Ανακοίνωση του Κινήματος Άρδην
Η ελληνογαλλική αμυντική σύμπραξη αποτελεί μια ιστορικών διαστάσεων συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Ο αντίκτυπός της δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα –ή και στη Γαλλία– αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν άπτεται μόνον των πεδίων της Άμυνας και της Διπλωματίας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί μια δυναμική που όχι μόνον μεταβάλλει τη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη αλλά και πιέζει ώστε να αλλάξει ο ίδιος ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για την Ελλάδα, η συμφωνία δεν συνεπάγεται μόνο μια σωστή επιλογή σε ό,τι αφορά στα εξοπλιστικά προγράμματα του Πολεμικού μας Ναυτικού, ούτε μόνον θωρακίζει έτι περαιτέρω διπλωματικά αλλά και στρατιωτικά τη χώρα μας στον αγώνα της να αποτρέψει τον επιθετικό επεκτατισμό της Τουρκίας.
Την ίδια στιγμή, σπρώχνει την Ελλάδα να γυρίσει σελίδα από τη δεκαετία της μνημονιακής της καταβύθισης: Η ελληνογαλλική συμφωνία αξιοποιεί την ιδιαίτερη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας ως χώρας «πρώτης γραμμής» στα νευραλγικά για την ευρωπαϊκή αυτοτέλεια γεωπολιτικά πεδία της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η σύναψή της, κατά συνέπεια, συμβάλλει στην αλλαγή του ρόλου της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι πλέον ο χρεοκοπημένος εταίρος της δεκαετίας του 2010-2020 που ζητάει διαρκώς ελάφρυνση των προγραμμάτων οικονομικής επιστασίας, αλλά μια από τις δύο χώρες που, πρώτες στην Ευρώπη, κάνουν πράξη το αίτημα για μια αυτοτελή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης η οποία και διασφαλίζει, μέσα από τη συνεργασία, και τα εθνοκρατικά συμφέροντα των συνιστώντων μερών. Παράλληλα, προσφέρει σημαντικούς και ίσως πρωτοφανέρωτους βαθμούς αυτονομίας στην Ελλάδα καθώς σπάει, μετά από 70 ή 75 χρόνια, τη μονομερή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Γενικότερα, με τη συμφωνία αυτή δημιουργείται, για πρώτη φορά ίσως στον βραχύ και περιπετειώδη βίο της Ε.Ε., μια δυναμική για τη μετατόπιση από την Ευρώπη των λογιστών, των τεχνοκρατών και των τραπεζιτών, που με περισσό ζήλο προπαγάνδιζε το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε, στην Ευρώπη των ιστορικών της αξιών – ανθρωποκεντρισμός, δημοκρατία, κράτος δικαίου. Πίσω από τις διπλωματικές διατυπώσεις της, η συμφωνία είναι μια συμφωνία αποτροπής της επεκτατικής, θεοκρατικής εκδοχής του ισλάμ: Της κρατικής του εκδοχής η οποία εκφράζεται κυρίαρχα από τον νεο οθωμανισμό του Ταγίπ Ερντογάν και το όραμά του για την ανάδειξη της Τουρκίας ως υπερδύναμης-ηγεμόνα των όπου γης ισλαμιστών και της τζιχαντιστικής εκδοχής, που αποτελείται από έναν αστερισμό οργανώσεων και μισθοφόρων (Ισλαμικό Χαλιφάτο, Μπόκο-Χαράμ κ.ά.) και ευθύνεται για πολλές από τις σκληρότερες γενοκτονίες που διαπράττονται σήμερα στον πλανήτη, με τον διωγμό των χριστιανικών πληθυσμών αλλά και κάθε αλλόδοξου από τη Μέση Ανατολή ή την Κεντρική Αφρική.
