του Πάρη Θασίτη, Δικηγόρου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε-σε γενικές γραμμές- τον ρόλο του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία κατά κύριο λόγο και εν μέρει στην Αίγυπτο. Πρόκειται για θεματική που στην Ελλάδα θεάται και αναλύεται μόνο μέσα από ένα συγκινησιακό φορτίο, κληρονομιά του βίαιου ξεριζωμού που έλαβε χώρα έναν ακριβώς αιώνα νωρίτερα. Μέσα από αυτές τις γραμμές θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε-στο μέτρο του δυνατού- τις ρίζες αυτής της έχθρας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αναρωτιόμαστε ουκ ολίγες φορές-ανεξάρτητα από την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας- υπήρχε δυνατότητα παραμονής του Ελληνισμού στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Στο άρθρο θα εξετάσουμε την παγίδα στην οποία έπεσε ο παροικιακός Ελληνισμός και στο ότι η έχθρα-προαιώνια ή μη- μεταξύ των δύο λαών ήρθε σαν περίπου φυσική συνέπεια…
1)ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΕΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Ι) Πρόλογος
Ο Παροικιακός Ελληνισμός αφορά στο σύνολο του ελληνόφωνου πληθυσμού εκτός των συνόρων του Ελληνικού Βασιλείου κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Τέτοιος μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν αυτός που κατοικούσε στην Ρουμανία, την αυτοκρατορική Ρωσία, τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ορισμένες πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, οι κραταιές παροικίες-αυτές που τελικά κράτησαν μάλλον περισσότερο- την κρίσιμη περίοδο συγκρότησης του ελλαδικού κράτους-ήταν αυτές στην Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Διέθεταν πολλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά-κατά βάση όμως εξυπηρετούσαν στην ανάγκη διείσδυσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μέσα από την εξέταση των ελληνικών παροικιών, αντιλαμβανόμαστε εν μέρει και την τυχοδιωκτική-μεταπρατική υφή του ελληνικού κράτους σήμερα, όσο και της ελίτ.
II) Η Δομή της Οθωμανικής Οικονομίας
Σε παλαιότερο άρθρο μας[1], εξηγήσαμε πόσο προβληματική (για την ίδια αλλά και τις εθνότητες που την αποτελούσαν) ήταν η οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια οικονομία που δεν εγγυόνταν καμία ασφάλεια των συναλλαγών, ένα κράτος με ασαφή νομοθεσία και ληστρική νοοτροπία (πασαλίδικη) και μια κοινωνία διαχωρισμένη, μεταξύ των πιστών μουσουλμάνων και των αλλόθρησκων (συνήθως χριστιανών). Η κυρίαρχη ιδεολογία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ήταν η δίκαιη τιμή και η επιείκεια. Το εμπόριο με την Δύση αφορούσε κυρίως σε είδη πολυτελείας που είχε ανάγκη η οθωμανική άρχουσα τάξη και όχι κάποια ανάγκη για άνοιγμα στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Αυτά βεβαίως μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.
Η παρακμή του οθωμανικού κράτους, προϊόν και των Ρωσοτουρκικών Πολέμων, βοήθησε όσο τίποτε άλλο στην διείσδυση του ευρωπαϊκού εμπορευματικού καπιταλισμού. Με όχημα τις διομολογήσεις, οι ευρωπαίοι έμποροι και οι χριστιανοί (συνηθέστατα) συνεταίροι τους, πλούτιζαν απρόσκοπτα σε βάρος μιας κοινωνίας βαθύτατα καθυστερημένης και άσχετης προς το παγκόσμιο εμπόριο. Το τουρκογενές στοιχείο, υποταγμένο στον στρατοκρατικό και θεοκρατικό χαρακτήρα της Οθωμανικής Εξουσίας βούλιαζε σταδιακά στην αποχαύνωση και την στασιμότητα, όταν τα αστικά (κυριότερα) στρώματα των χριστιανικών μειονοτήτων, αποκτούσαν θεαματική δύναμη, πλούτο και επιρροή[2]. Αυτός ο διχασμός τροφοδότησε επί μακρόν εντάσεις στο εσωτερικό της οθωμανικής κοινωνίας, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η ανάπτυξη της οθωμανικής οικονομίας είχε και ευκαιρίες για τους χριστιανούς αλλά και παγίδες. Ακολούθησε λίγο-πολύ την πορεία των κρατών της Ανατολής μπροστά στην απειλή του βιομηχανικού καπιταλισμού.
Αρχικά ένα προσοδοφόρο-πολλά υποσχόμενο- άνοιγμα της οικονομίας στα ξένα κεφάλαια, με υψηλές εξαγωγές βιοτεχνικών προϊόντων. Που όμως ακολουθήθηκε από μια υπονόμευση της βιοτεχνικής οικονομίας από τα φτηνά βιομηχανικά προϊόντα της Δύσης. Σε αυτήν τη διαδικασία ζημιωμένη δεν ήταν μόνο η οθωμανική διοίκηση, αλλά και οι εμπορικές κοινότητες της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, τις οποίες ρήμαξε ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός. Η ήττα του παραγωγικού βιοτεχνικού κεφαλαίου λίγο πριν την έναρξη της Επανάστασης, κατά τη διάρκεια αυτής και κατόπιν, σφράγισε εν πολλοίς την μοίρα του πρώιμου (και ύστερου) Ελληνικού Βασιλείου-εξέλιξη που μνημονεύεται από τον Κωστή Μοσκώφ με ενάργεια. Όσο για τις ανθούσες κοινότητες της Μικράς Ασίας και αργότερα της Αιγύπτου, αυτές άλλαξαν άρδην τον προσανατολισμό τους για να επιβιώσουν-οι δε κοινότητες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης σταδιακά παράκμασαν μετά το 1850-1860…
Έχουμε λοιπόν μια ραγδαία αντιστροφή. Από ένα- έως τους Ναπολεόντειους Πολέμους- πλεονασματικό εξαγωγικό εμπόριο ποιοτικών βιοτεχνικών ειδών, μεταβαίνουμε σε μια οικονομία εισαγωγική, παρασιτική και προσαρμοσμένη στα καπρίτσια των Μεγάλων Δυνάμεων. Η ήττα της οθωμανικής οικονομίας, συμπίπτει-χωρίς να ταυτίζεται- με την γέννηση του Ελληνικού Κράτους. Μεταξύ 1828 και 1832, οι εισαγωγές βρετανικού βαμβακιού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεκαπλασιάζονται. Τόσο η Συνθήκη της Αδριανούπολης, όσο και η Αγγλο-τουρκική Εμπορική Συνθήκη του 1838, εξαφανίζουν την ήδη ελλιπή τελωνειακή προστασία. Στα πλαίσια αυτά, προωθείται από το 1839, η φιλελευθεροποίηση της οθωμανικής νομοθεσίας, με την σταδιακή εξίσωση των Οθωμανών υπηκόων χριστιανικού και εβραϊκού θρησκεύματος. Η περίοδος αυτή, μέχρι το 1855-1856, ονομάστηκε Τανζιμάτ .
