ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”
Μετά το “Τέλος της Ιστορίας” και αφού αναγκάσθηκε να διευκρινήσει, αν όχι να ανασκευάσει, ορισμένες παραδοχές του, ο Φράνσις Φουκουγιάμα έγραψε το βιβλίο “Ταυτότητα” στο οποίο εξηγεί πως οι κάθε είδους ταυτότητες (εθνικές, κοινωνικές, σεξοουαλικές κλπ) επιδρούν στη λειτουργία των ανθρώπων, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, και επηρεάζουν τα φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα.
Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία του Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου που οι Έλληνες αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν στα ελληνικά χάρη στην εξαιρετική μετάφραση του Επίτιμου Αρεοπαγίτη Σταύρου Γαβαλά και την έκδοση του βιβλίου απο τον Παναγιώτη Χαρίτο των Εκδόσεων “Ροπή”. Εκδόσεων που εξειδικεύονται στο χώρο του επιστημονικού βιβλίου και επεκτείνονται, τώρα, και στην πολιτική φιλοσοφία.
Ο Φράνσις Φουκουγιάμα με χαρά δέχθηκε την πρόταση του εκδότη του βιβλίου να γράψει μια σύντομη εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, την οποία παραθέτουμε για να πάρετε μια εικόνα του περιεχομένου του βιβλίου.
Παραθέτουμε, επίσης, ένα μακρύ απόσπασμα της εισαγωγής του στην αγγλόφωνη έκδοση διότι δίνει περισσότερα στοιχεία της σκέψης που αναπτύσσει ο συγγραφέας. Στην εισαγωγή αυτή απαντά και σε όσους τον ρωτούν αν οι εξελίξεις διέψευσαν την θέση του περί του τέλους της ιστορίας.
Π.Σ.
Φράνσις Φουκουγιάμα: Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
Το βιβλίο μου Ταυτότητα έχει θέμα τη μετατόπιση που έλαβε χώρα την τελευταία δεκαετία από μια πολιτική που καθορίζεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, από την ιδεολογία της οικονομίας προς μια άλλη ιδεολογία που όλο και περισσότερο καθορίζεται από την πολιτική της ταυτότητας. Η ταυτότητα βασίζεται στα αισθήματα που έχουν οι άνθρωποι για τον εσωτερικό εαυτό τους, έναν εαυτό στον οποίο δεν αποδίδεται επαρκής αναγνώριση από τον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η πλευρά του εαυτού μας συχνά καθορίζεται από την εθνότητα, τη φυλή, τη θρησκεία ή κάποιο άλλο σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα και χρησιμεύει να συνδέει με κοινούς δεσμούς τις κοινότητες. Αντί για τον διαχωρισμό μεταξύ αριστεράς και δεξιάς που χαρακτήριζε προηγούμενες δεκαετίες, σήμερα βλέπουμε ότι αναδύονται πολιτικοί που δίνουν σημασία στην ταυτότητα, οι οποίοι κινητοποιούν πληθυσμούς αναφορικά με ζητήματα εθνοτικής αδικίας, εχθρότητας προς τους αλλοδαπούς και τη μετανάστευση, καθώς και απώλειας του στάτους των παραδοσιακών εθνικών κοινοτήτων.
