Δημήτρης Σταυρόπουλος
«Στο βιβλίο τούτο διηγούμαι μέρος της ζωής των Ελλήνων αιχμαλώτων στα χέρια των Τούρκων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, βεβαιουμένην από την προσωπική μου εμπειρία.
‘Έκρινα όμως σκόπιμο να περιγράψω και την υποχώρηση και παράδοσή του στους Τούρκους του συντάγματος στο οποίο βρέθηκα να υπηρετώ τότε στρατιώτης, του 18ου Πεζικού, όπως προσωπικά την αντιλήφτηκα.
Το δίνω στη δημοσιότητα μετά από προσαρμογή του κειμένου σε απλή κατανοητή γλώσσα και με σκοπό να μη μένουν άγνωστες μνήμες τέτοιων συμφορών του γένους μας.
Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος.»
Απλά και λιτά, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικά, ένας 20χρονος στρατιώτης που έζησε την Μικρασιατική Εκστρατεία και βίωσε την προσωπική του περιπέτεια η οποία μετατράπηκε σε δράμα και τραγωδία, περιγράφει τα όσα πέρασε ως αιχμάλωτος στα στρατόπεδα των Τούρκων.
Η περιγραφή είναι ανατριχιαστική.
Κόλαση που διήρκεσε 7 ολόκληρους μήνες.
Γεγονότα και καταστάσεις που δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Πρόκειται για το «ημερολόγιο της φρίκης!»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΣΤΟ «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»
«Και τον μήνα Ιούλη 1920 κλήθηκαν για κατάταξη στο στρατό οι νέοι, που ανήκαν στη στρατολογική κλάση του 1921 .
Αυτοί όμως τότε μόλις είχαν μπει στην ηλικία των 19 χρόνων τους.
Το Γενικό Επιτελείο του Στρατού, που γνώριζε τις δυσκολίες προσαρμογής και αντοχής νέων τέτοιας ηλικίας στη σκληρή στρατιωτική ζωή και μάλιστα σε εκστρατεία και πόλεμο, διάταξε όπως κατά την κατάταξη αυτών γίνει επιλογή για κατάταξη μόνον του 25 %, στους άλλους δε, δηλαδή στο 75 %, να δοθεί αναβολή κατάταξής των ενός χρόνου.
Στην κλάση αυτή ανήκα και ‘γώ.
Προσήλθα και μου χορηγήθηκε αναβολή ενός χρόνου με την δικαιολογία «ένεκα αδυναμίας έξεως».
Τον επόμενο χρόνο, τον ‘Ιούλη 1921 , έδωσα τις εξετάσεις μου για τον τρίτο χρόνο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και σύγχρονα, επειδή έληξε η αναβολή της κατατάξεώς μου στο στρατό, παρουσιάστηκα στην αρμόδια επιτροπή στο Ναύπλιο, κατατάχτηκα και στα τέλη ‘Ιούλη του 1921 βρέθηκα στη Μ . Ασία και υπηρετούσα σε λόχο πεζικού του εμπέδου συντάγματος του Β’ σώματος στρατού
Το καλοκαίρι ‘κείνο ο ελληνικός στρατός μαχόμενος προχώρησε, πέρασε το ποταμό Σαγγάριο και την Αλμυρή έρημο και έφτασε έξω από την Άγκυρα.
Κατά τα τέλη όμως του μήνα Σεπτέμβρη, για να μη αποκλειστεί στ’ άξενα αυτά μέρη από τις φθινοπωρινές βροχές και τον χειμώνα, συμπτύχθηκε προς τα πίσω στη οχυρή γραμμή Έσκη – Σεχηρ, ‘Αφιόν Καραχισάρ, ΤσιβρΙλ και προς τα νότια στον ποταμό Μαίαντρο.
Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος, κοινοποίησε προς το στρατό διάγγελμα στο οποίο ισχυριζόταν ότι με την προέλασή μας πετύχαμε τους αντικειμενικούς σκοπούς μας (ενώ όλος ο στρατός είχε αντιληφτεί ότι δεν τους είχαμε πετύχει και τούτο γιατί σκοπός της προέλασης ήταν η διάλυση ή
αιχμαλωσία του τούρκικου στρατού – τούτο όμως δεν κατορθώθη γιατί ο τούρκικος στρατός μαχόμενος υποχώρησε μέχρι της Άγκυρας χωρίς να διαλυθεί ή αιχμαλωτιστεί κατά μεγάλο μέρος του ) και τώρα θα κρατήσουμε τις θέσεις μας λέγοντας προς τον εχθρό.
«Μολών Λαβέ ».
Ό ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από την προέλαση και οπισθοχώρηση όπως και απογοητευμένος για τις άσκοπες θυσίες του, το βασιλικό αυτό διάγγελμα το δέχτηκε με ειρωνικά σχόλια, γιατί γνώριζε την πραγματικότητα και γιατί έβλεπε ότι θα περνούσε στη Μ. Ασία άλλον ένα χειμώνα σε απραξία.»
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ
Προσπερνώντας τις σελίδες της δράσης, συναντάμε την αρχή του δράματος.
Την παράδοση του στρατού στους Τούρκους.
Μια πράξη που οδήγησε πολλούς στρατιώτες να αυτοκτονήσουν για να μην εκτελεστούν η συρθούν στα άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Από τη νέα αυτή θέση μας είδαμε κάτω μπρος μας λουρίδα θάλασσας του κόλπου της Σμύρνης.
Σύγχρονα όμως μπρός μας, σε αρκετή απόσταση, μέσα από μικρή κοιλάδα, μάλλον χαράδρα φάνηκαν καβαλάρηδες , όχι περισσότεροι από 200 – 250, οι όποιοι ερχόντουσαν προς το μέρος μας.
Οι αξιωματικοί μας που παρατηρούσαν με τα κιάλια τους είπαν ότι ήταν τούρκικο ιππικό και ότι πίσω απ ‘ αυτούς που φαίνονταν, έρχονταν και άλλη φάλαγγα.
Οι συνταγματάρχες Ζεγκίνης και Θεοδώρου με τους αξιωματικούς του επιτελείου των, άρχισαν να συσκέπτονται για ν’ αποφασίσουν τι να κάνουν.
Και ακούστηκε απ’ αυτούς η λέξη «παράδοση».
Μόνος ο επιτελάρχης ταγματάρχης Σιώρης ακούστηκε να ζητάει έναν πολυβολητή, για να βάλει κατά των επερχομένων καβαλάρηδων.
Άλλα ή διάλυση ήταν τόσο ολοκληρωτική ώστε τίποτα δεν έγινε για αντίσταση.
Αν και οι περισσότεροι στρατιώτες φώναζαν « δεν παραδινόμαστε» κανένας αξιωματικός δεν πήρε την πρωτοβουλία να μας συντάξει και να μας οδηγήσει σε αντίσταση .
Αντίθετα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι φτάσαμε σε αδιέξοδο και ότι μόνο με την παράδοσή μας θα σωνόμαστε, γιατί έτσι θα πηγαίναμε στη Σμύρνη , εκεί θα παραδίναμε τα όπλα μας και θα φεύγαμε ελεύθεροι για την πατρίδα μας.
Η διοίκησή μας αποφάσισε την παράδοση και στάλθηκε προς τους επερχόμενους Τούρκους καβαλάρηδες κήρυκας, με λευκή σημαία, ο ανθυπολοχαγός – διερμηνέας Σταυρίδης όταν αυτοί βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από μας, μάλλον για ν’ αναγγείλει ότι παραδινόμαστε παρά για να διαπραγματευτεί όρους.
Με τη σκέψη ότι απ’ εκείνη τη στιγμή θάμαστε αιχμάλωτοι των Τούρκων ένοιωσα σαν να μη ζω πια.
‘Αδιαφορώντας για το τι γινόταν γύρω μου, έσπασα το όπλο μου, μάνλιχερ, κτυπώντας το σε βράχο, αφού πρώτα έβγαλα το ουραίο του, το διέλυσα και σκόρπισα τα κομμάτια του και έβγανα από δερμάτινη θήκη του το στο ζωστήρα μου κρεμασμένο πιστόλι με το δεξί μου χέρι και μ’ αυτό θ’ αυτοκτονούσα.
Δίπλα μου βρισκόταν ο φίλος μου λοχίας του επιτελείου μας Γιώργος Κωνσταντινίδης . Ακαριαία μ’ αγκάλιασε κατά τρόπο που μούκλεισε στην αγκαλιά του τα χέρια μου, και μούπε «Βασίλη , τί πας να κάνεις ; δεν σκέπτεσαι τους δικούς σου ; ότι μας συμβεί θα τα περάσουμε μαζί ».
Τα λόγια αυτά του Γιώργου Κωνσταντινίδη παράλυσαν τις δυνάμεις μου και εξουθενωμένος πια διέλυσα και το πιστόλι μου και πέταξα τ α κομμάτια του.
Την ίδια στιγμή κοντά μας ακούστηκαν διαδοχικά δύο πυροβολισμοί και είδα δύο λεβεντόκορμους συναδέρφους να κείτονται στο χώμα ματωμένοι.
Είχαν αυτοκτονήσει με τα όπλα τους.
“Ήταν ο Γιώργος Τσιτσεκλής και ο Νίκος Μαγγανιώτης .που κατάγονταν από τη Σμύρνη .
Και οι δύο τους ωραία παλικαριά είχαν τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και είχαν καταταγεί εθελοντές στο στρατό μας.
Ό Γιώργος Τσιτσεκλής, ψηλός, μελαχρινός με μαύρα μαλιά και μαύρα μεγάλα μάτια.
Ό Νίκος Μαγγανιώτης ψηλός καστανόξανθος με γαλανά μάτια.
Και οι δύο τους δεν θα μπορούσαν ν’ ανεχτούν αιχμαλωσία στους τούρκους και όπως ήσαν παιδιά γνωστών ελληνικών οικογενειών της Σμύρνης δεν τους ήταν δυνατό ν’ ανεχτούν εξευτελισμούς και βασανιστήρια από τους Τούρκους.»
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
«Οι Τούρκοι καβαλάρηδες που μας αιχμαλώτισαν ήταν τακτικός στρατός, ντυμένοι καλά με στρατιωτικές στολές και εξαρτήσεις.
Ο επικεφαλής αξιωματικός των ήταν νέος την ηλικία και μιλούσε την Γαλλική όπως τον ακούσαμε κάτι να μας λέει .
Μας έταξαν σε φάλαγγα κατά τετράδες, άοπλους πια , για να μας οδηγήσουν στη Σμύρνη .
Από τους αξιωματικούς μας δεν πήραν ούτε τα ξίφη των ούτε τ’ άλογα των, τους έταξαν στην κεφαλή της φάλαγγας και ξεκινήσαμε για τη Σμύρνη.
Η στην αρχή φαινομενική ευγένεια των Τούρκων, δεν κράτησε πολύ.
Μετά μισή ώρα που βαδίζαμε άρχισαν να μας φωνάζουν τσιαμπουκ – τσιαμπουκ που σήμαινε να βαδίζουνε γρήγορα – γρήγορα.
Επίσης άρχισαν να μας ψάχνουν και να μας λένε τσικαρ που σήμαινε :
«Βγάλτο».
Και στην αρχή μας έπαιρναν τα χρήματα, ωρολόγια, δαχτυλίδια και ότι άλλο .
‘Όσο όμως προχωρούσαμε και άρχισε να σκοτεινιάζει, τόσο το «τσικαρ » ακουγόταν βιαιότερο. Άρχισαν να μας παίρνουν από τα ρούχα που φορούσαμε ότι τους άρεσε να μας χτυπούν και καθώς βάδιζαν στο πλάι μας πάνω στ’ ‘άλογα τους σπάθιζαν όποιον τύχαινε.
‘Όλα αυτά τάκαναν κατά τρόπο που να μη τους αντιλαμβάνονταν οι αξιωματικοί τους, γιατί ως τότε τουλάχιστο, αν τους έβλεπαν που μας κακοποιούσαν τους τσάκιζαν στο ξύλο με τα μαστίγιά των .
’Όταν πια είχε καλά βραδιάσει φτάσαμε στη Σμύρνη και μπήκαμε σ’ αυτή από την πλευρά του κάστρου της, από τον τουρκομαχαλά.
Ό δρόμος σ’ αυτόν τον μαχαλά, όπως καταλάβαμε ήταν κατηφορικός και είχε στροφές.
Και από τις δυο πλευρές του δρόμου είχε συγκεντρωθεί τούρκικος όχλος.
Με αγριοφωνάρες τους μας χλεύαζαν και με περισσότερη μανία οι γυναίκες.
Πολλοί μας χτυπούσαν με ρόπαλα, μαχαίρια ή ότι άλλο κρατούσαν στα χέρια τους.
‘Όποιον τυχαία άρπαζαν από τη φάλαγγα, τον έσφαζαν…»
Ο Έλληνας στρατιώτης αιχμάλωτος των Τούρκων και τα μαρτύρια του
Ο Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος ήταν 21 ετών το 1922 όταν κλήθηκε να υπηρετήσει την θητεία του.
Πολέμησε προελαύνοντας, αγωνίστηκε οπισθοχωρώντας, και στο τέλος μαζί με πολλούς συμπολεμιστές του συνεληφθη αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν η μονάδα του παραδόθηκε.
Έζησε φόβο, μαρτύρια και ταπεινώσεις.
Αρρώστησε αλλά άντεξε.
Και τα δημοσιοποίησε να μάθουν όλοι την βαρβαρότητα των Τούρκων.
Στο πρώτο μέρος περιγράφει την παράδοση τμήματος του Στρατού.
Στην συνέχεια την απόλυτη κτηνωδία που ακολούθησε…
ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΙ
«Όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στην πόλη , πήραν τ’ άλογα των αξιωματικών μας και τα ξίφη των και τους έταξαν κι’ αυτούς στη φάλαγγα και βάδιζαν μαζί μας πεζοί.
Όπως μούλεγαν τότε τουρκομαθείς συνάδελφοι κάπου κάπου μέσα απ’ αυτό τον τούρκικο όχλο ακουγόταν η φωνή κανενός Τούρκου ο όποιος μας έλεγε :
«μη φοβόσαστε παιδιά’ αυτά έχουν οι στρατοί πολεμήσαμε τόσα χρόνια’ μας νικήσατε, τώρα σας νικήσαμε μείς, σας πιάσαμε, δεν έχετε να πάθετε τίποτα, θα περάσετε καλά ! ».
Μ’ αυτές τις τρομοκρατικές συνθήκες, παραδομένοι στον εξαγριωμένο όχλο, χωρίς καμιά προστασία, βαδίσαμε τον όλο στροφές κατηφορικό, γκαρτερημωμένο δρόμο μέσα στη πόλη και ύστερα από πορεία συνολικά 2½ – 3 ωρών από τον τόπο της παράδοσής μας, φτάσαμε έξω από μεγάλο χτίριο που ήταν πριν το τούρκικο Διοικητήριο και στο διάστημα της κατοχής της Μ. ‘Ασίας από τον Ελληνικό στρατό, στεγαζόταν σ’ αυτό το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο .
Στο πίσω μέρος του το χτίριο αυτό είχε αυλή μαντρωμένη με αρκετά ψηλό τοίχο και μεγάλους χώρου.
Μας έβαναν σ’ αυτή την αυλή και κει περάσαμε την πρώτη νύχτα της αιχμαλωσίας μας .
Πώς όμως μπήκαμε σ’ αυτή την αυλή ;
Για να μπούμε μέσα έπρεπε να, διαβούμε. μεγάλη θολωτή πόρτα στο πλάι της οποίας ήταν και βρύση νερού.
Και στις δύο πλευρές της πόρτας αυτής στέκονταν Τούρκοι στρατιώτες, οι όποιοι κρατούσαν ρόπαλα με τα όποια χτυπούσαν τους αιχμαλώτους καθώς ομαδικά περνούσαν, με τόση σκληρότητα ώστε πολλοί έπεφταν κάτω αναίσθητοι ή νεκροί.
Τόσοι χτυπημένοι είχαν πέσει, ώστε οι επόμενοι που περνούσαν αυτή την είσοδο πατούσαν πάνω στους πεσμένους.
“Όταν έφτασα σ’ αυτή την είσοδο, στριμωγμένος σ’ ομάδα συναδέρφων είδα δεξιά μου Τούρκο στρατιώτη, ο οποίος με εφ’ όπλου λόγχη κινιόταν να λογχίσει , άλλος χτυπούσε με τον υποκόπανο του όπλου του.
Πέρασα αυτή την είσοδο σπρωχνόμενος από τους τρομαγμένους συναδέρφους, χωρίς τα πόδια μου να πατούν το έδαφος και βρέθηκα μέσα στην αυλή χωρίς να χτυπηθώ.
Μέσα σ’ αυτό τον μαντρωμένο χώρο ήσαν και άλλοι πολλοί αιχμάλωτοι, στρατιώτες και πολίτες ‘Έλληνες, γυναίκες και παιδιά.
Μας διάταξαν να καθίσουμε κάτω και να μη σηκωνόμαστε.
Περάσαμε αυτή τη νύχτα καθισμένοι κάτω και στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο . Ακούγονταν βαριοί στεναγμοί, απελπισμένες κραυγές των δερομένων, από τους οποίους οι τούρκοι άρπαζαν τα πάντα :
Χρήματα, ρούχα.
Παπούτσια και ότι άλλο είχαν.
Συνεχώς ακούγονταν οι επιτακτικές φωνές των Τούρκων «αγιακταν κακ»= «σήκω επάνω» και το’ «τσικαρ»= «βγάλτο ».
Αλλά ακούγονταν και κάτι φοβερότερο.
Οι απελπισμένες κραυγές των βιαζομένων Ελληνίδων.
Τις κατέβαζαν στο υπόγειο του χτιρίου, απ’ όπου όλη την νύχτα ακούγονταν οι κραυγές, τα βογγητά των και ο θρήνος των.
Κάποια στιγμή μέσα στο σκοτάδι, είδα τρεις – τέσσαρες Τούρκους στρατιώτες να περνούν απ’ εμπρός μου, συνοδεύοντάς τους περί τούς δεκαπέντε πολίτες, προφανώς ‘Έλληνες, τους οποίους κατέβασαν στο υπόγειο του χτιρίου και ύστερα από λίγο, ακούστηκε απ’ εκεί υπόκωφη ομοβροντία πυροβολισμών’ αναμφίβολα τους σκότωσαν.
Ξημέρωσε ή 29 Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα. Είδαμε ότι κατά διαστήματα πάνω στον τοίχο της μάντρας ήσαν Τούρκοι στρατιώτες οι οποίοι κρατούσαν οπλοπολυβόλα με τις κάννες των στραμμένες προς τα μέσα, που βρισκόμαστε όλοι οι αιχμάλωτοι, έτοιμοι προς πυροβόληση .
Μπρός το μαρτύριο της πρώτης αυτής νύχτας, και το οποίο εξακολουθούσε, όλοι μας ευχόμαστε να μας σκότωναν για να γλιτώσουμε έτσι από το μαρτύριό μας.
Δεν τόκαναν όμως αυτό και το μαρτύριό μας συνεχιζόταν.
Νερό δεν βρισκόταν να χορτάσουμε τη δίψα μας.
‘Όσοι κατά τύχη βρέθηκαν κοντά στη βρύση που ήταν στην είσοδο μπόρεσαν να πιούν .
Βλέπαμε Τούρκους πολίτες οπλισμένους και αγριωπούς να φέρνουν μέσα στη μάντρα πολίτες γέρους, γυναίκες και παιδιά, προφανώς χριστιανούς ‘Έλληνες και άλλους κατατσακισμένους από τον ξυλοδαρμό τους, τραυματισμένους, κουρελιασμένους, πραγματικά ανθρώπινα ράκη .
Το γδύσιμό μας εξακολουθούσε.
‘Ήρθε και μένα η σειρά μου .
Τούρκος στρατιώτης αξίωσε να του δώσω το στρατιωτικό πανταλόνι που φορούσα .
Το έβγανα και το πήρε.
Ευτυχώς δεν μου πήρε και το σώβρακο που ήταν καινούργιο.
Αντίθετα, αφού πήρε το πανταλόνι, μου έδωσε ένα σώβρακο από κάμποτ, το όποιο έβανα αντί του πανταλονιού, πάνω στ’ άλλο που φορούσα.
Από την πείνα, τη δίψα, τον ξυλοδαρμό και το γδύσιμό μας είχαμε αλλάξει στην όψη που δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας.
Κατά ώρα περίπου 9 π.μ. μας έταξαν κατά τετράδες μέσα σ’ αυτή τη μάντρα και είπαν ότι θα μας δώσουν ψωμί.
Χωρίς όμως να μας δώσουν ψωμί, όπως είχαμε ταχθεί σε τετράδες προχωρούσαμε, βγαίναμε έξω από την πόρτα της μάντρας και σχηματιζόταν φάλαγγα ή οποία, βάδιζε στο δρόμο που περνούσε από την τούρκικη συνοικία της Σμύρνης, από την παραλία μέχρι την αντίθετη ανατολική άκρη της πόλης. Μέσα σ’ αυτό το δρόμο οι αιχμάλωτοι δοκιμάσαμε τις φρικτότερες στιγμές του μαρτυρίου μας.
Στις πλευρές του δρόμου αυτού είχε βγει άπειρος τούρκικος όχλος, οπλισμένος με ρόπαλα, όπλα, μάχαιρες, ξιφολόγχες και ότι άλλο .
Ορμούσαν κατ’ επάνω μας με αλαλαγμούς, με βρισιές, άρπαζαν τα πηλήκιά μας και τα πετούσαν, μας πρόσταζαν να φωνάζουμε «Γιασασυν Κεμαλ Πασά» και κτυπούσαν με ότι είχαν στα χέρια τους ανελέητα.»
ΛΥΝΤΣΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
Κατά διαστήματα στα πλάγια της φάλαγγας βάδιζαν Τούρκοι στρατιώτες, φρουροί μας .
Αυτοί όμως έμεναν τελείως αδιάφοροι και δεν κατέβαλαν καμιά προσπάθεια να μας προστατέψουν από τις κακοποιήσεις του όχλου .
Ότι καθένας των κρατούσε στα χέρια του το έριχναν ή το κινούσαν με μανία κατά των αιχμαλώτων.
Έτσι που με τις μαχαίρες και τις ξιφολόγχες τρυπούσαν όποιον τύχαινε.
Τον δρόμο αυτόν τον διαβήκαμε τροχάδην, γιατί οι πρώτοι της φάλαγγας για να γλυτώνουν κατά το δυνατό τις κακοποιήσεις αναγκάζονταν να τρέχουν και κατ’ ανάγκη διαδοχικά τρέχαμε όλοι.
Το μαρτύριο αυτό διάρκεσε περίπου μιάμιση (11/2) ώρα, όσο χρειάστηκε για να κάνουμε τη διαδρομή όλου του δρόμου μέσα στην πόλη.
Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι πολλοί είχαν τραυματιστεί.
Όσοι μείναμε ανέπαφοι , τούτο συνέβη κατά τύχη.
Όταν πλησιάζαμε να βγούμε απ’ αυτόν τον δρόμο, στην ακρινή ανατολική συνοικία της Σμύρνης βλέπαμε σπίτια καμένα (δεν είχε γίνει ακόμα η γενική πυρπόληση της Σμύρνης, που έγινε μετά λίγες μέρες) όπως και πτώματα ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών καμένα ή κατακρεουργημένα , στη μέση του καταστρώματος του δρόμου.
Βγήκε όλη ή φάλαγγα από την πόλη της Σμύρνης και συνεχίζαμε να βαδίζουμε ανατολικά το δρόμο που οδηγεί στην κωμόπολη Νύμφαιο.
Είδαμε ότι στην κεφαλή της φάλαγγας ήσαν και Έλληνες αξιωματικοί αιχμάλωτοι .
Μεταξύ αυτών και ο λοχαγός του βαρέος πυροβολικού μας Οικονομίδης και άλλοι του συντάγματός μας, όπως και μερικοί της χωροφυλακής.
Οι Τούρκοι φρουροί που συνόδευαν τη φάλαγγα και από τις δύο πλευρές της κρατούσαν οπλοπολυβόλα.
Προς στιγμή πιστέψαμε ότι έξω από την πόλη θα είχαμε απαλλαγεί από τις κακοποιήσεις των τούρκων πολιτών.
Μας συνέβη όμως άλλο χειρότερο.
Καθώς βαδίζαμε, συναντούσαμε κατά διαστήματα του δρόμου μας, τμήματα τούρκικου στρατού όλων των όπλων, πεζικού, πυροβολικού, μεταγωγικά που κατέβαιναν προς την Σμύρνη.
Οι Τούρκοι αυτοί στρατιώτες που βάδιζαν αντίθετα προς την κατεύθυνση της δικής μας φάλαγγας, στέκονταν στις πλευρές του δρόμου κατά τρόπο που μας ανάγκαζαν να βαδίζουμε σχεδόν ο ένας πίσω από τον άλλον και με ρόπαλα που κρατούσαν η με τα όπλα των μας χτυπούσαν και πολλούς σκότωναν.
Στη διαδρομή μας όλη την μέρα συναντούσαμε τέτοια τμήματα τούρκικου στρατού ανά πεντακόσια ή χίλια μέτρα και οι κακοποιήσεις μας από μέρους των συνεχίζονταν αδιάκοπα.
Κατ’ ανάγκη παρατηρούσαμε τι στρατός ήταν αυτός.
Εκτός των καβαλάρηδων που μας αιχμαλώτισαν, οι όποιοι ήσαν καλά ντυμένοι με καλές στολές και είχαν πλήρεις στρατιωτικές εξαρτήσεις, οι άλλοι που συναντούσαμε ήσαν ρακένδυτοι.
Γι’ αυτό και στο δρόμο μας μάς χτυπούσαν και μας έπαιρναν τα ρούχα μας, αφήνοντάς μας γυμνούς.
Εξάρτηση εκστρατείας, ζωστήρα και ξιφολόγχη δεν είχε κανείς τους. τα όπλα τους κρέμονταν από τους ώμους των με σχοινιά ή σπάγγους.
Στα πόδια τους όλοι φορούσαν τσαρούχια από ακατέργαστα δέρματα ζώων.
Έτσι προχωρούσαμε και κατά τις 2 μ.μ. φτάσαμε σε μέρος που στα χαντάκια και από τις δύο πλευρές του δρόμου έτρεχε νερό το οποίο είχε χρώμα κοκκινωπό, προφανώς από το χώμα που στη ροή του παράσερνε.
Μας σταμάτησαν σ’ αυτό το σημείο και κατ’ ανάγκη ήπιαμε απ’ αυτό το νερό.
Αφού σταθήκαμε σ’ αυτό το σημείο περί τα δέκα λεπτά της ώρας, ξεκινήσαμε για τη συνέχιση της πορείας μας.
Πίσω μας ακούγονταν κατά διαστήματα πυροβολισμοί.
Οι Τούρκοι στρατιώτες, που συνόδευαν σαν φρουροί τη φάλαγγα, σκότωναν τους βραδυπορούντες αιχμαλώτους.
Αυτό γινόταν κατά συνέχεα όλες τις μέρες της πορείας μας.
Καθώς προχωρούσαμε ο δρόμος άρχισε να είναι ανηφορικός και κατά ώρα περίπου πέντε απογευματινή μας σταμάτησαν. Τούρκος αξιωματικός κάτι έλεγε φωναχτά.
Οι τουρκομαθείς μας ερμήνευσαν ότι είπε προς τους αιχμαλώτους :
« “Όσοι κατάγονται από τη Μ. Ασία να βγουν έξω από τη φάλαγγα, γιατί θα γυρίσουν πίσω στη Σμύρνη ».
Πολλοί αφελείς το πίστεψαν και βγήκαν και βγήκαν και παλαιοελλαδίτες, γιατί νόμισαν ότι θα ήταν γι’ αυτούς καλλίτερα αν γύριζαν στη Σμύρνη .
Συνολικά βγήκαν περίπου πενήντα (50). Ξεχώρισαν δε οι Τούρκοι και 4- 5 αξιωματικούς της χωροφυλακής.
Αυτοί παρέμειναν εκεί και η φάλαγγα ξεκίνησε.
Ενώ προχωρούσαμε ακούσαμε πίσω μας κρότους ριπών οπλοπολυβόλων. Τους σκότωσαν…»
“Οι Τούρκοι έκαιγαν ζωντανούς τους Έλληνες αξιωματικούς”…
Οι μαρτυρίες του στρατιώτη Βασίλη Διαμαντόπουλου- που αιχμαλωτίστηκε στην Σμύρνη το 1922 -για τις πρωτοφανείς πράξεις αγριότητας των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων, είναι συγκλονιστικές.
Στο ημερολόγιο του περιγράφει πράξεις που συνιστούν εγκλήματα πολέμου, εναντίον ανυπεράσπιστων στρατιωτικών οι οποίοι είχαν παραδοθεί και συνεπώς προστατεύονταν από διεθνείς Συμβάσεις και Συμφωνίες.
Στο τρίτο μέρος του «μαύρου αφιερώματος», υπάρχουν οι πλήρεις περιγραφές αυτών των εγκλημάτων.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ!
Καθώς είμαστε καθισμένοι κάτω, συγκεντρώθηκαν γύρω σ’ όλη την έκταση οι Τούρκοι κάτοικοι της Μαγνησίας άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι μας χλεύαζαν και μας πετροβολούσαν.
Κατά ώρα 9 π.μ. Τούρκος αξιωματικός επέτρεψε στο πλήθος αυτό να υποδείξει και να συλλάβει όποιον αιχμάλωτο γνώριζε ότι υπηρέτησε στη Μαγνησία και τυχόν τους είχε κακοποιήσει.
Η πρόφαση αυτή άρκεσε για να ορμήσει το πλήθος, να συλλαμβάνει και να σέρνει έξω από το στρατόπεδό μας τους πιο σωματώδεις και ρωμαλέους από μας ότι δήθεν τους αναγνώριζαν.
Τους τραβούσαν πιο πέρα και τους τουφέκιζαν.
Έτσι σκότωσαν εκεί περί τους διακόσιους πενήντα (250 ).
Ο Έλληνας λοχαγός του Πυρπολικού Οικονομίδης, μεγαλόσωμος άντρας που είχε μείνει μόνο με τη φανέλα του, σχισμένη κιλότα και τις μπότες του, βλέποντας την όπως πάρα πάνω περίγραψα ανελέητη σφαγή των αιχμαλώτων, στάθηκε όρθιος και με τη βροντερή φωνή του καυτηρίασε, τη συμπεριφορά αυτή των Τούρκων.
Τούτο όμως έδωσε αφορμή στους Τούρκους αξιωματικούς και ξεχώρισαν περίπου σαράντα (40) Έλληνες αξιωματικούς αιχμαλώτους και βέβαια πρώτο τον λοχαγό Οικονομίδη και τον επιτελάρχη του 18ου Συντάγματος μας, ταγματάρχη Σιώρη και τους οδήγησαν έξω από το στρατόπεδό μας, σ’ άγνωστο σ’ εμάς κείνη τη στιγμή μέρος.
Την επομένη, συνάδερφοί μας που οδηγήθηκαν από Τούρκους φρουρούς για κάποια αγγαρεία λίγο έξω της Μαγνησίας, μας βεβαίωσαν όταν παστρέψανε, ότι μέσα σε ρέμα, κοντά στην πόλη είδαν περί τα σαράντα πτώματα κοντά το ένα στο άλλο δεμένα με σύρμα κατά συνέχεια και καμένα με φωτιά.
Ασφαλώς αυτά τα πτώματα ήσαν οι αξιωματικοί μας τους οποίους σκότωσαν και τους έκαψαν.
Ίσως να τους έκαψαν ζωντανούς.»
ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ ΜΑΥΡΗ ΑΓΟΡΑ ΑΣΕΒΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
« Η λεηλασία μας από μέρους των Τούρκων στρατιωτών εξακολουθούσε. Εδώ μου πήραν και μένα τα λίγα χρήματα που είχα, περίπου 450 δραχμές.
Είδα να κόβουν το δάχτυλο αιχμαλώτου για να του πάρουν το χρυσό δαχτυλίδι του, που δεν έβγαινε εύκολα.
Επίσης είδα να βγάζουν με σουγιάδες ή ξιφολόγχες χρυσές κορώνες δοντιών αιχμαλώτων.
Οι Τούρκοι στρατιώτες που είχαν τοποθετηθεί γύρω στη μάντρα για να μας φυλάνε, έφερναν νερό το οποίο πουλούσαν στους αιχμαλώτους αντί 1.000 ή 2.000 ή 3.000 δραχμές το κάθε παγούρι.
Πολλών τους έπαιρναν τα χρήματα και δεν τους έδιναν το νερό.
Ως το απόγευμα κείνης της μέρας 1ης Σεπτέμβρη, μέσα σ’ αυτή τη μάντρα πέθαναν πολλοί από τη δίψα και όλες τις κακουχίες.
Τόσοι ώστε φόρτωσαν περί τους είκοσι (20) βοϊδαραμπάδες πτώματα, τα μετάφεραν και τα πέταξαν μέσα σε ρέμα έξω από την πόλη .
Εδώ πέθανε και αγαπητός μου συνάδερφος και φίλος Σμυρνάκης από την Κρήτη .
Ήταν εξαίρετος άνθρωπος και είχε σπουδάσει δασολόγος στη Βιέννη. Έπασχε από αλαφρό άσθμα και σ’ όλη την πορεία μας κουρασμένο τον υποβαστάζαμε και τον βοηθούσαμε να βαδίζει εγώ, ο Πλούταρχος Οικονόμου και ο Γιώργος Κωνσταντινίδης.
Το πρωί 3ης Σεπτέμβρη αρχίσαμε πάλι την πορεία μας προς τ’ ανατολικά προς την πόλη Κασαμπά όπου και φτάσαμε κατα ώρα περίπου 11 π.μ. και σταματήσαμε έξω απο την πόλη . Η πόλη Κασαμπάς είχε σχεδόν καταστραφεί γιατι υποχωρούντα τμήματα του στρατού μας είχαν πολεμήσει με τούρκικες δυνάμεις μέσα στην πόλη .
Ό Τούρκος ταγματάρχης διάταξε τμήμα της τούρκικης φρουράς μας να προηγηθεί για να μην επιτρέψει στους Τούρκους πολίτες να μας πλησιάσουν όταν θα βαδίζαμε μέσα στην πόλη .
Είχαμε αρχίσει να βρισκόμαστε μέσα στην άκρη της πόλης και καθώς βαδίζαμε είδαμε σ’ ένα τοίχο μάντρας στηλωμένα όρθια ανθρώπινα πτώματα ξεραμένα και μισοφθαρμένα.
Τα είχαν στήσει έτσι οι Τούρκοι που τάχαν ξεθάψει από τους τάφους των, γιατί ο τοίχος αυτός ήταν ο τοίχος της μάντρας του ελληνικού νεκροταφείου.
Ή μανία της εκδίκησής των δεν άφησε ήσυχους ούτε τους νεκρούς χριστιανούς στους τάφους των, αναμφισβήτητη απόδειξη της βαρβαρότητάς των.
Είχε περάσει μια βδομάδα πού είμαστε στην αιχμαλωσία και από την πείνα, τις πορείες, τον τρόμο της σφαγής και τις όποιες άλλες κακουχίες που περίγραψα, οι αιχμάλωτοι κατά το 95% είχαν χάσει τον ανθρωπισμό τους και κυριολεχτικά είχαν αποκτηνωθεί.
Κινούνταν και φαίνονταν στην όψη τους ότι δεν σκέπτονταν καθόλου.
Μέσα στον κάμπο από απόσταση έβλεπα τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στ’ ανατολικά και στα πλάγιά του κείτονταν ανθρώπινοι σκελετοί, π’ άσπριζαν.
Ήσαν οι σκελετοί των αιχμαλώτων στρατιωτών ή των πολιτών Μικρασιατών που κατά τις πορείες των τούς σκότωναν οι Τούρκοι και παρέμεναν άταφοι όπου έπεφταν.
Κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη φέρανε στη μάντρα μας μια φάλαγγα περίπου 1300 έλληνες Μικρασιάτες πολίτες από τη Σμύρνη και άλλες πόλεις όπως μας έλεγαν. Άπ’ αυτούς μάθαμε ότι ολόκληρη η Σμύρνη πυρπολήθηκε από τους Τούρκους.
Από τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας μας μείναμε ακούρευτοι και αξύριστοι . τα ρούχα μας όσα μας αφήκαν οι τούρκοι να φοράμε, όσο ο καιρός προχωρούσε άρχισαν να κουρελιάζονται .
‘Έγιναν σχεδόν κλωστές πάνω μας και μ’ αυτά γυρίσαμε στην Ελλάδα μετά επτά μήνες και οι περισσότεροι μετά ένα χρόνο και πλέον.
Χωρίς ποτέ ν’ αλλάξουμε τα ρούχα που φορούσαμε και με υποτυπώδη μέσα γενικής καθαριότητας και εν γένει όλες τις κακές συνθήκες στέγασης και διαβίωσης μας από τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας μας αλλά συγκεκριμένα απο τις αρχές του Οκτώβρη γεμίσαμε ψείρες. Ψείρες τόσο πολλές που άπ’ αυτές καλύπτονταν όλη η επιδερμίδα του κορμιού μας πάνω στην οποία μέναν καρφωμένες κάθετα και με χρώμα σχεδόν μαυριδερό.
Με την παλάμη μας τις σπρώχναμε προς τα κάτω και πέφτανε στο χώμα, άλλα σχεδόν την ίδια στιγμή το σώμα μας γέμιζε πάλι άπ’ αυτές.
Το χώμα τη ς επιφάνειας του στρατοπέδου μας ήταν γεμάτο ψείρες και τις βλέπαμε να κινούνται πάνω σ’ αυτό σε πάχος τουλάχιστο ενός – δύο χιλιοστών του μέτρου πυκνότερες από σμήνος μερμηγκιών.
Στο μαρτύριο αυτό δεν μπορούσαμε ν’ αντιτάξουμε τίποτε και ζούσαμε μέσα σ’ αυτό .
Για φαγητό μας έδιναν αντί του βρασμένου σιταριού επί 5- 6 μέρες του Νοέμβρη , βρασμένα κουκιά και μετά μας έδιναν την μια μέρα φασόλια και την άλλη πλιγούρι.
‘Όλα δε αυτά μαγειρεύονταν χωρίς λάδι και αλάτι και πάντα ήσαν πολύ νερουλά και λιγοστά.
Καμιά φορά έβαζαν λίπος πολύ κακής ποιότητας που καταντούσαν να μη τρώγονται.
Οι καλύβες που φτιάξαμε για να μένουμε, ήταν έτοιμες κατά τις 20 Οκτώβρη , ώς τότε μέναμε στο ύπαιθρο.
Σ’ αυτές τις καλύβες που ο ξερότοιχος που φτιάξαμε είχε ύψος μόνο ενός μέτρου , μπαίναμε για να περνάμε μέσα σ’ αυτές τις νύχτες μας, που ήταν νύχτες χειμώνα.
Πλαγιάζαμε κάτω στο χώμα ο ένας κοντά στον άλλον και σε δύο αντίστοιχες σειρές κατά τρόπο ώστε τα πόδια των αντρών των δυο σειρών κατ’ ανάγκη σμίγανε σχεδόν ώς τα σκέλη των. Και όταν για να ζεστάνουμε τα χέρια μας ανάβαμε μέσα φωτιές με ξύλα που φροντίζαμε να βρίσκουμε, γινόταν τόσος καπνός που μέσα σ’ αυτόν φαινόμαστε κινούμενες σκιές, δεδομένου ότι άλλο φωτισμό δεν είχαμε.
Όταν έβρεχε τα νερά από τους τρύπιους τενεκέδες που φτιάξαμε για στέγη, έπεφταν μέσα σ’ αυτές τις τρώγλες και φτιάχναμε στο χώμα αυλάκια για να βγαίνουν προς τα έξω, χωρίς μ’ αυτό να κατορθώνουμε ν’ αποφεύγουμε το λάσπωμα.
Εκτός από τα νερά της βροχής που μπαίνανε από την υποτιθέμενη στέγη, μπαίνανε και από τα θεμέλια του εξωτερικού τοίχου νερά από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές έξω στο δρόμο κοντά στον τοίχο.»
Οι “μπίζνες” των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων αιχμαλώτων, η εξαθλίωση και η απελευθέρωση
Μετά τα βασανιστήρια, τον φόβο και τις ταπεινώσεις, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους Έλληνες αιχμαλώτους της Μικρασιάτικης Εκστρατείας, ως… «εργαλεία» για δικό τους όφελος και για να κερδίσουν χρήματα από παράνομες δουλειές!
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος που έζησε 7 μήνες στα τουρκικά στρατόπεδα αποκαλύπτει.
ΟΙ ΧΡΥΣΕΣ ΜΠΙΖΝΕΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
«Από τα μέσα του Οκτώβρη και σχεδόν επί ένα μήνα και πλέον, εκτός από τις αγγαρείες της ημέρας μας ξεσήκωναν τη νύχτα μετά την ώρα 11 ή 12 ή και 1 , όλο το λόχο, και διαδοχικά και τους άλλους λόχους και μας πήγαιναν σ’ αρκετά μακρινή απόσταση όπου από γκρεμισμένα σπίτια φορτωνόμαστε ο καθένας μας από μια-δυο πέτρες και επιστρέφοντας έτσι φορτωμένοι, τις αφήναμε σε ορισμένο σημείο κοντά στη μάντρα του στρατοπέδου μας.
Επίσης κατά τον ίδιο τρόπο μας πήγαιναν σε μάντρες σπιτιών, στ’ άκρα της πόλης, που επάνω στους τοίχους των ήσαν τοποθετημένα κεραμίδια.
Τα παίρναμε και φορτωμένοι μ’ αυτά τα φέρναμε και τ’ αφήναμε στο ίδιο σημείο πού αφήναμε και τις πέτρες.
“Όλα αυτά τα υλικά, βλέπαμε τη μέρα ότι τα χρησιμοποιούσαν μαστόροι και εργάτες αιχμάλωτοι για να επισκευάζουν τρία χτίρια που ήσαν καταστραμμένα από πυρκαγιές.
Σ’ αυτή τη νυχτερινή αγγαρεία με βροχές, κρύο και παγωνιές, η ταλαιπωρία μας ήταν πολύ σκληρή και απάνθρωπη.
Τέλειωσαν τα κτίρια, επισκευάστηκαν και τα μηχανήματά τους και ήσαν έτοιμα να λειτουργήσουν.
Πριν όμως ν’ αρχίσει ή λειτουργία τους, είδαμε. μια μέρα να καταφτάνουν οι πολιτικές αρχές, ο Καϊμακάμης, ο Δήμαρχος με άλλους υπαλλήλους και αστυνομικούς. τα κατάσχεσαν και τα σφράγισαν.
Τι είχε συμβεί ;
Τα κτίρια αυτά ανήκαν σε Έλληνες που είχαν φύγει και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Οι επισκευές των διατάχτηκε να γίνουν με την εργασία αιχμαλώτων από τον τούρκο ταγματάρχη, διοικητή του τάγματος αιχμαλώτων, έναν πανύψηλο τσερκέζο, Ναμζή Βέη, με μεγάλα και ίσια μουστάκια και με αγέρωχο ύφος, με το σκοπό να τα εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος.
Οι πολιτικές τούρκικες αρχές του χάλασαν τα σχέδιά του και τα κατάσχεσαν, γιατί αυτά χτήματα σαν εγκαταλειμμένα ανήκαν στο τούρκικο Δημόσιο.
Αλλά και οι άλλοι Τούρκοι αξιωματικοί του, τάγματος αιχμαλώτων εκμεταλλεύτηκαν την εργασία αιχμάλωτων ειδικών τεχνιτών για όφελός των.
Ό ένας είχε οργανώσει υποδηματοποιείο στο οποίο εργάζονταν αιχμάλωτοι τεχνίτες.
Ό άλλος είχε οργανώσει συνεργείο που έπλεκαν καλάθια.
Τα προϊόντα αυτών των συνεργείων τ α πωλούσαν προς όφελός των οι Τούρκοι αξιωματικοί .
Οι αιχμάλωτοι τεχνίτες που εργάζονταν είχαν τ’ όφελος ότι δεν τους τραβούσαν κάθε μέρα στις διάφορες άλλες αγγαρείες και το σπουδαιότερο εργάζονταν και κοιμούνταν στο υπόγειο του σπιτιού, στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία της διοίκησης του τάγματος αιχμαλώτων και έτσι ήσαν προφυλαγμένοι από βροχές και κρύο.
Ό ταγματάρχης διοικητής του τάγματος Ναμζή Βέης οργάνωσε κι’ άλλη εκμετάλλευση της εργασίας των αιχμάλωτων πολύ επικερδή για τον εαυτό του, εξοντωτική όμως για τους αιχμάλωτους.»
Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ ΜΕΡΑ
«Στις 2 τ’ Απρίλη 1923, Μεγάλη Δευτέρα είδαμε να κινείται στο τάγμα αιχμαλώτων Τούρκος συνταγματάρχης γιατρός. ‘Αποδείχτηκε ότι αυτός είχε έρθει για να φροντίσει για τη μεταφορά μας στη Σμύρνη προς τον σκοπό ανταλλαγής μας με Τούρκους αιχμάλωτους που είχε η Ελλάδα.
Μιλούσε την ελληνική γλώσσα, γιατί όπως μας είπε κατάγονταν από τα Γιάννενα.
‘Ακούσαμε από τον ίδιο ότι σε εκτέλεση συμφωνίας που υπογράφτηκε στη Λωζάννη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, θα γίνει ανταλλαγή αιχμάλωτων, αλλά μόνον δέκα χιλιάδων, γιατί τόσοι ήσαν οι τούρκοι αιχμάλωτοι στην Ελλάδα.
Οι επί πλέον από τις δέκα χιλιάδες έλληνες αιχμάλωτοι θα παραμείνουν στην Τουρκία για να φύγουν απ’ εκεί μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.
Μας είπε ότι απ’ όλα τα τάγματα ελλήνων αιχμαλώτων θα γίνονταν προς τη Σμύρνη αποστολές μικρού αριθμού αιχμαλώτων από το καθένα ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός δέκα χιλιάδες.
Ετοιμασία μας ήταν ν’ απολυμανθούμε όλοι μας και ο φούρνος μας να ψήσει ψωμί, ώστε κάθε αιχμάλωτος να πάρει ψωμί για δύο μέρες.
Πράγματι ο Έλληνας γιατρός του τάγματός μας κ. Λεμονίδης, με κείνους τους απολυμαντικούς κλιβάνους που είχε φτιάξει με τα βαρέλια του οινοπνεύματος, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την απολύμανση έγκαιρα.
Μόλις άρχισε να φέγγει ή 4η Απρίλη, Μεγάλη Τετάρτη , παρατάχτηκε όλο το τάγμα κατά τετράδες και καθώς περνούσαν μπρος από το φούρνο, δίνονταν σε κάθε αιχμάλωτο ψωμί δύο ημερών και βιαστικά οδηγηθήκαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Την νύχτα της 4 προς 5 Άπρίλη, μεγάλης Τετάρτης προς μεγάλη Πέμπτη, μείναμε στο ύπαιθρο και το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Διπλωμένοι με τ ‘ αντίσκηνα όλη τη νύχτα περπατούσαμε για να νοιώθουμε έτσι λιγότερο το κρύο.
Μέσα στο σκοτάδι όμως φαντάζαμε σαν άσπρες σκιές και η πλαγιά παρουσίαζε εικόνα βιβλική. ο πρωί της 6ης Απρίλη, μεγάλη Πέμπτη παραδώσαμε τ ‘ αντίσκηνα, ήρθαν Τούρκοι αξιωματικοί, φαίνεται δε ότι εκεί, ήταν και η διεθνής επιτροπή για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.
Στήθηκε ξύλινο τραπέζι, ανοίξανε πάνω σ ’αυτό οι Τούρκοι αξιωματικοί κατάλογους και άρχισαν να φωνάζουν αριθμούς και ονόματα.
Από τους οχτακόσιους (800) του τάγματός μας, που κατεβήκαμε από τον Κασαμπά, κράτησαν περίπου εκατόν πενήντα (150) και έτσι τελικά θα φεύγαμε οι εξακόσιοι πενήντα (650).
Μας οδήγησαν στην περιοχή της Πούντας, σε προβλήτα της οποίας ήταν αγκυροβολημένο ελληνικό φορτηγό καράβι με τ ‘ όνομα «Ιωάννης».
Λίγο μετά το μεσημέρι έφτασε το ελληνικό φορτηγό καράβι «Ανδρέας» το οποίο έφερε από την Ελλάδα Τούρκους αιχμάλωτους.
“Όταν άραξε και τους βλέπαμε πλέον από κοντά, αυτοί ήσαν ντυμένοι με καινούργιες στρατιωτικές στολές και άρβυλα.
Είχαν χλαίνες, κουβέρτες, και τα σακίδιά των γεμάτα τρόφιμα και φρούτα.
Πριν ν’ αρχίσουν ν’ αποβιβάζονται μας κοίταζαν, όπως είμαστε γυμνοί, ξυπόλυτοι και κουρελήδες, με έκπληξη και δεν μιλούσαν.
‘Όταν πλέον κατέβαιναν και μας πλησίαζαν πολλοί απ’ αυτούς με δάκρυα στα μάτια και αγανάχτηση έλεγαν μιλώντας ελληνικά : «που σας στέλνουν οι άτιμοι μ’ αυτά τα χάλια» και άδειαζαν μπρος μας τα σακίδιά των με τα τρόφιμα και τα φρούτα (πορτοκάλια – μήλα) παρακαλώντας να τα δεχτούμε.»
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…
«Το πρωί της 7ης Απρίλη , μεγάλο Σάββατο το καράβι που μας έφερνε βρισκόταν στ’ ανοιχτά του Αιγαίου και κατά ώρα περίπου δέκα (1 0 ) π.μ. αντικρίσαμε με μεγάλη μας συγκίνηση το Σούνιο, με τις πάλλευκες κολώνες του ναού του Ποσειδώνα και στη συνέχεια την Αττική παραλία προς το Σαρωνικό με τη Γλυφάδα – Καλαμάκι, Παλαιό και Νέο Φάληρο και στο βάθος τμήματα της Αθήνας με την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό.
Πιο πέρα την Καστέλα, τον Πειραιά και τέλος το καράβι «Άνδρέας» αγκυροβόλησε στον κόλπο της Σαλαμίνας μπρος από το Δημόσιο Απολυμαντήριο, προς την πλευρά της Κούλουρης απέναντι από το Κερατσίνι.
Στις 8 Απρίλη , Κυριακή του Πάσχα μείναμε στο καράβι και μας δόθηκαν πασχαλινά τρόφιμα.
Προς το απόγευμα πλησίασαν βάρκες με επισκέπτες που ζητούσαν πληροφορίες για δικούς τους.»
Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
«Και την 9ην Απρίλη , Δευτέρα του Πάσχα, μείναμε μέσα στο καράβι και ήρθαν περισσότερες βάρκες με επιβάτες που ζητούσαν πληροφορίες για δικούς τους.
Σε μια βάρκα ήταν γνωστός μου λοχαγός του πυροβολικού Άγις Λεβέντης από την Κυνουρία.
Ζητούσε πληροφορία για τον αδερφό του Θρασύβουλο, με τον οποίο συνυπηρετούσα στο επιτελείο της Στρατιωτικής Διοίκησης, στο Άϊδίνι .
Αργότερα είδα από μακριά να έρχεται μια βάρκα.
Σαν από προαίσθηση την περίμενα να πλησιάσει και όταν πια μπορούσα να διακρίνω , είδα ότι εκτός από τον βαρκάρη ήταν μέσα σ’ αυτή και ένας στρατιώτης.
‘Όταν ή βάρκα έφτασε κοντά στο καράβι, ο στρατιώτης καθώς τον κοίταζα, από το κατάστρωμα που ήμουν, σκυμμένος στην κουπαστή, απευθύνθηκε σε μένα και με ρώτησε μήπως γνωρίζω ένα Βασίλη Διαμαντόπουλο.
Του απάντησα ότι είμαι ο ίδιος.
Μου πρόσθεσε :
«Είμαι ο ιπποκόμος του αδερφού σας του λοχαγού, ο οποίος έχει πάει στους γονείς σας, στο χωριό σας και μ’ άφησε εντολή , όταν έρχονται πλοία με αιχμάλωτους να κατεβαίνω να ρωτώ για σας.
Και αν πάρω ευχάριστη είδηση να του τηλεγραφήσω ».
Αντιλήφτηκα ότι καθώς μου έλεγε αυτά ήταν πολύ ταραγμένος και δεν μου είπε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι πηγαίνει να τηλεγραφήσει και ή βάρκα έκανε στροφή και άρχισε ν’ απομακρύνεται.
Εκ των υστέρων εξηγήθηκε ή ταραχή του. Ό αδερφός μου του είχε δώσει εντολή να κατεβαίνει κάθε μέρα που έρχονταν αιχμάλωτοι να ρωτάει, αυτός όμως αμέλησε και την ημέρα του Πάσχα δεν κατέβηκε.
Και απ’ αυτή την αμέλειά του, βράδυνε να δώσει την πληροφορία για την επιστροφή μου μια ολόκληρη μέρα και για τούτο ένοιωσε την ευθύνη του και φοβήθηκε την από μέρους του αδερφού μου επίκριση.
Από το πρωί της 10ης Απρίλη , Τρίτη του Πάσχα άρχισε η αποβίβασή μας στο Δημόσιο Απολυμαντήριο και η απολύμανσή μας.
Πολλοί είμαστε όσοι αναλάβαμε εθελοντικά καθήκοντα γραφιάδων και γράφαμε τους καταλόγους, τα προσωρινά απολυτήρια ή τις άδειες.
Προσωρινά απολυτήρια για όσους ανήκαν σε κλάσεις που είχαν αποστρατευτεί και άδειες δύο μηνών για όσους ανήκαν στις κλάσεις που παρέμειναν επιστρατευμένες.
Η απολύμανση συνεχίστηκε και όλη τη νύχτα και τέλειωσε κατά τη χαραυγή της 11ης Απρίλη, μέρα Τετάρτη του Πάσχα. Μας δόθηκε το πρωί, όπως παραμέναμε στο ύπαιθρο, ψωμί, τσάι και τυρί. Διαδόθηκε όμως ότι δεν θα φεύγαμε αλλά ότι θα παραμέναμε ακόμη καραντίνα μέσα στο ίδιο καράβι που μας έφερε γιατί αρρώστησαν τέσσερες μετά την απολύμανσή τους και υποψιάζονται οι γιατροί ότι η αρρώστια τους ενδεχόμενα να είναι εξανθηματικός τύφος.
Η είδηση αυτή με κατάθλιψε από τη σκέψη μου ότι και την τελευταία στιγμή που επρόκειτο ν’ αποχτήσουμε την πλήρη λευτεριά μας, παρουσιάστηκαν τέτοια εμπόδια και κίνδυνοι ν’ αρρωστήσουμε από μολυσματική αρρώστια, τόσο ώστε δεν μπορούσα να φάω τίποτα παρά τις προτροπές των φίλων μου.
Και όπως ήμουν καθισμένος κάτω άκουσα απ’ επάνω μου τη φωνή του αδερφού μου που ρωτούσε «παιδιά μήπως γνωρίζετε ένα Βασίλη Διαμαντόπουλο».
Γύρισα προς τα πίσω το κεφάλι μου και είδα όρθιο τον αδερφό μου Κώστα.
Δεν μπορώ να περιγράψω τη συγκινητική αυτή στιγμή της συνάντησής μας. Αγκαλιασμένοι βαδίσαμε μερικά βήματα και καθίσαμε σ’ ένα βραχάκι κι’ όταν συνήρθαμε από τη συγκίνηση μούδωσε πληροφορίες για τους δικούς μας . Διέκρινα όμως ότι τη χαρά του για τη σωτηρία μου σκίαζε ή λύπη του σαν αξιωματικός που ήταν, για το μαρτύριο και κατάντημα τόσων στρατιωτών της άλλοτε περήφανης και νικηφόρου στρατιάς της Μ. Ασίας.
Με την έγκριση του εκεί Φρουραρχείου ο αδερφός μου με πήρε και ανεβήκαμε στην Αθήνα….
Την επομένη αποβιβάστηκαν κι’ όλοι οι συνάδερφοι, γιατί αποδείχτηκε ότι η αρρώστια των τεσσάρων δεν ήταν εξανθηματικός τύφος»
Πληροφορίες
Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος
MIKRASIATIS.GR
https://www.militaire.gr/1922-mikra-asia-ellines-aihmalotoi/