Β’ ΜΕΡΟΣ
Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΠΕΡΣΕΣ – ΣΚΥΘΕΣ – ΜΑΣΣΑΓΕΤΕΣ – ΣΑΚΕΣ & ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ
Επιμέλεια Έκδοσης : Αλέξανδρος ΤΖΙΟΛΑΣ
Η έκδοση περιέχει ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ που εξιστορούν ιστορικά γεγονότα βασισμένα σε μύθους και παραδόσεις των λαών της περιοχής
και αποτελείται από 616 σελ., με έγχρωμες σελίδες όλους τους χάρτες και τις φωτογραφίες των προσώπων και των περιοχών όπου έλαβαν μέρος τα ιστορικά γεγονότα
στη ΣΟΓΔΙΑΝΗ-ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ (σημερινές περιοχές που ανήκουν στο Ουζμπεκιστάν-Τατζικιστάν-Τουρκμενιστάν) όπου ο Μέγας Αλέξανδρος μάχονταν για δύο χρόνια [329-327 π.Χ.] ώσπου να υποτάξει τους λαούς-της,
ενώ ο Δαρείος Α΄ κατά την εκστρατεία του εκεί το ~518 π.Χ. έπαθε πλήρη πανωλεθρία και έχασε σχεδόν το σύνολο του στρατού του.
Περίληψη του 2ου Διηγήματος του ΒΙΒΛΙΟΥ :
Το 329 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος περνώντας τις Σιδηρές Πύλες του Ινδικού Καύκασου και κυνηγώντας τον Βήσσο, μετά την μάχη στα Γαυγάμηλα, φθάνει στη χώρα της Σογδιανής και της Βακτριανής. Μέχρι το 327 π.Χ. μάχεται με τις ανυπότακτες φυλές της περιοχής, που ενώθηκαν με αρχηγό τον ανυπότακτο Σπιταμένη, μέχρι τελικά να δεχτούν τον Αλέξανδρο σαν εκσυγχρονιστή και ελευθερωτή τους από τον αβάσταχτο ζυγό των Περσών.
Τα ΔΥΟ διηγήματα, που αναφέρονται σ’ αυτές τις δύο ιστορικές περιόδους, από τον Ουζμπέκο ακαδημαϊκό Γιαβντάτ Ιλιάσοφ, βασίζονται στους τοπικούς μύθους και τις παραδόσεις των λαών της περιοχής. Περιγράφουν την ζωή των απόμακρων μικρών κοινωνιών τους και διηγούνται για τον Δαρείο αλλά και για τον νέο τους βασιλιά, τον Μέγα Αλέξανδρο, που ήρθε από την ελληνική Μακεδονία και τώρα είναι ο νέος κυρίαρχος του κόσμου.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ του ιστορικού χώρου που συνέβησαν
τα ιστορικά γεγονότα του διηγήματος
[ 2ο Διήγημα : Ο Μ. Αλέξανδρος στη ΣΟΓΔΙΑΝΗ]
Η εισβολή του Αλέξανδρου στο Αφγανιστάν ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένα μέρος του μεγαλύτερου πολέμου του εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος Α’ είχε κατακτήσει μεγάλο μέρος του σύγχρονου Αφγανιστάν και το ανάγκασε να γίνει μέρος της Αχαιμενιδικής (ή Πρώτης Περσικής) Αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος χώρισε την κατάκτησή του σε σατραπείες – Άρια (με βάση το σύγχρονο Χεράτ), Αραχοσία (εκτείνεται μεταξύ Κανταχάρ, Λασκάρ Γκα, Μπαμιγιάν και Κουέτα), Βακτριάνα (Μπαλχ), Σαταγκίντια (Γκάζνι) και Γκαντάρα (συμπεριλαμβανομένης της Καμπούλ, της Τζαλαμπάντ και της Πεσαβάρ). Πολλά από αυτά τα τμήματα βασίζονται σε παρεμβαλλόμενες οροσειρές που εξακολουθούν να μπερδεύουν τους ταξιδιώτες εκεί σήμερα. Ο Αλέξανδρος πολέμησε τον Δαρείο Γ’ από το 334 έως το 331 π.Χ., νικώντας τον τελικά ολοσχερώς στα Γαυγάμηλα (κοντά στο σημερινό Ντοχούκ, Κουρδιστάν, Ιράκ). Ο Δαρείος Γ΄ τράπηκε σε φυγή, φυλακίστηκε και στη συνέχεια μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από έναν από τους διοικητές του, τον Βήσσο. Με τον θάνατο του Δαρείου Γ΄, ο Αλέξανδρος αυτοανακηρύχτηκε διάδοχος του αυτοκρατορικού θρόνου, αν και ο Βήσσος έκανε και αυτός το ίδιο, προκαλώντας τον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος, που ήταν κυβερνήτης της Βακτριανής, πήρε το βασιλικό όνομα Αρταξέρξη Ε΄ και αποσύρθηκε στην πατρίδα του. Για να πιάσει τον Βήσσο ο Αλέξανδρος εισέβαλε στις ανατολικότερες επαρχίες της αυτοκρατορίας το 330 π.Χ. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 326 π.Χ., οπότε και εξαπέλυσε την εισβολή στην Ινδία.
Κυνηγώντας τον Βήσσο, ο Αλέξανδρος δέχτηκε πρώτα την παράδοση του κυβερνήτη της Αρίας, προτού ακολουθήσει τη βασιλική οδό βορειοανατολικά προς τη Βακτρία. Αν και η διαδρομή αυτού του δρόμου έχει χαθεί, είναι πιθανό να ακολουθεί τουλάχιστον ένα μέρος της διαδρομής του σύγχρονου αυτοκινητόδρομου [1] λόγω του εδάφους. Σύντομα αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω, καθώς ο πληθυσμός της Άριας επαναστάτησε και αναγκάστηκε να επιστρέψει για να τους νικήσει σε μια βάναυση εκστρατεία καταστροφής. Το τελευταίο καταφύγιο που αψήφησε τον Αλέξανδρο στην Άρια ήταν η πόλη Αρτακοάνα, την οποία ο Αλέξανδρος πολιόρκησε και νίκησε. Λίγο μετά τη νίκη του, δημιούργησε κοντά στρατιωτικό φρούριο/πόλη, που ονόμασε Αλεξάνδρεια η Αρεία (ή Αλεξάνδρεια εν Αρείοις), η οποία ίσως κτίστηκε στα ερείπια εσώκλειστου περσικού φρουρίου που ο Αλέξανδρος κατέστρεψε. Η ακριβής τοποθεσία της Αρτακοάνα είναι άγνωστη, αλλά πιστεύεται ότι βρίσκεται στην περιοχή της σύγχρονης πόλης Herat. Στην καρδιά της πόλης βρίσκεται η ακρόπολη της Χεράτ (Qala Iktyaruddin)α.
Από την Άρια, ο Αλέξανδρος ταξίδεψε στη συνέχεια νοτιοανατολικά, μάλλον ακολουθώντας τη σύγχρονη εθνική οδό [1]. Αυτή η περιοχή ήταν γνωστή ως Δραγιανά. Εδώ «ίδρυσε» την πόλη της Αλεξάνδρειας Προφθασία, χτίζοντας μια ακρόπολη και αφήνοντας μεγάλο αριθμό Ελλήνων στρατιωτών, μισθοφόρων και τις οικογένειές τους για την ασφάλεια της περιοχής. Η Δραγιανά ήταν μια καλά οργανωμένη και πυκνοκατοικημένη περσική επαρχία, και έτσι ο οικισμός που ίδρυσε ο Αλέξανδρος ήταν δίπλα σε μια ήδη υπάρχουσα πόλη. Η ακριβής τοποθεσία είναι άγνωστη, αλλά πιστεύεται ότι αντιστοιχεί στους σύγχρονους οικισμούς Farah, Zaranj. Ένα αρχαίο φρούριο στην άκρη της Φάρα είναι γνωστό τοπικά ως «Ακρόπολη του Αλεξάνδρου». Από την Αλεξάνδρεια Προφθασία, οι στρατιές του Αλεξάνδρου ταξίδεψαν προς τα ανατολικά σε μια άλλη εδραιωμένη πόλη, την Αραχωσία. Αυτή η πραγματικά αρχαία πόλη ήταν ήδη μεγάλη το 2400 π.Χ., ο πολιτισμός της συνδέθηκε με τους πολιτισμούς της Κοιλάδας των Χαραπών και
_________________________
[α]. Το αρχικό φρούριο καταστράφηκε από τον Μογγολικό Στρατό του Τζένγκις Χαν το 1221 μ.Χ. και στη συνέχεια ξαναχτίστηκε στη σημερινή του μορφή από τον Κυβερνήτη του Κart Malik Fakhruddin το 1305 μ.Χ., για να καταστραφεί ξανά από τον Ταμερλάνο το 1380 μ.Χ. Ο γιος του Ταμερλάνου, Σαχ Ρουχ, χρησιμοποίησε 7.000 άνδρες για να στολίσει τους τοίχους και να επισκευάσει τις ζημιές που προκάλεσε ο πατέρας του. Στη συνέχεια έγινε η καρδιά της Τιμουριδικής Αυτοκρατορίας (1405-1506). Σε πιο πρόσφατους χρόνους χρησίμευσε ως στρατιωτική φρουρά και φυλακή για διάφορες δυναστείες και καθεστώτα και έτσι ήταν κλειστό για επισκέπτες από τον έξω κόσμο μέχρι το 2005.
του Ινδού. Από όλες τις πόλεις που «ίδρυσε» ο Αλέξανδρος στο Αφγανιστάν, αυτή είναι η πιο γνωστή, καθώς η «Κανταχάρ» πιστεύεται ότι είναι παραφθορά του ονόματός του στα ελληνικά: «Ισκαντάρ». Η παλιά Κανταχάρ, στο δυτικό τμήμα της πόλης, σίγουρα χρονολογείται από την από την εποχή που εισέβαλε ο Αλέξανδρος.
Όπως και με τους προηγούμενους οικισμούς που δημιούργησε, αναφέρεται ότι έχτισε μια ακρόπολη και την είχε φρουρήσει με τα ελληνικά στρατεύματα και τις οικογένειές τους. Είναι πιθανό ότι έχτισε την ακρόπολη του στα θεμέλια ενός προηγούμενου περσικού φρουρίου και ότι βελτιώθηκε πολλές φορές από διαδοχικούς κατακτητές πριν τελικά καταστραφεί από τον περσικό στρατό του Nadir Shah Afshar το 1738.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε να βαδίζει μέσω του Αφγανιστάν, προς τα βόρεια, προς το μέρος όπου ο Βήσσος είχε συγκεντρώσει τους υποστηρικτές του. Καθ’ οδόν «ίδρυσε» πόλεις στο Kalat-i-Ghlizai (σημερινό Qalat) και κοντά στο σημερινό Bagram την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου. Το φρούριο που δεσπόζει στον ορίζοντα πάνω από το Καλάτ είναι χτισμένο στη θέση του φρουρίου του Μ. Αλέξανδρου, δίπλα στην αρχαία πόλη Kapisa, η οποία είχε εγκατασταθεί τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. και αργότερα έγινε διάσημη ως το κέντρο του εμπορίου του κρασιού.
Τον Ιούνιο του 329 π.Χ., ο στρατός του Αλεξάνδρου έφτασε στην πρωτεύουσα της Βακτρίας, την πόλη Ζαρίασπα (Βάκτρα, σημερινή Balkh), πόλη με μεγάλη ιστορία, ιδρυθείσα μεταξύ 2000 και 1500 π.Χ., αποκαλούμενη στα Αραβικά «Μητέρα όλων των πόλεων».
Όταν έφτασε ο Αλέξανδρος, η Βάκτρα ήταν μια μεγάλη, κοσμοπολίτικη πόλη. Ήταν ένα σημαντικό κέντρο του Ζωροαστρισμού (ο ίδιος ο Ζωροάστρης έζησε και πέθανε εκεί), και αργότερα και του Βουδισμού. Μια αρχαία εβραϊκή κοινότητα υπήρχε επίσης στην πόλη όταν έφτασε ο Αλέξανδρος, με την παράδοση να αναφέρει ότι ο προφήτης Ιερεμίας θάφτηκε εκεί (τον 6ο αιώνα π.Χ.). Σήμερα είναι μία μικρή πόλη καθώς καταστράφηκε το 1220 από τις ορδές του Τζένγκις Χαν και δεν ξαναχτίστηκε ποτέ πλήρως. Ο Βήσος έφυγε από την Βάκτρα πριν φτάσει ο Αλέξανδρος, αναγκάζοντάς τον να διασχίσει τον ποταμό Oxus προς τα βόρεια για να τον κυνηγήσει. Ο Αλέξανδρος όμως δεν συνάντησε τον Βήσσο σε μάχη, καθώς προδόθηκε από τους ίδιους του στρατιώτες που τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος ίδρυσε την πόλη ‘‘Αλεξάνδρεια η επί του Ώξου ή Αλεξάνδρεια Ωξειανή’’ το 328 π.Χ. Η τοποθεσία της Alexandria Oxus δεν ήταν γνωστή, μέχρι την ανακάλυψη στη δεκαετία του 1960 ενός συνόλου ερειπίων σε ένα απομακρυσμένο τμήμα της βόρειας επαρχίας Takhar στη συμβολή των ποταμών Panj και Kokcha, και των δύο παραποτάμων του Amu Darya (όπως είναι τώρα ο Oxus γνωστός). Αυτά τα ερείπια περιλάμβαναν επάλξεις μήκους άνω των δύο μιλίων, ένα κλασικό θέατρο που χωρούσε 4-6.000 άτομα, ένα τεράστιο γυμναστήριο αφιερωμένο στον Ερμή και τον Ηρακλή και ναούς του Δία και άλλων. Βρισκόταν στο σταυροδρόμι του εμπορίου της περιοχής, σε μια περιοχή όπου επίσης εξορύσσεται χρυσός και πολύτιμοι λίθοι. Η πόλη καταστράφηκε από επιδρομείς Κουσάν γύρω στο 145 π.Χ. Μετά από ανασκαφές στο Kampir Tepe ο πόντιος Έλληνας αρχαιολόγος γεννημένος στην Τασκένδη Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης ανακοίνωσε ότι αυτή είναι η ίδια τοποθεσία που περιγράφεται από τον Πτολεμαίο ως Alexandria on the Oxus. Αυτός ο ισχυρισμός είχε προηγουμένως γίνει από αρχαιολόγους που ανασκάπτουν τον Ai Khanum στο Αφγανιστάν, αλλά το Kampir Tepe είναι η πιθανή τοποθεσία. Το Kampir Tepe είναι ένας αρχαιολογικός χώρος που βρίσκεται στην περιοχή Surxondaryo του Ουζμπεκιστάν, κοντά στην πόλη Termez. Θεωρείται ότι είναι η χαμένη πόλη της Αλεξάνδρειας στον Όξο που περιγράφεται από τον Πτολεμαίο, αν και ο ποταμός Amu Darya (γνωστός στην αρχαιότητα ως Oxus) έχει πλέον αλλάξει την πορεία του. Ότι ήρθε στην επιφάνεια ονομάστηκε ‘‘πολιτισμός του Ώξου’’ στην έρημο Karakum (Μαύροι Άμμοι), που πιστευόταν ότι υπήρξε ακατοίκητη και αναπτύχθηκε για αιώνες στην περιοχή της αρχαίας Μαργιανής.
Επιστρέφοντας στο Αφγανιστάν μετά από μια επιτυχημένη εκστρατεία κατά των Σκυθών στα βόρεια, ο Αλέξανδρος σκόπευε να συνεχίσει να αναπτύσσει την αυτοκρατορία του.
Αντίθετα, αυτό που διαπίστωσε ήταν ότι οι Σογδιανοί και οι Σκύθες, που νόμιζε ότι τους είχε υποτάξει συνέχισαν να ξεσηκώνονται εναντίον του, οδηγώντας σε μια σειρά από άκαρπες εκστρατείες στο σύγχρονο Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν. Τελικά, ανέθεσε την ειρήνευση της περιοχής σε έναν ντόπιο σατράπη και έστρεψε την προσοχή του στην εισβολή στην Ινδία. Επέστρεψε στη Βαβυλώνα όπου και πέθανε το 323 π.Χ.
Η εποχή που αρχίζει από το θάνατο τον Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει με την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους (30 π.Χ.) ονομάζεται ελληνιστική [ “ελληνίζω”: συμπεριφέρομαι ως Έλληνας].
Η διευθέτηση του ζητήματος της διαδοχής, διήλθε πολλές φάσεις. Οι διαμάχες οφείλονταν στις φιλοδοξίες των στρατηγών του Αλεξάνδρου και στην απουσία ισχυρής κεντρικής εξουσίας.
Οι συγκρούσεις των στρατηγών κράτησαν είκοσι χρόνια μέχρι το διαμελισμό της αυτοκρατορίας σε επιμέρους βασίλεια και συνεχίστηκαν πλέον μεταξύ των ηγεμόνων των ελληνιστικών βασιλείων μέχρι τη σταθεροποίηση της εξουσίας τους.
