Σχίσμα, αίρεση – και πολλά άλλα συνώνυμα αυτών των διχαστικών λέξεων γνωρίζει όχι μόνο ο Χριστιανισμός αλλά και πολλές άλλες θρησκείες. Ποιος θα μπορούσε να το σκεφτεί ότι στις αρχές του 21ου αιώνα θα γίνουμε μάρτυρές ενός τέτοιου γεγονότος; Και όμως παρακολουθούμε μία οξύτατη κρίση στον Ορθόδοξο κόσμο, η οποία σχετίζεται με το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Γίνονται πολλές συζητήσεις σχετικές με το Ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα, η κάθε μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές στηρίζει τη θέση της στους εκκλησιαστικούς κανόνες δίνοντας διαφορετικές ερμηνείες στις λεπτές πτυχές του εκκλησιαστικού δικαίου.
Εμείς θα προσεγγίσουμε αυτό το θέμα βάσει σύγκρισης των θέσεων της Ρωσικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα παρόμοια ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις. Συγκεκριμένα θα παρουσιάσουμε το πόσο διαμετρικά αντίθετη σε σχέση με το σημερινό Ουκρανικό ζήτημα, ήταν η στάση της Ρωσικής Εκκλησίας ενάμιση αιώνα πριν, κατά την εμφάνιση του αντίστοιχου ζητήματος της αυτοκεφαλίας στο Βουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα.
Η αυτονομία της Βουλγαρικής Εκκλησίας, την οποία πέτυχαν οι Βούλγαροι το 1870, ήταν συνέπεια πολιτικής παρέμβασης του Σουλτάνου Αμπντούλ-Αζίζ, η ενέργεια αυτή είχε άμεση υποστήριξη του ρώσου Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Κόμη Νικολάι Ιγνάτιεφ. Ο διαβόητος αυτός υποστηρικτής του Πανσλαβισμού ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στις υποθέσεις και των τεσσάρων αρχαίων Πατριαρχείων, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων.
Ο ρώσος ιστορικός Αλεξέι Ντμητρηέβσκι (1856-1929, ιστορικός της Εκκλησίας, βυζαντινολόγος, καθηγητής Θεολογικής Ακαδημίας Κιέβου) ο οποίος ειδικεύτηκε στην έρευνα της διπλωματικής δράσης του Κόμη Ιγνάτιεφ έγραφε πως, αυτός ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Βουλγαρικού εκκλησιαστικού ζητήματος, στενά παρακολουθούσε τις εξελίξεις επιθυμώντας τη λύση του υπέρ της Βουλγαρικής Εκκλησίας με όσο λιγότερο δυνατή διαταραχή για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης τον χαρακτήριζε ως ικανό να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία. Παρακάτω θα γίνει αναφορά στη δράση του Ιγνάτιεφ η οποία βασίζεται στο έργο του Ντμητρηέβσκι.
Το 1866 με την αφορμή της ανεπιτυχούς απόπειρας δολοφονίας του Ρώσου Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β’ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος προσωπικά λειτούργησε στο ρωσικό ναό της Κωνσταντινούπολης. Με την ευκαιρία αυτή ο Ιγνάτιεφ προσέφερε στον Πατριάρχη Σωφρόνιο ως ένδειξη της εύνοιας του Αυτού Μεγαλειότητος ανεκτίμητης αξίας αρχιερατικό εγκόλπιο, λέγοντας ότι «ο Αυτοκράτωρ και η Ρωσία περιμένουν από τον Πατριάρχη και τη Σύνοδο την ειρήνευση όλου του ποιμνίου, το οποίο ο Θεός εμπιστεύτηκε στο οικουμενικό θρόνο… δηλαδή την λύση όσο δυνατόν γρήγορη και δίκαιη του βουλγαρικού ζητήματος».
Τότε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος για την λύση του Βουλγαρικού ζητήματος αποφάσισε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο και εξέφρασε επιθυμία να μάθει την θέση της Ρωσικής Ιεράς Συνόδου επί αυτού του ζητήματος. Ο Κόμης Ιγνάτιεφ έκανε τα πάντα για να εμποδίσει αυτήν την πρωτοβουλία. Η Ρωσική Ιερά Σύνοδος απέρριψε την ιδέα της Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, προτείνοντας ως πιο ουδέτερο μέρος την «αρχαία Κίεβο». Ως ήταν επόμενο η προσπάθεια του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης να οργανώσει Οικουμενική Σύνοδο απέτυχε.
Το 1872 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ συγκάλεσε την Αγία και Μεγάλη Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, η οποία χαρακτήρισε τον «εθνοφυλετισμό» ως αίρεση και αυτούς που την ακολουθούσαν ως αιρετικούς και σχισματικούς, αναθεματίζοντας τους βούλγαρους αρχιερείς και τους υποστηρικτές τους. Η Ρωσική Ιερά Σύνοδος δεν δέχτηκε τις αποφάσεις αυτές και εξέφρασε τη γνώμη ότι οι απαιτήσεις των Βουλγάρων είναι νόμιμες, όπως στη συνέχεια το ίδιο ισχυρίστηκε και για τους Ρουμάνους.
Τις ενέργειες του αυτές ο Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ πλήρωσε με την καθαίρεσή του, την οποία ο Κόμης Ιγνάτιεφ αναγνώριζε ως δικό του έργο. Στην αλληλογραφία του, ο Ιγνάτιεφ ανοιχτά γράφει «Σας εκμυστηρεύομαι ότι σύντομα ο Άνθιμος θα καθαιρεθεί και τον πατριαρχικό θρόνο θα αναλάβει ο Ιωακείμ…», στην άλλη επιστολή γράφει «Στρίψαμε το λαρύγγι του Αγιώτατου Άνθιμου, αλλά ακόμα κρατιέται με πανουργίες, πιθανόν αυτές τις μέρες θα τον τελειώσουμε». Στις 30 Σεπτεμβρίου 1873 ο Πατριάρχης παραιτήθηκε και στο θρόνο ανήλθε ο Ιωακείμ Β΄.
Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση δείχνει ότι η ανεξαρτητοποίηση της εκκλησίας στα υπό σύσταση ορθόδοξα κράτη ήταν άμεσο αποτέλεσμα της παρέμβασης των κρατικών πολιτικών αρχών. Επομένως, το Ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα πρωτίστως είναι πολιτικό και μετά εκκλησιαστικό. Εάν τα ζητήματα της εκκλησιαστικής αυτονομίας θα επιλύονταν αποκλειστικά βάσει των εκκλησιαστικών κανόνων, τότε με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι σήμερα θα υπήρχαν μόνο τα τέσσερα ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, διότι το εκκλησιαστικό δίκαιο δεν προβλέπει τη δημιουργία άλλων αυτοκέφαλων εκκλησιών.
Η σύγχρονη κρίση στην Ορθοδοξία, άμεσα συνδέεται με την διαδικασία της εθνογένεσης των λαών στα Βαλκάνια που ξεκίνησε από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η θρησκεία μαζί με τη γλώσσα και την ιστορία διαμόρφωσε την εθνική συνείδηση των λαών η οποία στη συνέχεια διεκδίκησε τη δημιουργία εθνικών κρατών. Δηλαδή η αυτοκεφαλία της εθνικής ορθόδοξης εκκλησίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της εθνογενεσίας και είναι ταυτόσημη με την ανεξαρτησία του εθνικού κράτους.
Εκτός από την άμεση παρέμβαση των τοπικών πολιτικών αρχών, κατά κανόνα σε τέτοια γεγονότα παρατηρείται παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων. Μάλιστα εκείνη την ιστορική περίοδο ως εξωτερικός πολιτικός παράγοντας, εκτός άλλων, λειτούργησε η Ρωσία. Προκύπτει ερώτημα για το ποιος ήταν ο στόχος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στην ορθόδοξη Ανατολή; Την απάντηση μας δίνει έμμεσα ο ίδιος ο Κόμης Ιγνατιεφ ο οποίος αμφισβητώντας τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στους Αγίους Τόπους, ζήτησε από τον Μητροπολίτη της Σερβίας και τον Έξαρχο της Γεωργίας να βρουν ιστορικά έγγραφα «για την τεκμηρίωση των ίσων δικαιωμάτων όλων των ορθόδοξων εθνών για τους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης και την ελλείψει αποκλειστικής κυριαρχίας των Ελλήνων».
Στα πλαίσια αυτής πολιτικής ο Ιγνάτιεφ εξασφάλισε χρηματοδότηση υπέρ των αραβικών σχολείων και του κλήρου της Παλαιστίνης. Σχετικά με αυτό έγραφε «Τα χρήματα για τους Άραβες ήδη έχουν σταλεί στο Προξενείο. Με τέτοια υποστήριξη (περίπου 30.000 ρούβλια) που τους εξασφάλισα, και με ορθή μεταχείριση, οι Άραβες μπορούν γρήγορα να αναπτυχθούν και να καταλάβουν στην ορθόδοξη κοινότητα τη θέση, που τους αρμόζει βάσει της αριθμητικής δύναμης του πληθυσμού της». Εδώ ο Ιγνάτιεφ υπονοεί την ανάληψη ελέγχου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων από τους Άραβες.
Ίσα δικαιώματα όλων των ορθόδοξων λαών και η εξάλειψη της αποκλειστικότητας των Ελλήνων – αυτή είναι η απάντηση για το ποιος ήταν ο στόχος της ρωσικής αυτοκρατορικής αυλής στο εκκλησιαστικό ζήτημα στην ορθόδοξη Ανατολή.
Αδιαμφισβήτητα, κάθε φιλόχριστος αναγνώστης θα συγκινείτο από το ρωσικό ενδιαφέρον για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων μεταξύ όλων των Ορθόδοξων του κόσμου. Ωστόσο, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος γνωρίζει ότι οι τότε Ευρωπαϊκές Δυνάμεις καθώς και οι εκάστοτε Μεγάλες δεν γνωρίζουν από τέτοιες «ευαισθησίες».
Για το που απέβλεπε στην πραγματικότητα αυτή η ρωσική «ευαισθησία», μας απαντά ο στενός συνεργάτης και ομοϊδεάτης του Ιγνάτιεφ, ο προϊστάμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Αποστολής Ιεροσολύμων ο Αρχιμανδρίτης Αντωνίνος (Καπούστιν) ο οποίος με αφορμή τη σύγκληση της Οικουμενικής Συνόδου για το Βουλγαρικό ζήτημα έγραφε στον Ιγνάτιεφ: «Μη τυχόν και πραγματοποιηθεί η Οικουμενική Σύνοδος που προτάθηκε από τη Μεγάλη Εκκλησία. Αυτό θα γίνει παρωδία της πρόσφατης Συνόδου Βατικανού. Αλλά αντί για το αναμάρτητον του Πάπα, σ’ αυτή τη σύνοδο θα κηρυχθεί το αναμάρτητόν του Ελληνισμού, και όσο και να φωνάζουμε κατά, εμείς θα είμαστε και πραγματικά και κανονιστικά ασήμαντη μειονότητα σ’ αυτή τη σύνοδο. Και, ποιοι ΕΜΕΙΣ; Μήπως φτάσαμε έως τον πληθυντικό αριθμό; Όχι, εμείς ακόμη και στην πολιτική (με συγχωρείται!) και στη θρησκευτική ζωή αποτελούμε μία μονάδα. Παντού, όπου τα ζητήματα θα επιλύονται βάσει της πλειοψηφίας των ψήφων, εμείς θα χάνουμε εξάπαντος». Όπως γίνεται φανερό ο πραγματικός στόχος των ίσων δικαιωμάτων όλων των ορθόδοξων λαών αποσκοπούσε στην δημιουργία φιλορωσικής παράταξης στους συνόδους.
Εδώ προκύπτει το ερώτημα ποιος ήταν ο τελικός σκοπός της πολιτικής Ρωσικής αυτοκρατορίας στην εκκλησιαστική πτυχή του Ανατολικού ζητήματος; Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δίνει η απόρρητη έκθεση η οποία συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1915 με εντολή της Ιεράς Διοικούσας Συνόδου (ανώτατο διοικητικό όργανο της Ρωσικής Ιεράς Συνόδου) από τον Ιβάν Σοκολώφ (1865-1939, καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, εν ενεργεία κρατικός σύμβουλος, γνωστός ειδικός στα θέματα Κανονικού Δικαίου) για λογαριασμό του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Στην έκθεση ο ρόλος του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείο παρουσιάζεται ως θετικός και καθοριστικός για την Ορθοδοξία. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο Σοκολώφ απορρίπτει κατά κράτος τις κατηγορίες για παπική αίρεση κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την αμφισβήτηση του πρωτείου του, τα οποία αποδίδει σε «στενό εθνικισμό, ο οποίος έφερε στα άκρα τις σχέσεις μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και διάφορων εθνών (Σέρβων, Βούλγαρων, Ρουμάνων) που ανήκαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και επιδίωκαν κατά τον 19ο αιώνα να αποκτήσουν εκκλησιαστική αυτοκεφαλία…».
Σ’ ότι αφορά τις δικαστικές αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Σοκολώφ υπογραμμίζει, ότι βάσει της «Επαναγωγής» του Βασίλειου Α’, τα «Βασιλικά» του Λέοντος Σοφού και άλλων νομικών κειμένων των βυζαντινών αυτοκρατόρων «Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ζωντανό νομικό θεσμό, κατοχυρωμένο στο ισχύων γενικό κανονιστικό κώδικα της Έλληνο-Ανατολικής Εκκλησίας, ο οποίος έχει τη σημασία ενός από τους κύριους και σταθερούς παράγοντες του οικουμενικού εκκλησιαστικο-διοικητικού και δικαστικού συστήματος…».
Παράλληλα με την αξιολόγηση του παρελθόντος ο Σοκολώφ δίνει και τις κατευθυντήριες γραμμές για το μέλλον του Πατριαρχείου και συγκεκριμένα γράφει ότι «Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, στην μελλοντική θέση του που θ’ αποκτήσει εντός της επικρατείας του Ρωσικού Βασίλειου, πρέπει να έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που του ανήκαν σύμφωνα με την ισχύ των εκκλησιαστικών κανόνων κατά τη βυζαντινή εποχή. Με άλλα λόγια, για ότι αφορά τη θέση και τον διορισμό της πατριαρχικής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη επέρχεται νέα περίοδος, – θα ήθελα να πω, ρωσική».
Ταυτόχρονα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην έκθεση γίνεται αναφορά και για την μελλοντική διευθέτηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, η οποία προέβλεπε πολιτικό προτεκτοράτο της Ρωσίας στους Αγίους Τόπους, που ήταν απαραίτητο για την αναδιοργάνωση της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας. Η αναδιοργάνωση αυτή προέβλεπε την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του Πατριάρχη, τα οποία αυτός έχασε εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα ακόμα και στα χρόνια του Μακαριότατου Δαμιανού (1848-1931).
Ως αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων τα μέλη της αδελφότητας, όπως ο σκευοφύλακας, οι δραγομάνοι και αρχιγραμματέας απέκτησαν μεγάλη επιρροή και ήταν αυτοί που ουσιαστικά διαχειρίζονταν το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων και ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να καθαιρέσουν τον Πατριάρχη. Σε δεύτερη φάση η αναδιοργάνωση προέβλεπε την καθαίρεση του κλειστού εθνικού κύκλου της Αγιοταφίτικης αδελφότητας, η οποία αποτελούταν αποκλειστικά από τους Έλληνες, ώστε η αδελφότητα να αποκτήσει πανορθόδοξο και διεθνοτικό χαρακτήρα.