Οι μειονότητες πλέον, ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με αυτά των Μεγάλων Δυνάμεων και ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες-διαμετακομιστικού αλλά και όχι μόνο χαρακτήρα- στο όνομα αυτών των ξένων συμφερόντων. Πώς ακριβώς εξυπηρετούσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι χριστιανικές μειονότητες και δη οι Έλληνες; Τα περιγράφει πολύ σωστά ο David Uquhart: «Ο Ευρωπαίος έμπορος, έχοντας τα αποκλειστικά προνόμια γινόταν μισητός στον ντόπιο έμπορο, αλλά και στερούνταν τα δικαιώματα του πολίτη. Δεν είχε πουθενά επαγγελματική πρόσβαση κι έτσι δεν δημιουργούσε κανένα δεσμό με τον τόπο, όντας πραγματικά άσχετος με το εμπόριο από το οποίο ζούσε. Η πολιτική μας σήμερα, αποβλέπει στην διεύρυνση του εμπορίου και όχι στην ικανοποίηση των συμφερόντων των εμπόρων. Οι μεσάζοντες πρέπει να’ ναι γνώστες της γλώσσας και του τόπου, να έχουν πολλές γνωριμίες και εμπορικές σχέσεις, να τριγυρνάνε από το ένα παζάρι στο άλλο, διατηρώντας ταυτόχρονα-αν γίνεται- άμεσες σχέσεις με την Αγγλία, από την οποία θα ανεφοδιάζονται. Δεν μπορεί να συμφέρει τους Άγγλους να σκορπάνε τα εμπορεύματά τους από το ένα λιμάνι στο άλλο: γι’ αυτό το λόγο το εμπόριο των ακτών και της ενδοχώρας πρέπει να ανήκει στους Έλληνες. Τα ευέλικτα καΐκια των Ελλήνων ανταλλάσσουν τα επεξεργασμένα μας είδη και τα αποικιακά μας προϊόντα με τα διάφορα είδη της παραγωγής τους. Αποθηκεύουν εκείνα που μας χρειάζονται και σκορπάνε τα υπόλοιπα-ανάλογα με τη ζήτηση. Από την δεξιοσύνη τους, την ενεργητικότητα και από το συναγωνισμό μεταξύ τους, τα έξοδα μειώνονται και το εμπόριο διευκολύνεται» (Τσουκαλάς, 1976 σσ. 281-282).
Ο ρόλος των ελληνικών κοινοτήτων από τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν αυτή του ικανότατου μεταπράτη. Παράλληλα με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, έχουμε και την γέννηση μιας μεταπρατικής αστικής τάξης, όχι στον εθνικό κορμό, αλλά στις κοινότητες της Ανατολής και σε ένα μικρό ποσοστό στον Βορρά. Η δράση των εμπορευματικών στρωμάτων των χριστιανικών μειονοτήτων, κινούνταν σε δύο κατευθύνσεις: στην εισαγωγή επεξεργασμένων φτηνών ή πολυτελών ειδών από το εξωτερικό-την Δύση- και την εξαγωγή ανεπεξέργαστων πρώτων υλών από τα εδάφη της Αυτοκρατορίας προς τα βιομηχανικά κέντρα της Δύσης. Αυτό το σχήμα λειτούργησε και λειτουργεί ακόμη και σήμερα και χαρακτηρίζει την σχέση του αναπτυγμένου βιομηχανικού κόσμου με τον υπανάπτυκτο «αρχαϊκό» μη βιομηχανικό κόσμο. Ως αποτέλεσμα, οι κοινότητες των μεσαζόντων Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση με τις ανάγκες της ντόπιας παραγωγής και της οικονομίας εν γένει.
Αυτού του είδους η τυχοδιωκτική δραστηριότητα δημιούργησε μεταναστευτικά ρεύματα από την καθ’ αυτό Ελλάδα προς την Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, με έναν τρόπο αφενός μαζικό και αφετέρου καταλυτικό-παραλυτικό για την ζωή των μουσουλμάνων της περιοχής. Στην πραγματικότητα ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Αιγύπτου κατά το μεγαλύτερο μέρος, δεν διέθετε αρχαίες ρίζες, αλλά «σύγχρονες». Γεννήθηκε μάλιστα στο έδαφος των ευκαιριών που πρόσφεραν οι νέες διευθετήσεις του Ανατολικού Ζητήματος, μετά την Επανάσταση του Γένους…
III) Η συγκρότηση των κοινοτήτων-συνέπειες και προοπτικές
Η ρευστότητα του γεωγραφικού χώρου του Ελληνισμού, έπαιξε έναν μάλλον αρνητικό καταλυτικό ρόλο για την εξέλιξη τόσο της Ελλάδας, όσο και της Τουρκίας. Γύρω στον 16ο αιώνα, μόλις το 7.9% του πληθυσμού της Μικράς Ασίας ήταν χριστιανοί. Ενώ το 1880 έφτασαν το 21%, μέχρι δε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν αγγίξει σχεδόν το ¼ του συνόλου. Τα ποσοστά αυτά, προέκυψαν μέσα από μια δραστήρια μετανάστευση Ελλήνων προς την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η οποία εκτόπιζε ολοένα και περισσότερο το ντόπιο μουσουλμανικό στοιχείο.
