του Αλέξανδρου Μαλλιά, Πρέσβη ε.τ.
Η έλλειψη συνέχειας στον προσδιορισμό του Εθνικού Συμφέροντος συμβαδίζει με την έλλειψη συνέχειας στην Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας που χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα. Οι θεσμοί στους οποίους στηρίζεται ο άξονας των πολιτικών μας είχε συγκροτηθεί για μια άλλη Ελλάδα, με ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα ισχυρών κατά κανόνα μονοκομματικών κυβερνήσεων. Κυρίως όμως αφορούσαν ένα ριζικά διαφορετικό διεθνές περιβάλλον στην γειτονιά μας.
Στην Εξωτερική Πολιτική και Εθνική Πολιτική Ασφάλειας δεν λείπουν ούτε τα μέσα, ούτε οι ικανότητες. Αυτό που λείπει είναι η θεσμική μνήμη και η κατοχύρωση της συνέχεια της γνώσης.
Οι αποφάσεις λαμβάνονται λόγω της επικράτησης απόψεων του τάδε ή του δείνα, χωρίς πάντοτε να στηρίζονται στη γνώση. Δηλαδή, η γνώμη προηγείται της γνώσης.
Επιπλέον, συχνά η πολιτική επικοινωνία κατισχύει της ουσιαστικής πολιτικής και των στόχων της.
Η επικοινωνία δημιουργεί στιγμιαίες ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, οι οποίες όμως γρήγορα υποχωρούν στα μόνιμα συμφέροντα. Όταν όλοι γύρω μας προωθούν σταθερά, συχνά δε και επιθετικά, τα συμφέροντά τους, δεν είναι ανεκτό εμείς να συνεχίζουμε την επιδίωξη του εφήμερου. Αντί του όλου, του σταθερού και του μόνιμου.
Υφίσταται συνεπώς, ειδικά στην Ελλάδα, επείγουσα ανάγκη της αξιοποίησης της γνώσης και της εμπειρίας και της διάχυσης της ευθύνης.
Σταθερή επιδίωξη, επιθυμητή και εφικτή, πρέπει να είναι η διασφάλιση της θεσμικής γνώσης.
Οι διαχρονικές ακροβασίες στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική άμυνας και ασφάλειας μάς έχουν ζημιώσει. Μερικές μάλιστα σε βαθμό ανεπανόρθωτο.
Η γνώση σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που σήμερα δέχεται ταυτόχρονα και μαζικά, συμβατικές, μη συμβατικές και ασύμμετρες απειλές, εκτιμώ ότι θα περιορίσει τις ζημίες και θα συμβάλλει στην σταθεροποίηση του οφέλους.
Η επισήμανση των διαφωνιών στις επιλογές που αφορούν στην εξωτερική μας πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, θα εξακολουθήσει να γίνεται στο Κοινοβούλιο. Σκόπιμο είναι να έχει συμφωνηθεί, κεκλεισμένων των θυρών, το εμπιστευτικό πλαίσιο διαχείρισής τους σε επίπεδο υπευθύνων πολιτικών αρχηγών. Η συμφωνία γι’ αυτήν την διαχείριση των διαφωνιών είναι σημαντική.
Επαναφέρω συνεπώς την πρόταση να περιληφθεί στο πλαίσιο της Συνταγματικής αναθεώρησης οψέποτε γίνει και η σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που θα συγκαλείται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας η τον Πρωθυπουργό με την συμμετοχή και των πολιτικών αρχηγών.
Δικαιωματικά, θέση στον νέο αυτό θεσμό, ο οποίος έχει μηδενικό δημοσιονομικό κόστος, έχουν, επίσης, οι Υπουργοί Οικονομίας, Εξωτερικών, Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη, Εσωτερικών (με όποια ονομασία έχει το Υπουργείο), ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ , οι Αρχηγοί Αεροπορίας, Στρατού και Ναυτικού και ο Διοικητής της ΕΥΠ.
Το συμφέρον της Ελλάδας, η ανάγκη μακροχρόνιου σχεδιασμού και η εξασφάλιση αντιστοιχίας στόχων και μέσων, επιβάλλουν την θεσμοθέτηση του. Ειδικά όταν γύρω μας έχουμε ένα περιβάλλον ανατροπών, συγκρούσεων και απειλών, το οποίο συνεχώς διευρύνεται γεωγραφικά και θα διαρκέσει επί δεκαετίες.
Οι θεσμοί του χθες δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο.
Παραμένω απαισιόδοξος για την δυνατότητα μας συνολικά και του πολιτικού μας συστήματος ειδικότερα, να λειτουργήσει σ’ ένα νέο πλαίσιο.
Όμως, η πολιτική συναίνεση και η σύγκλιση αποτελούν πολλαπλασιαστή ισχύος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 20/02/2017