Καθώς τα συμφέροντα φέρνουν κοντά τον πρόεδρο των ΗΠΑ με εκείνον της Τουρκίας, παρ όλα τα σκαμπανεβάσματα στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών.
The New York Times.
Της Καρλότα Γκάλ [Carlotta Gall], δημοσιεύθηκε στις 10/06/20, και εμπλουτίστηκε στις 12/06/20 με επί πλέον στοιχεία.
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
Κωνσταντινούπολη –Οι σχέσεις μεταξύ του πρόεδρου Τραμπ και του Τούρκου ομόλογού του, Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, βρέθηκαν στο χειρότερο σημείο που μπορούσε να φανταστεί κανείς πριν 10 μήνες, όταν εν μέσω ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ των στρατών τους κατά μήκος της τουρκο-συριακής μεθορίου ο Τραμπ απείλησε να καταστρέψει την τουρκική οικονομία.
Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες, καθώς ο κορωνοϊός τους απειλεί με ύφεση και δίνει την ευκαιρία στους αντιπάλους τους να συσπειρωθούν εναντίον τους, οι δύο ηγέτες, στριμωγμένοι στο εσωτερικό μέτωπο και μην έχοντας πολλούς φίλους στο εξωτερικό, αισθάνονται την ανάγκη κάποιας φιλικής συνεννόησης. Αυτή τη βδομάδα, σύμφωνα με τουρκικά δημοσιεύματα, αντάλλαξαν και κάποια αστεία μεταξύ τους, κατά την διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας.
«Μετά την σημερινή μας συνομιλία, μια νέα εποχή ξεπροβάλλει στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις», δήλωσε ο Ερντογάν κατά την διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης, το βράδυ της προηγούμενης Δευτέρας (8/6/20).
Οι σχέσεις μεταξύ των δυο ηγετών περνούν κατά καιρούς ψυχρές και θερμές φάσεις.
Την περασμένη Πέμπτη (4/06/20), τουρκικό δικαστήριο καταδίκασε έναν προξενικό υπάλληλο σε οκτώ χρόνια φυλάκιση με την κατηγορία της υποστήριξης της τρομοκρατίας, κάτι που οι αμερικανοί αξιωματούχοι επί 3 χρόνια προσπαθούσαν να αποφύγουν, ισχυριζόμενοι ότι αυτός και άλλοι δύο προξενικοί υπάλληλοι που κατηγορούνται, χρησιμοποιούνται από την Τουρκία ως πολιτικοί όμηροι.
Ωστόσο, ακόμα και όταν τα συμφέροντά τους συγκρούονται, οι δυο άντρες φαίνεται ότι συνεχίζουν να συμπαθούν και να κατανοούν ο ένας τον άλλον, μιας και μοιράζονται την ίδια προτίμηση στις πολιτικές πυγμής ενώ επίσης έχουν ενθαρρύνει μέλη της οικογένειάς τους να καλλιεργήσουν αμοιβαία επωφελείς επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ τους.
Κατά τους πρόσφατους μήνες, ο Τραμπ όχι μόνο δεν στάθηκε εμπόδιο αλλά επιπλέον στήριξε τις επεμβάσεις της Τουρκίας στην Συρία και την Λιβύη. Ευχαρίστησε την Τουρκία για την απελευθέρωση του Αμερικάνου ευαγγελιστή πάστορα, την ίδια στιγμή που διπλωμάτες αξιωματούχοι των ΗΠΑ την κατηγορούσαν ότι χρησιμοποιεί τους συλληφθέντες ως πολιτικούς ομήρους. Την ίδια στιγμή το FBI ξεκίνησε έρευνα σε βάρος του μεγαλύτερου αντιπάλου του Ερντογάν, του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν τον οποίον ο ίδιος κατηγορεί ότι οργάνωσε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 από την Πενσυλβάνια, όπου παραμένει αυτοεξόριστος.