Η Μαγνησία το 1873 είχε 13.000 Έλληνες, ήτοι το ¼ του συνολικού πληθυσμού. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο φτάνουν τους 25.000, με τον συνολικό πληθυσμό να μένει σταθερός. Αφενός λοιπόν αναπαράγονταν ταχύτατα, αφετέρου αποβάλλονται με ταχείς ρυθμούς οι ντόπιοι. Η Χαλκηδόνα, πόλη μουσουλμανική στις αρχές του 19ου αιώνα, αποκτά 12.000 κατοίκους μέχρι το 1912-1913, σε ένα σύνολο 35.000 κατοίκων. Το Αϊβαλί ήταν αποκλειστικά ελληνικό και μέχρι το 1918 είχε 46.000 κατοίκους και μόνο 100 Τούρκους. Η Φώκαια στις αρχές του 19ου αιώνα, είχε 2000 Έλληνες σε 5000 πληθυσμό, το 1880 φτάνει τους 4500 σε 6000 πληθυσμό, ενώ το 1918 φτάνουν τους 19.000 με τους Τούρκους να παραμένουν μόλις 2000 στο σύνολο… Η Πέργαμος διέθετε 5000 Τούρκους και 1000 Έλληνες. Το 1880 φτάνουν τους 8000 η κάθε εθνότητα. Το 1910 οι Έλληνες αγγίζουν τους 15.000 σε σύνολο 26.000 ανθρώπων. Η Τραπεζούντα, ξεκληρισμένη στις αρχές του 19ου αιώνα λόγω των διωγμών, γύρω στο 1880 διαθέτει 8.000 Έλληνες σε πληθυσμό 35.000. Μέχρι το 1914, το ελληνικό στοιχείο φτάνει τους 25.000 σε ένα σύνολο 50.000! Στη δε Πόλη το ελληνικό στοιχείο αυξάνεται κατά 50% σε μερικές μόλις δεκαετίες και μέχρι το 1920 φτάνει το ήμισυ του πληθυσμού της Πρωτεύουσας (Τσουκαλάς, 1976 σσ. 293-295)… Στην Σμύρνη μάλιστα, μισητή στους Νεότουρκους, ο ελληνικός πληθυσμός πενταπλασιάζεται σε λιγότερο από έναν αιώνα, με τον τουρκογενή να φθίνει ραγδαία. Ακόμη χειρότερα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια κατά βάση καθυστερημένη αγροτική κοινωνική δομή, το ελληνικό στοιχείο είναι αφενός ραγδαία αναπτυσσόμενο και κατά πλειοψηφία αστικό, φαινόμενο που δε συναντιέται στην Ελλάδα.
Μία τέτοια πληθυσμιακή μεταβολή δεν πέρασε απαρατήρητη από τις οθωμανικές αρχές, ενώ προκάλεσε την άτακτη φυγή των ντόπιων μουσουλμανικών πληθυσμών. Για τους ντόπιους μουσουλμάνους, οι άρτι αφιχθέντες Έλληνες, θα ήταν πάντα ξένοι που τους πήραν τον τόπο τους και τις δουλειές τους. Ενώ οι Έλληνες, σταδιακά θα αποκτούσαν συνείδηση κυρίου στην νέα Μικρασιατική Γη. Ακόμη χειρότερα η ελληνιστική θα λέγαμε συνείδηση των νέων στρωμάτων, θα μπλέκονταν με τρόπο παράδοξο με την εθνική ιδεολογία του ελληνικού κράτους και τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων για την Εγγύς Ανατολή, περιπλέκοντας τα πράγματα σε ακραίο βαθμό.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την βίαιη-αποικιακού χαρακτήρα διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντιλαμβανόμαστε, ότι το ντόπιο μουσουλμανικό στοιχείο-δίχως εμπορικό δαιμόνιο, αιχμάλωτο των ορέξεων του ιερατείου του και του Σουλτάνου- δεν είχε κανένα μέλλον και καμία σωτηρία στην αρχιτεκτονική που ύφαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν ογκώδεις στις ακτές της Μικράς Ασίας, όμως το εύρος των δραστηριοτήτων τους δεν σταματούσε εκεί. Με κάθε διάνοιξη σιδηροδρομικού δικτύου στα ενδότερα της Ασίας, καταφτάνουν ως εμπορικοί αντιπρόσωποι και πράκτορες, Έλληνες των παραλίων, οι οποίοι αγοράζουν μαζικά γη για τις ανάγκες των σιδηροδρόμων διώχνοντας το ντόπιο στοιχείο. Ο Ramsay περιγράφει το 1897 την κατάσταση ως εξής: «Σε κάθε χωριό φτάνει και ένας Έλληνας μπακάλης πουλώντας ανάμεσα στα άλλα, και απόσταγμα μαστίχας. Αυτό επιτρέπει στον τούρκικο πληθυσμό το μεθύσι, γιατί το Κοράνιο επιτρέπει την κατανάλωση μαστίχας». Μερικά χρόνια αργότερα, ο μπακάλης έχει γίνει ο πιστωτής του χωριού. Με τον καιρό, καταφέρνει και υποθηκεύει όλη την περιουσία των χωρικών με αποτέλεσμα να την αποκτά φτηνότατα και οι χωρικοί να φεύγουν σαν κυνηγημένοι. Στο τέλος, κάθε επικερδής δραστηριότητα περνάει στα χέρια των χριστιανών, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ οι χωρικοί-συνήθως μουσουλμάνοι- χάνουν τόσο τη γη τους όσο και το μέλλον τους.
