Ομιλία του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα, μέλους του Εθνικού Συμβουλίου διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα,
στις επετειακές εκδηλώσεις στις 7 Απριλίου 2017, στους μαρτυρικούς Πύργους Εορδαίας
Σεβαστοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας, αξιότιμοι εκπρόσωποι της πολιτείας, αξιότιμε πρόεδρε των Πύργων, αγαπητοί συμπατριώτες,
Στον περίφημο Επιτάφιό του ο Περικλής, που ομολογουμένως αποτελεί διαχρονικά μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς για δημοκρατία, ελευθερία και δικαιοσύνη, ξεκινάει όχι τυχαία με τα εξής λόγια που έχουν την επικαιρότητά τους και σήμερα: «Άρξομαι δε από των προγόνων πρώτον, δίκαιον γαρ αυτοίς και πρέπον δε άμα εν τω τοιώδε, την τιμήν ταύτην της μνήμης δίδοσθαι». Τουτέστιν: Θα αρχίσω πρώτα από τους προγόνους. Γιατί είναι δίκαιον και ταιριάζει συγχρόνως σε περίπτωση όπως η σημερινή να απευθύνεται αυτή η τιμή της ανάμνησης σ’ αυτούς.
Βέβαια στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται για πεσόντες στο πεδίο της μάχης, όπως τότε- και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά-, αλλά για αθώα θύματα μιας πρωτοφανούς φρικώδους εγκληματικής ενέργειας, που δεν έχει σχέση με πολεμική αντιπαράθεση, ή με συμμορίτες, όπως προσχηματικά και απαξιοτικά θέλει να τα παρουσιάζει πάντα η γερμανική προπαγάνδα.
Έκτοτε η παράδοση επιβάλλει να λαμβάνει χώρα ο επιτάφιος έπαινος στους νεκρούς.
Εάν για έναν άνδρα όπως ο Περικλής ήταν εύκολο να αποτίσει τον ενδεδειγμένο φόρο της τιμής στους προγόνους, η πρόκληση έκτοτε για τους επιγόνους είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο, γιατί οποιοσδήποτε επιτάφιος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί επάξια στην απόδοση τιμής στους νεκρούς, όπως αυτή του Περικλή.
Έχοντας συνείδηση αυτής της πραγματικότητας ανταποκρίνομαι σήμερα σ’ αυτό το καθήκον, ζητώντας την κατανόησή σας για το γεγονός ότι κανένας επιτάφιος λόγος δεν μπορεί να εκφράσει στην κυριολεξία το νόημα της θυσίας των αδικοχαμένων νεκρών μας, τους οποίους προσπαθούμε να τιμήσουμε σήμερα. Ούτε η ψυχρή λογική ούτε η αχαλίνωτη φαντασία είναι σε θέση να περιγράψει το ειδεχθές έγκλημα.
Το σημαντικό είναι ότι αυτή η απότιση φόρου τιμής περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά και όλα τα άλλα εγκλήματα, που διέπραξε η ναζιστική Γερμανία στην Ελλάδα, γιατί το ολοκαύτωμα των Πύργων είναι αντιπροσωπευτικό και όλων των άλλων ολοκαυτωμάτων της Ελλάδας κατά την διάρκεια της κατοχής. Η Ελλάδα στην πραγματικότητα ήταν ολόκληρη ένα ολοκαύτωμα. Μην ξεχνάμε ότι τα θύματα ανέρχονται σε 1.106.922 ή στο 13% του πληθυσμού τότε, όταν η Ελλάδα το 1940 αριθμούσε 7.344.860 κατοίκους.
Ο φόρος αίματος είναι απερίγραπτος. Αυτός ο αριθμός αναγράφεται στη Μαύρη Βίβλο, που εξέδωσε το Εθνικό Συμβούλιο διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.[1]
Η σφαγή στους Πύργους και η ολοκληρωτική πυρπόληση και καταστροφή του χωριού μετά και από λεηλασία έλαβε χώρα ως γνωστόν από τις 22 έως 24 Απριλίου 1944.
Στους Πύργους Εορδαίας και στο γειτονικό Μεσόβουνο διαπράχθηκε, ίσως, το ειδεχθέστερο ναζιστικό έγκλημα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Τα γερμανικά στρατεύματα και οι, κατ’ όνομα, Έλληνες συνεργάτες τους (του δωσιλογικού «Εθνικού Ελληνικού Στρατού», η ομάδα του διαβόητου Πούλου κ.α.), εκτελώντας την εκκαθαριστική επιχείρηση «Μαγιάτικη Καταιγίδα» βύθισαν στο πένθος τα χωριά Πύργοι, Μεσόβουνο, Σέλι, Άνω και Κάτω Γραμματικό, Μεταμόρφωση, Άγιος Παύλος, Ροδοχώρι, Αγία Φωτεινή, Ερμακιά και άλλα χωριά και οικισμούς γύρο από το Βέρμιο. Εκδικήθηκαν για την αντίσταση ενός λαού που αγωνίζεται ανέκαθεν για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό δολοφόνησαν, λεηλάτησαν κι έκαψαν, αφήνοντας πίσω τους, κυριολεκτικά, κρανίου τόπο. Η άλλοτε κραταιά Κατράνιτσα (σήμερα Πύργοι) δοκιμάστηκε σημαντικά καθώς όλη η κωμόπολη καταστράφηκε ολοσχερώς και θανατώθηκαν από τον γερμανικό στρατό συνολικά 350 κάτοικοι. Κι όμως οι υπεύθυνοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
Αναγνωρίζοντας την ιστορική αλήθεια και αποδίδοντας δικαιοσύνη μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μεταξύ των μαρτυρικών περιοχών της Ελλάδας, το ολοκαύτωμα στα χωριά της Εορδαίας αποτελεί πιθανώς το πρώτο σε αριθμό θυμάτων.
- Σήμερα, μετά από 73 χρόνια, καλούμαστε επιτακτικά να αναμετρηθούμε με αυτό που ονομάζουμε «καθήκον της μνήμης», που αφορά την καταπολέμηση της λήθης, όχι μόνο απέναντι στους αδικοχαμένους αδελφούς μας που σφαγιάστηκαν στους Πύργους από τον γερμανικό στρατό, αλλά απέναντι στην ίδια την Ανθρωπότητα, γιατί αυτά τα φρικτά εγκλήματα που συνέβησαν στους Πύργους δεν είναι μεμονωμένα. Τα ζήσαμε στον παρελθόν και συνεχίζουμε να τα βιώνουμε και σήμερα.
- Γι’ αυτό το καθήκον της μνήμης είναι πρώτα και κύρια καθήκον ευθύνης.
Τα συγκεκριμένα γεγονότα της θυσίας είναι γνωστά και έχουν αναφερθεί κατ’ επανάληψη, όπως επίσης περιλαμβάνονται και στο Λεύκωμα με τίτλο: Αθώα θύματα του Βερμίου, με υπότιτλο, Οι Πύργοι και το Μεσόβουνο στην κατοχή (1941 1944. Αλλά καλό είναι πάντοτε να γίνεται υπενθύμιση για να μένουν ζωντανά στην μνήμη μας, να μας προβληματίζουν και μας διδάσκουν το τίμιον και το πρέπον των επιγόνων, απέναντι στους νεκρούς. Εξάλλου μη λήθη σημαίνει αλήθεια. Και όπως λέει και το Ευαγγέλιο: «Και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Κατά Ιωάννην, 8. 32-33).
Αυτήν την αλήθεια οφείλουμε να αναδείξουμε σήμερα στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, με ασυμβίβαστο θάρρος και ειλικρίνεια, καταρρίπτοντας έναν μύθο που συσκοτίζει την ιστορική πραγματικότητα. Τα εγκλήματα δεν έχουν διαπραχτεί μόνο από τα SS και από την περιβόητη μεραρχία ορεινών καταδρομών το αιματοβαμμένο «Εντελβαϊς», αλλά και από τον λοιπό τακτικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας. Η σχεδιασμένη εκκαθάριση της περιοχής του Βερμίου από τον τακτικό στρατό, σημαίνει, όπως και σε άλλες περιοχές, ότι το επίσημο ναζιστικό καθεστώς εφάρμοσε εναντίον των αμάχων ένα πρόγραμμα εξόντωσης, που έχει τις ρίζες του δυστυχώς σε μια ρατσιστική ιδεολογία, που βασίζεται στην προπαγάνδα περί ανωτερότητας της γερμανικής φυλής, της άριας φυλής όπως την ονόμαζαν και την κατωτερότητα των άλλων φυλών. Μια θεωρία περί υπερανθρώπων και υπανθρώπων. Μια θεωρία που βασιζόταν στο ρατσιστικό επιχείρημα ότι από γενετής υπάρχουν λαοί ανώτεροι και λαοί κατώτεροι και συνεπώς και οι Γερμανοί στρατιώτες δεν χρειάζονταν να έχουν τύψεις, όταν διέπρατταν εγκλήματα κατά «υπανθρώπων», που βασικά δεν θεωρούνται άνθρωποι. Ίσως αυτή η θεωρία να ερμηνεύει ουσιαστικά και την ανείπωτη θηριωδία των εγκλημάτων.
Αυτή η μεθοδευμένη πλύση εγκεφάλου ήταν κοινή τόσο στην Γερμανία όσο και στην σύμμαχό της Ιαπωνία. Ίσως σε μικρότερο βαθμό στην φασιστική Ιταλία. Αλλιώς πραγματικά δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς το μέγεθος των ειδεχθών εγκλημάτων που διαπράχτηκαν κατά συρροή και που ανθρώπινος νους ούτε κατά φαντασίαν δεν μπορεί να συλλάβει.
Εμείς ως Έλληνες και με βάση τη δική μας πολιτιστική κληρονομιά, δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούμε και ανεχτούμε αυτήν την θεωρία, αλλ’ απεναντίας μπορούμε και δικαιούμεθα να τονίσουμε με ντοκουμέντα μια παράδοση της γερμανικής πολιτικής που ομολογούν διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως για παράδειγμα η ομολογία του γνωστού αναρχικού Μπακούνιν που αναφέρεται με τα μελανότερα χρώματα στους Γερμανούς:
“Σε όλες τις διεθνείς της σχέσεις, η Γερμανία, απ’ τις απαρχές της κι’ όλας, αργά και συστηματικά, έπαιζε πάντα το ρόλο του εισβολέα, του κατακτητή, πάντα πρόθυμη να επεκτείνει στο έδαφος των γειτόνων της τη δική της θεληματική υποδούλωση κι από τότε που εδραιώθηκε οριστικά σαν ενιαία δύναμη, έγινε μια απειλή, ένας κίνδυνος για την ελευθερία ολόκληρης της Ευρώπης. Η σημερινή Γερμανία δεν είναι άλλο παρά υποδούλωση, θριαμβευτική και κτηνώδης”.[2]
Αποκαλυπτική ακόμη είναι η τοποθέτηση ενός Γερμανού κοινωνιολόγου, ο οποίος εξηγεί την πολιτική της Γερμανίας μετά το 1990: «Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, και την ‘κατάληψη’ της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δυτική, η Γερμανική Κυβέρνηση συμμετείχε ενεργά στην αποσταθεροποίηση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης όπως η Ελλάδα. Αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα από την περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπου η Γερμανία δεν εμπόδισε τις συγκρούσεις μεταξύ των Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών, αλλά αντίθετα, τις υποστήριξε. Αντί της ειρήνης, με γερμανική μεσολάβηση, σκηνοθετήθηκε μια επιθετική πολιτική, με στόχο την ευρύτερη κυριαρχία και επιρροή στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης…». Συνεπώς και της Ελλάδας.
Συνήθως λέμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Όμως δυστυχώς η ιστορία στην περίπτωση της Ελλάδας τουλάχιστον επαναλαμβάνεται ως διαρκής τραγωδία. Γιατί αυτά που βιώνουμε σήμερα τόσο τραγικά είναι η τρίτη κατοχή από την Γερμανία, εφόσον πανταχόθεν ομολογείται ότι έχουμε γίνει αποικία χρέους και προτεκτοράτο της Γερμανίας, με αποτελέσματα που είναι πολύ σκληρότερα από τις δύο άλλες
Μπορεί αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ιθύνοντες στη Γερμανία, οι λεγόμενες κυρίαρχες τάξεις, που ρυθμίζουν τις τύχες της, γιατί δεν είναι σωστό να γενικεύουμε και θα ήταν λάθος, δεν μπορούν να ξεχάσουν ότι η Ελλάδα ήταν εκείνη που εμπόδισε τον Χίτλερ να επιτεθεί αποτελεσματικά στη Σοβιετική Ένωση για να την κατακτήσει.
Ακόμη και οι σημερινές δραματικές εξελίξεις στην Ελλάδα θα ήταν διαφορετικές και δεν πρέπει να αποκλείουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αν η Ελλάδα δεν βίωνε την γερμανική κατοχή, γιατί μπορεί το γεγονός αυτό να μην οδηγούσε στις μετέπειτα τραγικές συνέπειες του εμφυλίου και στον εθνικό διχασμό στα πλαίσια της πολιτικής των ξένων με το γνωστό «διαίρει και βασίλευε!».
Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να αναφερθούμε στην γενικότερη σχέση της Γερμανίας προς την Ελλάδα, αν θέλουμε να κατανοήσουμε και το όλο πρόβλημα των οφειλών, αλλά βέβαια και τη στάση των μετακατοχικών κυβερνήσεων, που εξηγούν, γιατί η Ελλάδα ως μοναδική χώρα από τις κατεχόμενες δεν έλαβε αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Απαιτήσεις οι οποίες θα δικαίωναν κατά κάποιο τρόπο τις θυσίες των θυμάτων.
Αξίζει να αναφέρουμε, στα πλαίσια αυτά μια τοποθέτηση του Κομνηνού Πυρομάγλου, υπαρχηγού του ΕΔΕΣ κατά την κατοχή και μετέπειτα βουλευτή της ΕΔΑ. Είναι επίκαιρη και εξηγεί προφητικά αυτά που βιώνουμε τώρα στην Ελλάδα, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής της Γερμανίας, όσον αφορά τον ξένο παράγοντα. Σε ομιλία του στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νόμου 4016/1959, που έδινε χάρη στον εγκληματία Μέρτεν έλεγε τα εξής: «Η Γερμανία οσάκις χάνει έναν πόλεμον {…} υπόσχεται ότι δεν θα το επαναλάβει, και όμως αλλάζει εντελώς τακτικήν. Επανέρχεται με άλλους τρόπους και άλλα μέσα να κατακτήσει. {…}. Επανέρχεται στην Ελλάδα δια της οικονομικής διεισδύσεως. Οι Γερμανοί θα απομυζήσουν την Ελλάδα μέχρι διαλύσεως. {…} Η Ελλάς δικαιούται αποζημιώσεων εκ των καταστροφών της Κατοχής. Εξ όλων αυτών τίποτε δεν έδωσεν ούτε θα δώσει {η Γερμανία}, απεναντίας έρχεται να εκμεταλλευτεί και πάλιν την Ελλάδα. Η οικονομική εξαθλίωσις είναι η χειρότερη κατοχή. Και συντόμως θα υποστώμεν εκ μέρους των ιδίων εγκληματιών πολέμου την χειροτέραν αυτήν κατοχήν».[3]
Οι απαράγραπτες οφειλές της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα και στον Ελληνικό Λαό για όλες αυτές τις καταστροφές, αρπαγές, λεηλασίες και ανθρωποκτονίες αφορούν:
- Στις πολεμικές επανορθώσεις, τις οποίες επιδίκασαν οι 19 Συμμαχικές χώρες, στη συνδιάσκεψη των Παρισίων το 1946, να πληρώσει η Γερμανία στην Ελλάδα για τις επιτάξεις, αρπαγές και καταστροφές που προξένησαν τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στον υλικό και τεχνικό πλούτο της Χώρας και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων και για τις οποίες δεν έχει δοθεί ούτε ένα μάρκο. Σ’ αυτά τα ποσά δεν υπολογίστηκαν ούτε η ληστεία με το πλαστό γερμανικό μάρκο, ούτε 1,5 τόνος ασήμι και 3,5 τόνοι νικέλιο από το λιώσιμο των κερμάτων, ούτε ο χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδας.
- Στο δάνειο που συνήψε η Ιταλία και το Γ΄ Ράιχ στις 14 Μαρτίου 1942 με την Ελλάδα και που υπέγραψε ότι θα επιστρέψει με το τέλος του πολέμου, ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων και το οποίο δεν έχει επιστρέψει. Ας σημειωθεί ότι το πανίσχυρο Γ’ Ράιχ απ’ όλες τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης μόνο με την Ελλάδα συνήψε τέτοιο δάνειο. Εκτός από μία περίπτωση δανείου με την Πολωνία, το οποιο ξεπλήρωσε και με την πρώην Γιουγκοσλαβία, που ήταν άτοκο για 100 χρόνια και δεν επεστράφη ποτέ.
- Στις αποζημιώσεις προς τους Έλληνες πολίτες για την αφαίρεση ή και καταστροφή της περιουσίας τους και την αφαίρεση της ανεκτίμητης ανθρώπινης ζωής. Σε 89 ανέρχονται τα ολοκαυτώματα των μαρτυρικών πόλεων, σε εκατοντάδες οι εκατόμβες των θυσιών στα σκοπευτήρια του θανάτου και στα στρατόπεδα της φρίκης στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Πολωνία. Οι Γερμανικές Κυβερνήσεις θεωρούν ότι εξόφλησαν δήθεν το χρέος τους απέναντι στις εκατοντάδες χιλιάδες θύματα με το αστείο ποσόν των 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που έδωσαν το 1960, σε μια επαίσχυντη συναλλαγή για την αποφυλάκιση του εγκληματία πολέμου Μέρτεν και την παραπομπή των εγκληματιών πολέμου στη Γερμανία για να δικαστούν από τα Γερμανικά Δικαστήρια. Δεν καταδικάστηκε ούτε ένας.
- Στους αρχαιολογικούς θησαυρούς που άρπαξαν από τα μουσεία και από τους αρχαιολογικούς χώρους και έκλεψαν από παράνομες ανασκαφές.
Κατάλογοι τους έχουν δημοσιευτεί και υπάρχουν στην Αρχαιολογική υπηρεσία, στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Με βάση το τελικό πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα στις 28 Ιουλίου 2016, οι συνολικές απαιτήσεις της Ελλάδας ανέρχονται σε 309.498.827.179,51 ευρώ. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύψους 9.189.270.837 ευρώ. Η τεκμηρίωση αυτή βασίζεται σε έκθεση της Ειδικής Επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου (ΓΛΚ) με ημερομηνία 30.12.2014 και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), με ημερομηνία 31.1.2014.
Αυτές τις απαράγραπτες οφειλές οι κυβερνήσεις της μεταπολεμικής και ενοποιημένης Γερμανίας αρνούνται διαρρήδην να καταβάλουν, άλλοτε με διάφορα γελοία προσχήματα, άλλοτε με την αδιανόητη σιωπή τους και άλλοτε με αναίσχυντα κατηγορηματικά όχι. Μπροστά σ’ αυτή την ασύλληπτη αδικία, απέναντι στους νεκρούς και τους συγγενείς τους, είμαστε υποχρεωμένοι να υπενθυμίσουμε στη Γερμανική Κυβέρνηση:
Πρώτον: Με ποιο δικαίωμα δεν καταβάλλει τις αναμφισβήτητες υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα και στον Ελληνικό λαό; Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιταλία και η Βουλγαρία ξεπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Ελλάδα με ελάχιστα ποσά. Δεν είναι παράλογο όμως να έχουν πληρώσει αυτές οι δύο χώρες, που ήρθαν ως κατακτητές στην Ελλάδα, εξαιτίας των Ναζί, και να αυτοεξαιρείται η Γερμανία;
Δεύτερον: Δεν είναι παράλογο, να έχουν πάρει όλες οι χώρες οι οποίες ενεπλάκησαν σε πόλεμο με το Γ΄ Ράιχ, κατεχόμενες και μη, πολεμικές επανορθώσεις, με νόμιμο ή παράτυπο τρόπο, και η Ελλάδα να εξαιρείται;
Τρίτον: Με ποιο δικαίωμα η Γερμανία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, την κοινή λογική και την πανανθρώπινη ηθική και αρνείται να επανορθώσει όσα ως εισβολέας και κατακτητής το Γ’ Ράιχ διέπραξε σε βάρος της Ελλάδας και του Λαού της;
Τέταρτον: Με ποιο δικαίωμα η Γερμανία λησμονεί ότι τη σημερινή ύπαρξη της, ως μια από τις Δημοκρατίες της Ευρώπης, την οφείλει στην καθοριστική συμβολή του Ελληνικού λαού στον αγώνα για τη συντριβή του ναζιστικού καθεστώτος; Γιατί, φυσικά, δεν θέλουμε να πιστέψουμε πως ο γερμανικός λαός νοσταλγεί την εποχή του Χίτλερ και δεν θέλει να απολαμβάνει τα αγαθά της Δημοκρατίας.
Πέμπτον: Με ποιο δικαίωμα η σημερινή Γερμανία με την απαράδεκτη συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα αρνείται να αναγνωρίσει τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε στη χώρα μας; Με ποιο δικαίωμα χρησιμοποιεί μεθοδεύσεις τύπου: Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον, Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας και Ελληνογερμανική Συνεργασία, που στόχο έχουν την αποδυνάμωση και ακύρωση των διεκδικήσεων; Γιατί αρνείται να κατανοήσει ότι όποιος δεν θυμάται την απανθρωπιά και δεν συμβάλει για να απαλείψει τις συνέπειες της, γίνεται και πάλι ευπρόσβλητος σε πλέον μεγαλύτερους και πλέον επώδυνους κινδύνους μετάδοσης των αιτιών που την προκαλούν; Μόνο η συγγνώμη δεν επαρκεί.
Ο Γερμανικός Λαός οφείλει να γνωρίζει ότι δεν διακατεχόμεθα από μίσος, ότι στη σκέψη μας και τις ενέργειές μας δεν πρυτανεύει η εκδίκηση για όσα ανήκουστα εγκλήματα έχουν διαπράξει τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής σε βάρος μας. Ούτε εμφορούμεθα από μισαλλοδοξία. Αντίθετα γνώμονάς μας είναι η αποκατάσταση του δικαίου και η ανάπτυξη της φιλίας ανάμεσα στους Λαούς μας.
Θέλουμε να ελπίζουμε ότι «Η νέα γενιά των Γερμανών δεν θέλει να είναι φορτωμένη με το άγος των ναζιστικών εγκλημάτων και απαιτεί την απόδοση δικαιοσύνης, έστω και μετά από τόσα πολλά χρόνια, όπως τουλάχιστον είχαν δεσμευθεί οι νικητές του πολέμου απέναντι στην χώρα μας». Καθήκον της Ελληνικής πολιτείας είναι να δικαιώσει τους νεκρούς με το να θέσει το θέμα των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα εδώ και τώρα. Δεν ωφελεί να διακηρύττουμε συνεχώς ότι το θέμα παραμένει ανοιχτό. Και πράγματι για την αλήθεια θα πρέπει να τονίσουμε ότι καμία κυβέρνηση δεν παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις. Όμως αυτό δεν επαρκεί πια.
Θεωρούμε ότι οι νεκροί μας δεν θα βρουν την ανάπαυση των ψυχών τους , αλλά ούτε και ο ζώντες θα δικαιωθούν και θα απαλλαγούν από την βαριά ευθύνη, γιατί θα είναι υπόλογοι στους νεκρούς, αν η Ελλάδα δεν διεκδικήσει τις οφειλές της και, αν η Γερμανία δεν αναγνωρίσει τις έμπρακτα.
Είναι κανόνας απαράβατος, ότι κανείς δε σε σέβεται και σε υπολογίζει, όταν υποκύπτεις και όταν προσκυνάς ως ραγιάς. Βέβαια για όλα αυτά προϋπόθεση συνιστά η δική μας αξιοπρέπεια και η δική μας στάση και η δική μας αποφασιστικότητα. Οι ξένοι κοιτάζουν τα δικά τους συμφέροντα, όπως κι εμείς θα πρέπει να κοιτάζουμε τα δικά μας, χωρίς να αδικούμε κανέναν, γιατί αυτά που απαιτούμε βασίζονται στις διεθνείς συνθήκες και στο διεθνές δίκαιο.
Το ζήτημα των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα αποτελεί ζήτημα ηθικό, νομικό, πολιτικό, ιστορικό. Το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι η έμπρακτη απόδοση δικαιοσύνης για τα φοβερά εγκλήματα του Γ’ Ράιχ (εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας) κατά της διάρκεια κατοχής της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την ικανοποίηση που απαιτεί η υλική αποζημίωση, επανόρθωση, αποκατάσταση. Απόδοση δικαιοσύνης ωστόσο και για την σημερινή της στάση απέναντι στην Ελλάδα.
Καθήκον ευθύνης απέναντι στους νεκρούς μας, απέναντι στις νέες γενιές, απέναντι στην ιστορία. Το καθήκον της μνήμης είναι να αποδίδεις με την ανάμνηση δικαιοσύνη, η οποία, κατ’ Αριστοτέλη «κρατίστη των αρετών είναι δοκεί… εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ’ αρετή εστίν». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ζητούμε δικαίωση των θυμάτων, για να μην επαναληφθούν στο μέλλον εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Η έμπρακτη αποκατάσταση της αδικίας από μέρους της Γερμανίας είναι το ζητούμενο.
Εάν όμως τα δίκαια αιτήματα μας με διάφορα απίθανα προσχήματα δεν εισακουστούν, γιατί μερικοί επιδιώκουν να σκεπάσει ο χρόνος με λήθη τα γεγονότα, ματαιοπονούν. Όπως δεν ξεχάσαμε και περιμέναμε σχεδόν μισόν αιώνα να ενοποιηθούν οι δυο Γερμανίες για να αξιώσουμε αυτό που δικαιούμαστε, με την ίδια επιμονή, δηλώνουμε ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να παραιτηθούμε απ’ όσα δικαιούμαστε.
Ας έχουν υπ’ όψη όλοι – και η Ελληνική Κυβέρνηση που αδρανεί και η Γερμανική Κυβέρνηση που κωφεύει – ότι τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται. Και οι Έλληνες, νεκροί και ζωντανοί, δεν παραγράφουν την ιστορία τους. Το κίνημα διεκδίκησης δεν θα σταματήσει έως την τελική δικαίωση.
Ηλεκτρονική διεύθυνση: [email protected], κιν. 6937013391
[1] Ο υπολογισμός του Εθνικού Συμβουλίου διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, που αναγράφεται στη Μαύρη Βίβλο, που εξέδωσε, γίνεται με βάση τον πληθυσμό που είχε η Ελλάδα το 1940, που ανερχόταν στα 7.344.860 άτομα Το 1944 κατήλθε στο 6.805.000 και το 1947 στα 7.367.405, ενώ έπρεπε να ξεπεράσει τα 8.500.000.
[2] Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από ένα ανολοκλήρωτο έργο του Μ. Μπακούνιν με τίτλο: “Η κνουτογερμανική αυτοκρατορία”. Γράφτηκε τα έτη 1870 -72 και περιλήφθηκε στο έργο του Μιχαήλ Μπακούνιν Θεός και κράτος, εκδ. “Ελεύθερος τύπος”, Ε’ έκδοση, Ιούλιος 1986. Θα πρέπει όμως πάντοτε να προσθέσουμε ότι η οποιαδήποτε γενίκευση, που περιλαμβάνει τους πάντες, είτε είναι υπεύθυνοι είτε ανεύθυνοι για κάποια εγκλήματα, δεν αποτελεί αντικειμενική και επιστημονική ερμηνεία φαινομένων. Κάθε φορά πρέπει να εξειδικεύονται οι ευθύνες εκείνων που τους αφορούν και να αποκαλύπτονται πίσω από τα φαινόμενα οι πραγματικοί ένοχοι και να γίνεται επίσης ιεράρχηση ευθυνών. Να αποδίδεται, «Τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του θεού τω θεώ».
[3] Βλ. Μανώλης Γλέζος, Και ένα μάρκο να ήταν…, ό.π., σ. 129. Στη σελίδα αυτή αναφέρει ο Μανώλης Γλέζος απόσπασμα από την ομιλία του Κομνηνού Πυρομάγλου.