ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ*
Οι εμφύλιοι πόλεμοι (Α΄)
Οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι τα οδυνηρότερα κεφάλαια του αγώνα για την απελευθέρωση. Πίσω από τα γεγονότα βρίσκονται συναισθηματικές σταθερές, οι οποίες επηρέασαν τόσο την πορεία της επαναστάσεως όσο και τη μετέπειτα διαδρομή του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η σύγκρουση με τον Οθωμανό κατακτητή εξελίχθηκε σε αναμέτρηση με μακραίωνες ισορροπίες που εκ των πραγμάτων ετίθεντο υπό αμφισβήτηση. Η νέα όμως ιστορική προοπτική είχε μεν στόχο τη δημιουργία εθνικού κράτους, αλλά οι φορείς της ήταν προνεωτερικά υποκείμενα και οι πράξεις τους έφεραν το αποτύπωμα του ψυχισμού τους, αναντίστοιχο προς τους δεδηλωμένους σκοπούς των.
Οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες δεν ομοφωνούν υποχρεωτικά. Το εθνικό κράτος στρέφεται προς το όλον και το μέλλον, την ιδέα του ωστόσο έπρεπε να υλοποιήσει ο άνθρωπος της εθνοτικής κοινότητος. Θεωρητικά ετίθετο ζήτημα αναθεωρήσεως των παραδοσίμων θεσμών στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά μόνος βιωμένος χρόνος ήταν η οιονεί φυσική των πάντων επανάληψη, ξένη προς τη συνείδηση της ιστορίας. Eτσι εξ αρχής το νεοελληνικό κράτος περιελάμβανε ήθη, έθιμα, νοοτροπίες, συμπεριφορές ριζωμένα στη διαγωγή περασμένων καιρών. Oμως αφ’ ης στιγμής το πολιτικό πλαίσιο είναι ασύμβατο με τον τρόπο υπάρξεως των ανθρώπων, το αίσθημα της ενότητος κλονίζεται εύκολα και το δέλεαρ της εξουσίας ενθαρρύνει τις διχοστασίες.
Η ανάγκη του επαναστατημένου έθνους να συγκροτηθεί πολιτικά και να αποκτήσει κεντρική κυβέρνηση, όσο ήταν ρεαλιστική άλλο τόσο διαμόρφωνε τις συνθήκες της διαμάχης για την εξουσία. Προύχοντες και οπλαρχηγοί διεκδικούσαν, καθείς για λογαριασμό του, την αρχή, ενώ στο νεότερο κράτος η λαϊκή ψήφος παραδίδει για ορισμένο διάστημα σε κάποιον από τους διεκδικητές την άσκηση της εξουσίας χωρίς να μηδενίζει τον αντίπαλο. Δεν είναι το ίδιο να κυβερνάς ένα κράτος ιδρυμένο σε θεσμούς, με το να σου ανήκει μια επαρχία πάππου προς πάππου. Και οι δύο παρατάξεις πολεμούσαν για την απελευθέρωση χωρίς σχέδιο για την κοινωνία της επομένης ημέρας, με νοοτροπίες εγκλωβισμένες στο παρελθόν, αντικείμενο διαφοράς την εξουσία και διάθεση να ταπεινώσουν έως να καταστρέψουν τον αντίπαλο. Από την εχθρότητα διαμόρφωναν ταυτότητα και περίμεναν επιβεβαίωση.
Η διχόνοια κάνει την εμφάνισή της το καλοκαίρι του 1821, με αφορμή την ηγεσία του επαναστατικού αγώνα. Eπρεπε να κυβερνούν οι προεστοί με τους πολιτικούς ή οι στρατιωτικοί; Στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου επικράτησαν πλήρως οι πρώτοι και δημιουργήθηκε στα χαρτιά ένα «κράτος» με αυτόνομες περιφερειακές αρχές που αναπαρήγαν διευρυμένα τα προεπαναστατικά κοινοτικά σχήματα: η πελοποννησιακή Γερουσία, ο Οργανισμός Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Την κεντρική κυβέρνηση θα αποτελούσαν μια νομοθετική επιτροπή, το Βουλευτικό, και ένα πενταμελές διευθυντήριο, το Εκτελεστικό. Οι αρμοδιότητες του ενός σώματος ακύρωναν εκείνες του άλλου και δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στη Φιλική Εταιρεία. Πρόεδρος του Εκτελεστικού ορίσθηκε ο Αλ. Μαυροκορδάτος και του Βουλευτικού «τιμής ένεκεν» ο απών Δημ. Υψηλάντης. Γενικώς ψηφίσθηκε ένα Σύνταγμα ερήμην των κοινωνικών συνθηκών του τόπου και της νοοτροπίας των κατοίκων του. Οι εισηγητές των διατάξεών του έβαλαν την ευρωπαϊκή τους μόρφωση και πολιτική αντίληψη πάνω από την ελληνική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα ένα κείμενο ανεφάρμοστων προβλέψεων που άφηνε να πρωταγωνιστούν αντί των θεσμών τα πρόσωπα και ευνοούσε τη ρήξη με την οραματική μνήμη που κυβερνούσε τις ψυχές. Η απουσία καθαρής προοπτικής ωθούσε προς την αρχομανία, η οποία υπηρετούσε με τη σειρά της την αυτοβεβαίωση. Η διακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, πανηγυρική εισαγωγή στο δράμα που ακολούθησε.
