ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ: οι κόκκινες γραμμές των Καραμανλή-Αβέρωφ και η ισορροπία της Λωζάννης

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη* 

Έχουν περάσει πλέον 100 χρόνια από την ημέρα που η Συνθήκη της Λωζάννης (ΣτΛ) τέθηκε σε ισχύ, στις 6 Αυγούστου του 1924 και 50 χρόνια από τον Μάιο του 1974 και την «κρίση του Τσανταρλί».

Με την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού πλοίου στο Αιγαίο, η γείτονα για πρώτη φορά αμφισβήτησε στο πεδίο το status quo, που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή από το 1913, την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Τότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απεμπολήσει όλες τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των νησιών του Αιγαίου, με προσανατολισμό να ενισχύσει τη θέση της στην Ασιατική Τουρκία, προσμένοντας σε νέες εισροές κεφαλαίων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.

Στα μέσα της δεκαετίας του 70 αναδύθηκε από την τουρκική πλευρά μια καινούργια έννοια, αυτή της «ισορροπίας της Λωζάννης», σε μια προσπάθεια να επεκταθούν οι καθαρά εδαφικές διατάξεις της συνθήκης στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Κατά το τουρκικό αφήγημα, η ΣτΛ είχε καθορίσει μια ευαίσθητη ισορροπία στο Αιγαίο, καθώς  η Ελλάδα είχε γίνει κυρίαρχη των νησιών του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου με την υποχρέωση αυτά να παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα.  Η ισορροπία της ΣτΛ για την Άγκυρα στηριζόταν σε μια άτυπη πολιτική συναίνεση Ελλάδας-Τουρκίας, η οποία δεν απέκλειε την ανεμπόδιστη χρήση (διέλευση και εκμετάλλευση) του Αιγαίου από την Τουρκία.

Η τουρκική πλευρά φρονούσε ότι η Ελλάδα ήταν αυτή, που είχε διαταράξει την ευαίσθητη ισορροπία της Λωζάννης το 1936 επεκτείνοντας τα χωρικά της ύδατα στα 6 ν.μ. ενώ από το 1931 είχε θεσπίσει εναέριο χώρο 10 ν.μ. Επίσης, η απόδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, είχε επίσης μεταβάλλει την ισορροπία της Λωζάννης υπέρ των Αθηνών. Μέχρι και την κρίση της Κύπρου το 1974, η Ελλάδα είχε καταφέρει να αποκτήσει τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου και για την πολιτική αεροπορία (ICAO) αλλά και στο ΝΑΤΟ. Η έκδοση της ΝΟΤΑΜ 714 από την Άγκυρα στις 6 Αυγούστου του 1974, λίγες μέρες πριν τον Αττίλα 2, έκανε γνωστόν τοις πάσι τις διαθέσεις της Τουρκίας  για τη διχοτόμηση του Αιγαίου

Για την Ελλάδα, η μόνη ισορροπία που καθόριζε η Λωζάννη ήταν αυτή μεταξύ των μειονοτήτων, της ελληνικής σε Ίμβρο, Τένεδο και Κωνσταντινούπολη και της μουσουλμανικής στη Δυτική Θράκη. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το καλοκαίρι του 1958, η έκρυθμη κατάσταση, που επικρατούσε στην Κύπρο είχε επιφέρει τη ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η τότε κυβέρνηση του Κωσταντίνου Καραμανλή, αντιδρώντας στις φήμες ότι η τουρκική κυβέρνηση θα εκμεταλλευόταν την κατάσταση στην Κύπρο για να εκδιώξει τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους Ρωμιούς της Πόλης, απέστειλε ένα μνημόνιο προς το State Department.

Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, στην περίπτωση που η Τουρκία προχωρούσε σε πογκρόμ εναντίον του ελληνικού στοιχείου εντός της επικράτειάς της, θα ήταν η ακόλουθη:

η Ελλάδα θα διέκοπτε τις διπλωματικές σχέσεις με την Άγκυρα, θα εξέταζε την αποχώρηση της από το ΝΑΤΟ, καθώς θα ήταν αδύνατο να παραμείνει σύμμαχος με την Τουρκία, και θα επαναξιολογούσε το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, αλλά και των μουσουλμάνων, που κατοικούσαν στα Δωδεκάνησα.