Η πολιτική της ταυτότητας συνιστά μια θεμελιώδη πρόκληση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η τελευταία προσπαθεί να περικλείσει τη δημοκρατική πολιτική σε ένα κράτος δικαίου, που φιλοδοξεί να μεταχειρίζεται τους πολίτες ως ίσους κάτω από διαυγείς κανόνες. Αντιθέτως, η πολιτική της ταυτότητας κάνει διακρίσεις μεταξύ πληθυσμών βασισμένες στο ποιοι ήταν οι γονείς σου και από που κατάγεσαι, και έχει οδηγήσει πολλές χώρες σε έντονες πολώσεις και λαϊκιστική πολιτική, μεταξύ των οποίων και πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, βρίσκομαι στο σπίτι για πέμπτη εβδομάδα, σύμφωνα με την οδηγία «μένουμε σπίτι» του κυβερνήτη της πολιτείας μου, της Καλιφόρνιας. Η πανδημία Covid-19 έχει εξαπλωθεί ταχύτατα σε ολόκληρο τον κόσμο και έχει γίνει το κύριο ζήτημα υγείας, ασφάλειας και οικονομίας που όλοι αντιμετωπίζουμε σήμερα. Μία από τις άμεσες συνέπειες αυτής της υγειονομικής κρίσης είναι η πρόκληση μιας περαιτέρω μετατόπισης προς τον εθνικισμό και την ξενοφοβία που είχε αρχίσει από την πρόσφατη άνοδο της πολιτικής της ταυτότητας. Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι συνοριακοί έλεγχοι γίνονται πιο αυστηροί, τα ταξίδια περιορίζονται, και επανεξετάζονται οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης που έχει λάβει χώρα τις δύο τελευταίες γενιές. Όταν η κρίση του Covid 19 υποχωρήσει τελικά, είναι πιθανό να απομείνουν αρκετές μακροχρόνιες συνέπειες που θα αλλάξουν θεμελιωδώς τη φύση της παγκόσμιας πολιτικής.
Αυτή η μετατόπιση θα προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται σε ένα μέρος του κόσμου που δεν έχει ποτέ ξεφύγει πλήρως από την επιρροή του εθνοτικού εθνικισμού. Η χώρα βρίσκεται σε πολύχρονη εθνική διαμάχη με τη γείτονά της Τουρκία, ενώ παράλληλα γειτονεύει με τα Βαλκάνια, τα οποία στο πρόσφατο παρελθόν υπέφεραν από τρομερές συγκρούσεις για ζητήματα εθνοτικής ταυτότητας. Η Ελλάδα είναι επίσης η πύλη εισόδου για εκατομμύρια προσφύγων που διαφεύγουν από συγκρούσεις σε άλλα μέρη του κόσμου, επιδιώκοντας να φτάσουν στην Ευρώπη, και αποτελούν ένα βάρος που δεν μοιράζονται εξίσου τα μέλη της ΕΕ.
Επείγει συνεπώς για όλους μας να κατανοήσουμε τον ρόλο της ταυτότητας στη διαμόρφωση της σύγχρονης συνείδησης. Η ελπίδα μου είναι ότι αυτό το βιβλίο θα χρησιμεύσει ως οδηγός για την κατανόηση των φιλοσοφικών και των ιστορικών ριζών της έννοιας της ταυτότητας, και θα βοηθήσει τους αναγνώστες να κατανοήσουν τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που προσφέρει η σύγχρονη συζήτηση γύρω από την έννοια της ταυτότητας.
Francis Fukuyama
Stanford, California
16 Απριλίου 2020
Φράνσις Φουκουγιάμα: Απόσπασμα προλόγου απο την αγγλόφωνη έκδοση
Αυτό το βιβλίο δεν θα είχε γραφεί εάν, τον Νοέμβριο του 2016, δεν είχε εκλεγεί πρόεδρος ο Ντόναλντ Τζ. Τραμπ. Όπως πολλοί Αμερικανοί, αιφνιδιάστηκα από αυτό το αποτέλεσμα και ανησύχησα για τις επιπτώσεις του στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον κόσμο. Ήταν η δεύτερη μείζων εκλογική έκπληξη εκείνου του έτους. Η πρώτη ήταν όταν τον προηγούμενο Ιούνιο η
Βρετανία ψήφισε υπέρ της αποχώρησής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αφιέρωσα πολύ χρόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες εξετάζοντας την εξέλιξη των σύγχρονων πολιτικών θεσμών: πώς το κράτος, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική ευθύνη εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, πώς εξελίχθηκαν, πώς επηρέασαν το ένα το άλλο και, τέλος, πώς μπορούν
να παρακμάσουν. Αρκετά πριν από την εκλογή του Τραμπ, είχα γράψει ότι οι αμερικανικοί θεσμοί παρήκμαζαν, καθώς το κράτος προοδευτικά αιχμαλωτιζόταν από ισχυρές ομάδες συμφερόντων και εγκλωβιζόταν σε μια άκαμπτη δομή που δεν μπορούσε να μεταρρυθμιστεί μόνη της.
Ο ίδιος ο Τραμπ ήταν τόσο το προϊόν όσο και ένας συντελεστής αυτής της παρακμής. Η προεκλογική του υπόσχεση ήταν ότι, ως ξένος προς το σύστημα, θα χρησιμοποιούσε τη λαϊκή εντολή του για να ταρακουνήσει το σύστημα και να το καταστήσει εκ νέου λειτουργικό. Οι Αμερικανοί ήταν κουρασμένοι από το κυβερνητικό αδιέξοδο* και επιθυμούσαν έναν ισχυρό ηγέτη που θα μπορούσε να ενώσει ξανά τη χώρα, συντρίβοντας εκείνο που εγώ χαρακτήρισα βετοκρατία −την ικανότητα των ομάδων συμφερόντων να παρεμποδίζουν τη συλλογική δράση. Αυτό το είδος λαϊκιστικής πλημμυρίδας ήταν εκείνο που έφερε τον Φραγκλίνο Ντ. Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο το 1932 και αναμόρφωσε την αμερικανική πολιτική για τις επόμενες δύο γενιές.
Το πρόβλημα με τον Τραμπ ήταν διττό και είχε να κάνει τόσο με την πολιτική του όσο και με τον χαρακτήρα του. Ο οικονομικός εθνικισμός του ήταν πιθανό να κάνει τα πράγματα μάλλον χειρότερα, παρά καλύτερα, για τους ίδιους τους ψηφοφόρους που τον υποστήριξαν, ενώ η ολοφάνερη προτίμησή του σε αυταρχικούς ισχυρούς άνδρες, παρά σε δημοκρατικούς συμμάχους, προμήνυε την αποσταθεροποίηση ολόκληρης της διεθνούς τάξης. Σε σχέση με τον χαρακτήρα του, είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα άτομο λιγότερο κατάλληλο για Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αρετές που κάποιος συνδέει με ό,τι συνιστά μια σπουδαία ηγεσία – στοιχειώδης εντιμότητα, αξιοπιστία, ορθή κρίση, αφοσίωση στο δημόσιο συμφέρον και μια βασική ηθική πυξίδα– απουσίαζαν εντελώς. Ο Τραμπ σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του επικεντρωνόταν κυρίως στην αυτοπροβολή του, ενώ παρέκαμπτε μακαρίως και με οποιαδήποτε διαθέσιμα μέσα ανθρώπους ή κανόνες που έμπαιναν εμπόδιο στον δρόμο του.
Ο Τραμπ αντιπροσώπευε μια ευρύτερη τάση στη διεθνή πολιτική, προς εκείνο που έχει χαρακτηρισθεί λαϊκιστικός εθνικισμός. Οι λαϊκιστές ηγέτες επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τη νομιμότητα που τους παρέχεται από τις δημοκρατικές εκλογές ώστε να σταθεροποιηθούν στην εξουσία. Διεκδικούν άμεση χαρισματική σύνδεση με τον «λαό», ο οποίος ορίζεται συχνά με στενά εθνοτικούς όρους που αποκλείουν μεγάλα μέρη του πληθυσμού. Δεν αγαπούν τους θεσμούς και επιδιώκουν την υπονόμευση των ασφαλιστικών δικλείδων που περιορίζουν την προσωπική εξουσία ενός ηγέτη σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία: τα δικαστήρια, τη νομοθετική εξουσία, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και μια μη κομματική γραφειοκρατία. Άλλοι σύγχρονοι ηγέτες που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας, ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, ο Γιαροσλάβ Κατσίνσκι της Πολωνίας και ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε των Φιλιππίνων.