Τούρκοι στρατιώτες περιπολούν πριν από έναν μήνα στην επαρχεία του Ιντλίμπ. Εκεί η χώρα τους αντιτάχθηκε σε μια υποστηριζόμενη από την Ρωσία επίθεση του συριακού στρατού. Φώτο: Omar Haj Kadour/Agence France-Presse — Getty Images
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Τραμπ έχει καθυστερήσει στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για την αγορά των ρωσικών οπλικών συστημάτων S-400, κάτι που απέτρεψε την περαιτέρω απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση, όπως σχολίασε η Ασλί Αϊντιντασμπάς, υψηλόβαθμη συνεργάτιδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
«Εκείνος έσωσε αυτήν την σχέση», είπε για τον Τραμπ. « Εάν δεν υπήρχε αυτός ο ιδιόρρυθμος ‘παράγοντας Τραμπ’ σήμερα θα είχαμε έναν ρωσοτουρκικό άξονα».
Η Λιβύη ήταν το τελευταίο πεδίο όπου οι δυο άνδρες φαίνεται να τα έχουν βρει, με τον Τραμπ να δίνει το πράσινο φως για την στρατιωτική επέμβαση του Ερντογάν, που μετέβαλε την δυναμική της σύγκρουσης.
«Καταλήξαμε σε ορισμένες συμφωνίας κατά την διάρκεια της τελευταίας μας συνομιλίας», θα δηλώσει ο Ερντογάν για την Λιβύη, δίχως να αποκαλύπτει το περιεχόμενό τους.
Ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την Λιβύη, και έχει τηρήσει διφορούμενη στάση στον πόλεμο που μαίνεται εκεί.
Η κυβέρνησή του επίσημα υποστηρίζει την υποστηριζόμενη από τα Ηνωμένα Έθνη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φαγιέζ αλ Σάρατζ. Αλλά ο Τραμπ συνομίλησε επίσης και με τον Χαλιφά Χαφτάρ, πρώην πράκτορα της CIΑ, ο οποίος από πέρυσι έχει εξαπολύσει μια επίθεση εναντίον της Τρίπολης με την υποστήριξη της Αιγύπτου, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Μαχητές που πρόσκεινται στην υποστηριζόμενη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Λιβύης, γιορτάζουν έπειτα από την ανακατάληψη μιας περιοχής της Τρίπολης που βρισκόταν από τον έλεγχο του Χαλίφα Χαφτάρ. Φώτο: Mahmud Turkia/Agence France-Presse — Getty Images
Την άνοιξη που μας πέρασε, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έσπευσαν προς υποστήριξης της κυβέρνησης Αλ-Σάρατζ, κάτι που επί της ουσίας οδήγησε στην διάσωσή του, και άλλαξε την δυναμική της αντιπαράθεσης· υπάρχουν δε σοβαρές ενδείξεις ότι η Ουάσιγκτον δεν αντιτίθεται στην τουρκική επέμβαση.
Η Ουάσιγκτον δεν αντέδρασε στην χρήση αμερικανικών όπλων από την Τουρκία στις επιχειρήσεις της, δήλωσε ο Οζγκούρ Ουνλουχιρσακλί, επικεφαλής του αμερικανικού ιδρύματος German Marshall Fund στην Άγκυρα. Η αφρικανική διοίκηση των Αμερικανικών Δυνάμεων, που εδρεύει στην Ευρώπη, δεν βλέπει με κακό μάτι τον περιορισμό της Ρωσίας στη Λιβύη, πρόσθεσε.
«Αυτό που έκανε η Τουρκία στην Λιβύη είναι να περιορίσει την Ρωσία, και αυτό αρέσει αρκετά στους Αμερικάνους», δήλωσε.
Για τον Ερντογάν όλα αυτά συνιστούν μια θεαματική στροφή στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ. Το φθινόπωρο που μας πέρασε, ήταν έτοιμος να συγκρουστεί στρατιωτικά με τα αμερικανικά στρατεύματα που έδρευαν στην Βόρεια Συρία –υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ– και πραγματοποιούσε φραστικές επιθέσεις εναντίον της Ουάσιγκτον σε καθημερινή βάση, για την υποστήριξη που έδινε στις κουρδικές δυνάμεις της περιοχής.