Η πολιτική ατζέντα αλλάζει εξωγενώς – οι δυνάμεις της εκμηδενιστικής αδράνειας αντιδρούν
Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, η Ελληνογαλλική Συμφωνία αποτελεί αναμφίβολα μια πρώτης τάξεως επιτυχία της Ελλάδας. Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι η επιτυχία αυτή δεν προέκυψε από την εσωτερική δυναμική του πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση σπρώχτηκε σε αυτήν την επιλογή, αφού πρώτα αμφιταλαντευόταν επί διετία λόγω του βέτο που έθεταν σε αυτήν Αμερικανοί και Γερμανοί. Η επιλογή της δυστυχώς δεν είναι προϊόν της ιδεολογίας και του προγράμματός της: Θυμούνται όλοι πως ξεκίνησε τη θητεία της με διακηρύξεις που απηχούσαν τον α-εθνικό υπερφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης. Την ίδια στιγμή ήταν σαφές πως οι εξαρτήσεις όλων των κομμάτων εξουσίας από τη μερκελική Γερμανία και τις ΗΠΑ είχαν γίνει, ελέω της μεγάλης αποσταθεροποίησης που δοκίμασε η χώρα κατά τη «δεκαετία των μνημονίων», απείρως ισχυρότερες.
Ωστόσο, ούτε η ιδεολογία ούτε η ισχυρή πολιτική αδράνεια της προηγούμενης δεκαετίας αποφάσισαν για τις εξελίξεις. Αποφάσισαν η επιθετικότητα της νεο-οθωμανικής Τουρκίας και άλλες εξαιρετικά βαρύνουσες διεθνείς εξελίξεις: Η ταχύρρυθμη αποδυνάμωση των ΗΠΑ, που πλέον δεν μπορούν να είναι παρούσες σε ολόκληρο τον πλανήτη, και αναδιπλώνονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον εκρηκτικό συνδυασμό του κινεζικού ανταγωνισμού και της βαθιάς εσωτερικής κοινωνικής και πολιτισμικής τους κρίσης· η σημαντική ήττα που εισέπραξε ο μερκελισμός έπειτα από 16 χρόνια αδιαμφισβήτητης πολιτικής κυριαρχίας στη Γερμανία.
Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο: η εξωτερική δυναμική ανατοποθετεί την Ελλάδα στην διεθνή σκηνή, την ίδια στιγμή που η εγχώρια πολιτική ζωή φαίνεται να πελαγοδρομεί σε πολιτικά σχήματα και αντιπαραθέσεις του χθες.
Ισχυρότερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η απόρριψη της συμφωνίας εκ μέρους των εθνομηδενιστικών δυνάμεων, κατ’ εξοχήν της παγκοσμιοποιητικής Αριστεράς, αλλά όχι μόνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατ’ αρχάς, θα δηλώσει ότι θα καταψηφίσει μια συμφωνία εθνικής επιβίωσης συλλέγοντας, μέσα στον πανικό του, κάθε είδους ευκαιριακό επιχείρημα: Από το «βούτυρο αντί για κανόνια», που καταγγέλλει μια υποτιθέμενη συμφωνία «κούρσας εξοπλισμών», ενώ στην πραγματικότητα μιλάμε για μια συμφωνία που συνάπτεται 200 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση προκειμένου να θωρακίσει τη χώρα από την ίδια απειλή του εξ Ανατολών επεκτατισμού· μέχρι το «τι δουλειά έχουμε στο… Σαχέλ», που αποκρύπτει σκανδαλωδώς ότι εκεί διαπράττεται ίσως η σφοδρότερη γενοκτονία αλλά και η πιο εκτεταμένη αποσταθεροποίηση της εποχής μας. Την οποία δεν αντιμάχεται μόνον η Γαλλία και η ΕΕ, που έχει εκφράσει πολλές φορές τη συμπαράσταση της στη Γαλλία (με τη συμμετοχή του ίδιου του Τσίπρα, το 2018 για τελευταία φορά), αλλά και μια πλειάδα αφρικανικών κρατών, στο πλαίσιο ενός συνασπισμού που πασχίζει ώστε να μην καταρρεύσει η Κεντρική Αφρική, εξέλιξη που θα δημιουργούσε και στην Ευρώπη σοβαρότατο πρόβλημα μαζικής και ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Μια αντιπολίτευση που όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση διατηρούσε δυνάμεις στο Αφγανιστάν μέχρι την αποχώρηση των ΗΠΑ. Που καταγγέλλει τη συμφωνία ότι δεν καλύπτει ξεκάθαρα την Ελλάδα, ενώ έχει υπογράψει την μειοδοτική συμφωνία των Πρεσπών.