Η πρώτη περίοδος των συγκρούσεων (321-301 π.Χ.) ξεκίνησε με δολοφονίες των νομίμων διαδόχων και των επικρατέστερων στρατηγών και συνεχίστηκε με την πρώτη κατανομή της εξουσίας στο Τριπαράδεισο της Συρίας (321 π.Χ.). Εκεί ο Αντίπατρος, ως γηραιότερος, αναγορεύτηκε από το στρατό επιμελητής αυτοκράτορας και οι υπόλοιποι ανέλαβαν τη διοίκηση μιας περιοχής της αυτοκρατορίας.
Στην πορεία επικρατέστερος και ισχυρότερος όλων αναδείχθηκε ο Αντίγονος, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και παραχώρησε τον ίδιο τίτλο στο γιο του, Δημήτριο, τον επονομαζόμενο Πολιορκητή. Οι υπόλοιποι στρατηγοί, που δεν ανέχτηκαν τη στάση του Αντίγονου, συνασπίστηκαν εναντίον του. Στη μάχη στην Ιψό της Φρυγίας (301 π.Χ.) κρίθηκε τελικά η τύχη της αυτοκρατορίας. Οι δυνάμεις του Αντίγονου ηττήθηκαν και ο ίδιος σκοτώθηκε μαχόμενος σε ηλικία 81 ετών. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής διέφυγε τη σύλληψη και με τις ικανότητες που διέθετε κατόρθωσε αργότερα να γίνει βασιλιάς της Μακεδονίας (294 π.Χ.).
Οι νικητές στρατηγοί μοιράστηκαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου και αναγορεύθηκαν βασιλείς. Έτσι, από τη μάχη στην Ιψό προέκυψαν τέσσερα βασίλεια: το βασίλειο της Αιγύπτου με τον Πτολεμαίο, της Συρίας με το Σέλευκο, της Μακεδονίας με τον Κάσσανδρο και της Θράκης με το Λυσίμαχο.
Η πραγματική διαρκής επιρροή της εκστρατείας του Αλέξανδρου δημιουργήθηκε από τους Έλληνες στρατιώτες και τις οικογένειες που άφησε πίσω του για να φρουρήσουν την αυτοκρατορία του, η κουλτούρα της οποίας κράτησε για άλλους τρεις αιώνες μετά το θάνατό του.
Οι διάδοχοι σεβάστηκαν όλοι τους τα έθιμα και τη θρησκεία των ξένων λαών. Ο ελληνικός πληθυσμός που κατοικούσε πλέον στις κατακτήσεις, κατεύθυνε τη ζωή των τόπων αυτών και διαπότιζε με το πνεύμα τη θρησκεία, τις συνήθειες και τον πολιτισμό τους, γενικότερα, τους κατοίκους.
Η γνωριμία των Ελλήνων με την Ανατολή έδωσε την ευκαιρία ν’ απλωθούν αφάνταστα τα σύνορα του ελληνισμού κι ο πολιτισμός τους να διαδοθεί στους ξένους λαούς. Αυτές οι πόλεις δημιούργησαν μια ασύγκριτη κουλτούρα που έδωσε στον κόσμο το ελληνοβουδιστικό στυλ γλυπτικής, αρχιτεκτονικής και τοιχογραφίας, μεταγενέστερα παραδείγματα του οποίου εξακολουθούν να υπάρχουν στο ανατολικό Αφγανιστάν και στο βορειοδυτικό Πακιστάν.
Το πολιτικό και το κοινωνικό σύστημα υπέστη μια ουσιαστική μεταβολή και όλη η έκταση που κατελάμβανε η αυτοκρατορία αλλά και μακρύτερα. Ακολούθησε μία «μικρή ελληνιστική παγκοσμιοποίηση». Η περίοδος των ελληνιστικών χρόνων, περίοδος κυρίως θετικής γνώσης, συνοδεύεται με τεράστια ανάπτυξη των επιστημών.
Στους απέραντους χώρους των ελληνιστικών βασιλείων η ελληνική γλώσσα γίνεται κοινό όργανο συνεννόησης και το ελληνικό νόμισμα κυρίαρχο. Τα γράμματα και οι επιστήμες γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Δημιουργούνται 160 περίπου καινούριες πόλεις που απ’ αυτές, η Αντιόχεια, η Πέργαμος, η Λαοδίκεια, η Σελεύκεια στον Τίγρη και πρώτη απ’ όλες η Αλεξάνδρεια, γίνονται τεράστια πνευματικά και εμπορικά κέντρα.
«Τα απομεινάρια» του στρατού του Αλεξάνδρου, πολλαπλασιάστηκαν, αναπτύχθηκαν και δημιούργησαν πραγματικά ένα απίστευτα σημαντικό και φωτεινό μέρος της παγκόσμιας ιστορίας που υπάρχει ακόμη και δεν πρόκειται να αποσβεστεί.
Τα δύο διηγήματα του Ουζμπέκου συγγραφέα, την εποχή που οι χώρες τις περιοχής αναζητούσαν νέο εθνικό ρόλο στα πλαίσια της ΕΣΣΔ, εντάσσονταν στην προσπάθεια ανάταξης του εθνικού τους φρονήματος και της προβολής χαμένων ιστορικών αξιών τους. Με δεδομένο ότι οι λαοί της περιοχής δεν άφησαν καταγραφές για την ιστορία των αρχαίων χρόνων και στη βάση του ότι αυτά αναφέρονται ως ένα μείγμα παραδόσεων και ιστορικών
παραλληλισμών και αναγνώσεων από γειτονικούς λαούς, διαπιστώνονται τα ιστορικά άλματα που γίνονται κατά την διήγηση. Οι κύριες και ισχυρές αναφορές, φυσικά και παραμένουν να είναι τα κείμενα των Ελλήνων ιστορικών της εποχής καθώς και οι σύγχρονες επιστημονικές και ερευνητικές καταθέσεις επιφανών Ελλήνων και ξένων ιστορικών. Όμως και οι καταγραφές και οι παραδόσεις των λαών, όπως σήμερα υπάρχουν, έχουν υψίστη σημασία.
Στους λαούς και στις πόλεις της περιοχής υπάρχουν ακόμη διάχυτες μνήμες, διηγήσεις, καταγραφές, μνημεία και εορτασμοί που αναδεικνύουν την επιρροή και την σημασία του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, των Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όλα αυτά, οι ίδιοι οι λαοί και οι ηγεσίες τους επιθυμούν συνειδητά να τα αναγνωρίζουν, να τα σέβονται, να τα διατηρούν και να τα προβάλλουν, διαρκώς, συστηματικά και αδιάκοπα μέχρι σήμερα.–
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ :
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στη ΣΟΓΔΙΑΝΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Επιμελητή της Έκδοσης
[για το 2ο Διήγημα : Ο Μ. Αλέξανδρος στη ΣΟΓΔΙΑΝΗ] …….256
Κεφ.1ο: Ο γιος του θεού Άμμωνα
Πρόλογος. Η γριά από την Κατάνα …………………………….. 262
– Ο αέρας, το ψωμί και η ελπίδα …………………………………. 264
– Η μάχη στα Γαυγάμηλα …………………………………………… 279
– Το τέλος του Δαρείου του Κοδομανού ……………………… 308
– Η εκστρατεία ανάμεσα απ’ τα βουνά …………………………. 330
-“Φεύγουμε προς Βορρά” ………………………………………….. 343
– Η Ζάρα, η κόρη του Οροίτη …………………………………….. 359
– Ο Αλέξανδρος ή ο Βήσσος; …………………………………….. 377
Κεφ.2ο: Η κοιλάδα του τρόμου
– Η πόλη των δικέφαλων πουλιών ………………………………. 392
– “ Κυρούπολη! Κυρούπολη…!” …………………………………. 415
– Στα τείχη της Μαρακάνδας ……………………………………… 436
– Η επιδρομή των μακρυών δοράτων ………………………….. 463
Κεφ. 3ο: Η λεοπάρδαλη στο κυνήγι
– Στους κόκκινους άμμους …………………………………………. 479
– Στο δρόμο (μονοπάτι) του πολέμου ………………………….. 500
– “Αδελφέ μην παραδίνεσαι!” …………………………………….. 514
– Το κεφάλι του Σπιταμένη ………………………………………… 525
– Μετά από ογδόντα χρόνια ……………………………………….. 546
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ-ΧΑΡΤΕΣ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ….. 551-616
(συνεχίζεται με την παρουσίαση του Α΄ Μέρους του βιβλίου).
Θεσσαλονίκη, 2024
Αλέξανδρος ΤΖΙΟΛΑΣ