Η εισήγηση του Πρέσβεως ε.τ. Γεωργίου Διον. Πουκαμισά, στην εκδήλωση γιά την παρουσίαση του βιβλίου “Ο ΚΟΥΡΟΥΒΆΑΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ” του
Πρέσβεως ε.τ. Θοδωρή Δασκαρόλη
Στην εποχή που ζούμε, δυσχείμερη, περίοδο πλανητικών αλλαγών και αναστατώσεων, μετακίνησης επίσης των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών, εποχή κινδύνων σπουδαίων για το έθνος και το κράτος μας, πενήντα χρόνια μετά την ήττα του Ελληνισμού και τη τουρκική κατοχή στην Κύπρο, θεωρώ ότι η λογοτεχνία η δική μας, δεν αρκεί να παρέχει αισθητική απλώς απόλαυση, να είναι μία διεσταλμένη επιχείρηση φυγής ή έστω λησμοσύνης από όσα μάς πολιορκούν, βάλσαμο παρηγοριάς, παυσίπονο μπροστά στα ατομικά και συλλογικά άλγη, ή νοσταλγική αναπόληση χαμένων παραδείσων (Αιολική Γη κλπ). Χρειαζόμαστε μία λογοτεχνία, μία πεζογραφία ειδικότερα, που να θέτει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, που να κρατάει νυστέρι, ακριβώς για να θεραπεύσει….
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Κε Πρόεδρε του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών,
Κα Τζούλια Τσακίρη,
Κύριοι πρέσβεις,
Κυρίες και Κύριοι
Και πράγματι: Οι 9 ιστορίες του Θοδωρή Δασκαρόλη , που δημοσιεύονται στην καλαίσθητη και ποιοτική έκδοση του «Ροδακιού», μία νουβέλα και 8 διηγήματα, δείχνουν ποιός είναι, ποιό το ήθος του, ο συγγραφέας που αποκαλύπτεται για εμάς τους πολλούς, ενώπιόν μας.
Γεώργιος Διον.Πουκαμισάς |
Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας, αλλά προσέρχομαι ως αναγνώστης των «ιστοριών», παλαιών και λιγότερο παλαιών, δημοσιευμένων και άλλων μέχρι τώρα ανέκδοτων, που συγκέντρωσε, επεξεργάσθηκε και μάς παρουσιάζει ο Θοδωρής στον καλαίσθητο αυτό τόμο, εξηγώντας μάλιστα στο επίμετρο σημείωμά του, το πώς και πόθεν κάθε ιστορίας.
Διατυπώνω τις κρίσεις μου για το έργο και τον άνθρωπο πίσω από αυτό και την εποχή μας, ως συνοδοιπόρος του για 40 σχεδόν χρόνια, στο αμόνι της διπλωματικής υπηρεσίας, συνομιλητής του καθ΄όλη την μακρά αυτή περίοδο της ανυποψίαστης αφθονίας και της οδυνηρής αιφνίδιας αφύπνισης, που δεν έχει ολοκληρωθεί από το έτος 2010, μέχρι σήμερα.
Δεν είμαι ειδικός για να μιλήσω για το ύφος και τις επιρροές που έχει δεχθεί ο Δασκαρόλης. Διαφαίνεται σαφώς η ανοιχτοσύνη του. Είναι ΄Ελληνας κοσμοπολίτης και δεν μπορεί να είναι κανείς πλήρως Έλληνας, χωρίς να είναι κοσμοπολίτης.
Συνέβαλε βέβαια η φύση του επαγγελματικού σταδίου που ακολούθησε, αλλά πριν από αυτήν οι «κακές» συνομιλίες στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.
Ο Δασκαρόλης δεν είναι υπερρεαλιστής ή νεορεαλιστής όπως άλλοι, αλλά οι ευρείς ορίζοντές του, φέρνουν στο νου τον Σεφέρη, τον Εγγονόπουλο, τον Θεοτοκά. Άλλωστε γνωρίζει σε βάθος το έργο της Γενηάς του ’30, τη σημασία της για τα γράμματα, την τέχνη, γενικά για τον νεώτερο πολιτισμό στον τόπο αυτό.
Δεν υπάρχει ίχνος στρεβλού ελληνοκεντρισμού στα γραπτά του Δασκαρόλη, επαρχιωτισμού που δεν απαντά μόνο σε ερμητικούς, εσωστρεφείς κειμενογράφους που θεοποιούν την «ελληνικότητα», αλλά επαρχιωτισμού με άλλη αφετηρία που χαρακτηρίζει κάποτε-κάποτε συγγραφείς που επιφανειακά προσέλαβαν και στραβά μετέφεραν στην αυλή μας τάσεις και ρεύματα, όπως τα κατάλαβαν, ερχόμενοι σε επαφή με τις μεγάλες γλώσσες λογοτεχνίας, της Ευρώπης και της Αμερικής.