Αλλά το πιο σημαντικό μέρος της έκθεσης αφορά το ρόλο της Ρωσικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με την αντίληψη του Σοκολώφ: «Λόγω της ενσωμάτωσης της Κωνσταντινούπολης στην επικράτεια του Ρωσικού Κράτους, ως πόλης του Οικουμενικού Πατριάρχη, αναπόφευκτα θα προέκυπτε το ζήτημα περί του ρωσικού πατριαρχείου»… «Έρχεται η ώρα, όταν υπό την εξουσία του Ρώσου Τσάρου, ο οποίος κληρονόμησε από τους βυζαντινούς βασιλιάδες την ιστορική διαδοχή για την υπεράσπιση και την προστασία της ορθοδοξίας, θα πρέπει να αναβιώσει εκκλησιαστικό-διοικητικό καθεστώς βάσει του βυζαντινού θεσμού. Διότι, μαζί με τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, «δεύτερος κατά Πρεσβεία τιμής» πρέπει να είναι ο Ρώσος Πατριάρχης – της Πετρούπολης»,.. «όταν η θρόνος του προκαθήμενου της Ρωσικής Εκκλησίας θα δοθεί στον Πατριάρχη, τότε θα αποκατασταθεί και η κανονιστική αξία της βυζαντινής ανατολικής διδαχής για την πατριαρχική πενταρχία, ήτοι για τους πέντε ισότιμους πατριάρχες στην ενιαία Έλληνο-ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έχασε την σημασία της μετά το 1054, όταν η Ρωμαϊκή εκκλησία μαζί με τον πατριάρχη της είχε εκπέσει από την ενότητα της με την Οικουμενική Εκκλησία»,… «ας εξαιρέτω η μεγάλη Εκκλησία της Ρωσίας και ας στεφανωθεί η καθεδρία της με το αξίωμα και την εξουσία του Πατριάρχη της Πετρούπολης, ισότιμου των άλλων ανατολικών Πατριαρχών, με τον πρωτεύοντα ανάμεσά τους δια της Πρεσβείας τιμής τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Νέας Ρώμης – της Κωνσταντινούπολης!..».
Μελετώντας την έκθεση του Σοκολώφ, η οποία εξέφραζε την θέση της Ρωσικής Εκκλησίας για την διευθέτηση του εκκλησιαστικού διοικητικού συστήματος της Ορθοδοξίας στον μεταπολεμικό κόσμο, βλέπουμε ότι προσεγγίζονται τρία βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά την θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου – το οποίο έπρεπε να διατηρήσει όλα τα προνόμιά του που είχε επί των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το δεύτερο ζήτημα, που αφορούσε το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων – προέβλεπε την πλήρη αναδιοργάνωση της Αδελφότητας του Παναγίου Τάφου, ώστε από αμιγώς ελληνικό να γίνει διεθνοτικό. Το τρίτο ζήτημα αφορούσε την Ρωσική Εκκλησία.
Αδιαμφισβήτητα, το ζήτημα περί της Ρωσικής Εκκλησίας αποτελεί το σημείο κλειδί της έκθεσης, καθώς προϋποθέτει την ανασύσταση του Ρωσικού Πατριαρχείου, το οποίο έπρεπε να αναπληρώσει την έκπτωτη Ρωμαϊκή Εκκλησία και να είναι δεύτερη κατά Πρεσβεία τιμής μετά τον Οικουμενικό θρόνο, κάτι που θα επέτρεπε την αναβίωση της αρχαίας διδαχής για τον θεσμό της πενταρχίας.
Για να κατοχυρωθεί αυτό νομικά η Ρωσική Εκκλησία έπρεπε να συγκαλέσει οικουμενική σύνοδο, η σημασία της οποίας θα ήταν ισάξια αυτής της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Τι όμως έγινε τότε, το 381 μ.Χ στην Κωνσταντινούπολη; Τότε λήφθηκε Γ’ κανόνας που απέδωσε στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης τα δεύτερα σε τάξη Πρεσβεία τιμής, και την ονομασία Νέα Ρώμη. Ακριβώς αντίστοιχος κανόνας που θα απέδιδε στην Εκκλησία της Πετρούπολης τα δεύτερα σε τάξη Πρεσβεία τιμής, αλλά και την ονομασία τη Νέας, Τρίτης Ρώμης, θα είχε ληφθεί στην οικουμενική σύνοδο της Πετρούπολης.
Η περίσταση αυτή εξηγεί την πρόθεση για την διατήρηση όλων των προνομίων της Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και την αναδιοργάνωση της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας, διότι έτσι θα εξασφαλιζότανε η λήψη και η νομιμότητα του κανόνα που θα απέδιδε στην Εκκλησία της Πετρούπολης τα δεύτερα σε τάξη Πρεσβεία τιμής και την ονομασία της Νέας, Τρίτης Ρώμης.
Ακριβώς με αυτόν, νομικά κατοχυρωμένο τρόπο η ιδέα της Τρίτης Ρώμης, η οποία διατυπώθηκε το 1523 από τον ρώσο μοναχό Φιλόθεο θα είχε εφαρμοστεί στη ζωή.
Όπως καθίσταται σαφέστατο από το παραπάνω απόσπασμα της εκθέσεως ο τελικός στόχος του τότε (;) ρωσικού σχεδιασμού σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε πρώτη φάση αποσκοπούσε σε υπονόμευση της θέσης του, ενώ σε δεύτερη φάση προέβλεπε τον πλήρη έλεγχο του.
Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση των σχέσεων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι πρίσμα μέσα από το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε το πως άλλαξε σήμερα η στάση της Ρωσικής Εκκλησίας σε σχέση με το ζήτημα της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας.
1. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Σερβίας, δηλαδή των εδαφών που δεν ανήκαν στην ρωσική δικαιοδοσία, η Ρωσική Εκκλησία θεωρούσε νόμιμη την επιθυμία τους για την αυτοκεφαλία της εκκλησίας τους, ενώ τώρα για την Ουκρανία και τους Ουκρανούς τη θεωρεί «αντικανονική».
2. Ήταν αντίθετη στην επιθυμία του Οικουμενικού Πατριάρχη Σωφρόνιου να λύσει το Βουλγαρικό ζήτημα με τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, τώρα όμως υποστηρίζει ότι το Ουκρανικό ζήτημα πρέπει να εξεταστεί στη Σύνοδο των Ορθόδοξων Εκκλησιών.
3. Ενώ τότε καταδίκασε τον Άνθιμο ΣΤ’ για την κήρυξη του εθνοφυλετισμού ως αίρεσης, για το σχίσμα και τον αναθεματισμό των βουλγάρων ιερέων, σήμερα η ίδια προέβη σε αποστασιοποίηση (οιονεί σχίσμα) κατηγορώντας τον Οικουμενικό για όσα παρακάτω αναφέρονται.
4. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ρωσική Εκκλησία αναγνώριζε την σημασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως ενός από τους κύριους και σταθερούς παράγοντες του οικουμενικού εκκλησιαστικό-διοικητικού και δικαστικού συστήματος. Ενώ σήμερα είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε αυτό.
Το κατά πόσο οδυνηρή είναι η κρίση για την Ρωσική Εκκλησία δείχνουν οι αντιδράσεις των εκκλησιαστικών εκπροσώπων αλλά και των κεντρικών ρωσικών ΜΜΕ, που στρέφονται κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Τον κατηγορούν πως είναι μασόνος και θέλει την καταστροφή της Ορθοδοξίας, τον κατηγορούν για ελληνικό θρησκευτικό ρατσισμό, την εκκοσμίκευση και τον φιλελεύθερο εκκλησιαστικό εκσυγχρονισμό, για παπική αίρεση -πως δήθεν θέλει να γίνει ο Πάπας των Ορθοδόξων-, αντί για Οικουμενικό Πατριάρχη τον αποκαλούν επίσκοπο της Ιστανμπούλ, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν υπάρχει πια η Κωνσταντινούπολη, γράφουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις αντικανονικές του πράξεις έχει εκπέσει από την Ορθοδοξία και έχασε το πρωτείο του κ.λπ..
Το μεγάλο πρόβλημα της ρωσικής πλευράς είναι πως οι συζητήσεις που γίνονται εστιάζουν αποκλειστικά στο τι συμβαίνει τώρα. Κανείς όμως δεν θέλει να μιλήσει για το ποια είναι η ρίζα του προβλήματος. Η κρίση που σήμερα βιώνει η Ρωσική Εκκλησία έχει τις ρίζες της σε δύο σημαντικά γεγονότα του 20ού αιώνα. Το πρώτο είναι η κατάλυση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η αριστοκρατική ελίτ της, η οποία καθαίρεσε την μοναρχία το Φεβρουάριο του 1917, που ήταν ακρογωνιαίος λίθος του κράτους. Δηλαδή δεν είναι οι μπολσεβίκοι που κατέλυσαν την Ρωσική αυτοκρατορία αλλά τα έργα και οι ημέρες της ρωσικής αριστοκρατίας.