Η παγκόσμια ορμητική τάση προς τη δημοκρατία, που άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, γνωρίζει πια αυτό που ο συνάδελφός μου Larry Diamond αποκαλεί παγκόσμια ύφεση. Το 1970 υπήρχαν περίπου μόλις 35 δημοκρατίες με εκλογικές διαδικασίες, ένας αριθμός που αυξα-
νόταν σταθερά κατά τις τρεις επόμενες δεκαετίες μέχρι που έφτασε τις σχεδόν 120 στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η μεγαλύτερη επιτάχυνση επήλθε από το 1989 έως το 1991, όταν η κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ένωση οδήγησε σε ένα δημοκρατικό κύμα σε ολόκληρη εκείνη την περιοχή. Από τα μέσα της δε-
καετίας του 2000, ωστόσο, αυτή η τάση έχει από μόνη της αντιστραφεί και οι συνολικοί αριθμοί έχουν μειωθεί. Απολυταρχικές χώρες, με επικεφαλής την Κίνα, έχουν εντωμεταξύ αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και έπαρση.
Όπως είναι αναμενόμενο, νέες επίδοξες δημοκρατίες, όπως η Τυνησία, η Ουκρανία και η Μιανμάρ, θα πρέπει να αγωνιστούν για να οικοδομήσουν λειτουργικούς θεσμούς, ή επίσης δεν προκαλεί έκπληξη ότι στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ απέτυχε να ριζώσει η φιλελεύθερη δημοκρατία μετά από τις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε αυτές τις χώρες. Είναι απογοητευτικό, αν και κάπως αναμενόμενο, ότι η Ρωσία έχει επιστρέψει σε απολυταρχικές παραδόσεις. Αυτό που όμως σχεδόν κανείς δεν περίμενε ήταν ότι απειλές για τη δημοκρατία θα προέκυπταν από τα έσω στις ίδιες τις καθιερωμένες δημοκρατίες. Η Ουγγαρία υπήρξε μία από τις πρώτες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη που ανέτρεψε το κομμουνιστικό της καθεστώς. Όταν εισήλθε τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαινόταν να έχει επανασυνδεθεί με την Ευρώπη ως αυτό που οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν χαρακτηρίσει «εδραιωμένη» φιλελεύθερη δημοκρατία. Ωστόσο, υπό τον Όρμπαν και το κόμμα του, το Fidesz, η Ουγγαρία ανοίγει τον δρόμο προς εκείνο που ο Όρμπαν έχει χαρακτηρίσει «αντιφιλελεύθερη δημοκρατία». Όμως, μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη αποτέλεσαν οι ψήφοι στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες υπέρ του Brexit και του Τραμπ, αντίστοιχα. Αυτές ήταν οι δύο δημοκρατίες με ηγετικό ρόλο, που υπήρξαν οι αρχιτέκτονες της σύγχρονης φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, χώρες οι οποίες οδήγησαν τη «νεοφιλελεύθερη» επανάσταση υπό τον Ρόναλντ Ρήγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ κατά τη δεκαετία του 1980. Παρά ταύτα, αυτές οι ίδιες εμφανίστηκαν να απομακρύνονται προς έναν πιο στενό εθνικισμό.
Αυτό με οδηγεί στη δημιουργία του παρόντος βιβλίου. Από τότε που δημοσίευσα το δοκίμιό μου «The End of History?» στα μέσα του 1989, και το βιβλίο Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος το 1992, συνήθως με ρωτούσαν εάν το συμβάν Χ δεν ακύρωνε τη θέση μου. Το Χ μπορεί να είναι ένα πραξικόπημα στο Περού, ο πόλεμος στα Βαλκάνια, η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, η παγκόσμια οικονομική κρίση, ή, πιο πρόσφατα, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και το κύμα του λαϊκιστικού εθνικισμού που περιέγραψα πιο πάνω.
Οι περισσότερες από αυτές τις κριτικές βασίζονταν σε μια απλή παρανόηση της θέσης. Χρησιμοποίησα τη λέξη ιστορία με τη χεγκελιανή– μαρξιστική έννοια –δηλαδή ως τη μακροχρόνια εξελικτική πορεία των ανθρώπινων θεσμών που, εναλλακτικά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανάπτυξη ή εκσυγχρονισμός. Η λέξη τέλος νοείτο όχι με την έννοια της «κατάληξης», αλλά του «στόχου» ή του «αντικειμενικού σκοπού».
Αυτό δεν σήμαινε ότι οι απόψεις μου δεν είχαν αλλάξει με τα χρόνια. Η πληρέστερη επανεξέταση που κατάφερα να προσφέρω περιέχεται στα δύο βιβλία μου, The Origins of Political Order και Political Order and Political Decay, τα οποία από κοινού μπορούν να θεωρηθούν ως μια προσπάθεια να ξαναγράψω το βιβλίο Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος βασιζόμενος σε εκείνο που εγώ αντιλαμβάνομαι ως παγκόσμια πολιτική σήμερα.
Οι δύο πιο σημαντικές αλλαγές στη σκέψη μου αφορούν, πρώτον, τη δυσκολία να αναπτυχθεί ένα σύγχρονο απρόσωπο κράτος –το πρόβλημα στο οποίο αναφέρθηκα ως «να γίνουμε Δανία»– και, δεύτερον, τη δυνατότητα να παρακμάσει ή να οπισθοχωρήσει μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ωστόσο, οι επικριτές μου παρέλειψαν ένα άλλο σημείο. Δεν παρατήρησαν ότι στο αρχικό δοκίμιο είχα ένα ερωτηματικό στο τέλος του τίτλου, και δεν διάβασαν τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, τα οποία επικεντρώνονταν στο πρόβλημα του Τελευταίου Ανθρώπου του Νίτσε.
Και στα δύο έργα μου επεσήμανα ότι ούτε ο εθνικισμός ούτε η θρησκεία είχαν φτάσει στο σημείο να εξαφανιστούν ως δυνάμεις στην παγκόσμια πολιτική. Δεν είχαν φτάσει στο σημείο να εξαφανιστούν διότι, όπως υποστήριξα τότε, οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν είχαν πλήρως λύσει το πρόβλημα του θυμού.* Ο θυμός είναι το μέρος της ψυχής που λαχταρά αναγνώριση της αξιοπρέπειας. Η ισοθυμία είναι η απαίτηση να σε σέβονται σε ίσο βαθμό με τους άλλους ανθρώπους, ενώ η μεγαλοθυμία* είναι η επιθυμία να αναγνωρίζεσαι ως ανώτερος.
Οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες υπόσχονται, και σε μεγάλο βαθμό παρέχουν, έναν ελάχιστο βαθμό ίσου σεβασμού, που ενσωματώνεται στα ατομικά δικαιώματα, στο κράτος δικαίου και το δικαίωμα ψήφου. Εκείνο που αυτός δεν εξασφαλίζει είναι ότι σε μια δημοκρατία οι άνθρωποι είναι εξίσου σεβαστοί στην πράξη, ιδιαίτερα αν είναι μέλη ομάδων με παρελθόν περιθωριοποίησης. Ολόκληρες χώρες μπορεί να αισθάνονται ότι δεν τις σέβονται, γεγονός το οποίο έχει ενισχύσει τον επιθετικό εθνικισμό, όπως μπορεί να συμβεί και με τους οπαδούς μιας θρησκείας, οι οποίοι αισθά- νονται ότι η πίστη τους δυσφημείται. Η ισοθυμία θα συνεχίζει συνεπώς να εγείρει αιτήματα για ίση αναγνώριση, τα οποία είναι απίθανο να ικανοποιηθούν ποτέ απολύτως.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η μεγαλοθυμία. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν υπάρξει αρκετά καλές στην εξασφάλιση ειρήνης και ευημερίας (αν και κάπως λιγότερο τα τελευταία χρόνια). Αυτές οι πλούσιες, ασφαλείς χώρες είναι η επικράτεια του Τελευταίου Ανθρώπου του Νίτσε, «άνθρωποι χωρίς καταναλωτικά όρια», οι οποίοι ξοδεύουν τη ζωή τους σε μια ατέρμονη επιδίωξη καταναλωτικής ικανοποίησης, αλλά οι οποίοι δεν έχουν τίποτα βαθιά μέσα τους, όπως ανώτερους στόχους ή ιδανικά για τα οποία να επιθυμούν να αγωνιστούν και να θυσιαστούν. Μια τέτοια ζωή δεν θα τους ικανοποιεί όλους. Η μεγαλοθυμία ανθεί χάρη στην υπεροχή: ανάληψη μεγάλων κινδύνων, εμπλοκή σε μνημειώδεις αγώνες, επιδίωξη μεγάλων επιτευγμάτων, διότι όλα αυτά οδηγούν σε αναγνώριση κάποιου ως ανώτερου από τους άλλους. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτή μπορεί να οδηγήσει σε έναν ηρωικό ηγέτη, όπως έναν Λίνκολν, έναν Τσόρτσιλ ή έναν Νέλσον Μαντέλα. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε τυράννους, όπως ο Καίσαρ ή ο Χίτλερ ή ο Μάο, οι οποίοι οδήγησαν τις κοινωνίες τους σε δικτατορία και καταστροφή.