Η Τουρκία εδώ και καιρό καταγγέλλει ότι οι κουρδικές λαϊκές πολιτοφυλακές που συνεργάζονταν με τις αμερικανικές δυνάμεις στον πόλεμο εναντίον του ΙΣΙΣ στην Συρία, είναι στην ουσία η ίδια οργάνωση που πραγματοποιεί αντάρτικο στο εσωτερικό της εδώ και τρεις δεκαετίες.
Η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός των κουρδικών δυνάμεων κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων δεν αντιπροσωπεύει μια μεγάλη απειλή ασφαλείας για την Τουρκία, είχε καταστεί και ένα μόνιμο αγκάθι στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον.
Αμερικανικά στρατιωτικά οχήματα, κινούνται σ’ ένα αμερικανοκουρδικό κομβόι με τις Κουρδικές Λαϊκές Πολιτοφυλακές στην βορειοανατολική επαρχεία της Χασάκα της Συρίας, τον περασμένο Νοέμβριο. Φώτο: Delil Souleiman/Agence France-Presse — Getty Images
Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε την αναδίπλωση των αμερικανικών στρατευμάτων από τα βόρεια σύνορα της Συρίας, και συρρίκνωσε την δρασηριότητά τους στο νότιο μέρος της χώρας.
Η κίνηση του Τραμπ πυροδότησε έντονες διαμαρτυρίες στο Κογκρέσο, αλλά ακόμα και μέσα στο δικό του στρατιωτικό επιτελείο καθώς πολλοί ερμήνευσαν την κίνησή του ως προδοσία των κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ. Η ξαφνική απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων έδωσε την δυνατότητα της Τουρκίας να πάρει υπό τον έλεγχό της μια στενή συριακή ζώνη κατά μήκος των συνόρων, με την Ρωσία να καλύπτει το κενό στην υπόλοιπη παραμεθόριο.
Ο Ερντογάν δεν αναφέρεται στην αμερικάνικη υποστήριξη προς τους Κούρδους πια, αν και αυτή συνεχίζεται.
Επίσης αποφεύγει πια και τις αναφορές στον Φετουλάχ Γκιουλέν, ένα ακόμη αγκάθι στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις, καθώς η Τουρκία απαιτεί την έκδοση του Φ. Γκιουλέν, κάτι που οι ΗΠΑ αρνούνται λέγοντας ότι το τουρκικό αίτημα στερείται στοιχείων. Τώρα η Τουρκία φαίνεται να έχει αποδεχθεί ως εναλλακτική προς το αίτημά της λύση, την έρευνα στα πεπραγμένα του Γκιουλέν, που ανακοίνωσε το FBI.
Ο ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν, στο σπίτι του,
στο Σάιλορσμπουργκ της Πενσυλβάνια, το 2016.
Φώτο: Charles Mostoller/Reuters
Μια νέα, κοινή επίθεση από τις κυβερνητικές συριακές δυνάμεις και τους Ρώσους τον περασμένο Δεκέμβριο και Ιανουάριο στο Ιντλίμπ, την τελευταία επαρχία της Συρίας όπου ελέγχουν οι αντάρτες, έφερε ακόμα πιο κοντά τις ΗΠΑ και την Τουρκία.
Η σφοδρή και αδίστακτη επίθεση συνέτριψε πλήθος χωριών και πόλεων, στέλνοντας μέσα ένα εκατομμύριο ανθρώπους, που βρίσκονται μέσα στο κρύο και την εξαθλίωση, προς τα σύνορα της Τουρκίας. Με την βοήθεια πληροφοριών και της επιτήρησης που παρείχαν οι ΗΠΑ η Τουρκία έστειλε στρατεύματα για να σταματήσει την εισροή τους στην χώρα.