Η «πρωταρχική συσσώρευση» στο έδαφος της Ανατολίας έλαβε χώρα υπό παράδοξες συνθήκες όπως αντιλαμβανόμαστε. Η απομύζηση των χωρικών και η συσσώρευση πλούτου στα αστικά κέντρα περιέπλεξε σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μεταξύ των εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας, καθώς και τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο μουσουλμάνος ήταν τύποις ο θεματοφύλακας της Αυτοκρατορίας, ο χριστιανός όμως εξουσίαζε το χρήμα και το βιός του.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εμπεριείχε αστικές τάξεις στο εσωτερικό της, καμία όμως δεν ήταν αρκούντως πιστή, ούτε μπορούσε να συνυπάρξει με την διοικητική κάστα, που ήταν άλλης θρησκείας και άλλης εθνικότητας. Η ειρηνική συνύπαρξη των κοινοτήτων μάλλον ήταν ένας μύθος. Πώς θα μπορούσε να συνυπάρξει ένα προνομιούχο ως επί το πλείστον αλλοεθνές (σε σχέση με την κυρίαρχη πλειοψηφία) στρώμα, με ένα μονίμως καθηλωμένο στη στασιμότητα και την παρακμή πλειοψηφικό μουσουλμανικό στοιχείο;
Χαρακτηριστικά στην Σμύρνη το 1920 έχουν ενδιαφέρον τα εξής στοιχεία: οι Έλληνες κατείχαν το 73% των βιομηχανικών ιδιοκτησιών, στους υπαλλήλους το 88,4% και το 82,6% των τεχνιτών, ενώ κατανάλωναν το 91% της ηλεκτρικής ενέργειας της πόλης. Το λιμάνι αυτό, συγκέντρωνε το 20% των εξαγωγών της αυτοκρατορίας και το 9% των εισαγωγών. Στην Αμάσεια εν έτει 1900, οι Έλληνες κατείχαν 95 βιομηχανίες σε σύνολο 115, ενώ οι υπόλοιπες ανήκαν σε Αρμένιους. Στο Αϊδίνι σε Έλληνες ανήκαν οι 57 από τις 117 εξορυκτικές επιχειρήσεις, όταν οι Τούρκοι που αποτελούσαν τα ¾ του πληθυσμού είχαν μόλις 15 εξ αυτών. Στο σύνολο της Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες διέθεταν το μισό επενδυμένο βιομηχανικό κεφάλαιο, ενώ μαζί με τους Αρμένιους κατείχαν άνω του 80% στο επενδυμένο κεφάλαιο στη βιομηχανία και το εμπόριο. Επίσης ήταν οι απόλυτοι άρχοντες (σε όλα τα μεγάλα λιμάνια) του εξαγωγικού εμπορίου. Σε ό,τι αφορά τα ελεύθερα και εμπορικά επαγγέλματα, η περίπτωση της Πόλης είναι χαρακτηριστική: κατείχαν 171 εστιατόρια σε σύνολο 257, 444 ζυθοποιεία σε σύνολο 471 και 1169 μαγειρεία σε σύνολο 1.413. Ενώ στην Σμύρνη από τα 200 καταστήματα του κεντρικού δρόμου της πόλης, τα 163 ανήκαν σε Έλληνες και 3 μόλις σε Τούρκους (Τσουκαλάς, 1976 σσ. 308-313)
Η εικόνα που έχουμε για την Αίγυπτο είναι παραπλήσια. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Έλληνες ελέγχαν την εμπορική δραστηριότητα του βαμβακιού σε ποσοστό τουλάχιστον 50%, ενώ η εξαγωγή των τσιγάρων τους ανήκε σε ποσοστό 95%! Παράλληλα μεταξύ των ετών 1900 και 1930, οι Έλληνες διέθεταν το 36% του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιριών στην χώρα, ενώ έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στον χρηματιστικό και τραπεζικό τομέα. Σε Έλληνες κεφαλαιοκράτες ανήκε η εταιρία ύδρευσης της Αλεξάνδρειας και οι εκτάσεις γης του Χεδίβη (Αντιβασιλέα) Ισμαήλ μετά από μια επικερδέστατη συμφωνία του 1898. Παράλληλα οι τοκογλυφικές δραστηριότητες απέδιδαν 30-40% κέρδη ετησίως, ενώ οι χρηματιστικές αγυρτίες του Συγγρού του έδιναν ένα καθαρό ετήσιο κέρδος άνω του 40%. Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Αιγύπτου, ένα σημαντικό ποσοστό του δημοσίου χρέους της χώρας, ανήκε σε μερικές οικογένειες Ελλήνων, ενώ κατείχαν σημαντικές θέσεις στα αστικά ελευθέρια επαγγέλματα, σε ποσοστά μεταξύ του 20% και 35%, με το ντόπιο στοιχείο να φτάνει μετά βίας το ήμισι…
IV) Συμπεράσματα
Με τα παραπάνω εκτεθέντα μπορούμε να καταλήξουμε σε μερικά (πρόωρα) έστω συμπεράσματα:
- Μόνο εν μέρει ο Ελληνισμός της Ανατολής ήταν «δισχιλιετής». Το φαινόμενο που έχει κατακλύσει το φαντασιακό του νεωτερικού και ώριμου Έλληνα, μέσα από τις αφηγήσεις των προσφύγων και τις εύπεπτες ερμηνείες της διδασκόμενης ιστορίας, ήταν περισσότερο ένα φαινόμενο 150-200 χρόνων παρά κάτι που βρίσκουμε σε συνέχειες από την εποχή των Τρώων. Το ελληνικό στοιχείο υπήρχε μεν από αρχαιοτάτων χρόνων, ωστόσο η εκτίναξη και η παγίωση του κοινωνικά και οικονομικά γίνεται μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, στις ειδικές συνθήκες που καθόριζε ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων και η «αφύσικη» διατήρηση στη ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το «καθήκον» της απομύζησης του ξεπερασμένου αυτού σχηματισμού, το ανέλαβαν ευλαβικά οι χριστιανικές μειονότητες της Αυτοκρατορίας με την αγαστή επίβλεψη των Μεγάλων Δυνάμεων…