Μερικά χρόνια αργότερα (1964-65), οι μαζικές απελάσεις του ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης θα διατάραζαν εντελώς την ισορροπία της Λωζάννης, ενώ η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου δεν θα τολμούσε να προβεί σε καμία από τις απειλές του μνημονίου των Καραμανλή-Αβέρωφ.

Τον Αύγουστο του 1974, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που για τους Αμερικανούς όμως ήταν και πάλι μια κυβέρνηση Καραμανλή-Αβέρωφ, απείλησε τις ΗΠΑ ότι αν δεν προβούν στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να εφαρμοστεί το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο, η Ελλάδα δεν θα είχε άλλη επιλογή από την ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία. Κατά τα φαινόμενα το State Department δεν έλαβε στα σοβαρά το τελεσίγραφο του Καραμανλή και οι ΗΠΑ δεν εμπόδισαν τον τουρκικό στρατό από το να καταλάβει το 37% της Κύπρου. Ο Καραμανλής αντέδρασε σε ένα βαθμό πραγματοποιώντας μια από τις απειλές, που είχε συμπεριλάβει στο μνημόνιο του 1958, την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Το 1976 η αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα οδήγησε μια ελληνική κυβέρνηση, και πάλι κυβέρνηση Καραμανλή-Αβέρωφ, να αναζητήσει εγγυήσεις για το Αιγαίο στην Ουάσιγκτον. Οι εγγυήσεις εν μέρει δόθηκαν από το State Department με τη δημοσιοποίηση της ανταλλαγής των επιστολών Μπίτσιου – Κίσινγκερ. Το τίμημα της αμερικανικής παρέμβασης ήταν ότι όχι μόνο η Τουρκία αλλά και η Ελλάδα θα έπρεπε να απέχει από μονομερείς ενέργειες στο Αιγαίο.

Στις 15 Απριλίου του 1976, ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών θα δεσμευόταν δια ζώσης στον Κίσινγκερ ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρούσε σε επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο στα 12 ν.μ., κατανοώντας ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν άκρως πολιτική πράξη.

Η πολιτικοποίηση του ζητήματος του Αιγαίου επικυρώθηκε το Νοέμβριο του 1976 με το πρακτικό της Βέρνης, που επίσης αποτελεί απόρροια της αμερικανικής διαμεσολάβησης, που συντελέστηκε κατά την κρίση του Χόρα του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του 1976.

Μπορεί η ελληνική πλευρά να θεωρεί ότι το πρακτικό της Βέρνης δεν έχει σήμερα νομική ισχύ, όπως και η διακήρυξη των Αθηνών του Δεκεμβρίου του 2023, δεν παύουν όμως να είναι πολιτικές συμφωνίες με τη γείτονα, που εξυπηρέτησαν και εξυπηρετούν της τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο.

Είναι γεγονός ότι στο ζήτημα της Κύπρου και της ελληνικής μειονότητας της Πόλης οι κόκκινες γραμμές των Καραμανλή-Αβέρωφ καταπατήθηκαν. Σε μεγάλο βαθμό όμως αυτό δεν συνέβη στο Αιγαίο.

Ο Καραμανλής επαναστρατιωτικοποίησε τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου συμπεριλαμβανομένων των Δωδεκανήσων, γεγονός που οδήγησε στις έντονες αντιδράσεις της Άγκυρας, κυρίως μετά την άνοιξη του 1975. Ταυτόχρονα κατέστησε σαφές στους Αμερικανούς ότι το δικαίωμα της Ελλάδας στην αυτοάμυνα ήταν αδιαπραγμάτευτο, αδιαφορώντας αν η επαναστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων «παραβίαζε» τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Στις αρχές του 1977 ο Καραμανλής θα μετέφερε στην Ουάσιγκτον ότι ο ελληνικός λαός δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί τον εγκλωβισμό νησιών του ανατολικού Αιγαίου από τουρκική υφαλοκρηπίδα, καθώς αυτό θα οδηγούσε στη διάσπαση της εδαφικής και της πολιτικής ενότητας του ελληνικού κράτους.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την μεταπολίτευση έχουν επιτύχει στη βασική τους επιδίωξη των τελευταίων 50 ετών, να αποφευχθεί μια ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία για το Αιγαίο. Θα πρέπει όμως να αντιληφθούμε ότι η ειρήνη στην περιοχή μας έχει επιτευχθεί με κάποια ανταλλάγματα, τα οποία μπορεί ποτέ να μην προσδιορίστηκαν επακριβώς και επίσημα από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, οι Τούρκοι όμως περιμένουν υπομονετικά την ημέρα, που θα τους δοθεί η ευκαιρία να διαταράξουν οριστικά την ισορροπία της Λωζάννης υπέρ τους.

