Ο Αμερικανός συγγραφέας Στίβεν Πρέσφιλντ μιλάει στην «Κ» για το Αφγανιστάν του Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλά και των Ταλιμπάν
«Φίλοι μου, όσο ολιγόχρονη κι αν είναι η παραμονή σας στα βασίλεια αυτής της χώρας, δεν μπορεί να μην παρατηρήσατε ότι εδώ κάνουμε ένα διαφορετικό είδος πολέμου. Ισως κάποιοι από εσάς να αισθάνονται ότι δεν είναι αυτό για το οποίο στρατολογηθήκατε. Δεν είναι τα πεδία της δόξας που ονειρευτήκατε. Ενα πράγμα να ξέρετε: οι πράξεις που διαπράττουμε σε αυτή την εκστρατεία είναι εξίσου νόμιμες μ’ εκείνες που έκανε οποιοσδήποτε άλλος. Αυτός δεν είναι συμβατικός πόλεμος. Είναι μη συμβατικός. Και πρέπει να πολεμήσουμε κι εμείς με μη συμβατικό τρόπο».
Τάδε έφη ο Μέγας Αλέξανδρος σε έναν από τους λόγους του μπροστά στους άνδρες που αποτελούσαν το εκστρατευτικό σώμα του Μακεδόνα βασιλιά στην εκστρατεία του στην Ασία, τουλάχιστον όπως τη φαντάστηκε ο συγγραφέας Στίβεν Πρέσφιλντ στο ιστορικό μυθιστόρημα «Η ματωμένη εκστρατεία» των εκδόσεων Πατάκη. Με λίγες διορθώσεις εδώ κι εκεί και έχοντας στον νου τα διακυβεύματα και τις ισορροπίες στο διεθνές περιβάλλον, το απόσπασμα θα μπορούσε να προέρχεται από τα χείλη ενός στρατηγού την περίοδο των αγγλοαφγανικών πολέμων του 19ου αιώνα ή ενός διοικητή των σοβιετικών δυνάμεων του ’80 ή και των αμερικανικών του 21ου αιώνα. Οπως μας λέει ο Αμερικανός συγγραφέας από το σπίτι του στο Λος Αντζελες, κάθε εκστρατεία εναντίον του Αφγανιστάν –ανεξαρτήτως κινήτρων και στόχων– αποτυγχάνει για τους ίδιους, λίγο ή πολύ, λόγους.
«Ολες αυτές οι εκστρατείες έγιναν με έναν δυτικού τύπου στρατό, δηλαδή με έναν τακτικό στρατό εκπαιδευμένο στον παραδοσιακό πόλεμο», λέει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του. Οι δύο αντίπαλοι, συμπληρώνει, θα μετρούσαν τις δυνάμεις τους στο πεδίο της μάχης και το αποτέλεσμα θα ήταν ξεκάθαρο, νίκη ή ήττα. «Ο εχθρός στο Αφγανιστάν και στο Βιετνάμ το είχε καταλάβει αυτό και είχε αποφασίσει ότι δεν θα αντιμετωπίσει αυτόν τον στρατό σε μια ξεκάθαρη μάχη. Θα το απέφευγε αυτό με κάθε κόστος», σημειώνει, «αλλά ο στρατός που έκανε την εκστρατεία μάλλον δεν είχε πάρει το μάθημά του, δεν είχε συνειδητοποιήσει με τι είχε να κάνει».
