Του Μιχάλη Ψύλου
Photo
Μπορεί η ευρωπαϊκή πολιτική να απουσίασε από την προεκλογική εκστρατεία, αλλά μετά τις εκλογές, το συναίσθημα της αβεβαιότητας για την πορεία της ΕΕ φαίνεται να κυριαρχεί ,τόσο στο Βερολίνο όσο και στις Βρυξέλλες. Κατ` αρχήν , η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετώπισε το αποτέλεσμα των εκλογών για την Bundestag με μια ασυνήθιστα επιφυλακτική απάντηση. «Είναι καλό που έχασαν τα ακραία ριζοσπαστικά κόμματα και ότι θα υπάρξει μια μετριοπαθής κυβέρνηση» ,ειπώθηκε από κύκλους της ΕΕ. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (πρώην στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών), απέφυγε να σχολιάσει το αποτέλεσμα, αλλά και να συγχαρεί τον νικητή Ολαφ Σολτς.«Μόλις εκλεγεί αρχηγός κυβέρνησης, θα ακολουθήσουν τα δημόσια συγχαρητήρια», εξήγησαν κύκλοι της Κομισιόν.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδρασε εντελώς διαφορετικά: Ο σοσιαλιστής πρόεδρός του, Νταβίντ Σασόλι, συνεχάρη τον Σολτς:«Η Ευρώπη χρειάζεται έναν ισχυρό και αξιόπιστο εταίρο στο Βερολίνο, ώστε να συνεχίσουμε τη δουλειά μαζί για μια κοινωνική και πράσινη ανάκαμψη», έγραψε ο Σασόλι στο Twitter.
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές καταβολές των ηγετών της ΕΕ , η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με πολύ σημαντικές αποφάσεις στις οποίες ο νέος Καγκελάριος- κατά πάσα πιθανότητα ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς- θα έχει καθοριστικό λόγο. Δύο ερωτήματα ,που ζητούν απάντηση από τον νέο καγκελάριο, αρκούν , τονίζει η FAZ:
-«Το Ταμείο ανασυγκρότησης των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας θα αποτελέσει το πρότυπο για άλλα προγράμματα της ΕΕ που χρηματοδοτούνται με δανεισμό;
– Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν την Ευρώπη να τοποθετηθεί σαφώς στον ανταγωνισμό με το Πεκίνο. Η Άνγκελα Μέρκελ ήταν διστακτική και έβαζε πρώτα τα οικονομικά συμφέροντα. Δεν ήταν τυχαίο ότι η ΕΕ συνήψε εσπευσμένα την επενδυτική συμφωνία με το Πεκίνο την τελευταία ημέρα της γερμανικής Προεδρίας τον Δεκέμβριο του 2020. Ο νέος Καγκελάριος θα ακολουθήσει αυτή την πολιτική ή θα στέλνει πλοία του Γερμανικού Ναυτικού πιο συχνά στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας;
Τι σκοπεύει να κάνει επίσης ο νέος καγκελάριος και η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας στο θέμα της δημοσιονομικής πολιτικής, μόλις τελειώσει το 2023 η λεγόμενη «ρήτρα διαφυγής» από το Σύμφωνο Σταθερότητας;
Επιστροφή στη λιτότητα;
«Η Γερμανία μετά την Μέρκελ θα φέρει την Ευρώπη πίσω στη λιτότητα; », είναι το ερώτημα που θέτει το Ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων AGI στην Ρόζα Μπάλφουρ , διευθύντρια του ινστιτούτου Carnegie για την Ευρώπη. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός που θα σχηματιστεί στο Βερολίνο θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στις επιλογές των Βρυξελλών σε ότι αφορά τα δημόσια οικονομικά της ΕΕ», λέει η Μπάλφουρ. «Λόγω της πανδημίας υπήρξε μια καμπή στην οικονομική πολιτική, όσον αφορά τη χαλάρωση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας . Αυτό που συνέβη με το πρόγραμμα “Next Generation EU” και το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα μοναδικό φαινόμενο και πολλοί στην Ευρώπη θα ήθελαν να το εδραιώσουν, μεταρρυθμίζοντας τους κανόνες», σημειώνει η διευθύντρια του Carnegie. Εκτιμά πάντως ότι αν στον νέο κυβερνητικό συνασπισμό -θα μετάσχουν όπως φαίνεται -και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) με τον Κρίστιαν Λίντνερ ως υπουργό Οικονομικών ,η πολιτική της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής ,θα επιστρέψει. «Το FDP είναι απολύτως αντίθετο σε κάθε είδους μεταρρύθμιση και αποτελεί μέρος της ομάδας των λεγόμενων «φειδωλών» στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι Πράσινοι οι οποίοι αντίθετα, τουλάχιστον στα χαρτιά, θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν διάλογο για μια πιθανή αναθεώρηση των αυστηρών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας», εκτιμά η Ρόζα Μπάλφουρ.
Νέα εποχή
Σε κάθε περίπτωση, η νίκη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και η άνοδος των Πρασίνων αλλάζει το κλίμα στην Ευρώπη. Η Die Zeit σημειώνει σε κύριο άρθρο της ότι «η νίκη του SPD έγινε δεκτή με ενδιαφέρον στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία, καθώς θεωρείται πιθανή αρχή μιας νέας πολιτικής εποχής: μιας σοσιαλδημοκρατικής δεκαετίας», εκτιμά η γερμανική εφημερίδα. «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Σοσιαλδημοκρατία ενισχύεται διεθνώς. Στην Ευρώπη, όλες οι σκανδιναβικές χώρες, καθώς και η Πορτογαλία και η Ισπανία βρίσκονται τώρα σε σοσιαλδημοκρατικά χέρια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καθοδηγούνται από έναν σοσιαλδημοκράτη, όπως και ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν μπορεί να ίδρυσε το δικό του κόμμα και Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι να μην είναι κομματικός, αλλά και οι δύο είναι λίγο πολύ μέρος της κεντροαριστεράς».
Η Die Zeit υποστηρίζει ότι «οι απώλειες των Συντηρητικών είναι πιθανώς έκφραση μιας ιστορικής αλλαγής στις προτεραιότητες των πολιτών. Μετά από δύο παγκόσμιες κρίσεις (χρηματοπιστωτική και πανδημία), για μεγάλα τμήματα του δυτικού πληθυσμού πιθανότατα, ένα ισχυρό κράτος δεν εκλαμβάνεται πλέον ως απειλή, αλλά ως υπόσχεση. Αυτό ενισχύει τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, οι οποίες, μετά τις δικές τους φιλελεύθερες περιπέτειες στην αγορά, επιστρέφουν τώρα στο βασικό τους κοινωνικό πρόγραμμα: προστασία, ασφάλεια, μείωση των ανισοτήτων», γράφει η γερμανική εφημερίδα.
Ο Ολαφ Σολτς νίκησε γιατί κατέστησε τον κατώτατο μισθό, τις συντάξεις και τη φορολογική ελάφρυνση για τα άτομα με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, ως τους κεντρικούς πυλώνες του προγράμματός του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζο Μπάιντεν ακολουθεί κάτι παρόμοιο. Συνολικά, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διαχειρίστηκαν καλά τη μεγάλη πρόκληση του 20ού αιώνα, οπότε είναι αξιόπιστο ότι θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στη μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα. Επομένως, εκτιμά η Die Zeit, είναι αρκετά πιθανό μετά από χρόνια συντηρητικής ηγεμονίας, μια φάση σοσιαλδημοκρατικής κυριαρχίας να ξεκινήσει τώρα στις χώρες της Δύσης.
naftemporiki.gr