- Η καταστροφή της πρώιμης βιομηχανίας και βιοτεχνίας της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λαμβάνει χώρα μέχρι περίπου το 1830, με καταλυτικές συνέπειες και για την ίδια όσο και για την πρόσφατα ιδρυθείσα Ελλάδα. Αν στον ελλαδικό χώρο τούτο δεν εμπόδισε σημαντικά (αλλά ωστόσο καθόρισε) την εξέλιξη του εθνικού κινήματος, στην Οθωμανική περίπτωση ξεπέταξε κάθε πιθανότητα να αναπτυχθεί η εγχώρια παραγωγή (προς όφελος των αναγκών της οθωμανικής οικονομίας) ενώ παράλληλα καταδίκασε το ισλαμικό στοιχείο σε μια μόνιμη περιδίνηση. Οι χριστιανικές μειονότητες άδραξαν τις ευκαιρίες αναπροσανατολισμού του οθωμανικού εμπορίου, το οποίο πλέον ορίζονταν και περιορίζονταν από τα κελεύσματα των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων και μεγαλούργησαν πάνω στον δρόμο της ολοένα και πιο οξείας διείσδυσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην Ανατολή. Αν δεν κατείχαν βάσει νόμου, τα ανώτατα αξιώματα του Κράτους-όπως σημειώνει και ο Μαρξ- και δεν όριζαν ως κυρίαρχη την ισλαμική θρησκεία, θα είχαν ηττηθεί ολοκληρωτικά τα μουσουλμανικά Οθωμανικά στοιχεία.
- Ο Ελληνισμός, τόσο ο παροικιακός, όσο και ο ελλαδικός βρέθηκε από πολύ νωρίς στην μέγγενη του περίφημου «Ανατολικού Ζητήματος». Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα πέθαινε με ελεγχόμενους και αργούς ρυθμούς και οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αποφάσιζαν κάποια στιγμή την ανακατανομή της περιοχής. Ο Ελληνισμός κατά κάποιον τρόπο αναπτύσσονταν βάσει αυτής της συνθήκης. Η δράση του οροθετούνταν στην Εγγύς Ανατολή, ενώ η μοίρα του αποφασίζονταν στα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη. Η μη επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος, προκαλούσε δυσκολίες στην ωρίμανση της εθνικής συνείδησης, ενώ παράλληλα διακρίνουμε αρκετές διαφορές στην πρόσληψη της εθνικότητας και της εθνικής συνείδησης μεταξύ των Ελλαδιτών και των Ελλήνων της Διασποράς. Η αδυναμία του Ελληνικού Βασιλείου να διαχειριστεί τις τύχες του, το εμπόδιζε να διαχειριστεί αποτελεσματικά και τις τύχες των εξωχώριων κέντρων του Ελληνισμού, τόσο στην Μικρά Ασία και τον Πόντο, όσο και στην Αίγυπτο.
- Η αδυναμία εύρεσης ενός οράματος, ικανού να συσπειρώσει τις μάζες των Ελλήνων της Διασποράς[3], σε ένα Εθνικό Σχέδιο, παραγωγικής κατεύθυνσης και ρεαλιστικής προοπτικής εν τέλει οδήγησε και στην καταστροφή. Όταν η Εγγύς Ανατολή αντιμετώπισε γιγάντιες ανακατατάξεις στο μέσον του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα αδυνατούσε να παρακολουθήσει αποτελεσματικά τις εξελίξεις. Τα ξένα κέντρα όρισαν τις προτεραιότητες της χώρας με καταστροφικό τρόπο και η τύχη του Ελληνισμού-στο όνομα του οποίου η χώρα θα μεγάλωνε, θα ευημερούσε, θα γίνονταν πραγματικά «Μεγάλη»- ήταν μονίμως ένα ερωτηματικό.
- Υπήρχε άλλος δρόμος πέραν της τυχοδιωκτικής πορείας στα ξένα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Μπορούσε να σταθεί με άλλους όρους ο Ελληνισμός, χωρίς να παραγνωρίζει τις ανάγκες του μουσουλμανικού στοιχείου και παράλληλα να χαράξει μια άλλη πορεία ανεξάρτητα από την βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων; Άγνωστο. Για την ακρίβεια ελάχιστα συζητήθηκε στην χώρα που θα εγγυόταν τα δικαιώματά των παροίκων. Η αναβολή λήψης μιας Απόφασης πάνω σε αυτό το θέμα, το έκανε πολύ οξύτερο στο τέλος και τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Στο προσκήνιο, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζεται η ενιαία Γερμανία του Β’ Ράιχ, με ελπίδες κατάκτησης νέων εδαφών, έτσι ώστε να αποκτήσει μια θέση που της αξίζει πλάι στην Ρωσία των Τσάρων, την Βρετανία και την Γαλλία. Μοιραία οι συσχετισμοί αλλάζουν επικίνδυνα μέσα σε μερικές δεκαετίες και το ελληνικό στοιχείο, τίθεται στο στόχαστρο τόσο των Σουλτάνων, όσο και της νεότευκτης Γερμανικής Αυτοκρατορίας…
2) Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
I) Η Μικρά Ασία πεδίο βολής των γερμανικών συμφερόντων
Η δραστηριότητα των Γερμανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξεκινά λίγο πριν ενοποιηθεί το Ράιχ επίσημα. Από το 1867, καταφτάνει στην Πόλη ο πάστορας Χόφμαν ιδρύει γερμανικά σχολεία σε όλα τα σημεία που η Γερμανία διέθετε προξενεία. Έναντι αμοιβής (αρχικά) οι πρώτοι μαθητές φοιτούν στα σχολεία αυτά και μαθαίνουν γερμανικά… Έκτοτε η Γερμανία των Κάιζερ επιδίδεται σε έναν άγριο αγώνα ανταγωνισμού και υπονόμευσης των βρετανικών θέσεων και προγεφυρωμάτων (μέρος αυτών ήταν και οι χριστιανικές μειονότητες της Οθωμανικής επικράτειας…) και προσεταιρίζεται με πολλά ανταλλάγματα τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ τον Β’.
Η έναρξη του οικονομικού πολέμου Γερμανίας-Βρετανίας, τοποθετείται στα 1887, όταν και οι Γερμανοί πήραν το πρώτο μεγάλο δημόσιο έργο κατασκευής σιδηροδρόμων- της γραμμής Χαϊδάρ πασά-Νικομήδειας. Ακολούθησε η παροχή στρατιωτικών συμβούλων στον Αυτοκρατορικό Στρατό, με τον Στρατάρχη Φον ντερ Γκολτς να αναλαμβάνει ατύπως την Αρχιστρατηγία ήδη από τα τέλη του 1890. Όχι ασήμαντη αφορμή για την μετατόπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς την πλευρά της Γερμανίας, ήταν η υφαρπαγή της Αιγύπτου (αυτόνομης επαρχίας ήδη από τις αρχές του αιώνα) και της Κύπρου στις αρχές της δεκαετίας του 1880 από τους Βρετανούς. Η γερμανική «διέξοδος» ήταν και η μόνη λύση για τον ταπεινωμένο Σουλτάνο…
Το μεγάλο σχέδιο του Γερμανικού ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτό για το οποίο ο Κάιζερ Γουλιέλμος ο Β’ ήταν μέχρι και πόλεμο διατεθειμένος να κάνει, ήταν η σιδηροδρομική διασύνδεση Βερολίνου-Βαγδάτης. Ο έλεγχος των σιδηροδρόμων της Ανατολίας, έγινε ο κύριος στόχος και παράλληλα η στεγανοποίηση-εκκένωση όλων των περιοχών από ανταγωνιστικούς πληθυσμούς. Με αυτόν τον τρόπο μέσα σε μερικά χρόνια εξαγοράζονται τμήματα σιδηροδρόμων από τους Βρετανούς, ενώ η γραμμή της Νικομήδειας επεκτείνεται μέχρι την Άγκυρα και κατόπιν μέχρι το Ικόνιο. Αμέσως διώχνονται όλοι οι συνεργάτες των βρετανικών εταιριών-Έλληνες ως επί το πλείστον- και αντικαθίστανται από Οθωμανούς και Ισραηλίτες. Μέχρι το 1902 περατώνεται η γραμμή της Βαγδάτης, ενώ οι γερμανικές δραστηριότητες εξαπλώνονται μέχρι τα ιερά εδάφη της Παλαιστίνης. Η ειδική σχέση Γερμανίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισημοποιείται με το ταξίδι του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β’ το 1898. Τότε ο Κάιζερ αναγορεύεται Προστάτης του Ισλάμ και καθίσταται η μόνη ελπίδα του Χαλίφη και Σουλτάνου Αμντούλ Χαμίτ να αντισταθμίσει τις αγγλογαλλικές πιέσεις… Ο γερμανικός έλεγχος των δημοσίων έργων και των μονοπωλίων μεταφορών και συγκοινωνιών, καθίσταται πλήρης μετά την εκδίωξη των Βέλγων, Γάλλων και Βρετανών κεφαλαιούχων. Το επόμενο βήμα, ήταν η κυριαρχία στο εμπόριο και τις θαλάσσιες μεταφορές. Ο μεγάλος αντίπαλος είναι οι ελληνικές κοινότητες και το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Οι Γερμανοί εφοπλιστές, με την στήριξη του Ράιχ προσφέρουν έκπτωση 60% για την μετακίνηση των εμπορευμάτων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ οι Γερμανοί έμποροι κατακλύζουν όλα τα εμπορικά κέντρα της Ανατολής. Για την μετακίνησή τους δεν απαιτούνται δικά τους έξοδα, τους καλύπτει το Ράιχ. Η κάθοδος των Γερμανών εμπόρων ήταν μαζική και καταλυτική για τις ευαίσθητες ισορροπίες της Ανατολής. Μαζί με αυτούς επεκτείνονται τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. Η Τράπεζα της Θεσσαλονίκης, ιδρυθείσα με αυστριακά κεφάλαια, ελέγχει την Νότια Βαλκανική και ειδικά την περιοχή της Μακεδονίας, ενώ η Deutsche Bank φτάνει μέχρι την Παλαιστίνη και προσφέρει τις καλύτερες δυνατές πιστώσεις σε εταιρίες και εμπόρους (Ροδάς, 1916 σσ. 10-24).
II) Η Άνοδος των Νεότουρκων
Η απειλή της καταστροφής του Ελληνισμού δεν έγινε κατά τον Μιχαήλ Ροδά, ορατή με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους διωγμούς του, ούτε με τους Βαλκανικούς του 1912-1913. Αντιθέτως με την κατάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους το 1908, διαφάνηκαν οι προθέσεις των Οθωμανών επικυρίαρχων.
Η ιδεολογία του Νεοτουρκισμού, ένα κράμα πανισλαμισμού (εν ανάγκη) και ενός φυλετιστικού (γερμανικής έμπνευσης) εθνικισμού, επιδίωκε ανάμεσα στα άλλα και την ανασυγκρότηση της Αυτοκρατορίας χωρίς τις διομολογήσεις των Αγγλογάλλων. Αυτές δεν μπορούσαν να ξηλωθούν χωρίς την σταδιακή παρακμή και καταστροφή των χριστιανικών μειονοτήτων. Αν στην επιδίωξη αυτή, συνυπολογίσουμε και την έχθρα του γερμανικού παράγοντα, τότε αντιλαμβανόμαστε πως τέλος καλό δεν θα είχε ο Ελληνισμός στην Μικρά Ασία και τον Πόντο-αποτελούσε άλλωστε και τον ευκολότερο στόχο, μιας και οι Γαλλία και Βρετανία ήταν παραπάνω από ισχυρές.
Μέσα σε μερικές εβδομάδες μετά την εκδήλωση του Κινήματος του Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος, οι παρενοχλήσεις των Ελλήνων εμπόρων ήταν εμφανείς ολοένα και περισσότερο: μποϊκοτάζ καταστημάτων και εταιριών, λεηλασίες από τον τουρκικό όχλο, δολοφονίες επιφανών Ελλήνων και πογκρόμ διοργανώνονται από τους Νεότουρκους με την χρηματοδότηση της περίφημης Νεοτουρκικής Λέσχης από την αμαρτωλή Deutsche Bank. Ενώ παράλληλα η κυκλοφορία των εφημερίδων του Ελληνικού Βασιλείου παρεμποδίζεται. Μέσα στον χειμώνα του 1908-1909 ιδρύονται παραπάνω από 200 γερμανικές επιχειρήσεις στα εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, ενώ Γερμανοί έμποροι τροφοδοτούν με συστατικές επιστολές μουσουλμάνους καταστηματάρχες που θα τους οδηγούσαν στην λήψη με εύκολο τρόπο, πιστώσεων και διευκολύνσεων από τα γερμανικά τραπεζικά ιδρύματα. Ο επόμενος στόχος η εξαγορά των υπό πίεση ελληνικών καταστημάτων.
Ο στόχος της εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου τέθηκε σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Ο Ναζίμ Μπέης, λόγιος και επιφανές στέλεχος των Νεότουρκων περιγράφει την κατάσταση πολύ γλαφυρά σε έναν επιφανή Έλληνα της Σμύρνης, το φθινόπωρο του 1908, σε μια δίωρη συνέντευξη ενώπιον και άλλων ξένων ανταποκριτών. Η συνέντευξη αυτή περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, αναφορικά τόσο με τα σχέδια εθνοκάθαρσης των Νεότουρκων, όσο και για τις ιδεολογίες της εποχής, ιδού τι ανέφερε:
«- Έχομεν να επιτελέσωμεν πολλά πράγματα και συνεπώς έχομεν την ανάγκη πολλών χρημάτων…Δια την ίδρυσιν των σχολών έχομεν και άλλον σπουδαιότατον λόγον. Εκεί βαθμιαίως θα επέλθει η εθνική ισοπέδωσις περί ης κηδόμεθα ιδιασμένως. Διότι δεν επιθυμώ να σας κρύψω ευθύς εξαρχής την ακλόνητον γνώμη του Κομιτάτου. Εννοούμεν, και το εννοούμενα αντί πάσης θυσίας, να αφομοιώσωμεν υπό μίαν εθνικήν οθωμανικήν ιδέα τα εν τω τόπω ημών στοιχεία, ώστε να μη γίνεται λόγος περί πλειοψηφίας ή μειοψηφίας, περί Ελλήνων και Τούρκων, Αρμενίων και Ισραηλιτών… αλλά να πρωτεύει και να τα ενώνη η ιδέα της μιας Οθωμανικής πατρίδας…
-Αλλά δεν σας φαίνεται ότι ούτω πως φρονών παραβλέπετε εξ ολοκλήρου τας ιστορικάς παραδόσεις, την άμιλαν, την ελληνικήν εθελοθυσίαν;
-Ημείς στηριζόμαστε στον νόμο της φύσεως, τον οποίον άλλως τε εγώ, και ως επιστήμων ιατρός είμαι τεταγμένος να σέβωμαι. Όλαι αυταί αι φαινομενικώς ωραίαι έννοιαι, αι εκπροσωπούσαι την τεχνητήν ζωήν, δεν είναι παρά λέξεις ωραίαι κατά βάθος…Το αίσθημα, η θρησκεία, βαθμιαίως θα εξατμισθούν. Έπειτα θα κυριαρχήσει η ύλη, το συμφέρον…». (Ροδάς, 1916 σσ. 35-37)
Η παραπάνω συνέντευξη προκάλεσε αρκετές συζητήσεις στην Αθήνα, μάλιστα σε ένα σημείο παρακάτω, ο Ναζίμ Μπέης θέτει τον στόχο της μείωσης του πληθυσμιακού όγκου των Ελλήνων, που κατά τις εκτιμήσεις του έφταναν τα 3 εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό, θα γίνονταν μέσω της εκτεταμένης αναπαραγωγής των Τούρκων και από τις μεγάλες εισροές Τούρκων (εννοούσε μουσουλμάνους) προσφύγων από τις ευρωπαϊκές επαρχίες…Η επιρροή των Ελλήνων σε εκλογικό επίπεδο, καθώς και σε οικονομικό θα έσβηνε βαθμιαία…
ΙΙΙ) Οι πρώτες διώξεις…
Τα σχέδια των Νεότουρκων και των Γερμανών συμμάχων τους, ασαφή στην αρχή και ασυντόνιστα, πήραν σάρκα και οστά μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Στα τέλη του 1913, λίγο μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η Αρχιστρατηγία των Οθωμανικών Ενόπλων Δυνάμεων δόθηκε στον Λίμαν φον Σάντερς, επί χρόνια στρατιωτικό σύμβουλο του Σουλτάνου εκ μέρους του Κάιζερ. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε διαμαρτυρίες των πρέσβεων της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, με την Πύλη να απαντά πως επρόκειτο για μια άτυπη κίνηση…
Παράλληλα οι ενέργειες της Πύλης και του Κάιζερ συντονίζονταν σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου. Η Γερμανία ήταν από αδιάφορη έως εχθρική, ενώ η Ελλάδα είχε την σταθερή στήριξη της Βρετανίας.