Όμως σημασία δεν έχει μόνον το τι λέει προς τα έξω ο εθνομηδενισμός αλλά και τι υπερασπίζεται στην πραγματικότητα: Μήπως την αποδοχή της μεταβολής της χώρας σε τουρκικό προτεκτοράτο, παράλληλα με τη διαιώνιση της θέσης της Ελλάδας στον ρόλο του πιο οικονομικά αδύναμου και επιτηρούμενου εταίρου της Ευρώπης; Μιας χώρας εσαεί δεμένης στο αμερικανικό και το γερμανικό άρμα; Μιας πολιτικής που σιωπά και σκύβει ενώπιον του ισλαμοφασισμού, αντί να ορθώσει το ανάστημά της, σε συνεργασία όχι μόνον με ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά και με άλλες χώρες του μουσουλμανικού και αραβικού κόσμου (όπως κατ’ εξοχήν είναι η Αίγυπτος) οι οποίες θέλουν να αποφύγουν ένα μέλλον σκοταδισμού;
Με την απόρριψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, λοιπόν, ο εθνομηδενισμός εκτίθεται σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή, μηδενισμός. Και τοποθετείται όχι μόνον ενάντια στην εθνική επιβίωση, αλλά και στη συνάντηση με αξίες ευρύτερες, οικουμενικές: Μπροστά στην αλλεργία τους για την πατρίδα, λοιπόν, οι δυνάμεις αυτές αποδεικνύουν ταυτόχρονα ότι το επιχείρημά τους περί διεθνισμού ήταν ψεύτικο και εργαλειακό, το χρησιμοποιούσαν για την αποδόμηση της αξίας του έθνους, και δεν έχει ως αφετηρία του μια αυθεντική αγωνία για το τι συμβαίνει σήμερα ή το τι θα συμβεί αύριο στο διεθνές επίπεδο.
Η προβοκάτσια της ναζιστικής δεξιάς
Δεν είναι, όμως, μόνο οι εθνομηδενιστές που αντέδρασαν στη σύναψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, και στη νέα περίοδο που αυτή εγκαινιάζει, αλλά και η ναζιστική δεξιά. Η οποία, μη τολμώντας να πει τίποτα για την ταμπακιέρα, αισθανόμενη άσχημα που οι εξελίξεις την διαψεύδουν, μεθόδευσε αρχικώς τη μεταβολή του φόβου πολλών συμπατριωτών σε αντιεμβολιαστική υστερία και την όξυνση των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων στα σχολεία και τις διαδηλώσεις.
Τα γεγονότα στα Τεχνικά Λύκεια της Θεσσαλονίκης, ή την Ηλιούπολη της Αθήνας, στα οποία, λόγω «αποστασίας» όλων των συνιστωσών της παγκοσμιοποιητικής Αριστεράς από το λαϊκό σώμα, οι ναζιστές κέρδιζαν διαρκώς έδαφος, δεν είναι τίποτε άλλο από τη δική τους απάντηση στις εξελίξεις που σηματοδοτεί η ελληνογαλλική συμφωνία. Επιδιώκουν λοιπόν, μέσω αυτών, να μεταβάλουν την εθνική ατζέντα, να επαναφέρουν βίαια τις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις στο επίκεντρό της.
Υπονομεύουν έτσι και αυτοί από τη σκοπιά τους τη μεγάλη πολιτική αλλαγή που εγκυμονεί μέσα στη χώρα η αντιπαράθεση με τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό, όπως και η συμφωνία με τη Γαλλία, και προτάσσουν ένα εμφυλιακό μέλλον. Ποιόν συμφέρει αυτή η παλινδρόμηση; Ποιόν συμφέρει η αντιεμβολιαστική προπαγάνδα και ο διχασμός που τροφοδοτεί, η οποία αναδεικνύεται προνομιακά από τους ναζί; Μα βέβαια την επεκτατική Τουρκία, και μαζί της κάθε μεγάλη δύναμη που θέλει την ανεξαρτησία της Ελλάδας αποδυναμωμένη από εσωτερικές συγκρούσεις. Και, παράλληλα, συμφέρει τους εθνομηδενιστές, γιατί τους παρέχει απλόχερα το ψευδο-αντιφασιστικό άλλοθι ώστε να μεταθέσουν τη συζήτηση από τα μεγάλα ζητήματα που θα κρίνουν την κατάσταση της Ελλάδας στα χρόνια που έρχονται. Και οι εμφυλιοπολεμικές κορώνες του Μπογδάνου ήρθαν στην κατάλληλη στιγμή για να τους ενισχύσουν.
Ο δημοκρατικός πατριωτισμός, θεματοφύλακας της ενδογενούς ανανέωσης
Η συγκεκριμένη συγκυρία, όπως την περιγράψαμε, απαιτεί εγρήγορση και όχι εφησυχασμό. Η μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία και την πρακτική της κυβέρνησης μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει την αναθεώρηση των επιλογών της. Ο εθνομηδενισμός εξ άλλου δεν εκφράζεται μόνον δια της κομματικής αντιπολίτευσης, είναι συστημικός και επίμονα προωθείται από πρεσβείες, Ιδρύματα, ΜΚΟ και ΜΜΕ.Εν τούτοις, η αποτροπή της μεταναστευτικής κρίσης που πήγε να προκαλέσει η Τουρκία στον Έβρο, η απάντηση στις στρατιωτικές προκλήσεις της στο Αιγαίο, εσχάτως η συμφωνία με τη Γαλλία αποτελούν την αρχή ενός αγώνα εναντίον του τουρκικού επεκτατισμού, και όχι το τέλος του, και θα πρέπει να οδηγήσουν και σε μια προσαρμογή της κυρίαρχης ιδεολογίας των ελίτ στην πραγματικότητα της χώρας και του ίδιου του λαού. Δεν μπορεί, την ώρα που συγκρουόμαστε με τον τουρκικό επεκτατισμό σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου, «ιστορικοί» όπως η Μαρία Ευθυμίου ή ο Αριστείδης Χατζής να συκοφαντούν τον Κολοκοτρώνη και τον Καποδίστρια με τις ευλογίες των συστημικών ΜΜΕ. Η πολιτική αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού απαιτεί και την ιδεολογική ήττα του εθνομηδενισμού για να μπορεί η πρώτη να έχει συνέχεια και διάρκεια.
Παράλληλα με αυτή τη διαπίστωση, όμως, η πανδημία, η κρίση της παγκοσμιοποίησης, η περιβαλλοντική κρίση, η πολιτιστική παρακμή, καθώς και η μετάβαση σε έναν ψηφιακό κόσμο, που συχνά αντί να εξυπηρετεί υποτάσσει τον πραγματικό κόσμο, θέτουν καινούργια, υπαρξιακά ζητήματα και για την ελληνική κοινωνία. Πώς θα ανασυγκροτηθούμε δημογραφικάκαι θα περιορίσουμε την ανεξέλεγκτη, μαζική μετανάστευση ώστε να μην «λιβανοποιηθεί» η Ελλάδα; Πώς θα ανορθώσουμε την Παιδεία, ώστε να σώσουμε την κοινωνία από το αξιακό της τέλμα και να αποτρέψουμε την περαιτέρω μορφωτική περιθωριοποίηση του λαϊκού σώματος; Πώς θα ενισχύσουμε τον παραγωγικό ιστό της χώρας, ώστε να πάψει η καταβύθιση των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων. (Εδώ μπορούμε να εντοπίσομε μιαν έλλειψη της συμφωνίας με τη Γαλλία, που δεν προβλέπει τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή της Ελλάδας στην παραγωγή/κατασκευή των οπλικών συστημάτων και πλοίων που θα αγοράσουμε. Προτάσσεται ως επιχείρημα η διάλυση των ελληνικών ναυπηγείων. Ας δούμε όμως τι θα γίνει με τις κορβέτες όπου υπόσχονται ελληνική συμμετοχή.) Τι θα κάνουμε με την εθνική πολιτική για την ενέργεια, καθώς το ενεργειακό ζήτημα απειλεί σήμερα όχι μόνο να αποδυναμώσει, από την κερκόπορτα, την εθνική μας αυτοδυναμία αλλά και να βυθίσει την κοινωνία στο φάσμα της ακρίβειας και της ανέχειας; Πώς θα τα καταφέρουμε ώστε η περιβαλλοντική πολιτική να μην μετακυλήσει το βάρος της οικολογικής μετάβασης στην κοινωνική πλειοψηφία, πλήττοντάς την για άλλη μια φορά; Τι θα αντιπροτείνουμε απέναντι σε μια «πολιτική των ταυτοτήτων» και σε μια ασυγκράτητη ψηφιοποίηση, που απειλεί να υποκαταστήσει όλες τις θετικές ποιότητες του ιστορικού ανθρώπου με μια καταναλωτική μηχανή;
Ο πολιτικός κόσμος, έτσι όπως υπάρχει και λειτουργεί στην Ελλάδα, βρίσκεται δυστυχώς πολύ πίσω από όλα αυτά τα διλήμματα που η ίδια η εποχή μας θέτει. Το ρεύμα του Δημοκρατικού Πατριωτισμού είναι όμως εδώ, και με αφετηρία την αντίσταση επιβίωσης του ελληνισμού στον τουρκικό επεκτατισμό, αναπτύσσει μια ιδεολογική και εν τέλει πολιτική ατζέντα που επιδιώκει να φέρει σε συνάφεια την πολιτική ζωή με τις αγωνίες του σήμερα. Παλεύει έτσι ώστε η ανανέωση που προκαλείται από εξωγενείς παράγοντες να γίνει επιτέλους ενδογενής, και καλεί όλες τις υγιείς δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας να γυρίσουν σελίδα, μακριά από μια ιστορική εποχή που καταδίκασε τον ελληνισμό σε ελεύθερη πτώση, καθώς και από τις δυνάμεις που θέλουν να μας εγκλωβίσουν εντός της.-
Έχει σχέση το άρθρο με την διακήρυξη των 160 ή 157;
Μία γὲφυρα μεταξύ τῶν δύο ἄκρων τῆς Εὐρώπης, τοῦ δυτικοῦ καί τοῦ ἀνατολικοῦ, μέ πολλά κοινά σημεῖα μεταξύ τῶν δύο λαῶν, τῶν δύο πολιτισμῶν πού ἔχουν ἀλληλοεπιρρεασθεῖ πολλές φορές, πνευματικοί ἐργάτες τοῦ συνόλου δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
Καί μία γέφυρα μεταξύ δημοκρατίας καί ἀριστερᾶς ἀπό τόν συγγραφέα τοῦ ἄρθρου, πού μπορεῖ νά θεραπεύσει πληγές τοῦ λαοῦ μας, γιατί ἡ σκέψη του δέν ἀποκλείει καμμία πλευρά, υἱοθετὼντας τά ἐπιτεύγματα καί τίς ἀνησυχίες ὅλων.
Γιατί χρειάζεται μία γέφυρα μεταξύ δημοκρατίας και αριστεράς? Υπάρχει κενό και απόσταση μεταξύ τους? Και ποιά αριστερά αφορά? Του Τσίπρα, του ΚΚΕ, του βουνού, των πόλεων, την εξωκοινοβουλευτική, των άκρων? Ποιός είναι ο μη Δημοκρατικός Πατριωτισμός? Χρήσιμο θα ήταν να ξετυλιχθεί το κουβάρι των σκέψεων.
Πρός Απορία
Ἡ συζήτηση μπορεῖ νά ἀφορᾶ μόνο τήν ἀριστερά, ὅπως τήν γνωρίζουμε σέ αὐτόν τόν τόπο. Δέν μπορῶ νά μιλήσω γι αὐτήν, γιατί στό στενό οἰκογενειακό μου περιβάλλον ἔτυχε νά γεννηθῶ καί νά μεγαλώσω μέ ἕναν πατέρα δημοκράτη. Ἄλλες ἐπιρροές εἶχαν τά παιδιά πού μεγάλωσαν σέ περιβάλλοντα ἀριστερῶν τότε. Γι αὐτό, νομίζω, χρειάζεται γέφυρα.
Δέν νομὶζω ὅτι στή χώρα αὐτή μπορεῖ νά σκεφτοῦμε μή Δημοκρατικό Πατριωτισμό.
Γιατί ἡ Δημοκρατία ὑπάρχει σέ τόπο καί χρόνο, μέ συγκεκριμένους πολίτες.
Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει κενό καί ἀπόσταση μεταξύ τους, γιατί ἕνας δημοκράτης μπορεῖ νά εἶναι ἀριστερός καί ἕνας ἀριστερός πρέπει νά εἶναι δημοκράτης.