπινης αξίας νοείται πρωτίστως ως αξία της ανθρώπινης ζωής και προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία όμως δεν αφορά απλώς την ανθρωπότητα γενικά αλλά τον συγκεκριμένο άνθρωπο ως πρόσωπο, έτσι ώστε το δικαίωμα στη ζωή να είναι δικαίωμα του συγκεκριμένου προσώπου, γι’ αυτό και η Σύμβαση του Οβιέδο έθεσε ρητά την προτεραιότητα του ατόμου έναντι των συλλογικών συμφερόντων. Δεν γίνεται επομένως αποδεκτή η απορρόφηση της αξίας του κάθε ανθρώπου προς όφελος συλλογικών σκοπών, αποκλείοντας κάθε μορφή καταναγκασμού καθώς το πρόσωπο, για να θυμηθούμε τον Καντ, είναι σκοπός καθεαυτός και δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται ως μέσον για άλλους σκοπούς.
Έτσι, το δικαίωμα στη ζωή δεν είναι απλά ένα «οικουμενικό δικαίωμα», αλλά δικαίωμα του συγκεκριμένου προσώπου έναντι του οποίου επιβάλλεται η αποτροπή κάθε βλάβης ή κάκωσης καθώς και άσκησης ψυχολογικής βίας και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η εφαρμογή μιας θεραπείας που βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο μπορεί να θεωρηθεί εξευτελιστική ή απάνθρωπη, αφενός αν η ιατρική πράξη διενεργείται χωρίς την συναίνεση του ασθενούς και αφετέρου αν πρόκειται για πειραματική μέθοδο η οποία εισάγει μία καινοτομία από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος, θέτει δηλαδή το αίτημα της κατάλληλης αξιολόγησης του κινδύνου στο πεδίο της βιοϊατρικής.
Εν προκειμένω, ο εμβολιασμός και μάλιστα ο υποχρεωτικός εμβολιασμός διενεργείται πρώτον χωρίς λίστα παρενεργειών για τον αρμόδιο γιατρό που κάνει τον εμβολιασμό, λόγω των οποίων προκύπτει εξαίρεση κάποιων ατόμων και δεύτερον χωρίς ατομικό φάκελο υγείας στον οποίο περιγράφεται λεπτομερώς η κατάσταση υγείας του εμβολιαζόμενου και πιστοποιείται η δυνατότητα πρόσληψης του εμβολίου χωρίς κίνδυνο για τον εμβολιαζόμενο. Ο εμβολιασμός, με άλλα λόγια, διενεργείται χωρίς συγκεκριμένη αξιολόγηση του κινδύνου του συγκεκριμένου προσώπου το οποίο διακινδυνεύει τη ζωή του με την λήψη του εμβολίου. Καταργώντας την βασική αρχή της ιατρικής επιστήμης που νοείται μόνο ως εξατομικευμένη ιατρική, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός στρέφεται ευθέως κατά του δικαιώματος στη ζωή που έχουν όλοι και ο καθένας χωριστά, καθώς με την λήψη του εμβολίου από το συγκεκριμένο πρόσωπο μπορεί να προκύψει «συγκεκριμένος» κίνδυνος για το πρόσωπο αυτό.
Το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού τίθεται επίσης από κάποιους ως αίτημα για ίση συμμετοχή στον εμβολιασμό, δηλαδή ως ίση συνεισφορά στα δημόσια βάρη με την ανάληψη ίσου κινδύνου . Όμως η συνεισφορά στα δημόσια βάρη αφορά μόνο οικονομικά βάρη που και πάλι δεν γίνεται κατ’ ίσον τρόπο αλλά ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Η άποψη αυτή, για την υποχρέωση συνεισφοράς στη δημόσια υγεία με την ατομική λήψη του εμβολίου, εκλαμβάνει το συλλογικό αγαθό της ανοσίας μηχανιστικά ως άθροισμα των ατομικών εμβολίων, αδιαφορώντας για την ατομική, συγκεκριμένη έκβαση του εμβολίου στα συγκεκριμένα πρόσωπα. Η απαίτηση για συμμετοχή σε ίσο κίνδυνο μένοντας στο πλαίσιο της αφηρημένης διακινδύνευσης οδηγεί στην πλήρη εργαλειοποίηση του ανθρωπίνου προσώπου καθώς αδιαφορεί για την μετατροπή του κινδύνου σε συγκεκριμένη βλάβη της ζωής ή της υγείας στον συγκεκριμένο άνθρωπο με την συγκεκριμένη κατάσταση υγείας.
Η άποψη ότι όσοι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη τους διακινδυνεύουν τις ζωές των άλλων, θέτοντας την αρχή της ατομικής ευθύνης ως θεμέλιο δικαιολόγησης του υποχρεωτικού εμβολιασμού, δεν λαμβάνει υπόψιν της ότι το εμβόλιο προστατεύει τον εμβολιασμένο – εν μέρει – και όχι τους άλλους. Η αναζήτηση όμως ατομικής ευθύνης στο κάθε άτομο σε σχέση με την διακινδύνευση της ζωής των άλλων είναι απολύτως αστόχαστη, καθώς ο ανεμβολίαστος που δεν είναι φορέας του ιού δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους άλλους, ενώ ο εμβολιασμένος με την ανεμελιά του είναι ‘κινητή βόμβα’. Επίσης η αναζήτηση ατομικής ευθύνης από τους πολίτες δεν συνάδει με την κατοχυρωμένη ανυπαρξία ευθύνης των ίδιων των φαρμακευτικών εταιρειών που παρασκευάζουν τα εμβόλια, αλλά και με το ακαταδίωκτο και ανεύθυνο της επιτροπής λοιμωξιολόγων και της επιτροπής εμβολιασμού , καθώς και με την άρνηση ανάληψης οποιασδήποτε ευθύνης από τους θεράποντες ιατρούς ή τους επιφορτισμένους με τον εμβολιασμό !!
Σε τελική ανάλυση καλείται ο κάθε πολίτης να εμβολιαστεί με δική του ευθύνη για την οποιαδήποτε βλάβη της ζωής του ή της υγείας του.
Η προσπάθεια επίσης θεμελίωσης του υποχρεωτικού εμβολιασμού ως απόρροια της σχέσης οφέλους/ ζημίας, θεωρώντας ότι τα οφέλη του εμβολίου είναι μεγάλα και αφορούν τους περισσότερους ενώ η ζημία είναι ελάχιστη μια και αφορά ένα ελάχιστο αριθμό ανθρώπων, είναι η λογική του ωφελιμισμού για τον οποίο είναι αγαθό αυτό που αφορά τον μεγαλύτερο δυνατό ανθρώπων ανεξάρτητα από την θυσία ολίγων. Είναι η λογική που κρύβεται πίσω από τις βάρκες του Τιτανικού, οι οποίες βυθίζουν τους λίγους για να σώσουν περισσότερους ή η λογική της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι με την θυσία κάποιων με σκοπό την παύση του πολέμου. Η πράξη αυτή η οποία εργαλειοποιεί την ανθρώπινη ζωή, εν όψει ενός άλλου δήθεν σημαντικότερου σκοπού, φέρει τεράστια ηθική απαξία, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις της ανθρωποκτονίας, όπως εν προκειμένω η λήψη του εμβολίου, χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις για την προστασία του συγκεκριμένου ατόμου.
Το επιχείρημα της αλληλεγγύης ή το «χρέος αλληλεγγύης» για το οποίο ακούμε τον τελευταίο καιρό, μέσω του οποίου επιχειρείται η επαναφορά του πολιτικού δεσμού μεταξύ των πολιτών, παραμερίζει τους παραδοσιακούς μηχανισμούς πολιτικού δεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θέτοντας την αξίωση του κράτους για αλληλεγγύη των πολιτών η οποία μόνο στο οικονομικό πεδίο και στα υλικά αγαθά μπορεί να νοηθεί.
Γι’ αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι ο άνθρωπος, ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος, είναι υποχρεωμένος πρωτίστως να επαγρυπνεί για την δική του ζωή και δευτερευόντως για τη ζωή του άλλου και αυτό είναι το κορυφαίο και πλέον ιερό δικαίωμα του ανθρώπου. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός με εμβόλια τα οποία προκαλούν πολύ σοβαρές παρενέργειες ανάμεσα στις οποίες και ο θάνατος, έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στη ζωή, στην ακεραιότητα και στην αξιοπρέπεια του προσώπου.
Αλλά ούτε το αίτημα της αλληλεγγύης είναι ανώτερο από το δικαίωμα στη ζωή, στην ακεραιότητα και στην υγεία. Αλληλεγγύη στο σώμα μου; Το σώμα μου δεν είναι κοινόχρηστο, δεν ανήκει σε όλους. Το σώμα μου είναι δικό μου και ανήκει σε μένα. Το σώμα μου δεν είναι κοινωνικό αγαθό, ώστε από αυτό να προκύπτουν οφέλη για την κοινωνική ομάδα, καθώς το σώμα μου και η υγεία μου αφορούν εμένα. Η αξίωση του κράτους για αλληλεγγύη από τους πολίτες στο ζήτημα της υγείας δεν είναι συμβατή με την ασυδοσία στην αγορά, όπου η προστασία της υγείας επιχειρείται με μειώσεις προσωπικού, μείωση υπηρεσιών , αναστολές εργασίας υγειονομικών, αποδυνάμωση της πρωτοβάθμιας υγείας, προστασία των ιδιωτικών ομίλων και τελικά εκχώρηση της δημόσιας υγείας στις εταιρείες εμβολίων και στην ιδιωτική φαρμακοβιομηχανία που κερδοσκοπεί. Η μοναδική αξίωση που υφίσταται είναι η αξίωση που έχουν οι πολίτες για την μέριμνα του κράτους για την υγεία, δηλαδή για την προμήθεια όλων των φαρμάκων που αφορούν την θεραπεία των ασθενών από κορωνοϊό.
Το σώμα μας είναι δικό μας, δεν υπόκειται στην βούληση άλλου όπως στον σκλάβο, ο οποίος έχει ένα σώμα που δεν του ανήκει, δεν έχει δικαίωμα πάνω στο σώμα του καθώς το σώμα του ανήκει σε άλλον. Το σώμα μου δεν είναι εργαλείο ή αντικείμενο. Το σώμα μου είμαι εγώ και κανείς δεν μπορεί να με αποξενώσει από αυτό.
Έτσι, η αξία του ανθρώπου δεν είναι θέμα νομικό ή συνταγματικό, είναι απόρροια της ανθρώπινης φύσης που αφορά όχι μόνο το ανθρώπινο όν γενικά αλλά και τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο ειδικά.
Αν σε οποιοδήποτε έμβιο φυσικό σώμα κάθε μέλος είναι εξ ολοκλήρου προορισμένο στο αγαθό όλου του οργανισμού, «η ανθρώπινη κοινωνία, αντίθετα, είναι ταγμένη σε όφελος όλων και καθενός χωριστά από τα μέλη της διότι είναι πρόσωπα» και καθένα από αυτά πρέπει να απολαμβάνει τη δική του προσωπικότητα (Εγκύκλιος του Πάπα- Χριστούγεννα 1942).
Και είναι πρόσωπα διότι είναι αυτεξούσια και έχουν τα ίδια τον έλεγχο των πράξεων τους, ενεργούν από μόνα τους και όχι από εξωτερική αιτία, διότι όπως λέει ο Αριστοτέλης «είναι ελεύθερος αυτός που είναι αιτία του εαυτού του».
*Δικηγόρος – Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Γυναίκα με λουλούδια”, 1923) είναι έργο του Γιώργου Μπουζιάνη.
Η επιχειρηματολογία του κειμένου είναι σαθρή γιατί συγχέεται το ψυχο-νοητικό επίπεδο της Ελευθερίας του Προσώπου με το ζωικό επίπεδο της βούλησης του ανθρώπινου έμβιου. Αυτό συμβαίνει γιατί συγχέεται η Επιστήμη με τις ψυχο-νοητικές εμμονές του δυτικού ατομικισμού, όπου η δυτική φιλοσοφία συγχέεται με την ελληνική ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Όλα τα προϊόντα της δυτικής φιλοσοφίας («φιλοσοφία του δικαίου», «ηθική» και «πολιτική» φιλοσοφία) δεν είναι παρά νοητικές πτήσεις στο επίπεδο των αφαιρετικών «ιδεών», από ριζική άγνοια της Πολιτικής του Προσώπου ως Γίγνεσθαι του Ανθρώπου.
Το Αυτεξούσιο κατά την ελληνική ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ δεν είναι «έλεγχος των πράξεων» αφού είναι αδύνατος κάθε έλεγχος στο βιολογικό επίπεδο. Πολύ λανθασμένα αναφέρεται στο κείμενο ότι «είναι ελεύθερος αυτός που είναι αιτία του εαυτού του» κατά τον Αριστοτέλη. Δεν υπάρχει causa sui στο ανθρώπινο έμβιο. Η Αιτία-Σκοπός του είναι να γίνει (κατ’ ομοίωση) Λόγος.
Και ξαφνικά, στο κείμενο παρεμβάλλεται μια πολύ παλιά παπική Εγκύκλιος περί του «προσώπου», δηλαδή μια ανατολίτικη οντολογία ξένη προς την Επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Η παρεμβολή γίνεται προς απόδειξη της ασχετοσύνης μεταξύ σώματος και αλληλεγγύης. Όμως, τόσο η άποψη για το σώμα όσο και για την αλληλεγγύη των Δυτικών είναι εντελώς άσχετες με την ελληνική Σοφία. Προφανώς «το σώμα μου δεν είναι κοινωνικό αγαθό, ώστε από αυτό να προκύπτουν οφέλη για την κοινωνική ομάδα». Προφανέστατα όμως, το σώμα είναι ο φορέας του Νου/Λόγου που μεταμορφώνει το ανθρώπινο όν σε πολιτικό. Και το πολιτικό όν δεν εκφράζει «αλληλεγγύη» αλλά το Φιλότιμο να έχει για Σκοπό (Καλής) Ζωής την Κοινωνία.
Το επίπεδο-τρόπος Ζωής του κοινωνείν υποχρεώνει τα πολιτικά όντα να εμβολιαστούν κατά παρέκκλιση των συνήθων φαρμακευτικών κανόνων. Στον τρόπο-επίπεδο της Πολιτικής, ο «κρατικός μηχανισμός» είναι ένα εργαλείο, δεν είναι οντότητα που εξουσιάζει. Το Εμείς καθιστά υποχρεωτικό τον εμβολιασμό, όπως συμβαίνει με έναν πόλεμο για της σωτηρία της Πατρίδας. Πού ακούστηκε (κατά τον πολιτισμό της Ανθρωπιάς) ότι «ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος, είναι υποχρεωμένος πρωτίστως να επαγρυπνεί για την δική του ζωή και δευτερευόντως για τη ζωή του άλλου»;
Για τα πολιτικά όντα, μετράει μόνο το επίπεδο-τρόπος του κοινωνείν ή ευ ζην. Από το δικαίωμα σε μια ζωή χωρίς Νόημα-Σκοπό, καλύτερος είναι ο Ωραίος θάνατος. Η σύμβαση του Οβιέδο και η θεωρία του Καντ περί «σκοπού καθεαυτού» δείχνουν μαύρα μεσάνυχτα περί του Προσώπου.
Μπράβο στην αρθρογράφο, εξαιρετικό και τεκμηριωμένο άρθρο.