της Μαρίας Ν. Παπαδοπούλου*
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ: Η Δικηγόρος και Αναλύτρια Διεθνών Σχέσεων Μαρία Παπαδοπούλου προσεγγίζει, απο σήμερα και σε τρείς συνέχειες, σε βάθος τις σχέσεις Ρωσίας- Κίνας. Σχέσεις με ιστορικές διαστάσεις που επηρέασαν τις εξελίξεις της ανθρωπότητας και απο ό,τι φαίνεται θα τις επηρεάσουν και στο προσεχές μέλλον, αναλόγως των επιλογών που θα κάνουν οι ΗΠΑ ως προς τον εχθρό απέναντι στον οποίο θα ετεροπροσδιοριστούν.
Το μέλλον, λοιπόν, αυτών των σχέσεων και η σημασία τους για τις νέες παγκόσμιες ισορροπίες είναι που κάνει επιτακτική την ιστορική γνώση τους.
Α! ΜΕΡΟΣ
ΚΙΝΑ – ΡΩΣΙΑ
Ποιες ήταν οι σχέσεις τους έως την κατάρρευση της ΕΣΣΔ
Κι εκεί που διέσχιζαν το ποτάμι, ο βάτραχος γύρισε και ρώτησε τον σκορπιό,
«Γιατί με τσίμπησες? Τώρα θα πνιγούμε κι οι δύο ..».
Κι ο σκορπιός, σκαρφαλωμένος και γαντζωμένος ακόμα πάνω στην πλάτη του βατράχου, του απάντησε…
«Γιατί είμαι σκορπιός !»
α. Εισαγωγή.
«Σύντροφοι και φίλοι,
Το κινεζικό έθνος είναι ένα μεγάλο έθνος. Με ιστορία άνω των 5.000 ετών, η Κίνα συνέβαλε ανεξίτηλα στην πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο του οπίου του 1840, η Κίνα μειώθηκε σταδιακά σε μια ημι–αποικιακή, ημι–φεουδαρχική κοινωνία και υπέστη μεγαλύτερες καταστροφές από ποτέ. Η χώρα υπέστη έντονη ταπείνωση, οι άνθρωποι υπέστησαν μεγάλο πόνο και ο κινεζικός πολιτισμός βυθίστηκε στο σκοτάδι. Από τότε, η εθνική αναζωογόνηση ήταν το μεγαλύτερο όνειρο του κινεζικού λαού και του κινεζικού έθνους.»
Σι Τζινπίνγκ , 1.7.2021
Με αυτά τα λόγια, ξεκίνησε την ομιλία του στην Πλατεία Τιενανμέν απευθυνόμενος προς τον λαό του, ο Κινέζος Πρόεδρος την ημέρα της επετείου των 100 ετών από την ίδρυση του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ).
Στα λόγια του αυτά, κρύβονταν οι πιο πικρές αλήθειες, που στοιχειώνουν ακόμα μέχρι τις μέρες μας , όχι μόνο τον ίδιο τον Προέδρο της Κίνας ή τα μέλη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος , αλλά μέχρι και τον τελευταίο Κινέζο πολίτη, που γεννήθηκε, γαλουχήθηκε και μεγάλωσε με αυτήν την πίκρα.
Στην ιστορία της Κίνας, πολλοί λαοί, ήρθαν και πέρασαν και την σημάδεψαν. Ένας λαός όμως, από όλους τους υπόλοιπους, της έχει δώσει το χαριστικό, το πιο ταπεινωτικό, το πιο επίπονο και καίριο πλήγμα. Το βέλος του τρύπησε την καρδιά της Κίνας και βρίσκεται, ακόμη μέχρι τις μέρες μας, βαθιά σφηνωμένο εκεί διατρέχοντας το συλλογικό ασυνείδητο του λαού της.
Είναι ποτέ δυνατόν αυτό το βέλος να μην είναι καθοριστικό και να μην διαμορφώνει τον χαρακτήρα των μεταξύ τους σχέσεων μέχρι τις μέρες μας ?
Τι εννοούσε με τα παραπάνω λόγια του ο Σι Τζινπινγκ ?
Γιατί ξεκίνησε με αυτές τις συγκεκριμένες φράσεις τον λόγο του την 1.7.2021, κατά τους μεγάλους εορτασμούς της Κίνας για την εκατονταετή πλέον ιστορία του ΚΚΚ ?
Τι βάθος έχουν και τι σημασία αποκτούν για αυτόν ?
Ποια η ανταπόκριση των φράσεων του αυτών στον ψυχισμό του λαού της Κίνας στον οποίο απευθυνόταν?
Τι κρυφά μηνύματα κρύβονταν μέσα στις προτάσεις του αυτές?
Είναι ικανές αυτές να καθορίσουν το παρόν αλλά και να οριοθετήσουν και να κατευθύνουν τις κινήσεις της Κίνας στο μέλλον?
Η ερμηνεία κι η κατανόηση των παραπάνω φράσεων, όπως είπε κι ο ίδιος ο Σι Τζινπινγκ , ξεπερνά τον 20ο αιώνα και χάνεται κάπου βαθιά μέσα στον χρόνο…
Για να είμαι ειλικρινής στην αρχή σκεφτόμουν να πιάσω την ιστορία από την μέση, κάπου από τα 1969 και να προχωρήσω γρήγορα σε μια ανάλυση των σύγχρονων σχέσεων αυτών των δύο χωρών. ‘Όμως , αυτό θα ήταν άδικο για τον αναγνώστη, θα του έλειπαν, ίσως, τα πιο ουσιαστικά κομμάτια του πάζλ, ώστε να μπορέσει να σχηματίσει μόνος του πλήρη εικόνα και μια ολοκληρωμένη άποψη, που θα τον βοηθήσει να αξιολογήσει την σύγχρονη δυναμική των σχέσεων της Κίνας με την Ρωσία και των κινήσεων τους, όπως εξελίσσονται στο σήμερα.
Επομένως μια ιστορική αναδρομή, που θα μας κοινωνήσει τα μυστικά των σχέσεων αυτών των δύο χωρών, μάλλον είναι χρήσιμη για να αποτελέσει την βασική θεματολογία αυτού του άρθρου, πριν προσγειωθούμε στις τρέχουσες σχέσεις τους.
*
β. Ιστορική Αναδρομή
Οι σχέσεις Κίνας – Ρωσίας δεν ήταν πάντα αγαστές, όπως ίσως πολλοί νομίζουμε. Για την ακρίβεια , το μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού χρόνου της ιστορικής τους διαδρομής, οι σχέσεις των δύο αυτών κρατών , μόνον ως εξαιρετικά εχθρικές, με ιδιαίτερα μάλιστα «θερμές» περιόδους, διάστικτες από ιδιαίτερα μελανές κηλίδες , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν . Με αυτές τις ιστορικές αφηγήσεις λοιπόν λέω να καταπιαστούμε στο σημερινό άρθρο..
*
Από τους Ευρωπαϊκούς λαούς, οι πρώτοι, που ουσιαστικά γνώρισαν πραγματικά καλά την Κίνα , ήταν οι Ρώσοι.
Αν εξαιρέσεις βέβαια τον Μάρκο Πόλο, που έζησε στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα και κάποιους περιστασιακούς Βενετούς εμπόρους, που την είχαν ανακαλύψει λίγο νωρίτερα κι όταν επέστρεφαν από τα μακρινά τους ταξίδια στην Κίνα περιέγραφαν, στους ντόπιους της Γαληνοτάτης, ιστορίες που λίγο διέφεραν για αυτούς από τις ιστορίες του βαρόνου Μινχάουζεν…
Κι αν εξαιρέσεις σαφώς και τους Πορτογάλους, που ανακάλυψαν την Κίνα κάπου στα 1517 κι ύστερα από μια σειρά εχθροπραξιών απωθήθηκαν από τους Κινέζους σε μια μικρή χερσόνησο, με μια συστάδα νησιών στις νότιες ακτές της Κίνας, νοτιοδυτικά του Χονγκ Κόνγκ όπου ως το 1557 δημιούργησαν την περιορισμένης γεωγραφικά έκτασης αποικία του Μακάο που διέσωζαν ως υπερπόντια κτήση τους μέχρι το 1974… Κατά τα λοιπά, όλοι οι υπόλοιποι δυτικοί λαοί, μέσω κάποιων περιπλανώμενων εμπόρων κι ιεραποστόλων, έμελλε να έρθουν αρχικά σε ενός βαθμού επιδερμική επαφή με την Κίνα, κάποιους αιώνες αργότερα , όταν ήδη τους είχαν προλάβει οι Ρώσοι, καθώς η συνάντηση των τελευταίων με την Κίνα προπορεύονταν έναν περίπου αιώνα νωρίτερα, δηλαδή από το πρώτο μισό του 17ου αιώνα.
Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η συνάντηση της Κίνας με την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία, που άρχισε να εξελίσσεται από τα τέλη του 18ου αιώνα και όλον τον 19ου αιώνα δεν έμελλε να αποτελέσει για αυτήν μια εξίσου δραματική ιστορία και μια τραυματική εμπειρία, με κάποιες από τις απολήξεις της να εξελίσσονται τουλάχιστον μέχρι και το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990..
*
-Μογγολικές επιδρομές-κατάκτηση.
Ωστόσο, σε αντίθεση με όλους τους δυτικούς λαούς, δεν συνέβη το ίδιο με τα μογγολικά φύλα, που κυριολεκτικά από τον 12ο έως και τον 14ο αιώνα είχαν ταράξει την Κίνα στις επιδρομές, με αναμφίβολα την χειρότερη, από όλες τις επιδρομές τους, αυτή του Τζέκινγκς Χαν, ο οποίος. μέχρι τον θάνατο του το 1227 μ.Χ., στα 66 του χρόνια, κατέκτησε όλα τα εδάφη από την Κασπία έως την Κορέα, δηλαδή μέσα σε αυτά κι ολόκληρη την Κίνα. Τις κατακτήσεις αυτές τις διατήρησε ο εγγονός του Κουμπλάϊ Χάν, που στην πορεία τον διαδέχτηκε. Ο τελευταίος πέθανε κάπου προς τα τέλη του 13ου αιώνα, συνεχίζοντας την αιμοσταγή παράδοση του παππού του κι έχοντας μετατρέψει ως τότε, από άκρου εις άκρον τα εδάφη της σημερινής Κίνας σε μογγολική περιφέρεια . Όταν ο Μάρκο Πόλο μιλούσε για Κίνα, σε αυτήν την Κίνα αναφέρονταν, την υπό μογγολική κατοχή.
Η Δυναστεία των Μινγκ όταν ανέβηκε στην εξουσία τον 14ο αιώνα, αφού προηγούμενα χρειάστηκε να υποσκελίσει την Μογγολική Δυναστεία των Γιουάν , εξόπλισε την Κινεζική Αυτοκρατορία, με την συγκρότηση στρατού 1 εκατομμυρίου ανδρών κι έκανε τα κύρια οχυρωματικά έργα στο ήδη υπάρχον παλιό Σινικό Τείχος, που το επέκτειναν με όλες του τις διακλαδώσεις σε μήκος 21.196 χιλιομέτρων κάνοντας το Μεγάλο, με σκοπό να προστατευτεί η Κίνα από τις επιδρομές των Μογγόλων. Έκτοτε , ακόμα και τις εποχές, που είχαν πλέον υποχωρήσει οι μογγολικές επιδρομές, κάθε αυτοκράτορας στην Κίνα όφειλε να το προσέχει και να το συντηρεί κι αυτό ήταν ίσως μία από τις πρώτες του δουλειές όταν αναλάμβανε τα καθήκοντα του.
*
Οι Ρώσοι, ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά με την Κίνα κάπου το 1640, δηλαδή τον 17ο αιώνα. Συγκεκριμένα, την εποχή εκείνη κάποιοι Ρώσοι νομάδες, αφού προηγουμένως είχαν διασχίσει την Σιβηρία, προχωρώντας ανατολικότερα, έφτασαν κι άρχισαν να δημιουργούν οικισμούς γύρω από την λεκάνη του ποταμού Αμούρ τις οποίες επέκτειναν έως τις εκβολές του στις ασιατικές ακτές του Ειρηνικού.
Οι Κινέζοι, καθώς θεωρούσαν την περιοχή κινεζικό έδαφος, εξαρχής τους είδαν με κακό μάτι και σαν βάρβαρους εχθρούς. Έτσι, πολύ σύντομα κοίταξαν να τους καθυποτάξουν κι επιπλέον δεν δέχτηκαν τον Ρώσο Πρέσβη που τους έστειλε ο Τσάρος Μιχαήλ του οίκου των Ρομανόφ.
Όταν λοιπόν οι Κινέζοι επιτέθηκαν στους Ρώσους καταπατητές , για κακή τους τύχη, ξεχύθηκαν από τα βουνά Στανόβοϊ οι Κοζάκοι κι άρχισε το πανηγύρι.
Αυτή ήταν η πρώτη σύγκρουση των Ρώσων με τους Κινέζους. Διήρκησε περίπου 40 χρόνια, ξεκινώντας στα 1640 και τέλειωσε κάπου στα 1680, με την υπογραφή μεταξύ τους της Συνθήκη του Νερτσίνσκ.
Οι Ρώσοι, δέχτηκαν με την Συνθήκη αυτή να εγκαταλείψουν την λεκάνη του ποταμού Αμούρ κι οι Κινέζοι δέχτηκαν την κυριαρχία των Ρώσων στην περιοχή μεταξύ ποταμού Αργκούν και λίμνης Βαϊκάλης , που μέχρι τότε πίστευαν ότι τους ανήκε.
Επομένως, από την πρώτη σύγκρουση αυτή, κερδισμένοι βγήκαν οι Ρώσοι, που απέκτησαν εδάφη που μέχρι τότε δεν τους ανήκαν. Βγήκαν όμως επιπλέον κερδισμένοι και για έναν άλλο λόγο, αφού σχεδόν αμέσως άνοιξαν τα ρωσικά εμπόρια με την Κίνα, που απέφεραν ζεστό χρήμα στα ταμεία της Τσαρικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα για τους Κινέζους το ρωσικό εμπόριο προκαλούσε πολλά και μεγάλα προβλήματα, από τους διάφορους μεθυσμένους Ρώσους εμπόρους, που προξενούσαν συνεχώς διάφορα επεισόδια κι αναστάτωναν συστηματικά, με τις γενικότερα προκλητικές τους συμπεριφορές, τα ευαίσθητα ήθη κι έθιμα της Κινέζικης κοινωνίας.
*
Παρόλα αυτά ,δίχως πόλεμο, Ρωσία και Κίνα, κατάφεραν να κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και στην συνέχεια όρισαν τα σύνορα τους στην Άπω Ανατολή υπογράφοντας στα 1727 την ομώνυμη Συνθήκη του Κυαχτά, μιας πόλης στα σύνορα της σημερινής Ρωσίας με την Μογγολία. Οι Συνθήκες του Νερτσίνσκ και του Κυαχτά, είναι σημαντικές γιατί αποτέλεσαν τις βάσεις που έδωσαν στους Κινέζους την αναγκαία περίοδο ηρεμίας στα βορειοανατολικά σύνορα τους ώστε να επιτεθούν στα 1755 στα δυτικά σύνορα τους στην Εξωτερική Μογγολία, όπου βρίσκονταν διάφορα μογγολικά χανάτα της εποχής, τα οποία υπερνίκησαν κι έτσι η Κίνα απέκτησε και κατέχει μέχρι σήμερα την περιοχή Σιντζιάγνκ.
Αποκτώντας δε, την κυριαρχία της Σιντζιάνγκ, συγχρόνως η Κίνα απέκτησε και στα δυτικά της, κοινά σύνορα με την Ρωσία.
Οι Ρώσοι, ήδη από τα 1590 περίπου είχαν κατέβει το ποταμό Ίρτισ, εκδίωξαν κι αυτοί με την σειρά τους κάποια άλλα μογγολικά χανάτα κι είχαν εδραιώσει κυριαρχία σε μια περιοχή που εκτείνονταν μέχρι τις στέπες του σημερινού Καζακστάν.
Τις Συνθήκες Νερτσίνσκ (1680) και Κυαχτά (1727) , οι Ρώσοι τις υπέγραψαν με την Δυναστεία των Τσινγκ.
Η Δυναστεία αυτή, που ξεκίνησε την μεγαλειώδη πορεία της κάπου στα 1644 ήταν και η τελευταία αυτοκρατορική Δυναστεία της Κίνας. Η παντοκρατορία της διήρκησε μέχρι το 1912. Οι Τσινγκ όμως δεν ήταν Κινέζοι, ήταν Μαντσού, δηλαδή με καταγωγή από την Μαντζουρία. Οι Μαντσού είναι τουρκμενικό-αλταϊκό φύλο, που μαζί με άλλα αλταϊκά φύλα, κατέβηκαν από τις περιοχές της Σιβηρίας κι εγκαταστάθηκαν στις βορειοανατολικές ακτές του Ειρηνικού στην περιοχή της Μαντζουρίας. Το 90% των Κινέζων ανήκουν στην φυλή των Χαν, που κατοικεί από την αρχαιότητα στα συγκεκριμένα εδάφη. Επομένως το διάστημα από 1644 έως και 1912 την Αυτοκρατορία της Κίνας, ύστερα από τους Μογγόλους, ανέλαβαν και την κυβερνούσαν Τουρκμενικής- Αλταϊκής καταγωγής αυτοκράτορες και με αυτούς υπέγραψαν όλες τις συνθήκες οι Ρώσοι, αλλά και κάθε επόμενος δυτικός λαός.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι Τουρκμένος ή Τουρκμάνος δεν σημαίνει κατ’ανάγκη Τούρκος. Ο όρος Τουρκμένος ή Τουρκμάνος αναφέρεται στους ανθρώπους των διαφόρων αλταϊκών φύλων που κατέβαιναν από την οροσειρά Αλτάι , που βρίσκονται μεταξύ των σημερινών κρατών Ρωσίας-Μογγολίας και Κίνας και δόθηκε από τον Άραβα λόγιο και γεωγράφο, Αλ Μουκαντάσι ή Αλ Μουκντίσι (al Muqaddasi), περίπου στα τέλη του 10ου αιώνα στο βιβλίο του με τίτλο «Ahsan Al-Taqasim Fi Ma’rifat Al-Aqalim». Σύμφωνα με τις αναφορές του συγκεκριμένου βιβλίου, Τουρκμένος ή Τουρκμάνος , σημαίνει «κάποιος που μοιάζει με Τούρκο» κι όχι κάποιος που είναι πράγματι Τούρκος. Ο συσχετισμός έγινε από τον Αλ Μουκαντάσι ή Μουκντίσι, επειδή την ίδια εποχή η Περσία (σημερινό Ιράν) είχε δεχθεί επιδρομές από τους Σελτζούκους Τούρκους, είχε έρθει το πρώτον σε επαφή με αυτούς κι εντέλει κατακτήθηκε από αυτούς, από όπου στην συνέχεια χρησιμοποίησαν τα πρώην περσικά εδάφη για τις επιδρομές τους στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σσ. Βυζάντιο).
Επομένως για να μην μπερδεύουμε τα πράγματα, οι Μαντσού και η Δυναστεία των Τσινγκ, δεν ήταν Τούρκοι, ήταν απλώς ένα ακόμα αλταϊκό φύλο, από τα πολλά που κατέβηκαν από τον Σιβηρικό Βορρά, πέρασαν τα Αλτάι και ξεχύθηκαν προς τον νότο.
Με αυτόν τον τρόπο, για κάτι παραπάνω από έναν αιώνα, από τα 1727 μέχρι το 1858 περίπου οι σχέσεις της Αυτοκρατορίας της Κίνας και της Τσαρικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας κύλησαν σχετικώς ανέφελα.
Δεν έμελλε όμως να εξακολουθήσουν σε αυτόν τον ρυθμό, καθώς στο μέλλον θα ξεκινούσε ο Πόλεμος του Οπίου…
*
-Πόλεμος του Οπίου
Ο Πόλεμος του Οπίου διεξήχθη σε 2 φάσεις.
Στην πρώτη φάση, η Μεγάλη Βρετανία στράφηκε κατά της Αυτοκρατορίας της Κίνας.
Στην δεύτερη φάση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ενεπλάκησαν από κοινού στον πόλεμο ενάντια της Κίνας. Ωστόσο, όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό, τελικά εδαφικά κερδισμένη από τους Πολέμους του Οπίου, αποδείχθηκε η Τσαρική Ρωσία, που απέσπασε σημαντικά εδάφη από την Κίνα, χωρίς μάλιστα να συμμετέχει με ένοπλα μέσα, σε καμία από τις δύο φάσεις του πολέμου αυτού.
Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκαν τα πράγματα..
*
Βρισκόμαστε κάποιους αιώνες μετά την εποχή των Μεγάλων Ανακαλύψεων.
Οι Βρετανοί κι οι Γάλλοι, ακολουθώντας το παράδειγμα των Πορτογάλων και των Ισπανών και μετέπειτα των Ολλανδών, ήδη από τον 17ο με αρχές του 18ου αιώνα άρχισαν να επεκτείνονται όλο και πιο ανατολικά. Τον 19ο αιώνα η Μεγάλη Βρετανία ήδη είχε προτεκταριοποιήσει κι αποικιοποιήσει μεγάλες περιφέρειες του ανατολικού ημισφαιρίου.
Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, στην Ινδική Υποήπειρο, έκανε χρυσές δουλειές. Μεταξύ άλλων στα τέλη του 18ου αλλά και όλον τον 19ο αιώνα, καλλιεργούσε συστηματικά κι εμπορευόταν μονοπωλιακά το όπιο ως νόμιμο φάρμακο της εποχής και για το εμπόριο αυτό χρησιμοποιούσε πολλά από τα λιμάνια της Κίνας, που μόλις είχε ανακαλύψει, έπειτα και από την προσπάθεια ανοίγματος των Κινέζων αυτοκρατόρων προς τον έξω κόσμο.
Ωστόσο, οι Αυτοκράτορες της Δυναστείας των Τσινγκ, είχαν εκδώσει ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλεπάλληλα αυτοκρατορικά διατάγματα που καθιστούσαν το εμπόριο του όπιου μέσα στην χώρα τους, παράνομο και δεν δέχονταν την διακίνησή του μέσω των κινέζικων λιμανιών. Αυτά τα διατάγματα οδήγησαν πολύ σύντομα στο λαθρεμπόριο του οπίου που άρχισε συστηματικά να διεξάγεται μέσα στα κινεζικά εδάφη. Συγκεκριμένα η Βρετανική εταιρεία Ανατολικών Ινδιών αγνόησε τα διατάγματα των Κινέζων αυτοκρατόρων και συνέχισε να αποθηκεύει το όπιο στις κινέζικες εγκαταστάσεις του Καντόν (Κουάνγκτσόου) από όπου το διακινούσε πλέον μέσω κινέζων λαθρεμπόρων, εκτοξεύοντας τις ποσότητες του διακινούμενου οπίου και τα κέρδη της στα ύψη, αφού αυτό ως απαγορευμένο είδος τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή του ντόπιου πληθυσμού.
Μάλιστα, εκείνη την εποχή, μερικοί Αμερικανοί πήραν μέρος στο λαθραίο εμπόριο οπίου. Πιο συγκεκριμένα, οιι Αμερικανοί έμποροι το μετέφεραν από την Τουρκία στην Κίνα και το αποθήκευαν στο Καντόν, από όπου οι κινέζοι λαθρέμποροι συνέχιζαν να το προωθούν τόσο μέσα στην Κίνα , όσο και προς την Ινδοκίνα. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο παππούς του άλλοτε Προέδρου των ΗΠΑ κυρίου Franklin D. Roosevelt και οι πρόγονοι του τέως υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, την περίοδο 2013-2017, κυρίου John Forbes Kerry.
Όταν ο Αυτοκράτορας της Δυναστείας των Τζινγκ κατάσχεσε το λαθραίο εμπόρευμα κι αγανακτισμένος έστειλε στην Βασίλισσα Βικτωρία επιστολή διαμαρτυρίας, ζητώντας της να δώσει εντολή να σταματήσουν τα παράνομα εμπόρια οπίου μέσω της χρήσης των λιμανιών της Κίνας, οι Βρετανοί σκέφτηκαν ως λύση να αποζημιώσουν τον Κινέζο Αυτοκράτορα, νομίζοντας πως ο χρηματισμός του, θα ήταν ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν πλέον ήσυχοι να συνεχίσουν το εμπόριο του οπίου στα εδάφη Κίνας κι Ινδοκίνας και πως θα εξασφάλιζαν την ανοχή του.
Ωστόσο ο Κινέζος Αυτοκράτορας, παρά τα αναμενόμενα, συνέχισε να τους καταστρέφει το εμπορευματοκιβώτια οπίου κι έτσι την 21 Ιουνίου 1840 κατέφθασε ένας εξοργισμένος Βρετανικός Στόλος με τα πιο υπερσύγχρονα κι εξελιγμένα όπλα της εποχής και βομβάρδισε από άκρου εις άκρον τα λιμάνια της Κίνας. Οι Κινέζοι, καθώς ποτέ τους δεν υπήρξαν ναυτικός λαός κι υστερούσαν στον πόλεμο στην θάλασσα, αλλά και συνάμα διότι δεν διέθεταν τόσο προηγμένα όπλα όσο οι Βρετανοί, σύντομα αντιλήφθηκαν πως δεν επρόκειτο να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο.
Έτσι, στα 1842 υπέγραψαν την Συνθήκη του Νανγκίν που τερμάτισε τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου .
Με την Συνθήκη η κυβέρνηση των Τσινγκ, αναλάμβανε να καταβάλλει στους Βρετανούς 20 εκατομμύρια δολάρια για το όπιο που είχε κατασχέσει , επιπλέον αποζημίωση των Βρετανών εμπόρων για τις έως τότε ζημίες που τους προκάλεσε ο πόλεμος, να απελευθερώσει όλους τους Βρετανούς αιχμαλώτους πολέμου και να δώσει γενική αμνηστία σε όλους τους Κινέζους υπηκόους της, λαθρέμπορους, που είχαν συνεργαστεί με τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του α’φάσης του πολέμου, επιτρέποντας και παραχωρώντας συγχρόνως την άδεια στους Βρετανούς το νησί του Χονγκ Κόνγκ και το απέναντί, από το νησί, λιμάνι να μεταβληθεί σε Βρετανική αποικία.
Σε αντάλλαγμα οι Βρετανοί θα απέσυραν σταδιακά όλα τα στρατεύματά και το ναυτικό τους, εκκενώνοντας πλήρως τα εδάφη και τις θάλασσες της νότιας Κίνας, όταν πλέον η Αυτοκρατορική δυναστεία θα εξοφλούσε ολοσχερώς το χρέος της.
Έτσι έκλεισε η πρώτη φάση του Πολέμου του Οπίου..
*
Ο δεύτερος Πόλεμος του Οπίου, ξεκίνησε περίπου στα 1856, ενόσω ακόμα συνέχιζαν να εκτελούνται οι συμφωνίες της Συνθήκης του Νανγκίν και πριν προλάβει ο Αυτοκράτορας Τσίνγκ να ξεπληρώσει το αρχικό του χρέος.
Η ιστορία εξελίχθηκε ως ακολούθως….
Ένας από τους βρετανικούς στρατηγικούς στόχους, μετά την λήξη του πρώτου Πολέμου του Οπίου ήταν να επεκτείνουν οι Βρετανοί τα προνόμια που τους παρείχε η Συνθήκη του Νανγκίν με την νομιμοποίηση του εμπορίου οπίου σε ολόκληρη την Κίνα. Δηλαδή κρυφός πόθος και σκοπός των Βρετανικών ήταν η επέκταση του γενικότερου εμπορίου τους , με το άνοιγμα ολόκληρης της Κίνας σε αυτό και με ταυτόχρονη απαλλαγή των εισαγωγών τους από τους εσωτερικούς δασμούς διαμετακόμισης. Επομένως οι βρετανικές βλέψεις πια ξεπερνούσαν το εμπόριο του οπίου, που είχαν ήδη εξασφαλίσει
Επιπρόσθετα στις επιδιώξεις των Βρετανών συγκαταλέγονταν κι η κινέζικη στρατιωτική βοήθεια για την πάταξη της πειρατείας στον Ινδο-Ειρηνικό αλλά και η επισημοποίηση της βρετανικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας σύνταξης των πάσης φύσεων κινεζικών δημόσιων εγγράφων. Σαν να λέμε η πλήρης αποικιοποίηση της Κίνας.
Η Κίνα αντιστάθηκε στις βρετανικές απαιτήσεις αυτές κι έτσι πολύ γρήγορα τα πράγματα έφτασαν σε κατάσχεση του βρετανικού πλοίου «Βέλος» από τις κινεζικές δυνάμεις. Αυτός είναι και ο λόγος που η β’ φάση του Πολέμου του Οπίου πήρε το προσωνύμιο κι ως «Ο Πόλεμος του Βέλους». Για την ιστορία, κάποιος πλοίαρχος βρετανικού πλοίου επικαλέστηκε πως είδε από μακριά τους Κινέζους να κατεβάζουν την βρετανική σημαία από το πλοίο Βέλος κι ενημέρωσε αυθωρεί και παραχρήμα τους ανωτέρους του. Με την αναφορά αυτή, δόθηκε η αφορμή που έψαχναν οι Βρετανοί να ξεκινήσουν εκ νέου τους βομβαρδισμούς των λιμανιών κατά μήκος των κινεζικών ακτών. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε αυτούς τους βομβαρδισμούς έφτασαν μέχρι σημείου να ισοπεδώσουν πλήρως ακόμα και το Χονγκ Κόνγκ, που τους είχε παραχωρηθεί ήδη για τα εμπόρια τους .
Γρήγορα μπήκαν και οι Γάλλοι στο παιχνίδι και συνασπίστηκαν με τους Βρετανούς, δοθείσης αφορμής της εκτέλεσης ενός Γάλλου Ιεραποστόλου της Παγκόσμιας Αποστολής των Ξένων Ιεραποστόλων του Παρισιού που αποδόθηκε στους Κινέζους.
Έτσι, ο βρετανικός στρατός, με επικεφαλής τον γνωστό και μη εξαιρετέο λόρδο Έλγιν κι ο γαλλικός στρατός, με επικεφαλής τον Ζαν-Μπατίστ Λουί Γκρος , επιτέθηκαν από κοινού και κατέλαβαν το λιμάνι του Γκουανγκζού στα τέλη του 1857. Λίγο αργότερα από το γεγονός αυτό, ενεπλάκησαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που, ως βρετανική ακόμα αποικία, έστειλαν ενισχύσεις στις Βρετανικές και Γαλλικές δυνάμεις.
Εντωμεταξύ ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας, ενώ υποσχόταν να στείλει κι αυτός δυνάμεις. εντέλει, αν και δε το έπραξε, είδε το όλο πράγμα ως εξαιρετική ευκαιρία κι άρχισε σε διπλωματικό επίπεδο να πιέζει κι αυτός με την σειρά του τους Τσινγκ για μεγαλύτερες παραχωρήσεις , ανάμεσα στις οποίες ήταν κι η νομιμοποίηση του εμπορίου οπίου, η δυνατότητα μεταφοράς φθηνών εργατών (coolies) στα ρωσικά εδάφη του Βορρά κι η απαλλαγή δασμών σε απαξάπασες τις ξένες εισαγωγές των πάσης φύσεων εμπορευμάτων εντός Κίνας.
Όμως ούτε στα πιο τρελά όνειρα του Τσάρου , αυτό που έμελλε εντέλει να συμβεί…
Να μην τα πολυλογούμε, το αποτέλεσμα ήταν Βρετανοί και Γάλλοι μέχρι το 1958 να έχουν προελάσει στην κινέζικη ενδοχώρα, έχοντας πλέον φτάσει στα περίχωρατου Πεκίνου , προξενώντας στο διάβα τους τεράστιες καταστροφές. Πόλεις καίγονταν συθέμελα, λιμάνια γίνονταν σωροί από ερείπια, φράγματα καταστρέφονταν, το αίμα κυλούσε ποτάμι ! Ανάμεσα στις γενικότερες καταστροφές συμπεριλαμβάνονταν και το παλαιό αλλά και το νέο θερινό ανάκτορο των Τσινγκ, με τους Γάλλους να έχουν φτάσει στο σημείο να προτρέπουν επίμονα να πυρποληθεί και να γίνει στάχτη μέχρι κι η Απαγορευμένη Πόλη, η οποία είναι θαύμα πώς σώθηκε.
Η Κίνα μετά τους Πολέμους του Οπίου κατέρρευσε.Όταν ο Κινέζος Αυτοκράτορας Τσινγκ, ονόματι Σιάνφενγκ, πληροφορήθηκε τα καθέκαστα και στην συνέχεια ότι Βρετανοί και Γάλλοι εξολόθρευσαν κυριολεκτικά όλο το εκλεκτό μογγολικό ιππικό του , δεν άντεξε το χτύπημα. Πολύ σύντομα πέθανε βυθισμένος μέσα στην ανείπωτη θλίψη του, αφήνοντας τον 6χρονο τότε γιό του στο τιμόνι με 8 αντιβασιλείς στην διοίκηση μέχρι την ενηλικίωσή του.
Άλλωστε ανάμεσα στους δυτικού, ήδη από καιρό επονομαζόταν ως ο «Άρρωστος της Ασίας».
Οι αντιβασιλείς, ντροπιασμένοι, σύρθηκαν και υπέγραψαν μια σειρά από Συνθήκες, με πραγματικά εξευτελιστικούς και μειωτικούς όρους για την Κίνα οι οποίες φέρουν τον όρο «Άνισες Συνθήκες».
Η πρώτη από αυτές ήταν η Συνθήκη της Τιενστίν στα 1858. Συνοπτικά, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και οι ΗΠΑ, θα μπορούσαν να εγκαταστήσουν Πρέσβεις τους στο Πεκίνο, δέκα κινέζικα λιμάνια θα γίνονταν περιοχές ελεύθερου εμπορίου για τις χώρες αυτές, με δικαίωμα ελλιμενισμού των πλοίων τους κι ελεύθερης ναυσιπλοϊας τους στις Κινεζικές θάλασσες, αδασμολόγητης κινήσεως των πολιτών τους στην κινεζική ενδοχώρα κι ελεύθερου εμπορίου των προϊόντων τους. Επιπλέον η Κίνα υποχρεωνόταν σε τεράστιες χρηματικές αποζημιώσεις προς την Βρετανία και την Γαλλία, για την ηθική τους βλάβη από τις πάσης φύσεως ζημίες τους που τους προκάλεσε ο πόλεμος μαζί της.
Ωστόσο το πράγμα δεν έμεινε ως εδώ . Η Κίνα υποχρεώθηκε να υπογράψει επιπλέον, επιμέρους, διμερείς συνθήκες με όλους τους νικητές κι έτσι οι Γάλλοι πιέζοντας τους Κινέζους αντιβασιλείς, εξώθησαν την Δυναστεία των Τσινγκ να υπογράψουν δύο ξεχωριστές Άνισες Συνθήκες με την Τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία…
Οι διμερείς Άνισες Συνθήκες όλων των υπολοίπων, απλώς προέβλεπαν επιπλέον προνόμια τους στην κινεζική επικράτεια.
Οι διμερείς ωστόσο Άνισες Συνθήκες που υπέγραψαν οι Κινέζοι Αντιβασιλείς Τσινγκ με την Ρωσική Αυτοκρατορία, αποτελούσαν παραδόσεις πολύτιμων κινεζικών εδαφών τα οποία η Ρωσία μέχρι και σήμερα κατέχει..
Συγκεκριμένα, στις 28 Μαΐου 1858, υπογράφηκε με τη Ρωσία η ξεχωριστή Άνιση Συνθήκη του Αϊγκούν για την αναθεώρηση των κινεζικών και ρωσικών συνόρων, όπως είχαν καθοριστεί από τη συνθήκη Νερτσίνσκ του 1680.
Με την Συνθήκη του Αϊγκούν, η Ρωσία, χωρίς να πέσει σταγόνα από αίμα Ρώσου στρατιώτη, απέκτησε την αριστερή όχθη του ποταμού Αμούρ , ωθώντας τα σύνορα της πιο νότια από τα βουνά Στανόβοϊ .
Στην συνέχεια υπογράφηκε η Σύμβαση του Πεκίνου το 1860, με την οποία δόθηκε στην Ρωσία η πλήρης κυριαρχία κι ο έλεγχος μιας μη παγωμένης περιοχής στις ακτές του Ειρηνικού, όπου η Ρωσία ίδρυσε την πόλη Βλαδιβστόκ στον κόλπο Πέτρος ο Μεγάλος. Δηλαδή περιήλθε στην Ρωσία όλη η βόρεια όχθη του ποταμού Αμούρ, μέχρι την Κορέα και τμήμα από το νησί Σαχαλίν, που είναι και το μεγαλύτερο νησί σήμερα της Ρωσίας.
Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από σύσσωμο τον Κινέζικο λαό εξαιρετικά ατιμωτικό, γιατί παραδόθηκε στους Ρώσους, δίχως καν να πολεμήσουν μεταξύ τους , το μεγαλύτερο τμήμα της Μαντζουρίας, της πατρίδας δηλαδή και τόπου καταγωγής όλων των Κινέζων Αυτοκράτορων της Δυναστείας των Τσινγκ.
Η ταπεινωτική ήττα που γεύτηκε η Κίνα στην περίοδο του Πολέμου του Οπίου , ειδικά από την Ρωσία, που ήταν η μόνη από τις δυνάμεις που περιήλθαν στην απόλυτη κυριαρχία της κινέζικα εδάφη, τα οποία περιβάλλονταν ως τότε με ιδιαίτερη ηθική αξία για τον Κινεζικό λαό, στοίχειωσε κυριολεκτικά και χαρακτήρισε όλες τις σχέσεις των δύο αυτών χωρών έκτοτε .
Τα λόγια του Σι Τζινγπνγκ την 1.7.2021 , με τα οποία ξεκίνησε φέτος, στα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΚ, την ομιλία του στην πλατεία Τιενανμέν ενώπιον του Κινεζικού Λαού, για την ταπείνωση που υπέστη η Κίνα, που την βύθισε στον πόνο και το σκοτάδι, είχαν την δική τους ιδιαίτερη σημειολογία καθώς αναφέρονταν ακριβώς σε αυτές τις Άνισες Συνθήκες που υπογράφηκαν κατά το τέλος του Πολέμου του Οπίου.
Για να είμαστε ειλικρινείς, η Κίνα αναμφίβολα δεν ξεχνά…
Αποτελούσαν οι συγκεκριμένες φράσεις του Σι Τζινπινγκ μία κρυφή υπόσχεση προς τον λαό του?
Αυτό ας το κρίνει μόνος του ο αναγνώστης..
Εκείνο που είναι πλέον ή βέβαιον , είναι πως ακόμα κατατρέχει και ρίχνει βαριά την σκιά της στην καρδιά των Κινέζων η ντροπιαστική αυτή παράδοση των εδαφών τους. Οτιδήποτε λαμβάνει, μέχρι τις ημέρες μας, χώρα στην ρωσική πλευρά της Μαντζουρίας, αποκτά αυτομάτως εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλη την Κίνα!
Παραδείγματος χάριν, την 18 Μαΐου 2015, η εφημερίδα Heilongjiang ανακοίνωσε ότι μια γειτονιά και χωριό που σήμερα ανήκουν στο Heihe, μια πόλη που βρίσκεται απέναντι από τον ποταμό Αμούρ στο ρωσικό Blagoveshchensk, θα μετονομαστεί από τους Ρώσους σε “Aigun”. Το άρθρο ανέφερε ότι η απόφαση είχε σκοπό να προωθήσει τον περιφερειακό τουρισμό, μην παραλείποντας ωστόσο να τονίσει ότι η Ρωσία κάνει ότι μπορεί για να βοηθήσει στη διατήρηση αιωνίως των αναμνήσεων της «πικρής ιστορίας» της πόλης.
Το ίδιο το περιεχόμενο του άρθρου , δείχνει ότι το κινεζικό κοινό ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για την ανάκτηση των εδαφών της Μαντζουρίας, συναισθανόμενο ακόμα και τώρα, μετά την πάροδο 150 περίπου χρόνων, το άδικο της έως σήμερα κατοχής της περιοχής από τους Ρώσους.
Το γεγονός αυτό, το γνωρίζουν οι Ρώσοι κι έρχεται με την σειρά του να επιτείνει την καχυποψία τους απέναντι στην Κίνα, επηρεάζοντας μέχρι σήμερα τις αντιδράσεις τους και την επιφυλακτικότητα τους να ενισχύσουν οποιουδήποτε είδους συνεργασία τους με την Κίνα στην συγκεκριμένη περιοχή και όχι μόνον …
*
-Η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην γενναιοδωρία των Γάλλων προς την Τσαρική Ρωσία.
Στο σημείο αυτό , ίσως θα άξιζε να κάνουμε μία μικρή παρένθεση για να τονιστεί ότι η γενναιοδωρία αυτή των Γάλλων που φρόντισαν να μεταβιβαστεί στην Άπω Ανατολή η κυριαρχία κινέζικων εδαφών προς την Τσαρική Ρωσία , δεν ήταν τυχαία.
Οφείλονταν στην ευγνωμοσύνη που συναισθάνονταν η Γαλλία προς την Τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία, διότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, λίγα χρόνια νωρίτερα , συγκεκριμένα στα 1815 στην Συνδιάσκεψη της Βιέννης, όπου υπογράφηκε κι η ομώνυμη Συνθήκη , έσωσε την Γαλλία από βέβαιο διαμελισμό κι έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μην την διαλύσει ο Αυστριακός Πρόεδρος Κλέμενς φον Μέτερνιχ ως ηττημένη στους ναπολεόντειους πολέμους, όπως επιδίωκε εκδικητικά να πείσει την Ιερή Συμμαχία.
Η σωτηρία της Γαλλίας αποδίδονταν από τους Γάλλους στις προσπάθειες του Ιωάννη Καποδίστρια, με την τότε ιδιότητα του ως Υπουργού Εξωτερικών της Τσαρικής Ρωσίας. «Εάν η Γαλλία είναι ακόμα Γαλλία, το χρωστάει σε τρεις άντρες, τα ονόματα των οποίων δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ. Ο Τσάρος Αλέξανδρος και οι δύο υπουργοί του, Καποδίστριας και Πόζο Ντιμπόργκο …», (Si la France est encore la France, elle le doit à trois hommes, dont il ne faut jamais qu’elle oublie les noms. Alexandre et ses deux ministres, Capo d’ Istria et Pozzo di Borgo) όπως έγραψε στα απομνημονεύματα του ο Γάλλος διπλωμάτης κόμης Molet , που συμμετείχε ως Πρέσβης της ηττημένης Γαλλίας και την εκπροσώπησε στην Συνδιάσκεψη της Βιέννης και στην υπογραφή της ομώνυμης Συνθήκης.
Επομένως , προκειμένου να βγάλει την υποχρέωση η Γαλλία, παρέδωσε την κυριαρχία που τόσο επιθυμούσε η Τσαρική Ρωσία και δεν είχε καταφέρει να την επιτύχει με την Συνθήκη Νερτσίνσκ το 1680 και του Κυαχτά στα 1727, σε μια περιοχή της Άπω Ανατολής, που για την ίδια την Γαλλία , δεν είχε το 1858-1860 καμία γεωπολιτική αξία ή γεωστρατηγική σημασία.
Για την Γαλλία της εποχής οι σχέσεις των κρατών ήταν που μετρούσαν κι όχι οι άνθρωποι. Οι πράξεις των ανθρώπων πολύ εύκολα ξεχνιούνται κι οι τιμές που τους οφείλονται αβασάνιστα προσπερνιούνται , για αυτό κι ο Γάλλος Πρέσβης βαρόνος Ρουάν , νωρίς το πρωί στις 27 Σεπτεμβρίου 1931 (με το παλιό ημερολόγιο), άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του στο Ναύπλιο στον Γιώργο Μαυρομιχάλη να υποθάλψει τον δολοφόνο του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδας…
*
-Το Μεγάλο Παιχνίδι
Πάντως η ιστορία έδειξε πως οι Συνθήκες του Αϊγκούν στα 1858 και του Πεκίνου στα 1860, άνοιξαν κι άλλο την όρεξη των Ρώσων. Δύο μόλις χρόνια αργότερα, αυτή την φορά, από την Δυτική πλευρά των κοινών τους συνόρων με την Κίνα, οι Ρώσοι εισέβαλλαν και κατέλαβαν τμήματα της Κινεζικής περιφέρειας.
Κι ήταν αυτό το γεγονός, που έδωσε πολύ σύντομα στην Κίνα μια ανέλπιστη ευκαιρία να ανακτήσει μέρος της χαμένης της αξιοπρέπειας και την αφορμή στους ντροπιασμένους Κινέζους να εκτονώσουν λίγο από το μένος τους κατά των Ρώσων.
Κι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, σε ένα από εκείνα τα τρελά γυρίσματα της ιστορίας, την απρόσμενη δυνατότητα αυτήν την έδωσε στην Κίνα η Μεγάλη Βρετανία !
Αλλά, ας δούμε καλύτερα παρακάτω πώς έγινε αυτό…
Το μεγαλύτερο μέρος του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα, πέρα από τα τεκταινόμενα στην Άπω Ανατολή, κατά τα λοιπά μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας , έτρεχε μια έντονη πολιτική και διπλωματική αντιπαράθεση.
Η αντιπαράθεση αυτή είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός Ψυχρού Πολέμου, αφού οι δύο χώρες ουδέποτε συγκρούστηκαν ευθέως μεταξύ τους. Πεδίο ανάπτυξης της η σύγκρουση αυτή είχε την περιφέρεια της Κεντρικής και Νότιας Ασίας.
Ο συγκεκριμένος, αναίμακτος πόλεμος Μεγάλης Βρετανίας και Τσαρικής Ρωσίας, πήρε το όνομα το Μεγάλο Παιχνίδι. Ο όρος προέρχεται από το μυθιστόρημα «Κιμ» του Κίπλινγκ, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά. Σήμερα, όπως θα θυμάστε, είχαμε ένα Σύγχρονο Μεγάλο Παιχνίδι να παίζεται ακριβώς στην ίδια περιοχή, του σύγχρονου Αφγανιστάν, που εν πολλοίς προσδιόρισε τα όρια της Κίνας, θέτοντας της εμπόδια στην επεκτατικότητά της προέλασης της προς την Δύση…
Ωστόσο τότε, ήταν η Μεγάλη Βρετανία, που ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ανησυχούσε και φοβόταν το ενδεχόμενο η Τσαρική Ρωσία να εισβάλλει , από τον βορρά, μέσω Αφγανιστάν, στην Ινδική Υποήπειρο .Το γεγονός αυτό εάν ποτέ συνέβαινε, μοιραία θα συνεπάγονταν την άμεση, πολεμική σύγκρουση μεταξύ τους.
Η ίδια η περιοχή δεν παρουσίαζε κάποιο άλλο ενδιαφέρον για τους Βρετανούς της εποχής, ωστόσο η κατοχή της θα μπορούσε να χρησίμευε ως «μαξιλάρι» από τον βορρά, για την προστασία από τους Ρώσους των πολύτιμων για τους Άγγλους και χρυσοφόρων Ινδιών. Έτσι, στα 1839 η Μεγάλη Βρετανία , ξεκίνησε επιχείρησε να καταλάβει το Αφγανιστάν και να θέσει υπό τον έλεγχο της τα εδάφη του . Αυτός ήταν ο πρώτος από τους συνολικά τρεις Βρετανο-Αφγανικούς πολέμους. Όμως η προσπάθεια αυτή των Βρετανών , έμελλε να αποτύχει, καθώς οι Αφγανοί φύλαρχοι αποδείχθηκαν τελικά σκληρά καρύδια.Ανάμεσα σε Βρετανούς και Ρώσους, παρεμβάλλονταν η ανεξάρτητη επικράτεια του Αφγανιστάν. Ένα οροπέδιο, με μπόλικη σκόνη , αντίξοες καιρικές συνθήκες και κάτι πολέμαρχους ιθαγενείς που η Μεγάλη Βρετανία εξέλαβε ως εύκολο στόχο.
Η δεύτερη προσπάθεια των Βρετανών θα έρχονταν το 1878. Όμως, στο μεσοδιάστημα μεταξύ πρώτου και δεύτερου Αφγανικού πολέμου, δηλαδή μεταξύ 1842 έως και 1878 στην Βρετανία προέκυψε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συγκυρία , που η τελευταία φρόντισε να την αξιοποιήσει καταλλήλως. Πιο συγκεκριμένα, το 1862 κι αφού όλοι είχαν ξεμπερδέψει ήδη από το 1860 με τους Πόλεμους του Οπίου, από την Δυτική πλευρά των κοινών τους συνόρων με την Κίνα , η αχόρταγη για εδάφη Τσαρική Ρωσία , εισέβαλλε , από τα σύνορα της του σημερινού Καζακστάν, στην επαρχία Σιντζιάνγκ της Κίνας και κατέλαβε όλη την περιοχή της κομητείας Ντάνκαν. Η εισβολή αυτή των αντιπάλων τους Ρώσων στην Σιντζιάνγκ, αποτελούσε για τους Βρετανούς μια εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία, αφού γνώριζαν το απωθημένο και το μαράζι των Κινέζων εναντίον των Ρώσων, που, με το πέρας των Πολέμων του Οπίου, με τις Άνισες Συνθήκης είχαν εξασφαλίσει ανέξοδα για λογαριασμό της Τσαρικής Ρωσίας τα πολύτιμα, για την Αυτοκρατορική Δυναστεία των Τσινγκ πατρογονικά εδάφη της Μαντζουρίας στην Άπω Ανατολή.
Οι Βρετανοί, λοιπόν, δεν άργησαν να αδράξουν αυτή την ανέλπιστη για αυτούς ευκαιρία ώστε να έρθουν σε επαφή με την κυβέρνηση Τσίνγκ και δεν χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να τους πείσουν η χώρα τους να λάβει μέρος στο Μεγάλο Παιχνίδι που παίζονταν εναντίον της Ρωσίας στην Κεντρική-Νότια Ασία, εφοδιάζοντάς την Κίνα με γενναίο οπλισμό που αποτελούνταν από καραμπίνες Winchester και τουφέκια Mauser.
Με αυτά για όλη την επόμενη δεκαπενταετία οι Κινέζοι, πεισμωμένοι, πολεμούσαν με τους Ρώσους για να ανακαταλάβουν την περιοχή Ντάνκαν της Σιντζιανγκ, την ίδια ώρα που οι Βρετανοί έκαναν ανάπαυλα μεταξύ πρώτου και δεύτερου Αφγανικού Πολέμου. Άλλοτε ανακαταλάμβαναν οι Ρώσοι την Σιντζιάνγκ κι άλλοτε οι Κινέζοι εισχωρούσαν στα τέως ρωσικά εδάφη του σημερινού Καζακστάν.
Στα 1877 η Κίνα είχε απωθήσει σχεδόν ολοσχερώς την Τσαρική Ρωσία από τα εδάφη της, ωστόσο τίποτα δεν έδειχνε ότι οι Ρώσοι θα το έβαζαν κάτω ή ότι στις προθέσεις τους δεν ήταν να προχωρήσουν μέχρι τις Βρετανικές Ινδικές αποικίες. Τότε όμως ακριβώς ήταν που άρχισαν να έρχονται, από διάφορες πλευρές, συστηματικά στα αυτιά του Τσάρου πληροφορίες ότι η Κίνα προμηθευόταν πρόσθετο οπλισμό. Μάλιστα οι πληροφορίες αυτές ήταν λεπτομερείς και περιέγραφαν με άκρα μυστικότητα στα αυτιά του Τσάρου πως η Κίνα είχε προχωρήσει σε αγορές τεράστιων ποσοτήτων πολεμοφοοδίων από την νεοσύστατη Γερμανία του Όττο Φον Βίσμαρκ. Στα επόμενα χρόνια οι ψίθυροι ότι οι Κινέζοι το φέρουν βαρέως κι ετοιμάζονταν να ανακαταλάβουν την Έσω Μαντζουρία , ανατάραζαν πολύ συχνά την ηρεμία του Τσάρου. Γύρω στο 1880 πια, οι πληροφορίες πλήθαιναν κι έλεγαν ότι έως και 260 χιλιάδες τουλάχιστον σύγχρονα τουφέκια της εποχής, μεταφέρθηκαν με βάρκες από την Αμβέρσα στην Κίνα. Ο Τσάρος το είχε ήδη μέσα του βέβαιο ότι οι Τσινγκ σκόπευαν να επιτεθούν στην χώρα του από την εκδιαμέτρου αντίθετη πλευρά της Άπω Ανατολής και να πάρουν πίσω τα χαμένα τους εδάφη της Μαντζουρίας. Συγχρόνως με τις δυσάρεστες ειδήσεις αυτές, πολλαπλασιάζονταν οι ανησυχίες αλλά και οι πιέσεις των υπόλοιπων δυτικών δυνάμεων προς τον Τσάρο ότι θα ευθύνεται πλέον αυτός και μόνον εάν οι Κινέζοι στρατιώτες γίνονταν ποτέ έμπειροι στον ευρωπαϊκό τρόπο πολέμου κι έχαναν όλοι εντέλει τα προνόμια που τους είχαν εξασφαλίσει οι Πόλεμοι του Οπίου. Επιπλέον σε αυτές τις ανησυχίες έρχονταν να προστεθούν κι οι προειδοποιήσεις των διάφορων συμβούλων του που ήδη επέρριπταν ευθύνες στον Τσάρο, λόγω απραξίας εάν επιτίθονταν η πάνοπλη πλέον Κίνα κι επιτύγχανε την πιθανή ανακατάληψη της Μαντζουρίας ..
Έτσι, εντέλει ο Τσάρος , αργά και σταθερά, σύρθηκε και προχώρησε στην υπογραφή το 1881 της Συνθήκης της Αγίας Πετρούπολης. Με την Συνθήκη αυτή η Ρωσία, παραιτούνταν από οιαδήποτε διεκδίκηση στο μέλλον των εδαφών της Σιντζιανγκ στην δυτική πλευρά των κοινών της συνόρων με την Κίνα, υπόσχονταν μεγάλες αποζημιώσεις προς την Κίνα για τις απώλειες ζωών και τις καταστροφές περιουσιών που προκλήθηκαν κατά την περίοδο του πολέμου και το χειρότερο, παρέδιδε στην Κίνα , μέρος από τα εδάφη της Τσαρικής Ρωσίας του σημερινού Κιργιστάν και Καζακστάν που συνόρευαν προς βορρά με την περιοχή Ντάνγκαν της επαρχίας Σιντζιάγκ της Κίνας, για να εγκατασταθούν σε αυτήν κινέζικοι πληθυσμοί, όπερ κι εγένετο.
Η Συνθήκη της Πετρούπολης, πράγματι, θεωρήθηκε ως θριαμβευτική νίκη της Δυναστείας των Τσινγκ και τους έδωσε ενός βαθμού ικανοποίησης. Από την άλλη πλευρά, για την Ρωσία έγινε αντιληπτή ως οδυνηρά καταστρεπτική οπισθοδρόμηση κι ως άτακτη υποχώρηση κι αποτέλεσε αντικείμενο ευρείας εσωτερικής κριτικής και διαρκούς ομφαλοσκόπησης, μεταδίδοντας στο εσωτερικό της χώρας την βαριά αίσθηση μιας εξαιρετικά μεγάλης ήττας έναντι της βρετανο-σινικής συμμαχίας η οποία σέρνονταν μέσα στην ρωσική κοινωνία για τα πολλά επόμενα χρόνια.
Για την ιστορία το Μεγάλο Παιχνίδι μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Τσαρικής Ρωσίας, έριξε αυλαία, λήγοντας στην ουσία το 1895, οπότε υπογράφηκε μεταξύ τους Πρωτόκολλο, με το οποίο στην περιοχή του Παμίρ, στο ύψος τους σημερινού τριεθνούς Αφγανισταν-Κίνας-Πακιστάν, χαράσσονταν ως γραμμή Ουαχάν , που όριζε μια μεταξύ τους ουδέτερη ζώνη με την οποίια υπόσχονταν ότι οι Ρώσοι δεν θα κατέβουν ποτέ στην Ινδική Υποήπειρο, ούτε θα την διεκδικούσαν, αλλά ούτε και θα αποτελούσαν απειλή για τα Βρετανικά συμφέροντα. Το δε Πρωτόκολλο του 1895, επικυρώθηκε το 1907 με την υπογραφή της μεγάλης Ρωσο-Βρετανικής Συνθήκης.
*
Η δε Βρετανία, μετά τον τρίτο βρετανο-αφγανικό πόλεμο τον οποίο έχασε κατά κράτος το 1919 από τις Αφγανικές δυνάμεις, απομακρύνθηκε εντελώς από τις εδαφικές διεκδικήσεις της έναντι του Αφγανιστάν.
*
Κι όσο για την Ρωσία, μάλλον δεν θα την είχε γλιτώσει τόσο φτηνά, ούτε η Κίνα θα περιορίζονταν ποτέ μόνον στα πλαίσια των όρων της μεταξύ τους Συμφωνίας της Αγίας Πετρούπολης του 1881, εάν δεν προλάβαινε εντωμεταξύ να της επιτεθεί το 1884 πρώτα η Γαλλία και στην συνέχεια το 1894 η Ιαπωνία, από τις οποίες η Κίνα δοκίμασε εκ νέου οδυνηρές ήττες.
*
Τον δε τελευταίο πόλεμο αυτόν, που τον διεξήγαγε με τον απίστευτα εκσυγχρονισμένο στρατό της η Ιαπωνία τον έχασε σε τέτοιο βαθμό η Κίνα ώστε αναγκάστηκαν οι Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία να συνασπιστούν μεταξύ τους για να επιβάλλουν στην νικήτρια κι ανερχόμενη πλέον δύναμη, Ιαπωνία, λιγότερο επαχθείς όρους προκειμένου να μετριαστούν οι συνέπειες αυτού του Α’ Σινο-Ιαπωνικού πολέμου που άφησε πίσω του μια εντελώς πλέον εξαθλιωμένη κι ηττημένη Κίνα.
Η Κίνα πέραν όλων των υπολοίπων δυσβάσταχτων για την κατάσταση της όρων, με την Συνθήκη του Σιμονοσέκι στα 1895, παρέδωσε στην Ιαπωνία την κατοχή και κυριαρχία του νησιού της Φορμόζα, δηλαδή της σημερινής νήσου Ταϊβάν.
ΑΥΡΙΟ ΤΟ Β! ΜΕΡΟΣ: Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
*