Δεδομένου ότι η μεγαλοθυμία έχει υπάρξει ιστορικά σε όλες τις κοινωνίες, δεν μπορεί να υπερνικηθεί. Μπορεί μόνο να κατευθυνθεί ή να μετριαστεί. Το ερώτημα που έθεσα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου Το “Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος¨ ήταν εάν το σύγχρονο σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, συνδεδεμένο με μια οικονομία της αγοράς, παρέχει επαρκείς διεξόδους για τη μεγαλοθυμία. Αυτό το πρόβλημα αναγνωρίστηκε πλήρως από τους πατέρες του αμερικανικού έθνους. Στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια ρεπουμπλικανική μορφή διακυβέρνησης στη Βόρεια Αμερική, είχαν επίγνωση της ιστορίας της πτώσης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και ανησυχούσαν για το πρόβλημα του καισαρισμού. Η λύση τους ήταν το συνταγματικό σύστημα ασφαλιστικών δικλείδων που κατανέμει την εξουσία και εμποδίζει τη συγκέντρωσή της σε έναν μόνο ηγέτη. Το 1992, υποστήριξα ότι μια οικονομία της αγοράς παρείχε επίσης διεξόδους για τη μεγαλοθυμία. Ένας επιχειρηματίας μπορεί να γίνει μυθωδώς πλούσιος, ενόσω συμβάλλει στη γενική ευημερία. Ή τέτοια άτομα μπορούν να συναγωνιστούν σε κατορθώματα τον Ironman ή να καταρρίψουν τα ρεκόρ του αριθμού αναρριχήσεων στις κορυφές των Ιμαλαΐων ή να ιδρύσουν τη μεγαλύτερης αξίας διαδικτυακή εταιρεία.
Ανέφερα πράγματι τον Ντόναλντ Τραμπ στο Τέλος της Ιστορίας ως παράδειγμα ενός υπέρμετρα φιλόδοξου ατόμου, η επιθυμία του οποίου για αναγνώριση είχε ακίνδυνα διοχετευθεί σε μια σταδιοδρομία σε επιχειρήσεις (αργότερα και στον κλάδο της ψυχαγωγίας). Εκείνη την εποχή δεν υποψιαζόμουν καν ότι σε είκοσι πέντε χρόνια ο Τραμπ δεν θα ήταν ικανοποιημένος από την επιχειρηματική επιτυχία και φήμη, αλλά θα έμπαινε στην πολιτική και θα εκλεγόταν πρόεδρος. Όμως αυτό δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο με το γενικό επιχείρημα που διατύπωσα για τις δυνάμει μελλοντικές απειλές για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και το κεντρικό πρόβλημα του θυμού σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. […]
- Απόσπασμα από τον Πρόλογο του Βιβλίου του Φράνσις Φουκουγιάμα “ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ: Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας” (μτφ. Σταύρος Β. Γαβαλάς, επιστημονική επιμέλεια: Γεώργιος Λ. Ευαγγελόπουλος).
Δεν εννοούσα αυτό, αλλά εννοούσα εκείνο και φυσικά η σκέψη εξελίσσεται…διανοητές μονοετή φυτά.
Από τα προαναφερθέντα φαίνεται πως διαστρεβλώνει εντελώς την έννοια της μεγαλοθυμίας. Για να επιμένετε τόσο πολύ για το ενδιαφέρον του βιβλίου θα το διαβάσουμε. Κι ελπίζουμε, μεγαλόθυμος ο Κύριος, να μας συγχωρέσει αν βλαστημήσουμε την ώρα και την στιγμή…
Χθες είχε στην ΕΡΤ ένα ντοκιμαντέρ για τη Μεσοποταμία. Ήταν εστιασμένο σε αρχαιολογικές έρευνες στο Βόρειο Ιράκ και γυρισμένο το 2019. Ψάχνοντας η φιλομαθής (εγώ είμαι αυτή) για περισσότερα στο θέμα, έπεσα πάνω σε όρο που δεν τον είχα ξανακούσει : υδραυλικός δεσποτισμός ( hydraulic despotism, or water monopoly empire). Κι αναρωτιέμαι η αφελής. Μήπως αντί να βγάζουμε τα μάτια μας σε όσα ήδη ξέρουμε να μιλάμε και γι αυτά που αγνοούμε πως υπάρχουν. Γιατί πολύ ενδιαφέρον μου φάνηκε ο ορισμός αυτού του υδραυλικού δεσποτισμού…(=είναι ένας όρος για τη δεσποτική διακυβέρνηση που υποστηρίζεται από τον έλεγχο ενός ενιαίου, απαραίτητου για τη ζωή πόρου. Στις πρώτες περιπτώσεις εφαρμογής του, ήταν κυριολεκτικά το νερό που ελεγχόταν. Στην προχριστιανική Αίγυπτο και Βαβυλωνία η κυβέρνηση ήλεγχε τα κανάλια άρδευσης. Οι καλοί υπήκοοι έπαιρναν άφθονο νερό για τις συγκομιδές τους, ενώ οι «κακοί υπήκοοι» στερούνταν το νερό με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η σοδειά τους. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποδείξει οποιαδήποτε τυραννική διακυβέρνηση μέσω του ελέγχου ενός ζωτικής σημασίας πόρου)
https://www.wikiwand.com/el/Υδραυλικός_δεσποτισμός
ο ορισμός ενδιαφέρων φυσικά. Να με συμπαθάτε…
Το διαβάσαμε το βιβλίο. Και το βρήκαμε στοχαστικά εξαμβλωματικό. Το “στοχαστικά”, σκόπιμα πάει να πει και το “εξαμβλωματικό” ότι ούτε φιλοσοφικό (πολλά λογικά άλματα), ούτε κοινωνιολογικό, ούτε ψυχολογικό, ούτε θρησκειολογικό δεν είναι, ένας χυλός είναι.
Είναι εντυπωσιακό το με πόσα εύστοχα σχόλια του ρίχνουν στ’αυτιά, οι αναγνώστες, στο άμαζον.
Και, όχι, δεν μας αφορά καθόλου. Χρειαζόμαστε ένα πρόταγμα που θα μας ενώσει κι ανθρώπους που θα το κοινωνήσουν και θα μπουν μπροστά (δυστυχώς αλλιώς δεν γίνεται), αλλά αυτό το βιβλίο μόνο να βοηθήσει δεν μπορεί σε ενώσεις, μόνο για επιπλέον διχασμούς μπορεί να είναι η αφορμή.
ΥΓ
1.διαστρέφει και τις λέξεις “αυταρέσκεια”-“φιλαρέσκεια”(σελ.134-135), αλλά αυτό μπορεί και να είναι ευθύνη του μεταφραστή (μια χαρά θα μου φαίνονταν και η αρέσκεια και η ευαρέσκεια).
2 αναρωτιέμαι γιατί ο μεταφραστής διάλεξε για ξενόγλωσσο τίτλο στο εσώφυλλο του βιβλίου του το “Identity: Contemporary Identity Politics and the Struggle for Recognition” κι όχι το “Identity: The Demand for Dignity and the Politics of Resentment”.
3. Για τη μεγαλοθυμία του μάλλον η δεσποτολαγνεία θα ήταν η αρμόζουσα λέξη. Θα ήταν ένα καλό δώρο για τον Φουκουγιάμα το “αντιλεξικό” του Βοσταντζόγλου, αλλά καλύτερα να μου του δίνουμε ιδέες, ε;