Το μάθημα στο οποίο αναφέρεται ο Πρέσφιλντ δεν είναι άλλο φυσικά από τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον οποίο αναφέρει αρκετές φορές στην κουβέντα μας. Εκείνη την εποχή είχε καταταγεί και αυτός στο στρατιωτικό σώμα των πεζοναυτών, αλλά χωρίς να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Σήμερα, ακόμα και οι φωτογραφίες με τα ελικόπτερα στην εκκένωση της Καμπούλ και της Σαϊγκόν το 1975 έκαναν πολλούς να θυμηθούν τα δύο περιστατικά και τους δύο μακρόχρονους πολέμους από τους οποίους οι ΗΠΑ αποχώρησαν ηττημένες. Το κοινό στοιχείο που συνδέει σε στρατιωτικό επίπεδο τις δύο περιπτώσεις, λέει, είναι ο άτακτος τρόπος πολέμου, ο γνωστός ανταρτοπόλεμος. «Στο Βιετνάμ, για παράδειγμα, είχες μια τοπική στρατιωτική δύναμη με χαρακτηριστικά φυλής, που ήταν σε περιβάλλον που γνώριζε καλά, υπερασπιζόταν τους ανθρώπους της και τον τρόπο ζωής τους, τα ιερά μέρη τους και επίσης και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν πολεμιστές έτοιμοι να χάσουν τα πάντα, να θυσιαστούν», σημειώνει.
Στο βιβλίο του ο Πρέσφιλντ εξιστορεί τα γεγονότα της εκστρατείας από την οπτική ενός στρατιώτη του πεζικού, του Μαντίθεου. Μέσα από τα μάτια του, ο συγγραφέας μεταφέρει την καθημερινότητα της στρατιωτικής ζωής, τη στρατηγική της μακεδονικής φάλαγγας, τις πεζοπορίες με τον «άνεμο των εκατόν είκοσι δύο ημερών» και τις θύελλες που προκαλούν απώλεια προσανατολισμού. Ο Μαντίθεος ενηλικιώνεται στην αγριότητα των μαχών, συναντά τον έρωτα και την απώλεια και έρχεται αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα.
Την ίδια ώρα, ο Πρέσφιλντ περιγράφει τη «στείρα και ανελέητη» ομορφιά του τοπίου αλλά και μια πρωτόγνωρη μορφή πολέμου που στρατολογεί γυναίκες και παιδιά. Η στρατηγική του Αλέξανδρου, λέει ο συγγραφέας, ήταν μέχρι τότε επιτυχημένη. Μια τακτική του νεαρού ηγεμόνα ήταν να συσχετίζει τους θεούς των Περσών με τις θεότητες των αρχαίων Ελλήνων, κρατώντας τους τύπους και την τάξη στα έθνη που κατακτούσε. Οι λαοί όμως στα βασίλεια της Ανατολής, της Αρίας, της Βακτριανής, της Αραχωσίας, που αποτελούν το σημερινό Αφγανιστάν, ήταν πολύ μακριά από την Περσία για τον δουν έτσι. «Για αυτούς ήταν ένας ξένος, ξανθός με γαλανά μάτια, ένας ηγεμόνας της Δύσης που έρχεται να επιβάλει τον δικό του τρόπο ζωής στους ελεύθερους ανθρώπους των αφγανικών βασιλείων», λέει ο Πρέσφιλντ. Οι εχθροί του Αλέξανδρου, σημειώνει ο συγγραφέας, ήξεραν ότι ο τόπος τους ήταν ένα πέρασμα για τον ξένο ηγεμόνα που είχε στόχο την Ινδία. «Εκεί ήταν ο πλούτος και η δόξα και ήταν απλώς θέμα χρόνου να κουραστεί να μάχεται αυτόν τον ατελείωτο, άδοξο πόλεμο στο Αφγανιστάν και να προχωρήσει», τονίζει.
Το ίδιο «ξένες» ήταν από την αρχή, και παρέμειναν για δύο δεκαετίες, οι διεθνείς δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Ο ίδιος επισκέφθηκε για λίγες μέρες την περιοχή, τόσο που μπόρεσε να δει τα δύο πρόσωπα της χώρας. Από τη μια πλευρά, μας λέει, ήταν το εγχείρημα της δημιουργίας μιας κοσμοπολίτικης Καμπούλ και της «δυτικοποίησης» των ανθρώπων της πρωτεύουσας, κυρίως των γυναικών. Από την άλλη, όμως, μπορούσε κανείς να δει τεράστιες στρατιωτικές βάσεις και μεγάλα πολεμικά συγκροτήματα που κοστίζουν πολλά χρήματα και μεγαλώνουν την απόσταση από τον μέσο Αφγανό πολίτη. «Η αμερικανική παρουσία δεν μπορούσε να είναι περισσότερο απόμακρη. Ηταν ξεκάθαρο στον καθένα που ήταν στο πεδίο ότι βρισκόμασταν εκεί για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και οι Ταλιμπάν το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να περιμένουν. Δεν χρειαζόταν να νικήσουν, δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα, και αυτό λειτούργησε υπέρ τους», μας λέει.