Στην εποχή που ζούμε, δυσχείμερη, περίοδο πλανητικών αλλαγών και αναστατώσεων, μετακίνησης επίσης των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών, εποχή κινδύνων σπουδαίων για το έθνος και το κράτος μας, πενήντα χρόνια μετά την ήττα του Ελληνισμού και τη τουρκική κατοχή στην Κύπρο, θεωρώ ότι η λογοτεχνία η δική μας, δεν αρκεί να παρέχει αισθητική απλώς απόλαυση, να είναι μία διεσταλμένη επιχείρηση φυγής ή έστω λησμοσύνης από όσα μάς πολιορκούν, βάλσαμο παρηγοριάς, παυσίπονο μπροστά στα ατομικά και συλλογικά άλγη, ή νοσταλγική αναπόληση χαμένων παραδείσων (Αιολική Γη κλπ).
Χρειαζόμαστε μία λογοτεχνία, μία πεζογραφία ειδικότερα, που να θέτει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, που να κρατάει νυστέρι, ακριβώς για να θεραπεύσει. Στην αρχαιότητα ο ποιητής Φρύνιχος τιμωρήθηκε με πρόστιμο, όταν ανέβασε το θεατρικό «Μιλήτου ΄Αλωσις», αλλά χαλύβδωσε το φρόνημα των Αθηναίων, ενώ πλησίαζε η επίθεση των Περσών στην Ελλάδα.
Ο Δασκαρόλης είναι διπλωματικός και συνάμα λόγιος, από την τρυφερή μάλλον ηλικία του. Με ιδιαίτερη εισχώρηση στο σύμπαν της γερμανικής λογοτεχνίας, θαυμαστής του ελληνόπνευστου, μεγάλου ποιητή Friedrich Hoelderlin, αλλά και μεταφραστής δόκιμος ενός άλλου ρωμαντικού, του ιδιοφυούς πεζογράφου Heinrich von Kleist.
Είναι πεζογράφος της γενηάς μας, που αφουγκράστηκε τις εμπειρίες, που ένιωσε το καμίνι από το οποίο πέρασε ο λαός μας μετά τη «χαμένη άνοιξη».
Όλοι είμαστε ιδανικοί αναγνώστες του Σολωμού και του Κάλβου, ο συγγραφέας μας όμως αγάπησε επίσης την ποίηση του Καβάφη και του Σεφέρη, «των ποιητών των ελληνικών αυτοκρατοριών», όπως αρέσκεται να λέγει, γνώρισε δε προσωπικά τον Οδυσσέα Ελύτη, τον ποιητή του «Άξιον Εστί». Είχε την καλή τύχη να είναι μαθητής του σπουδαίου φιλόλογου-δάσκαλου, του Μανόλη Χατζηγιακουμή, του οποίου το πνεύμα σήμερα θα πλανάται κάπου εδώ, γύρω μας.
Μάς δίνει το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών και ο Δασκαρόλης, με την αποψινή συνάθροιση, την ευκαιρία να στοχασθούμε ποιά είναι η ενεστώσα κατάσταση στα γράμματά μας, ποιά η πνευματική πορεία μας, τί έχει να πει η σημερινή Ελλάδα στους γειτονικούς λαούς, στην Ευρώπη και τον κόσμο, πώς συγκρινόμαστε εμείς σήμερα με τις μεγάλες εξάρσεις του 20ου αιώνα, όπως ακριβώς αυτή της Γενηάς του ΄30, από την οποία συνεχώς αντλούμε. Ποια είναι η σχέση μας με τα ρεύματα της εποχής, πώς μάς επηρεάζουν και πώς εμείς συμβάλλουμε στη διαμόρφωσή τους, σε ποιάς μορφής συνθέσεις μάς οδηγούν. Πώς θα είμαστε ανοικτοί στην οικουμένη, κοσμοπολίτες, πλην με γερές ρίζες στον βράχο-Ελλάς.
Η γραφή του Δασκαρόλη, όχι μόνον στο διήγημα «Αύγουστος στη Βαλαωρίτου», με ήρωα τον Γιάννη Μόραλη, δίνει αφορμές να αναμετρηθεί κανείς με την «ελληνικότητα». Πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να εξασφαλίσει τη θέση της στον κόσμο, χωρίς να εγκαταλείψει τη φύση της;
Ο Θοδωρής ανήκει, όπως και άλλοι -τα πράγματα αυτά πρέπει να λέγονται για να εντυπώνονται- σε εκείνους που δεν έχουν μία γραφική προσέγγιση της εθνικής αυτοσυνειδησίας μας, θεωρούν δηλαδή ότι ο ελληνοκεντρισμός, ερήμην της επικοινωνίας με την οικουμένη, είναι αδόκιμος αντικατοπτρισμός. Δεν πραγματώθηκε άλλωστε ούτε πολιτικά, ούτε πολιτιστικά. Ενίοτε συγκαλύπτει γνωσιολογική ένδεια, αλλά ούτε ο «δυτικισμός» που αποτελεί μεταμφίεση, αποδίδει.
Δεν ανήκει ο φίλος μας στην χορεία εκείνων που ασπάζονται την αντίληψη «η τέχνη για την τέχνη». Είναι διπλωματικός, που στο δικό μας ιδίωμα σημαίνει επίσης πατριώτης. Κι ας μην περιφέρουμε εμείς τον πατριωτισμό, εδώ κι εκεί, σαν παράσημο στο στήθος.
Έχω διαβάσει τη συγκινητική νουβέλα για τον Μαορί ΚΟΥΡΟΥΒΑΆΚΑ. Μια νουβέλα υψηλής αισθητικής, εμποτισμένη ανθρωπιά. Μιά ιστορία που άξιζε να γραφεί, που εκ του αποτελέσματος είναι σπονδή στις σχέσεις της Ελλάδος με τις χώρες στους Αντίποδες, σχέσεις που ξεκίνησαν με την εκστρατεία του 1915 στη Χερσόνησο της Καλλιπόλεως. Βέβαια ο συγγραφέας, όπως κάθε συγγραφέας, μεταφέροντας τη σκέψη του στο χαρτί, πραγματώνει πρώτα εσωτερική, δική του ανάγκη, πολύ πριν τη θεμιτή φιλοδοξία να γίνει αποδεκτός.
Να σταθούμε στο όμορφο διήγημα «Αύγουστος στη Βαλαωρίτου». Ας ξαναδιαβαστεί το κείμενο αυτό 50 χρόνια μετά την κυπριακή τραγωδία, κι ας μη νομίζουμε ότι εμείς στην Αθήνα ισοφαρίσαμε, ξεπληρώσαμε λογαριασμούς, βάζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία στην Ε.Ε. Η ματιά μας, του Δασκαρόλη θέλω να πω, ακοίμητη, η μνήμη μας ανθεκτική, η συνείδησή μας εγρήγορη. Δεν υποτασσόμαστε, ούτε ψελλίζουμε, όταν απέναντί μας έχουμε αρπακτικά.
Ο διπλωματικός ζει αρκετές μικρές ζωές, μού έλεγε κάποτε ο Θέμος Στοφορόπουλος. Και καρπός των ζωών αυτών, είναι οι ιστορίες που γεμίζουν το βιβλίο αυτό, του Βερολίνου, της Νέας Ζηλανδίας, της Μάλτας των Λαιστρυγόνων, μαστορικές δουλειές του Δασκαρόλη.
Στέκομαι, επίσης, σε ένα άλλο διήγημά του, τον «Μίνωα», όψεις της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου στην Αθήνα. Θα συμφωνούσα με τον συγγραφέα, για το μέγεθος της αυθάδειας και του θράσους, της δοκησισοφίας θα προσέθετα, που διακρίνει ουκ ολίγους από αυτούς που θεωρούνται διανοούμενοι-όρος που έχει εκτοπίσει εκείνον του «πνευματικού ανθρώπου».
Το έργο τέχνης, συνεχίζει ο Θοδωρής , στην ίδια ιστορία, πρέπει να το δει κανείς στο διάβα του χρόνου, οπότε φαίνεται πιά η αντοχή του και η αξία του. Θα έχουμε υπόψη τη διαπίστωση αυτή…και βεβαίως περιμένουμε να μάς αποκαλύψει τον Μίνωα.
Μού άρεσαν πολύ τα διηγήματα «Χριστούγεννα το Βερολίνο», «Το Ψώνιο», αλλά και το σιβυλλικό γιά μένα «Η χαμένη δεκαετία».
Ας μού επιτραπεί, να καλέσω τον Δασκαρόλη-αν χρειάζεται-που προχωρεί στις πατημασιές σπουδαίων λογίων διπλωματών παλαιοτέρων εποχών, όπως ο Δημ. Κακλαμάνος, ο Αλέξανδρος Μάτσας, ο Δημήτρης Νικολαρεείζης, να συνεχίσει πάση δυνάμει.
Και ίσως κάποτε μάς παρουσιάσει «Στοιχεία για την δεκαετία του ‘70» ή του ΄80.
Το Zeitgeist της παραίτησης, του κονφορμισμού, της επανάπαυσης, της ιδιώτευσης, το σημερινό δηλαδή Zeitgeist, πρέπει να αντιστραφεί. Θα είναι μία έσχατη συμβολή που οφείλουμε στους εαυτούς μας και στους επιγενομένους.
Τελικά, μίλησα περισσότερο γιά το Δασκαρόλη, παρά γιά τον ΚΟΥΡΟΥΒΑΆΚΑ και τους άλλους ήρωες των έξοχων ιστοριών του.
Νομίζω ότι καλώς έπραξα.
Γεώργιος Διον. Πουκαμισάς