Στις αρχές του 1914 ξεκινούν οι πρώτοι διωγμοί, με την μορφή των πογκρόμ στην Θράκη, ενώ μέχρι τα μέσα της άνοιξης επεκτείνονται στην Μικρά Ασία και τον Πόντο. Λέγεται μάλιστα, ότι όταν ρωτήθηκε από τους Οθωμανούς επιτελείς του, τι να κάνουν με τους εναπομείναντες Έλληνες στα παράλια της Μικράς Ασίας, ο φον Σάντερς ζήτησε την εξόντωσή τους. Άλλωστε αν αυτό δεν γίνονταν, τότε θα πύκνωναν οι δυνάμεις του εχθρού (των Ελλήνων δηλαδή)… Η Μικρά Ασία έπρεπε απλώς να σαρωθεί. Τα δε καταστήματα των Ελλήνων τα αγόραζαν κοψοχρονιά Γερμανοί επιχειρηματίες με την ρευστότητα που παρείχαν γερμανικές τράπεζες.
Το σχέδιο μιας γερμανικής (ει δυνατόν) Μικράς Ασίας μπορεί να μην προχώρησε, ωστόσο τα σχέδια εθνοκαθάρσεων συνεχίστηκαν και μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με ολέθριες συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα. Οι πρώτοι διωγμοί, του 1914, προκάλεσαν κύματα προσφύγων στα ελληνικά παράλια που έφταναν τις 400.000, μέγεθος πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Με την εξιστόρηση των παραπάνω, επιδιώκουμε να δώσουμε μια εξήγηση για τα αβυσσαλέα μίση που χώρισαν τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Τα ρατσιστικά σχέδια των Νεότουρκων, οι επιδιώξεις για εθνοκάθαρση των ελληνικών κοινοτήτων, καθώς και των αρμενικών (με μεγαλύτερη βιαιότητα μάλιστα) και των ασσυριακών-γενικά κάθε χριστιανικού στοιχείου- ο Γερμανικός παράγοντας, όλοι έπαιξαν το ρόλο τους στην καταστροφή του 1922. Ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ούτε ο ρόλος που έπαιξε στο ιστορικά προσδιορισμένο πεδίο του Ανατολικού Ζητήματος ο Ελληνισμός, ούτε και οι ελληνικές κυβερνήσεις, που επί της ουσίας έφτιαχναν μεγαλόπνοα σχέδια για την Μεγάλη Ελλάδα, χωρίς ιδέα ούτε σχέδιο για τους Έλληνες της Διασποράς της Εγγύς Ανατολής.
Τι σήμαινε Μεγάλη Ελλάδα στην τελική; Τι σήμαινε Έλληνας της Ανατολής; Πώς θα μπορούσε να επιλυθεί το ζήτημα των χριστιανικών μειονοτήτων, άμα τη εμφανίσει ενός πιο στερεωμένου και σοβαρού εθνικού κράτους στην Τουρκία; Μπορούσαν να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα οι ελληνικές κοινότητες χωρίς τις εξαρτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και τις επαχθέστατες διομολογήσεις;
Μάλλον όχι. Όχι με την μορφή της ευμάρειας που είχαν συνηθίσει. Όχι με την εικόνα μιας εκτός τόπου και χρόνου φαντασίωσης. Βεβαίως και παρά τα στοιχεία που παρουσιάζουμε, τίποτε δεν προμήνυε την μεγάλη έκταση της καταστροφής που περίμενε τους ελληνικούς πληθυσμούς το 1922. Οι στάχτες του πρώτου μεγάλου ολοκληρωτικού πολέμου, η ραγδαία αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι τεράστιες ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, επέτρεψαν στα πιο ακραία στοιχεία των Κεμαλιστών να πραγματώσουν τα δικά τους σχέδια υπό το κράτος της ανάγκης. Ο πόλεμος μπορούσε να δικαιολογήσει τα πάντα. Οι μεν Νεότουρκοι έπραξαν όπως γνώριζαν από τους αιώνες σουλτανικής κυριαρχίας, οι δε Έλληνες έδρασαν σε ένα γήπεδο εντελώς ανυποψίαστοι για το τι ρίσκα έπαιρναν για το μέλλον του Ελληνισμού…
Αναφορές
Ροδάς, Μιχαήλ. 1916. ΠΩΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ. Μυτιλήνη : λαβύρινθος, 1916.
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος. 1976. ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1830-1922). Αθήνα : ΘΕΜΕΛΙΟ, 1976.
[1] Τεύχος Απριλίου 2021, για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, στο Τρίτο Μάτι
[2] Η Ορθοδοξία δεν έθετε μεγάλους περιορισμούς στα κερδοφόρα όνειρα των Ελλήνων εμπόρων, άλλωστε ως καταπιεσμένη μειονότητα όφειλε να αποκτά ισχύ με κάθε μέσο προκειμένου να διαπραγματεύεται ορθότερα την θέση της απέναντι στην Πύλη.
[3] Της Εγγύς Ανατολής
πηγή: Τρίτο Μάτι, Ιούνιος 2022
[…] ΠΡΏΤΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΎ ΕΔΩ […]
[…] […]