Μέχρι τώρα, ο Ερντογάν βασίζονταν σε μια άλλη προσωπική του σχέση, εκείνην με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαδίμηρο Πούτιν, προκειμένου να διαπραγματευτούν μια σειρά καταπαύσεων πυρός, αλλά η χειμερινή επίθεση ήταν τόσο σφοδρή, που προκάλεσε την ανοιχτή αντίθεση της Τουρκίας. Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό, έπαιξε μια ρώσικη επίθεση σ’ ένα τουρκικό κονβόι, που συνέβη τον Φεβρουάριο και προκάλεσε τον θάνατο 34 στρατιωτών.
«Υπήρχε πάντα μια ψευδαίσθηση ότι η Τουρκία έπαιζε με την Ρωσία ένα μεγάλο γεωστρατηγικό παιχνίδι» εξηγεί η κ. Αϊντιντασμπας, «μια εντύπωση που τώρα κατέρρευσε».
Η ρωσική επιθετικότητα στο Ιντλίμπ ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που έσπρωξε την Τουρκία σε στενότερη σχέση με τις ΗΠΑ, λέει ο Σινάν Ουλγκέν, επικεφαλής του Center for Economics and Foreign Policy Studies. «Τότε ήταν η κρίσιμη καμπή», θα συμπληρώσει.
Καταυλισμός εκτοπισμένων από το συριακό Ιντλίμπ, που βρίσκεται στην συροτουρκική μεθόριο. Μάρτιος 2020. Φώτο: Ivor Prickett για τους The New York Times
Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Συρία, ο Τζέημς Τζέφρευ, επαίνεσε τις ενέργειες της Τουρκίας για την αναχαίτιση της συρο-ρωσική προώθησης που επέτρεψε στην συριακή αντιπολίτευση να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω σε αυτό το κομμάτι του εδάφους. «Υποστηρίζουμε σθεναρά την κατάπαυση του πυρός, αλλά και την τουρκική στρατιωτική δραστηριότητα», δήλωσε σε μια τηλεδιάσκεψη της Ατλαντικής Συμμαχίας τον Απρίλιο.
Η στροφή αυτή δεν συνεπάγεται ότι η Τουρκία θα γυρίσει την πλάτη της στη Ρωσία, λένε οι αναλυτές. Η Τουρκία πραγματοποιεί μια «εξισορροπητική τακτική», λέει η κ. Αϊντιντασμπας.
Το μεγαλύτερο αγκάθι στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η αγορά των S-400 από την Ρωσία, δεν έχει ακόμα επιλυθεί.
Χτυπημένος από μια σοβαρή οικονομική κάμψη που οφείλεται στην πανδημία, ο Ερντογάν χαμήλωσε τους τόνους γύρω από το ζήτημα, σε μια προσπάθεια να εξαγοράσει χρόνο ώστε να ανακάμψει. Δεν ενεργοποίησε το πυραυλικό σύστημα τον Απρίλιο, όπως είχε προγραμματίσει. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές η ματαίωση της ενεργοποίησης έγινε για την αποφυγή αμερικανικών κυρώσεων, αλλά και για την διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας ομολόγων με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Ακόμα και αν η συμφωνία αυτή δεν επιτευχθεί εν τέλει, η βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον θα βελτίωνε γενικώς το επενδυτικό κλίμα στην Τουρκία, είπε η κ. Αϊντιντασμπας.
«Βρισκόμαστε σε μια νέα φάση συνεργασίας; Νομίζω ότι υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας γι’ αυτήν», είπε ο κ. Ουνλουχιρσακλί.
Σύμφωνα με τον κ. Ουνλουχιρσακλί, ο Ερντογάν ακόμα θα ήθελε να ενεργοποιήσει τους S-400 προς τέρψιν των οπαδών του, όταν προσεγγίζουν οι εκλογές ή τουλάχιστον να δείξει ότι δεν πέταξε 2,5 δισ.$ μόνο και μόνο για να αγοράσει ένα σύστημα που δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ.
«Το παράθυρο έχει να κάνει με την μη ενεργοποίηση των S-400», είπε, «αλλά αν τους ενεργοποιήσουν θα επιστρέψουμε πάλι στο σημείο 0», κατέληξε.