του Δημήτρη Κόντη*
Το καλοκαίρι του 1914 το ζήτημα των νησιών του ΒΑ Αιγαίου παρέμενε εκκρεμές. Σχεδόν ταυτόχρονα με την επίδοση της απόφασης των Έξι Δυνάμεων σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη, τον Φεβρουάριο του 1914, είχαν ξεκινήσει διμερείς συνομιλίες Ελλάδας-Τουρκίας για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης. Οι συνομιλίες αρχικά περιστρέφονταν γύρω από την ανταλλαγή της Μυτιλήνης και της Χίου με τα Δωδεκάνησα, τα οποία τελούσαν ακόμα υπό ιταλική κατοχή, αλλά σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Ουσύ έπρεπε να επιστραφούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλες οι συζητήσεις καθώς και οι διαμεσολαβήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων κατέληξαν άκαρπες, καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση την επιστροφή της σφαγιασμένης Χίου, από τους Τούρκους το 1822, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τον Ιουνίου του 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεώρησε πως η Ελλάδα είχε εκπληρώσει δύο από τις τρεις βασικές προϋποθέσεις της διακοίνωσης του Φεβρουαρίου, ώστε να αποκτούσε η Ελλάδα την de jure κυριαρχία στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου. Ο Ελληνικός Στρατός είχε αποχωρήσει από την Β. Ήπειρο και η παραχώρηση της νήσου Σάσων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος είχε ψηφιστεί από την Ελληνική Βουλή και η απόφαση είχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Έτσι ο Βενιζέλος σκέφτηκε να εκτελέσει μονομερώς την απόφαση με το να προχωρήσει στην έκδοση ενός Βασιλικού Διατάγματος με το οποίο η Ελλάδα θα προσαρτούσε επίσημα τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου στο Βασίλειο της Ελλάδας και θα επέστρεφε τις Ίμβρο, Τένεδο και Καστελόριζο στην Τουρκία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου του 1914. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα εκπλήρωνε όλες τις βασικές προϋποθέσεις που είχαν θέσει οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η ουδετεροποίηση των Στενών της Κέρκυρας, παρόλο που θεωρητικά αποτελούσε και αυτή προαπαιτούμενο, δεν ήταν ένα ζήτημα που μπορούσε να διευθετηθεί μονομερώς από την Ελλάδα χωρίς την συνεργασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Οθωμανός Μεγάλος Βεζύρης Σαΐντ Χαλίμ Πασά είχε προειδοποιήσει για την επιδείνωση των σχέσεων σε περίπτωση που η Ελλάδα εξέδιδε το διάταγμα περί της προσαρτήσεως των νήσων ήδη από τις συνομιλίες της Κέρκυρας του Μαΐου του ίδιου έτους.
Η Υψηλή Πύλη είχε ενημερωθεί για τα σχέδια του Βενιζέλου από την πρεσβεία της στην Βιέννη από τις 13 Ιουνίου. Διπλωματικοί κύκλοι στην Βιέννη πίστευαν πως ο Βενιζέλος στόχευε στο να δημιουργήσει ένα νομικό fait accompli με την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος, οδηγώντας την Τουρκία σε σύγκρουση προτού παραλάβει τα καινούργια της θωρηκτά. Μια ελληνοτουρκική αναμέτρηση στο Αιγαίο θα οδηγούσε την Τουρκία στο κλείσιμο των Στενών, αναγκάζοντας τις Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν. Με αυτόν τον τρόπο ο Βενιζέλος θα εξωθούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να του παράσχουν τις οριστικές εγγυήσεις για τα νησιά του Αιγαίου που του είχαν αρνηθεί μερικούς μήνες πριν. Αυτά μετέφερε ο Οθωμανός επιτετραμμένος στην Βιέννη στον Μεγάλο Βεζύρη. Από την Αγία Πετρούπολη τα (εσφαλμένα) νέα ήταν πως η Ελλάδα θα προσαρτούσε και την Ίμβρο και την Τένεδο.
Τελικά στις 26 Ιουνίου του 1914 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στους Βρετανούς πως θα προχωρήσει τελικά στην έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος. Στην περίπτωση που οι Τούρκοι αντιδρούσαν, η Ελληνική Κυβέρνηση θα ενημέρωνε επίσημα τις Έξι Δυνάμεις πως δεν θα αποδεχόταν την υποχρέωση να μην οχυρώσει τα νησιά, σύμφωνα με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου του 1914. Δηλαδή ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να καταργήσει μονομερώς την αποστρατικοποίηση των νησιών, μια υποχρέωση που η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε ποτέ αναλάβει ή αποδεχτεί. Η τεταμένη κατάσταση οδήγησε τους Βρετανούς στο να παρέμβουν άμεσα, ώστε να ξεκινήσουν συνομιλίες μεταξύ Αθήνας-Κωνσταντινούπολης.
Η ιστορία μας έχει δείξει πως η πολιτική του κατευνασμού οδηγεί σε πρόσκαιρα αποτελέσματα. Στις συζητήσεις του καλοκαιριού του 1914 που αποτέλεσαν προϊόν βρετανικής διαμεσολάβησης, η κυβέρνηση των Νεότουρκων της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου αύξανε συνεχώς τις απαιτήσεις της. Όταν ο Βενιζέλος κουρασμένος από τα «τούρκικα παζάρια» ζήτησε από την Οθωμανική Κυβέρνηση να του πουν καθαρά τί ακριβώς ζητούσαν ώστε να κλείσει η διαπραγμάτευση, η απάντηση που έλαβε ήταν να επιστραφεί η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος και η Λήμνος σε Οθωμανική κυριαρχία κάτω από ένα καθεστώς αυτονομίας υπό διοικητή χριστιανό Οθωμανό πολίτη που θα διόριζε ο Σουλτάνος. Ακόμα και αν δεν είχε ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι διαπραγματεύσεις αυτές ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, όπως είχαν επισημάνει τότε οι διπλωμάτες του Φόρεϊν Όφις Άρθουρ Νίκολσον και Ερ Κρόο. Η Ελληνική πλευρά θεώρησε πως οι τουρκικές θέσεις ήταν απαράδεκτες.
Έτσι, ενώ η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη, απετράπη με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σε συνδυασμό με την συμμαχία Γερμανίας-Τουρκίας και την άρνηση της Βρετανίας να δεχτεί την Ελλάδα ως σύμμαχο της Τριπλής Συνεννόησης, έπειτα από την προτροπή του βρετανού Υπουργού των Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι, που θεώρησε πως η ουδετερότητα της Ελλάδας θα εξυπηρετούσε επί του παρόντος καλύτερα και τις δυο χώρες. Ο φόβος του Γκρέι ήταν πως η πρόωρη είσοδος της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο στην πλευρά της Αντάντ θα επιτάχυνε την είσοδο της Βουλγαρίας και της Τουρκίας στον πόλεμο στην πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Την δεδομένη χρονική περίοδο οι Βρετανοί δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα σε έναν χερσαίο πόλεμο καθώς ο κύριος όγκος του Βρετανικού Στρατού πολεμούσε ήδη τους Γερμανούς στο Δυτικό Μέτωπο. Ο Γκρέι πίστευε επίσης πως την δεδομένη χρονική στιγμή η είσοδος της Ελλάδας στον Πόλεμο θα δυσαρεστούσε την Ρωσία, καθώς θα οδηγούσε στην έναρξη ενός νέου Βαλκανικού Πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1914 ο Τουρκικός στόλος θεωρούνταν πλέον παράρτημα του Γερμανικού από την Μεγάλη Βρετανία, καθώς από τις αρχές του Αυγούστου δύο γερμανικά θωρηκτά είχαν καταπλεύσει στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι οι Βρετανοί ενημέρωναν την Υψηλή Πύλη πως θα βούλιαζαν τον Τουρκικό Στόλο στην περίπτωση που εφορμούσε στο Αιγαίο, υποχρεώνοντας έτσι τους Τούρκους να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη να επιτεθούν εναντίον της Ελλάδας. Οι φήμες από την Σερβία περί Βρετανικής παρέμβασης που μιλούσαν ακόμα και για κατάληψη της Μυτιλήνης και της Χίου από τους Βρετανούς, ώστε να εμποδίσουν κάθε τουρκική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, επιβεβαιώθηκαν. Η συμμαχία Βερολίνου-Κωνσταντινούπολης της 2 Αυγούστου υποχρέωσε την Βρετανία να αποτελέσει τον απρόθυμο εγγυητή των ελληνικών συμφερόντων στο Αιγαίο.
Παράλληλα έληξαν και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης στο θέμα των νησιών του ΒΑ Αιγαίου, καθώς στις 10 Σεπτεμβρίου η Υψηλή Πύλη ανακοίνωνε πως οι συζητήσεις αναβάλλονται επ’ αόριστον. Ο Βενιζέλος συμφώνησε να συνεχιστούν οι συζητήσεις όταν οι συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες και ζήτησε από τους Τούρκους να παραμείνουν οι δύο χώρες ουδέτερες ως το τέλος. Ο Οθωμανός επιτετραμμένος στην Αθήνα Γκαλίμπ Μπέη ρώτησε τον Βενιζέλο αν η Βουλή θα προχωρούσε στο ψήφισμα του Βασιλικού Διατάγματος για την προσχώρηση των νησιών του ΒΑ Αιγαίου στην Ελλάδα και του εξήγησε τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας ενέργειας. Ο Βενιζέλος δήλωσε κατηγορηματικά πως δεν θα προέβαινε σε μια τέτοια κίνηση, ελπίζοντας μελλοντικά σε μία συνεννόηση των δύο κυβερνήσεων στο θέμα των νησιών.
Η διακοπή των διαπραγματεύσεων εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Οι Γερμανοί είχαν υποσχεθεί στην Υψηλή Πύλη μεγάλα ανταλλάγματα στο Αιγαίο, ειδικά στην περίπτωση που η Ελλάδα θα έμπαινε στον Πόλεμο στην πλευρά της Αντάντ. Η Οθωμανική Κυβέρνηση δεν επιθυμούσε εξ αρχής να ισχύσει η απόφαση των Έξι Δυνάμεων. Είναι φανερό από την πορεία των διαπραγματεύσεων πως η Τουρκία δεν ήταν ευχαριστημένη μόνο με την επιστροφή της Ίμβρου, της Τενέδου και του Καστελόριζου, αλλά προσδοκούσε την επιστροφή επτά συνολικά νησιών. Οι Τούρκοι περίμεναν μια γρήγορη επικράτηση των Κεντρικών Δυνάμεων, ώστε να γίνουν ξανά τα αφεντικά στο Αιγαίο. Τα λόγια του Οθωμανού Υπουργού των Εσωτερικών Ταλαάτ Πασά ήταν πως «μετά το τέλος της ευρωπαϊκής κρίσης, ένα συνέδριο θα ρυθμίσει όλα τα ζητήματα και θα συνέφερε να διατηρηθεί ως τότε (εκκρεμές) το ζήτημα των νησιών»
Από την άλλη τον Σεπτέμβριο του 1914 ο Βενιζέλος δεν είχε πλέον κανένα λόγο να εκτελέσει μονομερώς την απόφαση των Έξι Δυνάμεων. Αυτή η ενέργεια θα προϋπέθετε την παραχώρηση τριών ελληνικών νησιών στους Τούρκους. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει άρδην με την παρέμβαση των Βρετανών, στο πρόσωπο των οποίων ο Βενιζέλος βρήκε τους πολυπόθητους για την Ελλάδα εγγυητές, οι οποίοι και είχαν εγκαταλείψει την πολιτική των ίσων αποστάσεων στο Αιγαίο. Τα νησιά αποτελούσαν πλέον de facto τμήμα του Ελληνικού Κράτους, εντάχθηκαν στις εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας το 1915 και από τους στρατεύσιμους συγκροτήθηκε η Μεραρχία του Αρχιπελάγους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και τα γεγονότα που επακολούθησαν άφησαν το Νησιωτικό ζήτημα ανοιχτό με το νομικό καθεστώς των νησιών του ΒΑ Αιγαίου να απασχολεί τους Συμμάχους εκ νέου μετά την λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Έτσι η Ελλάδα δεν απέκτησε την de jure κυριαρχία των νησιών του ΒΑ Αιγαίου με την απόφαση των Έξι Δυνάμεων του 1914, όπως διατείνεται η Τουρκία σήμερα, ώστε να μπορεί να ισχυριστεί πως η κυριαρχία τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με το καθεστώς της προβλεπόμενης αποστρατικοποίησής τους. Αν η απόφαση του 1914 δεν επικυρωνόταν στις συνθήκες Σεβρών και Λωζάννης, θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ημιτελής και άρα άκυρη. Η επικύρωσή της όμως στις μεταγενέστερες συνθήκες της προσδίδει τον χαρακτήρα μιας προκαταρκτικής ή ενδιάμεσης απόφασης. Το ζήτημα διευθετήθηκε οριστικά με την Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.
Πηγές
Temperley H., Gooch G. P., επιμ. 1926-1930. British Documents on the Origins of the War, 1898-1914. 12 vols. London. [Vol X Part 1.]
Kuneralp, Sinan, επιμ. 2011. Ottoman Diplomatic Documents on the Origins of World War One. Vol. VI The Aegean Islands Issue 1912-1914. Istanbul: The Isis Press.
Kuneralp, Sinan, επιμ. 2012. Ottoman Diplomatic Documents on the Origins of World War One Vol. VIII. From the July crisis to Turkey’s entry into the war, July-December 1914. Istanbul: The Isis Press.
Stefanidis, Ioannis. 2016. «Venizelos’ Diplomacy and the North-East Aegean Islands, 1913-14.» Λεσβιακα: Δελτιον Της Εταιρειας Λεσβιακων Μελετων Τομος Κε’.
https://www.academia.edu/28285691/Venizelos_Diplomacy_and_the_North_East_Aegean_Islands_1913_14_pdf
Sfetas, Spyridon. 2020. «Το ζήτημα των νήσων του Βορειοανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και της γερμανικής πολιτικής 1914/1915.» Μακεδονικά 211-268.
https://ems.gr/hm/wp-content/uploads/2020/09/MAKEDONIKA_43_2020.pdf
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Τα Νησιά του ΒΑ Αιγαίου: Επτά Απαντήσεις στον Τουρκικό Αναθεωρητισμό». Επίσης έχει επιμεληθεί την έκδοση του βιβλίου του Βασίλη Κόντη «Greece and Albania 1908-1914: North Epirus and the Aegean Islands»
Δεν ηταν θωρηκτά τα γερμανικα πολεμικά που κατεπλευσαν περιπετειωδως στη Τουρκια αλλά ενα καταδρομικο μαχης και ένα ελαφρυ καταδρομικό. Κατα τα αλλα το αρθρο ειναι ενδιαφερον ιδιαιτερα με την παραχωρηση της Σασων, μερος της Επτανησου, στην Αλβανια. Το Καστελοριζο του Ιονιου παρεδωθει και μαλλον ειναι κακο προηγουμενο για την Σασωνα του Αιγαιου.
Πολύ σωστή η παρατήρησή σας, ήταν τα καταδρομικά πολεμικά σκάφη Goeben και Breslau υποστηριζόμενα από μικρότερα πλοία του Αυστριακόυ Ναυτικόυ.