Μετά την απόφαση-σταθμό του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η οποία έκρινε ως αντισυνταγματικό τον δεύτερο συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το έτος 2021, η Γερμανία βρίσκεται σε δημοσιονομική κρίση. Τώρα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να τροποποιήσει τον προϋπολογισμό της για το τρέχον έτος και ως εκ τούτου, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) να αναστείλει το «χρεόφρενο».
«Ο συνασπισμός της χρεοκοπίας» τιτλοφορείται το σημερινό πρωτοσέλιδο της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, η οποία επικρίνει την κυβέρνηση πως έσυρε τη Γερμανία «στη δημοσιονομική καταστροφή». Προσθέτει δε πως «πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμη και το ενδεχόμενο διάσπασης του συνασπισμού». Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει θεμελιωθεί στη συμφωνία πως «κατόπιν αιτήματος του Λίντνερ και των Φιλελευθέρων, η κυβέρνηση τηρεί το χρεόφρενο και δεν προβαίνει σε αυξήσεις στη φορολογία. Ο Σολτς και το SPD επεκτείνουν το κράτος πρόνοιας και οι Πράσινοι έχουν στη διάθεσή τους υπέρογκες επενδύσεις για τη στροφή στην κλιματική ουδετερότητα. Όμως εξαρχής, αυτή η εξίσωση έχει λειτουργήσει μόνο με τεχνάσματα».
Από την πλευρά της η Frankfurter Allgemeine Zeitung επικρίνει πως είναι πρωτόγνωρο «το θράσος με το οποίο ο κυβερνητικός συνασπισμός πρώτα παραβίασε τις θεμελιώδεις αρχές ενός έντιμου επιχειρηματία – κάτι που το Συνταγματικό Δικαστήριο έρχεται τώρα να αποτρέψει – και εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι θα έρθει το τέλος του κόσμου, εάν δεν τον αφήσουν να κάνει ό,τι θέλει. Τουλάχιστον αυτό καταλαβαίνει κανείς ακούγοντας τον υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ να κάνει λόγο για κατάρρευση του βιομηχανικού τοπίου».
Τι μέλλει γενέσθαι;
Στο παρελθόν υπήρξαν κι άλλες κυβερνήσεις που «περιέκοψαν ή ακύρωσαν σχέδια, επειδή παρασύρθηκαν δημοσιονομικά. Αυτό δεν ήταν κάτι που έβλαψε τη Γερμανία ως τόπο εγκατάστασης επιχειρήσεων, το αντίθετο», παρατηρεί η εφημερίδα της Φρανκφούρτης.
Εξετάζοντας κανείς τα πορίσματα σχετικών μελετών και τα διδάγματα περασμένων ετών, διαπιστώνει πως όταν το κράτος μειώνει τις δαπάνες του, «ενισχύεται η πίστη του κοινού πως στο μέλλον η φορολογική επιβάρυνση θα είναι χαμηλότερη. Ως αποτέλεσμα η οικονομία μπορεί να ανασάνει. Έτσι, ακόμη και χωρίς δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις, προσελκύονται ξένοι και εγχώριοι επενδυτές, γεγονός που με τη σειρά του ενισχύει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, οι οποίοι τολμούν τότε να καταναλώσουν περισσότερο. Η αύξηση της φορολογίας επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Και αυτό είναι ένα δίδαγμα πολύ πιο χρήσιμο από την γκρίνια για τα χαμένα δισεκατομμύρια».
Την ίδια στιγμή, όπως παρατηρεί η HB, λόγω της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου προκύπτει το εξής βασικό νομικό ζήτημα: «οποιαδήποτε διέξοδο κι αν βρει ο συνασπισμός, αυτή θα πρέπει να μπορεί να αντέξει μία ενδεχόμενη νέα προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αυτό ισχύει τόσο για τον τρέχοντα προϋπολογισμό του 2023, όσο ενδεχομένως και για του 2024, και αφορά ιδίως την επίκληση έκτακτης ανάγκης για την αναστολή του χρεόφρενου, για παράδειγμα λόγω της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης».
Κατά την οικονομική επιθεώρηση, οι ακρογωνιαίοι λίθοι στους οποίους μπορεί η Γερμανία να στηριχθεί, ώστε να βγει το παρόν αδιέξοδο είναι οι εξής: «λιγότερη κατεύθυνση της οικονομίας από το κράτος, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις διαδικασίες της οικονομίας της αγοράς […] και βοήθεια για την προσαρμογή μονάχα ανθρώπων και επιχειρήσεων που πραγματικά την έχουν ανάγκη». Και ενδέχεται τότε «το Συνταγματικό Δικαστήριο να προσέφερε μία σημαντική υπηρεσία στη χώρα».
Ολλανδία: Όταν η πολιτική αποκόπτεται από τους πολίτες
Η εμφατική νίκη του Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία ήταν για πολλούς μία έκπληξη. Κατά την Süddeutsche Zeitung, πάντως, είναι απόδειξη του «τι συμβαίνει όταν η πολιτική αποκόπτεται από τους πολίτες και τις ανησυχίες τους». Στην Ολλανδία «οι πολιτικοί αγνοούσαν για χρόνια τη μουρμούρα που υπήρχε, έως ότου αυτή δεν μπορούσε να αγνοηθεί πια».
Η εφημερίδα του Μονάχου χαρακτηρίζει τον Γκερντ Βίλντερς ως «έναν από τους πιο ριζοσπαστικούς και ταυτοχρόνα πιο έξυπνους Ευρωπαίους εθνικιστές. Μετά από χρόνια, που του επεφύλασσαν θριάμβους αλλά και ταπεινώσεις, είδε μία ευκαιρία να φτάσει όσο πιο ψηλά γίνεται – και την αξιοποίησε τέλεια». Ο Βίλντερς είναι όμως και «το προϊόν μίας κανονικοποίησης των ακραίων εθνικιστικών και ξενοφοβικών ιδεών στην Ολλανδία, η οποία εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια».
Το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών είναι ένα καμπανάκι για τα κεντρώα κόμματα της Ευρώπης. «Έχει έρθει πλέον η στιγμή να αντιμετωπιστούν σοβαρά οι ανησυχίες των πολιτών. Και ναι, αυτό ισχύει και για τη μετανάστευση. Πώς είναι δυνατόν η Ε.Ε., μετά από οκτώ χρόνια διαμαχών, να καταλήγει σε μία μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα λειτουργήσει, ούτε και θα αλλάξει ουσιαστικά κάτι; Η “απαγόρευση του ασύλου” [που προτείνει ο Βίλντερς] είναι και παράλογη και απάνθρωπη. Ωστόσο υπάρχουν και ανθρωπιστικές λύσεις, που θα θέσουν ένα τέλος στους θανάτους στη Μεσόγειο και θα οργανώσουν καλύτερα τη μετανάστευση. Πρέπει να γίνει η μέγιστη δυνατή προσπάθεια στις διαπραγματεύσεις με τα τρίτα κράτη και τις χώρες προέλευσης. Ειδάλλως, την επόμενη μεγάλη νίκη θα την πανηγυρίσει η Μαρίν Λε Πεν».
Η tageszeitung συμφωνεί πως αυτός ο θρίαμβος του PVV «δεν έπεσε εξ ουρανού. Είναι το αποτέλεσμα μίας διαφοροποίησης στο περιεχόμενο και τη ρητορική, την οποία η παράταξη προετοιμάζει εδώ και χρόνια. Όταν το 80% των ερωτηθέντων σήμερα θέλει λιγότερους αιτούντες άσυλο στη χώρα και οι πρόσφυγες χαρακτηρίζονται ευρέως υποτιμητικά ως “διώκτες της ευτυχίας”, αυτό οφείλεται στην πολυετή δράση του PVV».
Είτε ο Βίλντερς εν τέλει αναλάβει την πρωθυπουργία είτε όχι, «η πίεση στην κοινωνία θα αυξηθεί κατά πολύ. Και, όπως συνέβη με τη νίκη του Τραμπ στις προτελευταίες προεδρικές εκλογές, η επικράτηση του Βίλντερς μάλλον θα ενισχύσει τις φιλοδοξίες στην ταυτοτική Ευρώπη».