Του Αλή Μπαϊράμογλου*
[Η προχθεσινή κρουαζιέρα στα Ίμια του αρχηγού του τουρκικού γενικού Επιτελείου -προεκλογικού χαρακτήρα, για το δημοψήφισμα Ερντογάν, κατά τον αρχηγό της τουρκικής αντιπολίτευσης- προσδίδει αυξημένο ενδιαφέρον στο οπωσδήποτε σημαντικό κατωτέρω άρθρο Τούρκου ακαδημαϊκού, αναλυτή και μελετητή των στρατιωτικών πραγμάτων στη γείτονα. Η ανάγνωσή του σίγουρα δεν αποτελεί απώλεια χρόνου και όχι μόνο για τους αρμοδίους και ειδικούς.]
Μετάφραση Μιχαήλ Στυλιανού
Με διάταγμα του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, που εκδόθηκε στις 10-1-2017, η τουρκική κυβέρνηση μετέφερε ορισμένες κρίσιμες εξουσίες από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στον υπουργό Αμύνης. Μολονότι η ενέργεια δεν προκάλεσε ιδιαίτερη συζήτηση, η σημασία της δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Οι εξουσίες που μετατέθηκαν αποτελούν τις νευρικές απολήξεις της στρατιωτικής κηδεμονίας που κυριαρχούσε στην Τουρκία επί πολλά χρόνια. Το διάταγμα συγκεντρώνει την στρατιωτική εξουσία σε ένα μοναδικό πολιτικό γραφείο.
Ο προηγουμένως παντοδύναμος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου δεν θα διορίζει πια τους διοικητές κλάδων, δεν θα αποφασίζει για τον αριθμό των στρατηγών και ναυάρχων, δεν θα ορίζει τον χρόνο, τον τόπο και την ημερησία διάταξη του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου και δεν θα αποφασίζει για τις προαγωγές των ανωτέρων στελεχών. Αυτές οι νέες ρυθμίσεις δεν είναι τα μόνα μέτρα που ελήφθησαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, με σκοπό να θέσουν το στράτευμα υπό την πολιτική εξουσία.
Αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η χωροφυλακή αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία της στρατιωτικής διοίκησης και οι ανώτατοι διοικητές δυνάμεων του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας αποσπάσθηκαν από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και ετέθησαν υπό τις διαταγές του υπουργού Αμύνης. Στρατιωτικά σχολεία και κολλέγια έκλεισαν, και στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές ακαδημίες που εκπαίδευαν αξιωματικούς ενσωματώθηκαν σ’ ένα νέο πανεπιστήμιο, υπό πολιτική διεύθυνση.
Αυτά τα ριζικά μέτρα, που έθεσαν τέρμα σε μια ερριζωμένη στρατιωτική δομή και ιδεολογία, δεν είναι μόνο η αντίδραση στο αποτυχημένο πραξικόπημα, αλλ’ επίσης προορίζονται ν’ αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας νέας απόπειρας. Το κυβερνών ΑΚΡ κόμμα από το 2004πριόνιζε τον αυτόνομο και ανεξέλεγκτο ρόλο των στρατιωτικών. Αυτή τη φορά στόχος είναι ο μηχανισμός διοίκησης και αυτό που επιδιώκεται είναι η διάχυση της στρατιωτικής δυνάμεως και η εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου του στρατεύματος. Αυτό ωστόσο είναι μόνο το ένα στοιχεία της στρατηγικής του κόμματος του Ερντογάν. Το άλλο είναι οι χωρίς προηγούμενο εκκαθαρίσεις.
Στις 6 Δεκεμβρίου ο υπουργός Αμύνης Φικρί Ισίκ ανακοίνωσε: « Μέχρι σήμερα 5.574 μέλη του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων απολύθηκαν και 989 τέθηκαν σε αναστολή υπηρεσίας.» Το σύνολο έχει από τότε ανέβει σε 6.000 απολυμένους.
Από τις 15 Ιουλίου, έχουν απολυθεί το 42% των ναυάρχων και στρατηγών, μειώνοντας τον αριθμό τους από 358 σε 206. Κάπου 16.000 ευέλπιδες αποβλήθηκαν από τις στρατιωτικές σχολές. Η απόλυση 248 πιλότων από την αεροπορία και η επακόλουθη έλλειψη προσωπικού αποτελεί ένα παράδειγμα του πως έχουν τεθεί σε κίνδυνο οι αποστολές των ενόπλων δυνάμεων.
Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δέχτηκαν βαρύ πλήγμα στο κύρος και τη φήμη τους και τώρα τιμωρούνται. Οι παραδοσιακές λειτουργίες τους τελούν υπό αμφισβήτηση. Όσο για τον πολιτικό ρόλο τους, το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν η παραδοσιακή λειτουργία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων -που τους κληροδότησε η παράδοση της αυτοκρατορίας, μια στρατιωτική δημοκρατία και εποπτεία της πολιτικής της χώρας- τερματίσθηκε στις 15 Ιουλίου.
Μπορεί να φανεί παράδοξο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα με ένα απερίφραστο ναι, βασισμένο μόνο στη σημερινή εμφάνιση και αντίληψη δυνάμεως των στρατιωτικών. Μολονότι το πλήγμα κατά του στρατεύματος ήταν βαρύ και βαθύ, η παράδοση του παρεμβατισμού είναι έξ ίσου ισχυρή και βαθιά. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι μεταξύ της διαδικασίας αποστρατικοποίησης που άρχισε το 2003 και των μέτρων που ελήφθησαν μετά τις 15 Ιουλίου, οι σχέσεις πολιτικής-στρατού στην Τουρκία μετακινούνται προς τις πολιτικές αξίες. Όλα όμως σ’ αυτό είναι σχετικά.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι πριν έξη μήνες μια ομάδα αξιωματικών επιχείρησε ένα πραξικόπημα σε μια χώρα διαπραγματευόμενη την ένταξή της στη Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Αυτή η ομάδα δεν περιοριζόταν σε αξιωματικούς συνδεόμενους με τον ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, πού έχει τη βάση του στις ΗΠΑ. Υπήρχαν και άλλοι αξιωματικοί που περίμεναν στις πτέρυγες. Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν πως αν οι Γκιουλενιστές πετύχαιναν το πραξικόπημά τους, πολλοί άλλοι θα συντάσσονταν μαζί τους.
Α απόστρατος αρχηγός του Γεν. Επιτελείου Ιλκέρ Μπασμούγκ μίλησε στο Τουρκικό CNN για τρείς κύριες ομάδες στρατιωτικών. Είπε ότι « η κεντρική ομάδα που σχεδίασε και διεύθυνε την ανταρσία ήταν το κίνημα (Γκιουλέν). Η δεύτερη ομάδα ήταν εκείνων που δεν εκτέλεσαν τους ρόλους τους, που δίστασαν. Η τρίτη ομάδα, που δεν ανήκαν στο κίνημα Γκιουλέν, ήταν αυτοί που θα χαίρονταν να επωφεληθούν από το πραξικόπημα.
Ο απόστρατος στρατιωτικός εισαγγελέας Αχμέτ Ζεκί Ουτσόκ, που πρώτος αποκάλυψε τους Γκιουλενίστες στο στράτευμα και που είχε προειδοποιήσει για πιθανή απόπειρα πραξικοπήματος, έκανε ένα ενδιαφέρον και καυστικό σχόλιο: «Εάν είχαν συλλάβει τον πρόεδρο στις 15 Ιουλίου, η διοικητική ιεραρχία θα είχε νομιμοποιήσει το πραξικόπημα διακηρύσσοντας ότι πραγματοποιήθηκε από την ηγεσία του στρατεύματος..»
Ποιοι κίνδυνοι πρέπει να προβληματίζουν στο μέλλον; Η πρώτη περιοχή είναι οι πολιτικές τάσεις στους στρατιωτικούς σήμερα. Ποιες είναι οι διαχωριστικές γραμμές; Αν ληφθεί υπόψη η ικανότητα των Γκιουλενιστών να διεισδύουν στις Ε.Δ. και η συνωμοτικές δομές τους, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί όυι παραμένουν η μεγαλύτερη ομάδα μέσα στο στράτευμα σήμερα. Ο Ουτσόκ, στο τελευταίο βιβλίο του υποστηρίζει ότι οι Γκιουλενιστές, με δύναμη 50.000-60.000 οπαδών, αποτελούν το ένα τρίτο του στρατιωτικού προσωπικού. Ας μη λησμονηθεί ότι 3.000 αξιωματικοί τελούν ακόμη υπό ανάκριση και 20.000 άνδρες απολυμένοι από το στράτευμα και τις στρατιωτικές ακαδημίες ξέρουν να χειρίζονται όπλα.
Η δεύτερη ομάδα στις ένοπλες δυνάμεις είναι αυτοί πού πρόσκεινται στη Κεμαλιστική-εθνικιστική σχολή σκέψης. Δίνουν έμφαση στην ανασυγκρότηση των Ε.Δ., την εγρήγορση έναντι της γκιουλενιστικής απειλής και τον αγώνα εναντίον των χωριστικών πιέσεων, που βλέπουν προερχόμενες από τη Δύση και ειδικότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από αυτή την άποψη είναι ευθυγραμμισμένοι με το κόμμα του Ερντογάν. Υποστηρίζουν το ΑΚΡ στο Κουρδικό ζήτημα και στην αντιμετώπιση της Δύσης και επίσης πιστεύουν ότι η Τουρκία βρίσκεται στο μέσο ενός δεύτερου πολέμου για την ανεξαρτησία της. Πιστεύουν ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες στη Τουρκία καθοδηγούνται από μία συγκεκριμένη πηγή (την οποία αποκαλούν «Ο Εγκέφαλος») και ότι οι ΗΠΑ ήταν πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Γι’ αυτούς ο Ερντογάν αντιπροσωπεύει την ενότητα του κράτους και της κοινωνίας.
Η τρίτη μεγάλη ομάδα αποτελείται από τους νομιμόφρονες αξιωματικούς που ασπάζονται τον θεσμικό ρόλο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Δεν είναι πολιτικά ενεργοί και τους απασχολεί κυρίως το στράτευμα και το μέλλον της χώρας.
Φυσικά εκεί όπου υπάρχουν τόσες αποκλίσεις και συμμαχίες, θα υπάρχουν επίσης πολιτικές. Οι σχέσεις μεταξύ αυτών των ομάδων είναι ένα σοβαρό στοιχείο ρίσκου. Δεν έχει παρά να δει κανείς την περίοδο πριν τις 15 Ιουλίου και να θυμηθεί τις στρατιωτικές συνομωσίες και αντισυνομωσίες που συγκλόνισαν πρόρριζα τον θεσμό.
Η δεύτερη περιοχή ανησυχίας είναι η σχέση μεταξύ συντηρητικών πολιτικών και εθνικιστών-Κεμαλιστών αξιωματικών, που φαίνεται να τελούν σήμερα σε μια στενή συμμαχία, η οποία και θα κρίνει την πορεία της χώρας. Μπορούν να διατηρήσουν αυτή τη συμμαχία;
Σταθερότητα, μια ισορροπημένη και σταθερή εξωτερική πολιτική και μια θεσμοθετημένη δημοκρατική τάξη μπορεί πράγματι να θέσει τέρμα στον πολιτικό ρόλο των στρατιωτικών. Εάν ωστόσο συμβεί το αντίθετο, με τις πύλες που άνοιξε η 15η Ιουλίου τα παραδοσιακά ένστικτα των τουρκικών Ε.Δ. μπορούν να δημιουργήσουν κινδύνους. Αστάθεια, πόλωση και κρίσεις εξωτερικής πολιτικής μπορεί κάλλιστα να οδηγήσουν σε εσωτερικές αναταραχές και να προκαλέσουν τους στρατιωτικούς να επιχειρήσουν να ανακτήσουν τον πολιτικό ρόλο τους. Αυτό για την Τουρκία θα μπορούσε να είναι θανάσιμο.
*Ο Αλή Μπαϊράμογλου είναι πανεπιστημιακός και πολιτικός σχολιαστής. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι «Το Ισλαμικό Κίνημα στη Τουρκία» (2001), «Οι Στρατιωτικοί στη Τουρκία» (2004), «Οι Θρησκευόμενοι και οι Κοσμικοί στη Διαδικασία Εκδημοκρατισμού» (2005) και «Από την Πολιτική στα ΄Οπλα» (2015). Από το 1994 διετέλεσε σχολιαστής (columnist) σε διάφορες εφημερίδες.
infognomon