Το δεύτερο, είναι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ η οποία δρομολογήθηκε από τον Μπόρις Γιέλτσιν που ήταν Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας. Απ’ ότι είναι εμφανές στον αναγνώστη, και στις δύο περιπτώσεις, σ’ αυτή της καταλύσεως της αυτοκρατορίας και αυτή της διαλύσεως της ΕΣΣΔ τον πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η ρωσική πολιτική ελίτ.
Όμως, στην αντίληψή της ρωσικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας, την οποία ένθερμα υποστηρίζουν τα κρατικά ΜΜΕ, η ρίζα του προβλήματος είναι τελείως διαφορετική και συνίσταται στον πόλεμο κατά της Ορθοδοξίας την οποία η Ρωσία καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το πρόβλημα μετατοπίζετε στον εξωτερικό εχθρό. Το παράλογο είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται πως υπαίτιοι για την κρίση είναι οι ίδιοι. Αυτοί ήταν που ένθερμα υποστήριζαν το δικαίωμα των ορθόδοξων εθνών για αυτοκέφαλες εκκλησίες. Αυτοί διέλυσαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία και την ΕΣΣΔ. Αυτή η τύφλωση δεν θα τους επιτρέψει να αποτρέψουν στο μέλλον παρόμοια προβλήματα. Ότι έσπειραν αυτό θερίζουν.
Ήδη η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας ανακοίνωσε τη διακοπή της κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Φαίνεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με αντίστροφους αυτή τη φορά ρόλους. Αργά ή γρήγορα το Πατριαρχείο της Μόσχας θα πρέπει να αποδεχτεί την πραγματικότητα, όπως κάποτε αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διατηρήσει την ενότητα του Ορθόδοξου κόσμου.
Σε περίπτωση μη συμφιλίωσης και οριστικού σχίσματος η Ρωσική Εκκλησία κινδυνεύει να βρεθεί εκτός του κύκλου του Ορθόδοξου κόσμου. Το σχίσμα αναπόφευκτα θα οδήγηση σε μεταμόρφωση της Ορθοδοξίας στη Ρωσία σε νέο χριστιανικό ρεύμα το οποίο θα έχει έντονο συντηρητικό ρωσικό εθνικό χαρακτήρα. Κάτι παρόμοιο ήδη έχει συμβεί στην ιστορία της Ρωσίας.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχασε την θρησκευτική επιρροή του στη Ρωσική Εκκλησία. Μέσα σε δυο αιώνες αυτόνομου εκκλησιαστικού βίου στη Ρωσία αναπτύχθηκαν παρεκκλίσεις στα θρησκευτικά έθιμα και βιβλία. Το 1650 ο Πατριάρχης Μόσχας ο Νίκων, αποφάσισε να τα διορθώσει σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, κάτι που προκάλεσε μεγάλο ρωσικό σχίσμα. Το μεγαλύτερο μέρος του ποιμνίου δέχτηκε την ελληνική παράδοση και αποτελεί σήμερα τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ αυτοί που δεν την δέχτηκαν και έμειναν πιστοί στην αρχαία ρωσική παράδοση μεταλλάχθηκαν από ορθόδοξους σε Εκκλησία των Παλαιών Πιστών.
Η απώλεια της Ορθοδοξίας – της ελληνικής πίστης, όπως την αποκαλούσαν μέχρι τον 20ό αιώνα στην Ρωσία, – αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος για τη Ρωσία. Το 1917 η ρωσική αριστοκρατία συνετέλεσε ώστε να εξοντωθεί ο πολιτικός πυλώνας της Ορθοδοξίας ο αυτοκράτορας, και η Ρωσία διαλύθηκε. Η διαδικασία της ανόρθωσης ήταν εξαιρετικά επίπονη με μεγάλο γεωπολιτικό κόστος.
Το 2018 το ρωσικό ιερατείο κάνει το πρώτο βήμα για τον εξοβελισμό του θρησκευτικού πυλώνα, δηλαδή της ίδιας Ορθοδοξίας που αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε θρησκευτικά, πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά το κρατικό οικοδόμημα της Ρωσίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση το κόστος θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.