Η επόμενη ελληνοτουρκική κρίση, με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 50 χρόνια, ίσως να αποτελέσει τον καταλύτη για τον οριστικό διαμερισμό του Αιγαίου.

Η επόμενη ελληνοτουρκική κρίση, με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 50 χρόνια, ίσως να αποτελέσει τον καταλύτη για τον οριστικό διαμερισμό του Αιγαίου.

Ένα σενάριο που κυκλοφορούσε στους διαδρόμους του State Department μετά την ηρεμία, που είχε επιφέρει η υπογραφή του πρακτικού της Βέρνης ήταν το παρακάτω:

Στην επόμενη ελληνοτουρκική κρίση, που παραδοσιακά η Ελλάδα θα αποζητούσε και πάλι την αμερικανική παρέμβαση, η Ουάσιγκτον θα επέβαλε τους όρους της, ώστε να επανέλθει και πάλι η ειρήνη στην περιοχή.

Σε ένα βαθμό το παραπάνω σενάριο αποδείχτηκε προφητικό κατά την κρίση των Ιμίων, καθώς θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ιστορικά μια αμερικανική διαμεσολάβηση για το Αιγαίο ποτέ δεν ήταν ανέξοδη.

Η υπόθεση της Κάσου δεν μετατράπηκε σε μείζονα ελληνοτουρκική κρίση, ακριβώς γιατί η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μην κλιμακώσει την κατάσταση στο πεδίο, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την πολιτική μιας «εσκεμμένης αδιαφορίας», που εφάρμοσε η χούντα του Ιωαννίδη κατά την «κρίση του Τσανταρλί». Οποιαδήποτε άλλη πολιτική έντασης, με τις παρούσες συνθήκες, θα ήταν καταστροφική για τα εθνικά συμφέροντα. Παράλληλα όμως θα πρέπει να επέλθει μια ευρύτερη συνεννόηση όλων των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να επαναπροσδιοριστούν οι κόκκινες γραμμές της Ελλάδας, οι οποίες όμως θα πρέπει να διατυπωθούν προσεκτικά, ώστε να αποτελούν σύμφωνα με την ορολογία της θεωρίας των Παιγνίων αξιόπιστες απειλές.

*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι υποψήφιος διδάκτορας διπλωματικής ιστορίας της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ, με αντικείμενο τον αμερικανικό παράγοντα στην ελληνοτουρκική διένεξη για το Αιγαίο την περίοδο 1973-1980.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Αγαπητέ κύριε Μερκούριε Κόντη.
    Όταν αναφέρεστε με καλά λόγια-αυτά που ανευρίσκεται στην έρευνά σας -για τον αείμνηστο Μακεδόνα μεγάλο πολιτικό Κων/νο Καραμανλή ,θα γνωρίζετε ότι ”σφίγγεται η καρδιά” πολλών συνελλήνων που θέλουν -σαν του καθηγητή σε Πανεπιστήμιο του Λονδίνου κ. Βασίλη Φούσκα- ”την κεφαλή του επί πίνακι” για τα εθνικά θέματα και ιδίως για το Κυπριακό , που έπαυσε να το χειρίζεται με την 11ην Ιουνίου 1963 , όταν παραιτήθηκε από πρωθυπουργός.
    Στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζουμε τους καλύτερους ανέκαθεν, (στο δε νέο κράτος μας από την εποχή του Καποδίστρια που τον δολοφόνησαν οι Μαυρμιχαλαίοι ) .
    Καληνύχτα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
36,100ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα