Ποια είναι άραγε η δομικού χαρακτήρα αντίφαση που διακρίνει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ; Τα παντοειδή γεράκια πιστεύουν ότι η Αμερική μπορεί να ενεργεί κατά βούλησιν και να επιτυγχάνει και τους πιο φιλόδοξους στόχους της. Οι ρεαλιστές, αντίθετα, κρίνουν ότι το χάσμα μεταξύ τρεχουσών υποχρεώσεων σε διάφορα μέτωπα (Ουκρανία, Μέση Ανατολή, Ινδό-ειρηνικός) και των πραγματικών δυνατοτήτων των ΗΠΑ διευρύνεται και αποτελεί το μεγαλύτερο δομικό εμπόδιο για την διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας.
Έτσι, για παράδειγμα, το χρέος των ΗΠΑ ξεπερνά τα 35 τρις δολάρια και η εξυπηρέτηση του υπερβαίνει κατά τι τον αμυντικό προϋπολογισμό της Αμερικής. Την ίδια στιγμή ο στρατός της χώρας αυτής αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης προσωπικού, ενώ ο εξοπλισμός του έχει φθαρεί από τους συνεχείς πολέμους της τελευταίας 25ετίας.Οι πρόσφατες επίσης συγκρούσεις στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή έχουν αδειάσει εν πολλοίς τις αποθήκες όπλων και πολεμοφοδίων. Η συρρίκνωση εξάλλου της βιομηχανικής βάσης της Αμερικής λόγω της μετακίνησης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην Ανατολή και τον Νότο του πλανήτη περιορίζει τις δυνατότητες της αμυντικής της βιομηχανίας να ανταπεξέλθει στις αυξημένες εξαιτίας των πολέμων ανάγκες.
Συνολικά οι δημοσιονομικές υπερβολές των ΗΠΑ (υπέρογκες κρατικές δαπάνες-κυρίως αμυντικές-και άμετρη εκτύπωση χρήματος) μαζί με την συρρίκνωση της παραγωγικής τους ικανότητας οδηγούν στην αποδυνάμωση της θέσης της πάλαι ποτέ μόνης υπερδύναμης στον κόσμο. Κανείς δεν φαίνεται να φοβάται πλέον την Αμερική όσο παλιά, παρά την κλιμάκωση της τελευταίας περιόδου με τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία και τον κίνδυνο πυρηνικού ολέθρου. Ο αγώνας δρόμου για την βελτίωση της θέσης της Ουκρανίας, πριν αναλάβει καθήκοντα ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, δεν μοιάζει να μπορεί να αμφισβητήσει την νίκη των ρωσικών όπλων ή να προκαλέσει πολιτικό πρόβλημα στον Πούτιν. Η Ρωσία με την χρήση του υπερηχητικού βαλλιστικού πυραύλου Ορέσνικ βγαίνει από ένα θανάσιμο δίλημμα. Ή, δηλαδή, να ενδώσει σε επώδυνους συμβιβασμούς ή να κάνει χρήση πυρηνικών. Ο Τραμπ, όπως όλα δείχνουν, θα υποχρεωθεί να προσέλθει σε ειρηνευτικές συνομιλίες με την Ρωσία υπό δυσμενείς για την Αμερική όρους. Ταυτόχρονα μάλλον αποκλείεται πολεμική αναμέτρηση με την Κίνα για την Ταιβάν, όχι όμως και η προσπάθεια του νέου προέδρου για ένα οικονομικό διαζύγιο των ΗΠΑ από την Κίνα.
***
Επειδή παρά ταύτα είναι δύσκολο για την Αμερική να παραδεχθεί την απώλεια της ηγεμονικής της θέσης στον κόσμο, υπάρχει ο πειρασμός να αναζητήσει έναν εχθρό που να είναι κατ’ αυτήν ταυτόχρονα υπολογίσιμος και σχετικά εύτρωτος, ώστε κατανικώντας τον να ξανακερδίσει το καταρρακωμένο κύρος της. Εχθρό υπολογίσιμο, γιατί έτσι μόνον θα επιβεβαιωθεί η εικόνα της ακατανίκητης-υποτίθεται-πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ, και εχθρό σχετικά εύτρωτο για να μην υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο εχθρός; Η Συρία δεν προσφέρεται γι’ αυτόν τον ρόλο. Το νέο μέτωπο εκεί αποτελεί απλώς έναν αντιπερισπασμό στα τεκταινόμενα στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή. Κατά αρκετούς ο μόνος κατάλληλος υποψήφιος εχθρός είναι το Ιράν. Έχει πληθυσμό πάνω από 90 εκατομύρια, μεγάλη έκταση, επιστημονικό δυναμικό επιπέδου και αξιόλογη αμυντική βιομηχανία. Ταυτόχρονα διοικείται από τους «μουλάδες» που, κατά τους εισηγητές της επίθεσης στην χώρα αυτή, δεν διαθέτουν ευρεία λαϊκή υποστήριξη και μπορούν σχετικά εύκολα να ανατραπούν.
Τι θα πράξει η Αμερική του Τραμπ; Θα αδράξει την «ευκαιρία» μιας σύγκρουσης με το Ιράν; Ή αντίθετα σε όλα τα καυτά μέτωπα θα επικρατήσει η συναλλακτική λογική του Τραμπ, η τέχνη του να κλείνεις ντιλ, ώστε να αποκλιμακωθούν οι εντάσεις και να μην αναφυούν νέες αντιπαραθέσεις; Ο νέος πρόεδρος της Αμερικής έχει στελεχώσει το επιτελείο του με αρκετούς φίλους του Ισραήλ. Ταυτόχρονα όμως τονίζει ότι είναι κατά των πολέμων. Απαιτεί επίσης αφοσίωση των αυριανών υπουργών του σε εκείνον και όχι στο εβραϊκό λόμπι ή το βαθύ κράτος.
***
Η θητεία του Τραμπ θα κριθεί τελικά από την στάση του απέναντι στους πολέμους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα είναι ικανοποιητικός στην εσωτερική πολιτική, στην οποία εστιάζει εξάλλου, και απρόβλεπτος ή ακόμη και επικίνδυνος στην εξωτερική πολιτική. Όμως η διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής είναι σχηματική. Πώς μπορείς, για παράδειγμα, να περικόψεις τις σπατάλες χωρίς να μειώσεις πρώτα και κύρια τις αμυντικές δαπάνες και τα κόστη μιας γιγαντιαίας και εν πολλοίς αναποτελεσματικής πολεμικής μηχανής; Πώς μπορείς επίσης να ελέγξεις το κόστος των καυσίμων που ανεβαίνει σημαντικά λόγω των πολεμικών αναμετρήσεων χωρίς να δοθεί ένα τέλος στις διαρκείς συγκρούσεις; Πώς μπορεί τέλος να αναγεννηθεί η βιομηχανική βάση των ΗΠΑ χωρίς να ανακατευθυνθούν και να εστιασθούν οι διαθέσιμοι πόροι προς μια δυναμική βιομηχανική πολιτική και προς την επαγγελματική κατάρτιση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού;
Οι ισχυρές και επιτυχημένες χώρες έχουν ικανές και φιλολαϊκές ηγεσίες και χαρακτηρίζονται επίσης από κοινωνική συνοχή και εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Για να αποκτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά η Αμερική πρέπει να παραιτηθεί από τις ιμπεριαλιστικές της επιδιώξεις και το σύνδρομο του «εξαιρετισμού» ώστε να ενταχθεί στην αναδυόμενη πολυπολική τάξη πραγμάτων, ως ένας από τους ισότιμους πόλους της. Θα κατορθώσει έτσι με το «μέρισμα ειρήνης», την εξοικονόμηση πόρων από το σταμάτημα των πολέμων, να ισοφαρίσει την μείωση προσόδων που θα προκύψει από την απώλεια της έτσι και αλλιώς κλονισμένης ηγεμονικής της θέσης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα (“Αλλάζοντας τη Δύση”) είναι έργο του, αμερικανού, Thomas-Hart Benton.