Ενδεικτικό για το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η κυβέρνηση μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών είναι ότι εκτός από τους επίσημους εκπροσώπους του πρωθυπουργού (Γιάννης Οικονόμου, γραφείο Τύπου Ν.Δ., υπουργός Επικρατείας) δεν μιλάει σχεδόν κανείς από τα προβεβλημένα στελέχη της. Και όταν το αποτολμούν, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την προσωπική δυσχερή θέση του κ. Μητσοτάκη.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του Αδ. Γεωργιάδη, ο οποίος, σύμφωνα με το «Βήμα», είναι «ένα από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος που έχει παρέμβει δημοσίως και υποστηρικτικά», αλλά με τις δηλώσεις του στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» εξέθεσε πλήρως τον πρωθυπουργό. Ακολουθώντας τη γραμμή του Μαξίμου, η οποία αναζητά σανίδα σωτηρίας διεκδικώντας τον ρόλο του επίσημου εκπροσώπου των ΗΠΑ στο εσωτερικό της Ε.Ε., θεώρησε καλό να υποδείξει τη Ρωσία και την Τουρκία ως υπεύθυνες για το σκάνδαλο. Μετά τις εύλογες καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Γεωργιάδης επιχείρησε να αναδιπλωθεί, με το πρόσχημα ότι αναφερόταν στο γεγονός ότι οι χώρες αυτές θα ευνοούνταν από την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα. Ομως στις δηλώσεις του υποστήριζε καθαρά ότι «ίσως πίσω από όλα αυτά να κρύβεται η Τουρκία» («Turkey, too, he said, “could be” behind it all»).
Αλλά τι είναι «όλα αυτά», τα οποία ενδεχομένως προκάλεσε η Τουρκία; Επισήμως η κυβέρνηση παραδέχεται ότι υπήρξε ένα και μόνο ολίσθημα της ΕΥΠ, μία και μόνο μία «απολύτως νόμιμη επισύνδεση», η οποία απλώς δεν ήταν «πολιτικά ανεκτή». Πώς θα μπορούσε να «κρύβεται η Τουρκία» πίσω από τη «νόμιμη επισύνδεση» του κινητού του προέδρου του ΠΑΣΟΚ; Ο κ. αντιπρόεδρος της Ν.Δ., άθελά του, γελοιοποιεί την αρχική προσπάθεια του προέδρου του να περιορίσει το σκάνδαλο των υποκλοπών σε μια «αστοχία» του διοικητή της ΕΥΠ. Με τις δηλώσεις του παραδέχεται ότι οι υποκλοπές είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Στην ίδια γραμμή και ο βουλευτής της Ν.Δ. κ. Αθανασίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Σαμαρά, ο οποίος δεν δίστασε να υποστηρίξει την ανάγκη να παρακολουθούνται οι βουλευτές «που έχουν διαφορετικό θρησκευτικό προσανατολισμό».
Στο επίκεντρο της κομματικής αντιπαράθεσης μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου βρέθηκε βέβαια το αν πρέπει να προστατεύονται τα πολιτικά στελέχη από την ΕΥΠ, με τον κ. Βενιζέλο να διασταυρώνει το επιστημονικό και πολιτικό του ξίφος με τον κ. Γεραπετρίτη. Το κεντρικό επιχείρημα της κυβερνητικής πλευράς είναι εξαιρετικά αδύναμο. Αποκλείει κάθε συζήτηση για ειδική προστασία των πολιτικών στελεχών και των κομμάτων και καταλογίζει στον επικεφαλής της ΕΥΠ μόνο «ότι δεν είχε ενημερώσει ως όφειλε για την εκκίνηση της διαδικασίας τον πρωθυπουργό», ο οποίος θα αξιολογούσε «αν για ένα αιρετό, προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο εκείνο το διάστημα υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία» (Γ. Οικονόμου, ΕΡΤ 1, 9.8.2022).
Μ’ άλλα λόγια, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο πρωθυπουργός (ο οποίος βέβαια είναι και αρχηγός ενός πολιτικού κόμματος) είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει, χωρίς κανέναν έλεγχο, αν πρέπει να παρακολουθούνται οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Αυτή είναι η συνέπεια της υπαγωγής της ΕΥΠ στο πρωθυπουργικό γραφείο, καθώς και η κατάργηση το 2021 της δυνατότητας των πολιτών να πληροφορούνται τα της παρακολούθησής τους, μόλις λήξει χωρίς «ευρήματα» η περίοδος της «νόμιμης επισύνδεσης».
Αστοχη, επίσης, είναι και η απόπειρα της κυβέρνησης να κρυφτεί πίσω από το επιχείρημα ότι το βασικό νομοθέτημα για την ΕΥΠ ψηφίστηκε επί ΠΑΣΟΚ (ν. 2225/1994), με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να υπογράφει κι αυτός ως υπουργός Τύπου και ΜΜΕ της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι γεγονός ότι στο αρχικό νομοθέτημα δεν υπήρχε εξαίρεση για πολιτικά πρόσωπα. Αλλά τα κόμματα ενημερώνονταν, όπως πρόβλεπε το άρθρο 5.4β: «Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό εμπιστευτικό αρχείο, στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο ο πρόεδρος της Βουλής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο πρόεδρος της Βουλής ενημερώνει τους αρχηγούς των κομμάτων».
Και βέβαια υπήρχε από τότε η πρόβλεψη ενημέρωσης εκ των υστέρων του παρακολουθούμενου που κατάργησε πέρυσι ο κ. Μητσοτάκης: «Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Επιτροπή (σ.σ. Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών, που εξελίχθηκε το 2003 σε ΑΔΑΕ) να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους» (άρθρο 5.9).
Το πιο σημαντικό είναι ότι κατά τη συζήτηση του νόμου αυτού είχε προβλεφθεί με μεγάλη ακρίβεια το σημερινό πολιτικό σκάνδαλο. Σε μια προφητική του αγόρευση, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Αντώνης Σκυλλάκος είχε επιμείνει στην ανάγκη να ενημερώνονται οι αρχηγοί των κομμάτων, περιγράφοντας την περίπτωση… Ανδρουλάκη: «Δηλαδή έχουμε εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους της ΕΥΠ, στον οποιονδήποτε εισαγγελέα και δεν έχουμε εμπιστοσύνη στους αρχηγούς των κομμάτων; Είναι ντροπή αυτό το πράγμα. Αυτοί μπορούν να λένε “αποφασίζουμε και διατάζουμε” να παρακολουθήσουμε κάποιο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι ύποπτο για την εθνική ασφάλεια. Αυτό μπορεί να το πει ο οποιοσδήποτε της ΕΥΠ και να συμπαρασύρει και τον εισαγγελέα. Και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αν είναι στην αντιπολίτευση δεν έχει δικαίωμα να ξέρει γι’ αυτό το ζήτημα;» («Πρακτικά Βουλής», 29.6.1994).
Διαφωνούσε
Ενδιαφέρον έχει και το ότι παρά το γεγονός ότι κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ, εκείνος που διαφωνούσε για τον δημοκρατικό έλεγχο της ΕΥΠ ήταν η Ν.Δ. Ο εισηγητής της Βασίλης Μαγγίνας δήλωσε αρχικά ότι θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο, επειδή με τις ρυθμίσεις του «παρακωλύεται σοβαρά και επικίνδυνα το έργο των υπηρεσιών αυτών» (23.6.1994). Ο Βύρων Πολύδωρας κατήγγειλε το νομοσχέδιο ότι πάσχει από «δημοκρατικό φετιχισμό, που συνήθως κατάγεται από την αριστερή λογική» (28.6.1994), ενώ ο Δημήτρης Σιούφας πρόσθεσε ότι σε καμιά «μυστική υπηρεσία σε ολόκληρο τον κόσμο, ακόμα και εκεί που υπάρχει πραγματική δημοκρατία, δεν χρησιμοποιούν αυτές τις διαδικασίες» και «στην προσπάθειά μας να εμφανιστούμε δημοκρατικότεροι των δημοκρατών, θέτουμε σε κίνδυνο ζητήματα υψίστης εθνικής ασφαλείας της χώρας». Και ο Β. Πολύδωρας κατέληξε: «Η ΕΥΠ [πλέον] έχει δεμένα χέρια και πόδια. Από σήμερα δεν υπάρχει ΕΥΠ» (29.6.1994).
Και κάτι τελευταίο. Επειδή ο κ. Μητσοτάκης επικαλείται τις διακοπές του για να καθυστερήσει την ενημέρωση της Βουλής, θυμίζω ότι ο νόμος του 1994 φέρει την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας ως εξής: «Μύκονος, 18 Ιουλίου 1994, Κωνσταντίνος Καραμανλής».