Ο Πρέσφιλντ μοιάζει να είναι δύο φορές προφήτης με το ίδιο βιβλίο, καθώς η χρονική συγκυρία της πρώτης έκδοσης δεν ήταν τυχαία: το 2004 κυκλοφόρησαν «Οι αρετές του πολέμου», ένα πορτρέτο αφιερωμένο στον Μέγα Αλέξανδρο, ενώ οι ΗΠΑ είχαν ήδη ανατρέψει το καθεστώς των Ταλιμπάν και είχε εγκατασταθεί διεθνής στρατιωτική δύναμη στο Αφγανιστάν με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Οσο έγραφε τη βιογραφία του Μ. Αλεξάνδρου είχε ήδη αποφασίσει να αφιερώσει ένα βιβλίο στην εκστρατεία του στην Ανατολή. «Οταν έφτασα στο κεφάλαιο για το Αφγανιστάν, είπα ότι πρέπει να κάνω ένα βιβλίο γι’ αυτό, και ήταν πραγματικά αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή με την αμερικανική εμπλοκή στη χώρα», σημειώνει.
Ρωτάμε τον συγγραφέα εάν πιστεύει πως η εκστρατεία του Αφγανιστάν θα έχει την ίδια επίδραση στην ποπ κουλτούρα της Αμερικής, όπως έγινε με το Βιετνάμ. Ο ίδιος φαίνεται σκεπτικός στην οθόνη του υπολογιστή. «Υπάρχουν βιβλία που έχουν γραφτεί από βετεράνους, αλλά για κάποιον λόγο δεν έχουν διεισδύσει ακόμα στη μαζική κουλτούρα της Αμερικής», λέει, «και ίσως το κοινό να έχει κουραστεί απ’ όλο αυτό και να μην θέλει να ακούσει κάτι ξανά. Ισως κάνω λάθος και να δούμε ταινίες τα επόμενα χρόνια που θα αναλύουν το τι συνέβη. Πολλοί καλλιτέχνες μίλησαν ξεκάθαρα για εκείνη την εποχή (σ.σ. του Βιετνάμ), αλλά δεν πήραμε το μάθημά μας. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί».
Ο οικονομικός παράγων
Καθόλου σκεπτικός όμως δεν είναι όταν τον ρωτάμε εάν συμμερίζεται την άποψη ότι το Αφγανιστάν σηματοδοτεί και «το τέλος της Δύσης». «Οχι», απαντά
κατηγορηματικά και συμπληρώνει ότι απλώς θα γίνει πιο δύσκολο το «να “πουλήσει” τον επόμενο πόλεμο η αμερικανική κυβέρνηση στον αμερικανικό λαό, στην Ε.Ε., σε οποιονδήποτε θα πρέπει να στείλει τους γιους και τις κόρες του να πολεμήσουν». Ο ίδιος βλέπει στο παρασκήνιο τον οικονομικό παράγοντα πίσω από τις πολεμικές συγκρούσεις. «Η μηχανή της στρατιωτικής βιομηχανίας στη Δύση και κυρίως στην Αμερική είναι τόσο παγιωμένη, τόσο δυνατή και προσοδοφόρα, που δεν θα σταματήσει. Θα βρει άλλα μέρη για να βγάλει χρήματα. Δεν το υποστηρίζω φυσικά, αλλά νομίζω ότι είναι μια στρατηγική».
“Καθημερινή”