Οι τρεις σχολές σκέψης και πολιτικής στα ελληνοτουρκικά

- Advertisement -

του Μάνου Καραγιάννη

Μετά το 1974 υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης και πολιτικής στα ελληνοτουρκικά, που τέμνουν οριζόντια τις κομματικές γραμμές: η φιλελεύθερη, η συντηρητική και η δυναμική.

Μετά το 1974 υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης και πολιτικής στα ελληνοτουρκικά, που τέμνουν οριζόντια τις κομματικές γραμμές: η φιλελεύθερη, η συντηρητική και η δυναμική. Πέρα από τις ιδεολογικές τους αναφορές, οι σχολές αντανακλούν κατά περίπτωση προσωπικές πεποιθήσεις και στυλ ηγεσίας. Συχνά δε μέσα στην ίδια κυβέρνηση συνυπάρχουν διαφορετικές σχολές. Η κάθε μία έχει τις δικές της επιδιώξεις, αλλά και προσλαμβάνουσες παραστάσεις για την Τουρκία.

Η φιλελεύθερη σχολή διατείνεται ότι η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών είναι εφικτή υπό προϋποθέσεις. Υποστηρίζει με θέρμη τον διάλογο ανάμεσα στις δύο πλευρές και δίνει μεγάλη έμφαση στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Η προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή να πείσει την κυβέρνηση Ντεμιρέλ το 1975 να γίνει από κοινού προσφυγή για την υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εντάσσεται σε αυτή τη σχολή. Εκτοτε η φιλελεύθερη προσέγγιση έχει εξελιχθεί σημαντικά. Πέρα από τη δικαστική διευθέτηση, η στρατηγική του Ελσίνκι την περίοδο του Κώστα Σημίτη εστίαζε στον εξευρωπαϊσμό της γειτονικής χώρας. Με αυτόν τον τρόπο θα προέκυπτε ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας και κατ’ επέκταση η εμπέδωση της ειρήνης στην περιοχή. Επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου προτάχθηκε η διμερής συνεργασία σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής (π.χ. οικονομία, τουρισμός) ως καταλύτης θετικών εξελίξεων.

Βασική αδυναμία της σχολής είναι η έλλειψη κατανόησης των μεγάλων αλλαγών που έχουν συντελεστεί στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και διεθνώς. Αλλωστε, είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι η Τουρκία έχει εξελιχθεί σε μια αναθεωρητική δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Εντούτοις, η φιλελεύθερη σχολή παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής σε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού και της ακαδημαϊκής διανόησης.

Αρθρο του Άγγελου Συρίγου στην «Κ»: Τι περιμένουμε από το Διεθνές Δικαστήριο;

Η συντηρητική σχολή επιδιώκει τη διατήρηση του υφιστάμενου στάτους κβο στο Αιγαίο και προβάλλει ορισμένες επιφυλάξεις για την προοπτική δικαστικής επίλυσης στη Χάγη. Δεν πρόκειται για τη σχολή ακινησίας, όπως συχνά αναφέρεται. Η συντηρητική προσέγγιση αποδέχεται κριτικά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και ενστερνίζεται τη λογική του αυστηρά οριοθετημένου διαλόγου. Παραμένει πιστή στην εθνική θέση ότι υπάρχει μόνο μία ελληνοτουρκική διαφορά προς επίλυση, δηλαδή τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Επίσης, δεν αποδέχεται τη φιλελεύθερη άποψη ότι ο χρόνος δουλεύει απαραίτητα υπέρ της Τουρκίας, αφού στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο.

Θιασώτες της συγκεκριμένης σχολής υπήρχαν στις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή, Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώτος σταμάτησε τη διαδικασία του Ελσίνκι που οδηγούσε σε εθνική ήττα, ο δεύτερος απομάκρυνε τα ζητήματα κυριαρχίας από τον ελληνοτουρκικό διάλογο και ο τρίτος αρκέστηκε στην «αγορά χρόνου», χωρίς διάθεση ανατροπών. Η συντηρητική σχολή συνεχίζει να έχει σημαντικά ερείσματα μέσα σε αρκετά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ.

Τέλος, η δυναμική σχολή δεν εμπιστεύεται ιδιαίτερα τη διεθνή διαιτησία και επικεντρώνεται σε δύο δείκτες σκληρής ισχύος: τη δημιουργία αμυντικών συμμαχιών και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Στον δημόσιο διάλογο αρκετοί τη χαρακτηρίζουν «εθνικιστική σχολή» επειδή αντιμετωπίζει την Τουρκία ως μια διαρκή απειλή. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιος όρος δεν χρησιμοποιείται στη διεθνή βιβλιογραφία. Η στρατιωτική διαχείριση της κρίσης του 1987 και η εκπόνηση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος με την Κυπριακή Δημοκρατία είναι δύο γνωστά παραδείγματα αυτής της σχολής. Σε έναν κόσμο που επικρατεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια, η αρχή της αυτοβοήθειας επιτάσσει την υιοθέτηση μιας στρατηγικής εξισορρόπησης ή ακόμη και ανάσχεσης της Αγκυρας.

Η φιλελεύθερη σχολή θεωρεί ότι η επίλυση των διαφορών είναι εφικτή, η συντηρητική θέλει διατήρηση του υφιστάμενου στάτους κβο, η δυναμική επι- διώκει τη σκληρή ισχύ.

Το κύριο μειονέκτημα της δυναμικής προσέγγισης είναι ότι η αύξηση της στρατιωτικής έντασης μπορεί να οδηγήσει σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες περί νομοτελειακής σύγκρουσης. Βασικός εκπρόσωπός της ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά ψήγματα της συγκεκριμένης σχολής υπήρχαν και σε πρόσφατες κυβερνήσεις της Ν.Δ. Η δυναμική σχολή παραμένει ελκυστική στα μάτια της κοινής γνώμης, αλλά διαθέτει πλέον λιγότερους υποστηρικτές στα κόμματα εξουσίας και τον ακαδημαϊκό κόσμο.

Οι τρεις σχολές δεν είναι μονολιθικές ή στατικές. Πάντα υπάρχει μια σχετική ευελιξία, που προκύπτει από την εξέλιξη των γεγονότων στις διμερείς σχέσεις και ευρύτερα. Επιπρόσθετα, όλοι οι λήπτες αποφάσεων συνυπολογίζουν το πολιτικό κόστος στη χάραξη της πολιτικής, ειδικά όταν επίκεινται εκλογές ή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι δεδομένη. Σε κάθε περίπτωση, η κάθε σχολή δίνει διαφορετική απάντηση για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η φιλελεύθερη διακατέχεται από μια υπέρμετρη αισιοδοξία για την επίτευξη ενός ειρηνικού μέλλοντος στην περιοχή, η συντηρητική αντιμετωπίζει με δυσπιστία τα κελεύσματα για αμοιβαίες υποχωρήσεις σε αυτή τη χρονική συγκυρία και η δυναμική διακρίνεται για την εγγενή απαισιοδοξία της αναφορικά με τη δυνατότητα της Τουρκίας να αλλάξει στάση έναντι του Ελληνισμού. Η Ιστορία είναι ο τελικός κριτής όλων.

Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Καθημερινή

spot_img

7 ΣΧΟΛΙΑ

  1. “Η δυναμική σχολή παραμένει ελκυστική στα μάτια της κοινής γνώμης”

    Πολύ αμφιβάλλω κι αυτό φάνηκε ήδη από τα Ίμια, για να μην πάω πιο πίσω. Οι περισσότεροι βρήκαν σώφρονα -έτσι τούς έπεισε η κυβερνητική προπαγάνδα- την ενδοτική πολιτική Σημίτη και γι αυτό το έβγαλαν πρωθυπουργό οκτώ μήνες μετά. Και σήμερα, που κυβερνά ο μαθητής του, καταβάλλεται πάσα προσπάθεια να πεισθεί ο κόσμος ότι πρέπει να τα “βρούμε” με την Τουρκία, έστω κι αν δώσομε κάτι. Προσπαθούν να μην αφήσουν τον Έλληνα να σκεφτεί ότι το “να δώσομε κάτι” δεν είναι παρά η αρχή τού να τα δώσομε όλα! O λαός αυτός, που κάποτε με ενθουσιασμό υπερασπιζόταν την Πατρίδα και τα εθνικά του συμφέροντα, έχει καταντήσει μαλθακός και προτιμά την ησυχία του.

    • Νομιζω οτι έτσι είναι. Η Δυναμική Σχολή, οχι μόνο στα ελληνοτουρκικά αλλα και σε άλλα θέματα δεν είναι πλεον ελκυστική αλλά αποριπτέα απο μεγαλο μερος της ¨κοινής γνώμης¨. Η κοινή γνώμη εχει κουραστεί και έχει ως στόχο να γίνει μέρος της ελίτ και οχι να αντισταθεί στην ελιτ. Δεν υπαρχει δηλ. λαος και Κολωνακι αλλα μόνο το δεύτεrο με τοn ;oποιο λαό να εχει ως μεγάlη ιδέα να γίνει Βρυξελλοκολωνακιώτης.

  2. Καλή η θεωρητική ανάλυση, αλλά στην ελληνική πραγματικότητα παρατηρείται ένα οξύμωρο, που περιπλέκει την διάκριση των “σχολών”: οι θιασώτες της σκληρής ισχύος να μην μεριμνούν ιδιαιτέρως γι’ αυτήν και οι ευεπίφοροι σε κατευναστικές πολιτικές να αποδίδονται με μεγαλύτερο ζήλο στον εξοπλισμό της χώρας!!!

    Χαρακτηριστικό (όχι και μοναδικό) παράδειγμα το δίπολο Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτη (αναφέρομαι σε αυτούς αφ’ ενός επειδή μνημονεύονται στο άρθρο, αφ’ ετέρου επειδή ανήκουν στο ίδιο κόμμα, ώστε να μην εκληφθεί η παρατήρησή μου ως έχουσα κομματική χροιά).
    * Ο μεν πρώτος τήρησε σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας, αλλά στην εξοπλιστική του αδράνεια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ανατροπή του ισοζυγίου αεροπορικής ισχύος υπέρ της Τουρκίας (η περιβόητη “αγορά του αιώνα” υπήρξε ένα εξωραϊσμένο φιάσκο).
    * Ο δε δεύτερος υπήρξε ο πλέον υποχωρητικός ηγέτης της Ελλάδος, κατά την μεταπολίτευση, όμως επί των ημερών του έλαβε χώρα το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας, μετά το 1974.

    Αυτή η ασυνέπεια διακηρύξεων και έργων ίσως – εν τέλει – συμβάλλει στην αποδόμηση μιας εικόνας αξιόπιστου συνομιλητή, που θα όφειλε να εκπέμπει ένα σοβαρό κράτος.

    ΥΓ1:
    Η έννοια της σκληρής ισχύος δεν θα πρέπει να περιορίζεται στα οπλικά συστήματα, αλλά σε μια σύνθεσή τους με την οικονομία (χωρίς αυτήν δεν αγοράζονται, ούτε κατασκευάζονται όπλα), την παιδεία και την κοινωνική συνοχή.

    ΥΓ2:
    Από την αντίφαση που παρέθεσα περί τα εξοπλιστικά καθίσταται σαφές – νομίζω – πως ούτε η βούληση, ούτε τα όπλα αρκούν αφ’ εαυτών, αλλά απαιτείται ο συνδυασμός τους.

    • Εξαιρετική τοποθέτηση.
      Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι στοιχείο είναι:
      “Η έννοια της σκληρής ισχύος δεν θα πρέπει να περιορίζεται στα οπλικά συστήματα, αλλά σε μια σύνθεσή τους με την οικονομία”

      Εγώ θα αντέστρεφα περίπου το δίπτυχο, διότι η οικονομία φυσικά είναι καθρέφτης της παιδείας και της κοινωνικής συνοχής, ενώ με βάση αυτή καθορίζεται το απαραίτητο μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων.
      Πιστεύω επίσης ότι η οικονομία, σε σχέση πάντα με την παιδεία και την κοινωνική συνοχή, είναι παράγοντες οι οποίοι είναι ικανοί να εξηγήσουν την ασυνέπεια των σχολών στην οποία αναφερθήκατε.

      • Πολύ εύστοχες επισημάσνεις!

        Για τους παράγοντες ισχύος και την αλληλεπίδρασή τους, θα παρέπεμπα στο προσφάτως αναδημοσιευθέν από τις “Ανιχνεύσεις” άρθρο μου για την τουρκική στρατηγική σκέψη των καθηγητών Erim και Davutoglu, όπου σχολιάζεται η θεωρία ισχύος του τελευταίου.
        https://www.anixneuseis.gr/από-τον-erim-στον-davutoglu/

        Η περαιτέρω εξέταση της ασυνέπειας που εντοπίσθηκε υπό οικονομικό (και όχι μόνο) πρίσμα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση, επίσης.

        Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος είναι το αν η εξοπλιστική πολιτική ορισμένων κυβερνήσεων σε αυτά υπαγορεύθηκε από το πρόγραμμά τους ή υπήρξε εξαναγκαστική. Για παράδειγμα, τόσο οι εξοπλισμοί επί Σημίτη, όσο και οι πρόσφατοι, επί Κυρ. Μητσοτάκη, φαίνεται πως δρομολογήθηκαν υπό το κράτος πανικού (τότε λόγω Ιμίων, τώρα λόγω των κρίσεων του 2020) και δεν αποτελεούσαν συνειδητή επιλογή.

        Αυτή η κατάσταση επιτείνει την εικόνα ανυποληψίας του κράτους μας. Διότι όταν τμήμα του πολιτικού συστήματος ομνύει στην ισχύ, αλλά διά των πράξεών του αποδυναμώνει την χώρα, ενώ άλλο τμήμα του πολιτικού κόσμου πιστεύει στην ματαιότητα των πολεμικών ανταγωνισμών, αλλά στην πρώτη “στραβή” εκλιπαρεί δεξιά κι αριστερά για όπλα και προστασία, τότε διαμηνύουμε πως δεν έχουμε στρατηγική και μακρόπνοη στόχευση, αλλά πορευόμαστε με αυτοσχεδιασμούς και εμπνεύσεις της στιγμής!

        Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ανησυχία μου για τα ελληνοτουρκικά. Ότι έχουμε απέναντί μας έναν “παίκτη” που ξέρει τί θέλει και πώς να το αποκτήσει (έστω και σε βάθος χρόνου), ενώ εμείς αποτυγχάνουμε να τον αποκωδικοποιήσουμε και ετεροκαθοριζόμαστε. Ώστε ακόμη και αν μια ευτυχής συγκυρία οδηγούσε σε παροδική δικαίωση των θέσεων μας, σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο, θα βρισκόμαστε πάλι σε μειονεκτική θέση!

        ΥΓ:
        Είναι πολύ χαρακτηριστική η παράλληλη πορεία του κλάδου πολεμικής βιομηχανίας σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι προσπάθειες των δύο χωρών για εγχώρια βάση ξεκίνησαν σχεδόν παραλλήλως, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αφορμή για την Ελλάδα η αποξένωση στο θέμα της Κύπρου και για την Τουρκία το εμπάργκο των ΗΠΑ. Και ενώ η Ελλάς ξεκίνησε με δυναμισμό, με την ΥΠοΒι και τον αείμνηστο αντιπτέραρχο Βαγιακάκο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέληξε με μερικές ακόμη προβληματικές ΔΕΚΟ! Ενώ η Τουρκία έχει καταφέρει, με στοχοπροσήλωση και μικρά αλλά σταθερά βήματα, να εξελιχθεί σε σημαντικό παράγοντα της διεθνούς παραγωγής όπλων.
        Το οργανωτικό χάος στην Ελλάδα περιγράφει ένα πολύ εμπεριστατωμένο άρθρο για τα εγχώρια προγράμματα ΜΕΑ, του ιστολογίου “Βελισάριος21”.
        https://belisarius21.wordpress.com/2022/11/06/τα-όρια-της-ελληνικής-πολιτικής-πολεμ/

  3. Λυπάμαι αλλά ο αρθρογράφος του κειμένου περιγράφει ελλιπώς την πραγματικότητα που αφορά στις σχολές σκέψεις που προσεγγίζουν τα Ελληνοτουρκικά.
    Αυτό που περιγράφεται στο άρθρο ως «Δυναμική Σχολή» είναι γνωστή ως «Ρεαλιστική Σχολή Σκέψης της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων», η οποία είναι και η κρατούσα σχολή σκέψης στην διεθνή επιστημονική κοινότητα. Εκφράζεται δε σε επιπέδο βιβλιογραφίας, από τους σπουδαιότερους διεθνολόγους παγκόσμιος (Waltz, Morgenthau, Mearsheimer) το έργο των οποίων αποτέλεσε και αποτελεί θεμέλιο λίθο για την επιστήμη των διεθνών σχέσεων.
    Η προσέγγιση που ο αρθρογράφος σας αναφέρει ως «Συντηρητική Σχολή» και που εφάρμοσαν κάποιες ελληνικές κυβερνήσεις υπάγεται εμφανώς στην «Ρεαλιστική Σχολή Σκέψης» αλλά διαφέρει σε επίπεδο τακτικής και όχι σε επίπεδο στρατηγικής.

    Εν κατακλείδι σωστά αναφέρει ο συντάκτης του κειμένου ότι ο όρος «εθνικισμός» που αποδόθηκε στης «Ρεαλιστική Σχολή Σκέψης» στην Ελλάδα δεν υφίσταται ούτε στην διεθνή βιβλιογραφία ούτε στην επιστημονική κοινότητα βεβαίως. Πρόκειται για όρο που τεχνηέντως αποδόθηκε από μέρος του ελληνικού τύπου σε επιστήμονες που έκανα σφοδρή κριτική στην ελληνική κυβέρνηση μετά το φιάσκο των Ιμίων και την συμφωνία της Μαδρίτης. Αυτό έγινε στο πλαίσιο μιας προσπάθειας μιντιακής διαχείρισης της τότε κατάστασης.
    Σε ότι αφορά στην ερώτηση ποια σχολή σκέψης είναι η ενδεδειγμένη για την διαχείριση των ελληνοτουρκικών, μια σε βάθος μελέτη του ιστορικού πλαισίου των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κυρίως όμως η μελέτη και γνώση του Τουρκικού πολιτικού συστήματος, μπορεί να δώσει με ευδιάκριτο τρόπο την απάντηση. Υπάρχουν Έλληνες Διεθνολόγοι που έχουν γνώση των παραπάνω και μπορούν διαφωτίσουν με εγκυρότητα το ελληνικό κοινό.

    Το κείμενο είναι επιεικώς ατυχές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα