της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα έκαναν κουμάντο οι σοφοί και οι εκλεπτυσμένοι. Θα σκέπτονταν τι είναι καλύτερο για τους μη σοφούς και εκλεπτυσμένους και θα τους βοηθούσαν να ζήσουν κι εκείνοι κάπως σαν κι αυτούς. Θα συζητούσαν, θα ανέλυαν και ο νικητής του πνευματικού αγώνα θα κυβερνούσε. Όπως στις σελίδες του New Yorker. To φυσούν και δεν κρυώνει που η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Θα καταστραφεί ο κόσμος, θα χαθούν τα δημοκρατικά κεκτημένα, αναταραχή κι αναμπουμπούλα στους θεσμούς, αβεβαιότητα στο μέλλον της τεχνολογίας. Στα γραφεία του New Yorker άνοιξε την πόρτα και μπήκε με την καλαθούνα του ο Χατζηχρήστος.
Πριν λίγα μόλις χρόνια, ένα βιβλίο που έγινε αστραπιαία ευπώλητο, περιέγραφε πώς επιβίωσε ένα νέο αγόρι από τη μιζέρια της λευκής, μη προνομιούχας οικογένειάς του κι έφτασε μέχρι τη Νομική του Yale. H λευκή, φτωχή οικογένεια, απόγονοι ορεσίβιων, μπορούσε να καταπιεί με τις βίαιες σχέσεις και τις εξαρτήσεις της τον ταλαντούχο νέο. Αλλά δεν τον κατάπιε. Ο νέος δεν αποφοίτησε μόνο από το Yale, αφού πέρασε από το στρατό για να έχει μια ελπίδα ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά έφτασε με τις κατάλληλες διπλωματικές κινήσεις να κερδίσει τη θέση του αντιπροέδρου. Ο απόγονος των άξεστων χωρικών πάτησε την πρωτεύουσα. Στην ελληνική κοινωνία το ίδιο μοτίβο έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές. Την πιο αληθινή εξομολόγηση αυτής της αλλαγής από τη χαμοζωή σε μια ζωή που να αξίζει να τη ζεις την άφησε ο εξαίρετος τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης (“Ο ήχος της σάλπιγγος”, Καστανιώτης 1999). Η “Ελεγεία του ορεσίβιου” (“Hillbilly elegy”) του Αμερικανού αντιπροέδρου διαθέτει το καθησυχαστικό καλό τέλος και αποκαλύπτει μια ανησυχητική αλήθεια. Πολλοί άνθρωποι, απίστευτα πολλοί άνθρωποι, καίγονται μόνο για τα άμεσα προβλήματα της επιβίωσής τους. Δεν τους νοιάζει ο πόλεμος σ’ έναν μακρινό τόπο. Δεν τους αγγίζει η αδικία κάπου αλλού και ο πυρήνας της δημοκρατίας. Τους νοιάζει ένα κρεββάτι να κοιμηθούν και μια μερίδα φαγητό πακέτο. Δεν έχουν καν τα μέσα για να μαγειρέψουν. Όλη η ελπίδα τους εντοπίζεται σ’ ένα ψωραλέο επίδομα. Ούτε θέλουν, ούτε καταλαβαίνουν να μιλήσουν εκλεπτυσμένα. Προς τι τα δάκρυα, όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι θέλουν κάποιον που τάζει μεροκάματο και μιλάει τις λίγες δικές τους λέξεις; Οι εξαθλιωμένες γυναίκες δεν σκάνε για τη γυναικεία ενδυνάμωση. Την κενή αυτή λέξη τη λένε προνομιούχες ήδη γυναίκες, που τάχα μιλούν εξ ονόματος όλων. Στον άγριο κόσμο, που οι καλές προθέσεις και τα πνευματικά επιτεύγματα δεν μπορούν να τιθασεύσουν, ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πίσω, τί σημασία έχει; Ποιό είναι το βήμα μπρος και ποιό το βήμα πίσω και ποιός αυτός που το ορίζει;
Για κάθε χωριό που ερημώνει και για κάθε τραγούδι που δεν θα βρίσκεται κανείς να το τραγουδήσει, κάποιος καλοθρεμμένος θα κουνά το δάχτυλο και θα θυμώνει που οι ορεσίβιοι, βουνών και λαϊκών συνοικιών, δεν πηδάνε τη γραμμή για τη δικιά του, σωστή πλευρά της ιστορίας.
Φωτογραφία: Οι πρωταγωνιστές της αμερικανικής σειράς “The Beverly Hillbillies” (Οι ορεσίβιοι του Μπέβερλυ Χιλς) μπροστά στο Καπιτώλιο, 1970.