Το 1822 η ένταση μεταξύ πελοποννησίων προκρίτων και οπλαρχηγών έγινε διένεξη, η οποία έλαβε δημόσιο χαρακτήρα στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Αστρους (29-3 έως 13-4, 1823). Τότε Υδραίοι και Ρουμελιώτες, που ένιωθαν αδικημένοι επειδή στο Εκτελεστικό εξελέγησαν τέσσερις Πελοποννήσιοι, ένας Κεφαλλονίτης και κανένας δικός τους, προσπάθησαν να επιβληθούν στους προεστούς του Μωριά, οι οποίοι όμως αντέδρασαν συμπράττοντας με τους καπεταναίους και τον Κολοκοτρώνη, οπότε το Βουλευτικό αφαίρεσε το συνταγματικό προνόμιο του Εκτελεστικού να διορίζει χωρίς την έγκρισή της κυβερνήτες στις εξήντα επαρχίες που αντικατέστησαν τις παραδοσιακές περιφερειακές αρχές και υπάγονταν πλέον στην κεντρική διοίκηση όπως και το δικαίωμα να λαμβάνει έκτακτα μέτρα. Ετσι, το καλοκαίρι του 1823 υπήρχαν στην επαναστατημένη Ελλάδα δύο κέντρα εξουσίας και στα τέλη του ίδιου χρόνου μία κυβέρνηση του Εκτελεστικού στην Τρίπολη, ελεγχόμενη από τον συνασπισμό των πελοποννησίων προυχόντων και των οπλαρχηγών, η οποία εν συνεχεία μετεφέρθη στο Ναύπλιο, και μία του Βουλευτικού στο Κρανίδι. Κεντρικά πρόσωπα της πρώτης ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης· της δεύτερης ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι πρόκριτοι της Αχαΐας Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος. Με δύο εχθρικές ανάμεσά τους κυβερνήσεις, η επανάσταση οδηγήθηκε στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος αρχίζει τον Νοέμβριο 1823, για να κορυφωθεί στην περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 1824. Επικράτησε η κυβέρνηση του Κρανιδίου, ενισχυμένη εν τω μεταξύ με τα χρήματα του αγγλικού δανείου.
Η καθοριστική τροπή των πραγμάτων (βλ. Απ. Βακαλόπουλου, «Ιστορία του νέου Ελληνισμού», τ. ΣΤ΄, σελ. 458 επ.) αρχίζει τον Μάρτιο του 1824, όταν η κυβέρνηση Κουντουριώτη διέταξε τον φρούραρχο του Ναυπλίου Πάνο Κολοκοτρώνη να της ετοιμάσει καταλύματα. Εκείνος δεν την αναγνωρίζει και η κυβέρνηση τον κηρύσσει «αποστάτην και εχθρόν του ελληνικού έθνους» αποκλείοντας ταυτόχρονα την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Οι συγκρούσεις που ακολουθούν μετέτρεψαν τη διένεξη σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Λόρδος Βύρων προκαταβάλλει έναντι του δανείου, η δε κυβέρνηση υπόσχεται μισθούς και βαθμούς και κατορθώνει να προσεταιρισθεί στρατιωτικούς του παλαιού Εκτελεστικού ώστε πολύ σύντομα ο Π. Κολοκοτρώνης από 1.100 πολεμιστές που διέθετε, να μείνει με 500. Ηδη το 1823 ο Μαυροκορδάτος είχε μοιράσει 14.000 διπλώματα προβιβασμών και 40.000 μισθών, ώστε διά των όπλων και του δανείου η κυβέρνηση του Κρανιδίου σταδιακά να νομιμοποιηθεί και στα μέσα του 1824 να εδραιωθεί. Εν τω μεταξύ, ενώ ο Κολοκοτρώνης είχε παραδώσει συμβιβαστικά στον Λόντο τον Απρίλιο την Τριπολιτσά, τώρα επανέρχεται και την πολιορκεί επειδή αντί να μείνει ελεύθερη, όπως είχε συμφωνηθεί, κατελήφθη από την κυβέρνηση του Κρανιδίου. Η ατελέσφορη τούτη πολιορκία είχε καθημερινώς νεκρούς και τραυματίες από τα δύο μέρη, όπως θύματα είχαν ταραχές και συγκρούσεις που ξεσπούσαν σε άλλα σημεία της Πελοποννήσου.
Προς τα τέλη Μαΐου η κυβέρνηση προσέφερε 25.000 γρόσια στον Π. Κολοκοτρώνη για να παραδώσει το Ναύπλιο, το οποίο συνέβη τον Ιούνιο. Ο Θ. Κολοκοτρώνης τότε παραδέχθηκε την ήττα του και ο πρώτος εμφύλιος έληξε με γενική αμνηστία. Το τέλος του πρώτου εμφυλίου πολέμου δεν ηρέμησε τα πνεύματα. Η εκλογή του Γ. Κουντουριώτη στην προεδρία του Εκτελεστικού με την παράλληλη προσχώρηση του Κωλέττη και των Ρουμελιωτών στο στρατόπεδο των Νησιωτών και του Μαυροκορδάτου, η παραλαβή του δευτέρου αγγλικού δανείου και ο παραγκωνισμός των πελοποννησίων συμμάχων Λόντου και Ζαΐμη, έκαναν τους αντιπάλους του πρώτου εμφυλίου να προχωρήσουν στην άγρια σύγκρουση του δευτέρου. Η κυβέρνηση θέλησε να ταπεινώσει τους προκρίτους της Αχαΐας για τον συμβιβασμό της Τριπολιτσάς, τους επέπληξε και τους έδωσε πολύ λιγότερα χρήματα από όσα είχαν ζητήσει. Εκείνοι, που διατηρούσαν όμως τη μωραΐτική τους συνείδηση και δεν ήθελαν να εκμηδενισθούν οι συμπατριώτες τους, άρχισαν αλληλογραφία μαζί τους, συμμάχησαν και προσπάθησαν από κοινού να ξεσηκώσουν τους Πελοποννησίους κατά της κυβερνήσεως. Διαδίδουν ότι τα χρήματα του δανείου σπαταλώνται και δικαιολογούν την πολιτική τους μετατόπιση διακηρύσσοντας πως οι πράξεις τους ταυτίζονται με τα συμφέροντα του έθνους. Ανδρούτσος, Γκούρας, Καραϊσκάκης, Τζαβέλλας συμπράττουν με την κυβέρνηση και όλα δείχνουν προς νέα σύγκρουση, η οποία πράγματι δεν θ’ αργήσει.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αρχίζει τον Οκτώβριο – Νοέμβριο 1824 και τελειώνει τον Μάιο του 1825. Εν ονόματι της «αποκαταστάσεως των δικαίων του έθνους», η κυβέρνηση προχώρησε αδίστακτα στην αδελφοκτόνο σύρραξη. Το εξωτερικό συμβάν είναι ότι σε δύο μήνες οι Ρουμελιώτες και Σουλιώτες σύμμαχοι – μισθοφόροι της κυβερνήσεως θα γείρουν την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ της. Το εσωτερικό, πολύ πιο κρίσιμο, είναι ότι αντιμετώπισαν την Πελοπόννησο σαν εχθρική χώρα, τη λυμαίνονταν, σκότωναν αδιακρίτως ενόπλους και αόπλους, λεηλατούσαν περιουσίες και σοδειές. Τέλη Δεκεμβρίου ο Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης, μαζί με άλλους προύχοντες, παραδίδονται και τους κλείνουν στη Μονή Προφήτου Ηλιού της Υδρας. Θα απελευθερωθούν στις 19 Μαΐου υπό την πίεση των καταστροφικών εξελίξεων στα πεδία των μαχών: Ο εχθρός είχε περιορίσει την ελληνική διοίκηση στην Αργολίδα και σε μία μικρή της Μεγαρίδος. Ως αρχιστράτηγος πλέον, ο Κολοκοτρώνης με τακτική ανταρτοπολέμου, καμένης γης και σκληρότητος απέναντι στους προσκυνημένους, επέτυχε να κρατήσει κάπως την επανάσταση στη ζωή· οι επιτυχίες του Καραϊσκάκη της έδωσαν μια πνοή, η οποία όμως έγινε ηττοπάθεια με τον αιφνιδιαστικό του θάνατο, ενώ η πτώση του Μεσολογγίου υπήρξε μεγάλη απώλεια και συγχρόνως τεράστια ηθική νίκη, που έφερε κοντά τη λύτρωση του Ναυαρίνου. Ο δεύτερος εμφύλιος ήταν αναμέτρηση εκμηδενισμού του αδελφού αντιζήλου, με παραδειγματική αδιαφορία για τις επιτυχίες του Ιμπραήμ αλλά και για το αδιέξοδο της επαναστάσεως. Η εμπάθεια των δύο ανταγωνιστών προδιέγραφε τον έσχατο κίνδυνο που διέτρεχε το έθνος. Οι Ρουμελιώτες επεδίωκαν να καταστρέψουν ολοσχερώς την Πελοπόννησο και ο στόχος της εισβολής τους είχε σαφηνισθεί εκ των άνω απερίφραστα με μέτρα μίσους χωρίς όρια. Ο Κωλέττης θα εκλογικεύσει και θα εξωραΐσει την αγριότητα, όταν απευθυνόμενος στους οπλαρχηγούς του θα γράψει: «Αδελφοί, οι Μωραΐτες ελύσσαξαν από τα πολλά τους πλούτη, τα οποία ήρπασαν από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς (…) και προσπαθούν να αντικαταστήσουν τον Κιαμήλμπεην και τους λοιπούς μπέηδες και αγάδες. Και σεις τρέχετε αυτού χωρίς ψωμί, τσαρούχι, χωρίς φορέματα, με μίαν παλαιόκαπαν, καταβασανίζεσθε. Τι λοιπόν περιμένετε; Αλλην αρμοδιωτέραν και ευτυχεστέραν διά σας περίστασιν δεν θέλει εύρετε ποτέ, διά να πλουτίσετε μεγάλοι και μικροί. Τώρα άνοιξαν διά σας δύο πηγαί πλούτου, οι λίρες του δανείου και τα πλούσια λάφυρα του Μορέως. Τι άλλο πλέον επιθυμείτε;» (Καν. Δεληγιάννη, «Απομνημονεύματα», τ. Β΄, σελ. 319, εκδ. Πελεκάνος).
Τα πράγματα είναι τώρα πολύ χειρότερα από τον πρώτο εμφύλιο. Ξετυλίγονται σκηνές φρίκης με λεηλασίες, εμπρησμούς, εξευτελισμούς, βασανιστήρια, φόνους. Τα συνοψίζει στα «Ενθυμήματά» του ο Κασομούλης, με λιτότητα που λέει πολλά (τ. 2, σελ. 10): «Εις όλα τα χωρία εβλέπαμεν τον τρόμον ζωγραφισμένον εις το πρόσωπον των πολιτών από τα βάρη όπου υπόφεραν με την διάβασιν των στρατευμάτων· άκρα σιωπή, παράπονον καθόλου αλλά ούτε ευχαρίστησιν, απ’ όπου και αν επεράσαμεν (…) το κερδησμένον κόμμα ελύσσαζεν κατά των εναντίον». Επίσης ο Φωτάκος («Απομνημονεύματα», τ. 2, σελ. 345) μαρτυρεί πως οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες εισβολείς «όθεν επέρνον κατέστρεφον και ελαφυραγώγουν τα χωρία (…) δεν αφήκαν καμμιάς γυναικός σκουλαρίκια (ενώτια), ούτε κασέλα κλειδωμένην. Οι στρατιώται δε ούτοι ήσαν κακοήθεις και βλάσφημοι εις τον θεόν και αυτοί και οι καπεταναίοι των, διά τούτο όχι μόνον τους ανθρώπους αλλά και τας εκκλησίας εγύμνωσαν, διότι πολλοί από αυτούς ήσαν μαζώματα, αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι, δεν ήσαν μέλη ελληνικά, αλλά μάλλον θηρία». Από την πλευρά του ο Δεληγιάννης γράφει (ο.π. τ. Β’, σελ. 333-4): «Το να εξιστορήσει δε κάλαμος ανθρώπινος τας αρπαγάς, τας κακώσεις, τας βιαιοπραγίας, τας παραβιάσεις υπάνδρων και παρθένων γυναικών, τας οποίας έπραξαν ο Γκούρας, ο Τσιαβέλλας, ο Καραϊσκάκης και συντροφία εις τας επαρχίας εκείνας, όθεν διέβησαν, είναι αδύνατον, καθότι μήτε και αυτοί οι Τούρκοι επί της επαναστάσεώς μας έπραξαν τοιαύτας αθεμιτουργίας, αλλ’ ουδ’ οι Aραβες επί Ιμπραήμ πασιά, τα οποία αυτά εφόβισαν τους δυστυχείς κατοίκους των επαρχιών όλων της Πελοποννήσου, όθεν διέβαινον τα Κωλεττικά στρατεύματα, και έφευγον με τας οικογένειάς των εις τα όρη, εις τα δάση και εις τα σπήλαια εν καιρώ χειμώνος διά να σωθώσιν από τας ανουσιουργίας αυτών των ανθρωπομόρφων θηρίων».
Πώς να χειριστούμε το θέμα; Οι μελετητές του αγώνα για την ανεξαρτησία γνωρίζουν αλλά συνήθως αποφεύγουν τα καθέκαστα των εμφυλίων του. Είναι κάτι πολύ δυσάρεστο που αμαυρώνει τη δόξα του. Είτε καταγράφουν χονδρικά τα συμβάντα σαν περιστατικά χωρίς ανθρωπολογικό βάθος είτε αρκούνται σε αντιθετικά σχήματα ιδιοτελών και ανιδιοτελών προυχόντων και πολεμιστών, προοδευτικών και συντηρητικών, γηγενών και ξενοτρόπων κ.ο.κ. Αυτοπεριορίζονται ίσως από φόβο μήπως υποτιμήσουν το μεγαλείο του Εικοσιένα ή δημιουργήσουν την εντύπωση ότι όντως το πράττουν. Στα σχολεία πάλι τους προσπερνούν βιαστικά σαν απλά επεισόδια της μεγάλης ιστορίας. Το αποτέλεσμα είναι να απωθείται ένα κομβικό ζήτημα της Εθνεγερσίας, αποκαλυπτικό της ψυχολογίας και της νοοτροπίας των Ελλήνων, και να μένουν σκοτεινός γρίφος οι πολλαπλές επανεμφανίσεις του αργότερα, εις βάρος της αυτογνωσίας μας και της προκοπής του τόπου. Εννοείται ο ερευνητής του κρίσιμου αυτού κεφαλαίου των γενεθλίων της Νεωτέρας Ελλάδος, όχι μόνο δεν υποβαθμίζει τίποτε αλλά αντιθέτως βοηθά να αναδειχθούν εσωτερικά κέντρα ιδιαίτερης σημασίας, για όσα επακολούθησαν στα επόμενα διακόσια χρόνια της τρικυμιώδους ιστορίας μας. Το παρελθόν δείχνει επίμονα προς μία καταστατική εθνική μας αντίφαση, κάτι το οποίο κάνει συχνά άτομα και κοινωνικές ομάδες να είναι «πότε διάβολοι και πότε άγγελοι» κατά το πρότυπο του Καραϊσκάκη, και που ο ποιητής ανάγει σε «αγγελικό και μαύρο φως» της ζωής και της ψυχής μας.
Προσωπικά τιμώ βαθιά το Εικοσιένα και κρατώ ότι το εναρκτήριο αφυπνιστικό δίλημμα «ελευθερία ή θάνατος», που έγινε η θρυαλλίδα του ξεσηκωμού, εξέφραζε μια νέα συλλογική αυτοσυνείδηση η οποία καθιστούσε σαφές πως χωρίς ελευθερία η ζωή δεν έχει αξία και νόημα. Μ’ αυτή τη βεβαιότητα και θυσιαστική επιλογή, ο Ρωμιός προχώρησε στην υπέρβαση της επιβιώσεως, που τον κρατούσε ως τότε υποταγμένη οντότητα. Αλλά σε τέτοια μεγάλα πετάγματα πρέπει κανείς να γνωρίζει πού κρύβεται και καιροφυλακτεί η μικρότης και να επαγρυπνεί, πράγμα το οποίο ισχύει εξ ίσου για το παρελθόν όπως και για το μέλλον. Ως μέρος του ιδρυτικού γεγονότος της νεότερης ιστορίας μας, οι εμφύλιοι του Εικοσιένα δεν υπήρξαν μόνο πικρά γεγονότα για όσους τα έζησαν, ήταν και προειδοποίηση στις επερχόμενες γενεές να μην αποκτήσει ο διχασμός για το έθνος μας δύναμη πεπρωμένου.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι (Β΄)
Πολλοί μελετητές αρκούνται στη διαπίστωση πως οι εμφύλιοι πόλεμοι της επαναστάσεως του 1821 υπήρξαν συγκρούσεις φατριών με σκοπό την ανάδειξη ή τη συμμετοχή των αρχηγών τους στην εξουσία. Παραδείγματος χάριν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος («Ιστορία του ελληνικού έθνους», τ. ΣΤ΄), ο Τζων Πετρόπουλος («Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο», 1968 και ΜΙΕΤ 1997), ο Στέφανος Παπαγεωργίου («Από το Γένος στο Εθνος», 2003), οι Θάνος Βερέμης, Γιάννης Κολιόπουλος, Ιάκωβος Μιχαηλίδης («1821. Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους»). Γι’ αυτό ίσως οι αντίπαλοι ήταν τυφλά ιδιωφελείς. Ως συνομαδώσεις με κέντρο ένα πρόσωπο και συνεκτική δύναμη την αφοσίωση των υποστηρικτών του, επικουρούμενη από το αίσθημα της συντοπιότητος και της συγγενείας, οι φατρίες διέθεταν ένα ψυχικό εκτόπισμα πολύ ισχυρότερο από οποιαδήποτε ταξική συνθήκη. Το συμφέρον του αρχηγού της φατρίας, του Κολοκοτρώνη, ας πούμε, ή των Δεληγιανναίων, του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη ή των Κουντουριωτών, του Καραϊσκάκη ή των Μαυρομιχαλαίων, αποτελούσε και συμφέρον των ακολούθων τους, που δεν έδινε χώρο σε ιδεολογικές αρχές, σαν εκείνες που χαρακτηρίζουν τα κόμματα. Αντιθέτως, στην Ελλάδα εξελίχθηκαν σε κόμματα οι φατρίες με πλατύτερο, «εθνικό» ακροατήριο εξαιτίας του φιλοαγγλικού, φιλογαλλικού ή φιλορωσικού προσανατολισμού τους. Στοιχεία της φατριαστικής καταβολής επιβιώνουν στον πολιτικό μας βίο ακόμη και σήμερα, όπως οι εξουσίες του αρχηγού.
Αλλοι ερευνητές αναζητούν περαιτέρω κάποια πολιτικότερη διάσταση που αγγίζει ενδεχομένως τις προθέσεις των ανταγωνιστών, μία παράμετρο την οποία ανάγουν σε τόπο ερμηνευτικής προσεγγίσεως των εμφυλίων συγκρούσεων. Αίφνης ο Γιάννης Κορδάτος («Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», 1924) και ο Τάκης Σταματόπουλος («Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821») επιμένουν στα ταξικά αίτια των εμφυλίων πολέμων· ο Απόστολος Βακαλόπουλος («Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τ. ΣΤ΄, 1982) μιλεί για αντίθεση μεταξύ φιλελευθέρων αστών και συντηρητικών δυνάμεων που ταυτίζουν το τοπικό τους συμφέρον με το εθνικό. Κατά τον Νικηφόρο Διαμαντούρο («Οι απαρχές της συγκρότησης συγχρόνου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828», 1972 και ΜΙΕΤ 2002) πρόκειται για σύγκρουση εκσυγχρονιστικών και παραδοσιακών δυνάμεων, ενώ ο Νικόλαος Ροτζώκος («Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμος στο Εικοσιένα», 1997 και 2016 βελτιωμένη έκδοση) σε συγγενές πνεύμα αλλά διεξοδικά και με κοινωνιολογικά ανοίγματα, θεωρεί τους εμφυλίους αντικειμενικό προϊόν της ανάγκης για δημιουργία του κράτους και των θεσμών του στην πορεία της εθνικής ολοκληρώσεως. Η διεργασία τούτη θέτει υπό δοκιμασία πατροπαράδοτες μορφές αλληλεγγύης και συνοχής των κατά τόπους κοινοτήτων, με αναφορά τα ατομικά και τα συλλογικά βιώματα που νοηματοδοτούσαν την ύπαρξη των ανθρώπων τους.
Μολονότι κάπου διασταυρώνονται, η ερμηνευτική αυτή εν προκειμένω δεν συμπίπτει με τη συζήτηση για την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας μας, την αναντιστοιχία του παραδόσιμου πολιτισμού με τους εισαγόμενους νεωτερικούς θεσμούς, προσφιλές θέμα του όψιμου Κωστή Παπαγιώργη, και τις υγιείς ή τις παθογόνες αντιστάσεις των νοοτροπιών και των ψυχισμών στην πίεσή τους, οπότε δεν θα παρεκκλίνω. Αναφέρεται σε αντικειμενικής φύσεως πολιτικοκοινωνικές αντιπαραθέσεις, δίνει προτεραιότητα στην εικόνα των γεγονότων και τα αντιμετωπίζει σαν αυτοκαθοριζόμενα δρώμενα με τα υποκείμενα ενεργούμενά τους. Μ’ ένα λόγο αντιπαρέρχεται τα συναισθήματα που αγγίζουν βαθύτερες προθέσεις και τις φωτίζουν από μέσα.
Την προσέγγιση αυτή ενδιαφέρουν κυρίως οι περιστάσεις και οι λογικές της συγκρούσεως των φατριών για τη χείρωση της εξουσίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην αντίθεση μεταξύ εμμονής στην παράδοση ή στην επιταγή της αλλαγής. Στην πρώτη περίπτωση ο αγώνας για την ανεξαρτησία συνδέεται με όρους ηθοεθιμικών σταθερών ενός συστήματος το οποίο ακολουθεί προνεωτερικούς αξιακούς κανόνες και αρχές· στη δεύτερη, προέχει η ιδέα της οικοδομήσεως εθνικού κράτους. Οι μεν επιμένουν στη συνεκτική δύναμη της εντοπιότητος και της συγγενείας· οι άλλοι προκρίνουν το σχήμα της ενιαίας επικρατείας, όπου η περιφερειακή εξουσία υπάγεται στην κεντρική και η ορθολογική συγκρότηση του νεωτερικού μορφώματος αντικαθιστά θεωρητικά τις προσωποπαγείς δομές της παραδοσιακής κοινότητος. Στη μία εκδοχή το κράτος είναι πατρίδα και ιδιοκτησία των κατοίκων του· στην άλλη είναι πατρίδα εξίσου των κατοίκων του και των Ρουμελιωτών ή των νησιωτών, κάτι που νομιμοποιεί την εισβολή τους στην Πελοπόννησο κατ’ εντολήν της Διοικήσεως.
Λέω «θεωρητικά» διότι εάν οι Ρουμελιώτες εισβολείς είχαν όντως συνείδηση του ενιαίου κράτους, δεν θα συμπεριφέρονταν σαν σε κατακτημένη χώρα, ούτε με τη διαπεραίωση των δυνάμεων του Ιμπραήμ στη Μεθώνη θα εγκατέλειπαν τον Μωριά στο μένος των Αιγυπτίων.
Το επιρρωνύει επίσημη αναφορά των Καραϊσκάκη, Κ. Μπότσαρη και Τζαβέλλα, οι οποίοι διαμηνύουν στην κυβέρνηση ότι «κανένας δεν στέκεται εις την Πελοπόννησον εις το εξής, μήτε μίαν ημέραν και όχι δεκαπέντε, όχι διά κανένα άλλο, παρά αι φαμίλιαις μας κινδυνεύουν εις την Στερεάν Ελλάδα από τον εχθρόν». Προφανώς ένιωθαν πατρίδα τον τόπο που ζούσαν οι οικογένειές τους και ανέλαβαν την εισβολή επειδή εχθρεύονταν τους Μωραΐτες και το «έργο» είχε παχυλό μισθοφορικό και αρπακτικό αντίκρισμα. Η ερμηνεία που θέλει τους εμφυλίους του Εικοσιένα προϊόν αντιδράσεως του κοινοτικού πνεύματος στη δημιουργία εθνικού κράτους δύσκολα μπορεί να επικαλεσθεί το στερεοελλαδιτικό παράδειγμα υπέρ της. Το επιβεβαιώνει γλαφυρά από την πλευρά του επίσης ο Κανέλλος Δεληγιάννης (Καν. Δεληγιάννη «Απομνημονεύματα», σελ. 353, εκδ. Πελεκάνος) με τα εξής: «Αφού λοιπόν και οι Ρουμελιώται και οι Σουλιώται (…) ήρπασαν τας λίρας του Αγγλικού δανείου, τόσα εκατομμύρια διά εικονικούς μισθούς, ανεχώρησαν άπαντες και απήλθον εις την Ρούμελην, οι περισσότεροι εξ αυτών εις τα αρματολίκια τους, συνοδευθέντες με τας κατάρας και τα αναθέματα όλου του Πελοποννησιακού λαού, τον οποίον αφού κατεβασάνισαν σκληρώς και απανθρώπως εξ σχεδόν μήνας τον άφησαν και εις τη διάκρισιν του εχθρού, εις την εσχάτην απελπισίαν».
Αντιθέτως το θηριώδες των τρόπων μαρτυρεί άχτι μνησίκακο, το οποίο «τα δίκαια του έθνους» δεν εξηγούν παρά ως προσχηματικός νομιμοποιητικός λόγος για να ελευθερωθούν σκοτάδια ενδότερης προελεύσεως, να προβληθούν στον αντίπαλο, ώστε οι εισβολείς να τον κατασπαράξουν με ήσυχη τη συνείδηση. Η μόνιμη υπεροχή των Μωραϊτών απέναντι στους Ρουμελιώτες και το υψηλότερο επίπεδο της ζωής τους, όπως και το γεγονός ότι οι Πελοποννήσιοι προύχοντες χρησιμοποιούσαν συχνά ρουμελιώτες μισθοφόρους σαν χωροφύλακες για να τηρούν την τάξη στις επαρχίες τους, πυροδοτούσε τώρα την εκδικητική μανία των πρώην υποτακτικών απέναντι στους άλλοτε κυρίους, η οποία πλέον διέθετε ηθικοπολιτική κάλυψη. Οι εμφύλιοι πόλεμοι θεσμοποιούν πρωτίστως τον φθόνο.
Δεν ενδιέφερε προφανώς τους εισβολείς να προασπισθούν την καθολικότητα του εθνικού κράτους εναντίον της χωρικής κοινότητος και της μερικότητός της – ήταν πολύ αφηρημένα πράγματα για να τα καταλάβουν. Φυσικός τρόπος να «καταλαβαίνουν» ήταν ο πόλεμος: έπρεπε να επιβληθούν και να εξουθενώσουν. Ετσι έβρισκαν το δίκιο τους και την αφεντιά τους. Τη βία νομιμοποιούσε η αντιπαλότης των εικόνων για τον εαυτό τους και για τον εχθρό, ο σκοπός να τον ταπεινώσουν και να τον καταστρέψουν. Ομως το αναρχούμενο πάθος της αυτοκαταφάσεως γυρνά την ανελαστικότητα του προνεωτερικού απέναντι στην ετερότητα, σε ρατσισμό των ταυτοτήτων. Ο εχθρός προσωποποιείται και η εναντίωση μεταξύ κυβερνήσεως και «ανταρτών» ενεργοποιείται ως αναμέτρηση αντιμάχων ατόμων, ας πούμε του Γκούρα και των Δεληγιανναίων. Τώρα ο «παράνομος» αντίπαλος εκπροσωπεί το απόλυτο κακό, επιτρέποντας στον «νομίμως» επιτιθέμενο να εκφράσει ανενδοίαστα και ζωώδη του ένστικτα.
Τα συμφέροντα των εμπλεκομένων διέφεραν, όχι όμως και ο συναισθηματικός τους κόσμος, καθώς οι αξιακές και πολιτισμικές τους καταβολές ήταν κοινές. Τα ψυχικά τους ριζώματα βυθίζονταν στη μακραίωνα αμυντική παράδοση της κοινότητος είτε επρόκειτο για πελοποννησίους προύχοντες και στρατιωτικούς είτε για νησιώτες, Ρουμελιώτες ή Φαναριώτες. Μιλούσαν, όπως μιλούσαν, ελληνικά, είχαν την ίδια θρησκεία, τα ίδια τραγούδια, παραμύθια, παρόμοια ήθη και έθιμα, την ίδια ονειροκριτική παράδοση, την ίδια μυθολογία. Το δείχνουν οι εργασίες του Νικολάου Πολίτου, του Φαίδωνος Κουκουλέ, του Γεωργίου Μέγα. Μπορεί οι μεν να μιμούνταν τους τρόπους των Οθωμανών αγάδων ή να ήταν άξεστοι πολεμιστές που καταλάβαιναν μόνο από επιβολή και υποταγή, όμως κατά βάθος δεν διέφεραν από τους μορφωμένους Φαναριώτες και τους δυτικοτραφείς πολιτικούς, Φράγκους στα φερσίματα και στα φορέματα, αλλά δολοπλόκους διψασμένους για εξουσία και αριστοτέχνες των πλαγιασμών της υπακοής.
Αλλιώς οι πρώτοι δεν θα ήταν έτοιμοι να κάνουν «καπάκια» με τους Τούρκους την ώρα που τους πολεμούσαν και οι δεύτεροι να προστρέχουν σε δανεισμούς προκειμένου να αφανίσουν τους μωραΐτες αντιπάλους τους, αδιαφορώντας για την τύχη της επαναστάσεως.
Και όμως δεν συμφώνησαν. Η αδυναμία των δύο στρατοπέδων να συναιρέσουν τις διαφορές τους, βοήθησε κατ’ εξοχήν τον Ιμπραήμ και οδήγησε στο διαβόητο «αίτημα προστασίας» του Ιουλίου 1825, διά του οποίου οι Ελληνες έθεταν την ανεξαρτησία και την πολιτική ύπαρξη του έθνους «υπό την απόλυτον υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας». Με την αίτηση αυτή, η ιδέα της οποίας ανήκε στον Μαυροκορδάτο, με τον Κολοκοτρώνη να βάζει πρώτος την υπογραφή του, η επανάσταση που ξεκίνησε με πίστη των ξεσηκωμένων Ρωμιών στις δυνάμεις τους, παραδίδεται στην καλή θέληση της Αγγλίας. Η παρανοϊκή αφροσύνη των εμφυλίων μετέτρεψε την υπερβατική τρέλα της εκρήξεως σε ζητιανιά ελεημοσύνης. Με μακροχρόνιες συνέπειες, καθώς η κίνηση προς την Αγγλία προκάλεσε αντίστοιχη αλλά περιορισμένη κίνηση προς τη Γαλλία και ακόμη μικρότερη προς τη Ρωσία. Ετσι οι φατρίες Μαυροκορδάτου, Κωλέττη, Κολοκοτρώνη επηρεάστηκαν να μετεξελιχθούν σταδιακά στο «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό» κόμμα. Εκτοτε οι ξένες δυνάμεις ασκούσαν επί μακρόν, με διαφορετικούς τρόπους, καθοριστική επίδραση στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Η ανεξαρτησία συμβιβαζόταν με την εξάρτηση.
Οσο εδραιωνόταν η επανάσταση, η λογική της νέας συνθήκης έθετε επί τάπητος απρόβλεπτα ζητήματα που έπρεπε κατεπειγόντως να αντιμετωπισθούν, όπως την ανάγκη ενός κεντρικού επιχειρησιακού σχεδιασμού ή την αποδοχή της σε διεθνές επίπεδο. Κυρίως έπρεπε να εναρμονισθεί το νεωτερικό σχήμα της κρατικής νομιμότητος, με τους βιωμένους προνεωτερικούς τρόπους κοινωνικής συνοχής και τα υποκείμενά τους. Στο Αστρος είχε ήδη γίνει ένα πρώτο βήμα, καθώς «ομογνωμόνως» καταργήθηκαν οι επαρχιακές διοικήσεις, κάτι το οποίο βοηθούσε την κυβέρνηση να διαχειρίζεται ανεμπόδιστα την εξουσία της, αλλά προϋπέθετε συνταγματικά κατοχυρωμένη κρατική υπόσταση. Ομως οι «πολίτες» αυτού του κράτους, οι πραγματικοί άνθρωποι, δεν είχαν ψυχικώς καμία σχέση μαζί του. Οσο και αν η κυβέρνηση σχεδίαζε την πολιτική της με όρους κεντρικής εξουσίας, το υποκείμενο στο οποίο υπολόγιζε ήταν το άτομο της κοινότητος. Εκείνου η πραγματικότης την στερέωνε. Αλλο η λογική ενός γενικού ερμηνευτικού σχήματος και άλλο οι χειροπιαστοί άνθρωποι. Η αδυναμία των ιστορικών προσεγγίσεων της επαναστάσεως του 1821 έγκειται στην προτεραιότητα των γεγονότων και των θεωρητικών σχημάτων επί των ανθρώπων. Εξ ου και η ακανθώδης διαφορά μεταξύ δανείων, πλην ιστορικά κραταιών, κατευθυντηρίων ιδεών και αυτοφυών αλλά προνεωτερικών συνθηκών ζωής και αντιλήψεων. Χωρίς τη σύνθεση των δύο στοιχείων, η εξωτερική συνδρομή θα υπηρετούσε αντί της ενότητος τον διχασμό του τόπου, όπως και έγινε, με τίμημα τη διαχρονική ασυμφωνία κράτους και κοινωνίας.
Η δύναμη της κοινότητος προερχόταν από την πολιτική της συνοχή και η συνοχή διασφαλιζόταν κυρίως με τον ψυχικό δεσμό της ανταποδόσεως, εν είδει προσωπικής υποχρεώσεως του υποτακτικού κολλήγου στον προύχοντα, για την προστασία που του παρείχε, δεσμό ηθικό εν ισχύι, παρά τις διαφορετικές συνθήκες, ακόμη και σήμερα.
«Εχομε υποχρέωση» σε όποιον μας στήριξε στα δύσκολα, χωρίς να μας περνά από το μυαλό το χρέος ως ανταπόδοτη συμπαράσταση προς τον συνάνθρωπο. Η ευθύνη έναντι πάντων είναι κάτι έξω από τη λογική της κοινότητος, ενώ στην υποχρέωση ενυπάρχει μια προνομιακή «εύνοια» που δεσμεύει εσωτερικά σαν συναλλακτικό ήθος.
Με τον χρόνο η ανταποδοτική αφοσίωση εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς του κομματικού πελατειασμού και τη θέση του προστάτη κατέλαβε ο πολιτευτής, με ηθική βάση πάντοτε την υποχρέωση και ψυχολογική τους προέκταση τις σχέσεις πατρωνείας. Οι σχέσεις τούτες συγκροτούν τους πόλους της ευγνωμοσύνης και της αχαριστίας και μαζί το ενδεχόμενο αποδόσεως τιμών προς τον ευεργέτη είτε υποτιμήσεώς του, αποσταθεροποιώντας κάθε έννοια εμπιστοσύνης. Διαμορφώνεται έτσι, ως αντίδραση, μια συμπεριφορά βάσει στερεοτύπων εικόνων και ρόλων, κωδίκων πίστεως και τιμής, όπως η «μπέσα», που δημιουργεί συγκολλητικά η κοινότης και υιοθετεί με τη σειρά της η κοινωνία.
Για τους Πελοποννησίους, όπως και για τους Ρουμελιώτες, ο γενέθλιος τόπος είναι και επικράτεια, το Γένος είναι συνώνυμο του Εθνους, οπότε τα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδος και οι συγγενικοί δεσμοί θέτουν στις επιλογές τους τη σφραγίδα της μερικότητος. Γι’ αυτό ενώ ο κοινός σκοπός και χρόνος του εθνικού κράτους συνενώνουν, έστω μηχανικά, ο κοινός τόπος και το αίμα διαιρούν. Ετσι και οι δύο επιμένουν στο ξεχωριστό συμφέρον τους, αλλά αντιπαρέρχονται τις αμοιβαίες υποχωρήσεις, τρόπο τον οποίο κληροδοτούν και στα μεταγενέστερά τους πολιτικά κόμματα, που λειτουργούν με τοπικές και οικογενειακές πελατείες. Η ειρήνη θέλει μετριοπάθεια κι εδώ κυριαρχεί απεριόριστος μαξιμαλισμός. Το γεγονός είναι πως οι αντίπαλοι διαμορφώνονται στις πολιτισμικές συνθήκες της χωρικής κοινότητος, κάτι που κάνει αναχρονιστική τη διάκρισή τους σε εκσυγχρονιστές και συντηρητικούς. Διαφέρουν οι ρόλοι τους, όχι οι ταυτότητες. Εάν υπήρχε χώρος για ιδεολογικοπολιτική αντίθεση, θα υπήρχε και για συναίνεση, την ώρα μάλιστα που όλα διακυβεύονταν.
Κυριαρχούσε στα πνεύματα η προνεωτερική ορμή της επιβολής, το εγωπαθές «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ενός παρατεταμένου παιδισμού αμφοτέρων των εμπλεκομένων. Τα ακραία διλήμματα εξάπτουν τα πάθη, ενώ οι πολιτισμικοί ψυχαναγκασμοί που τα αιμοδοτούν διαπερνούν την εθνική μας ιστορία εν είδει ανάγκης ατόμων και ομάδων για εξωτερική αναγνώριση. Ομως η αυθεντική επιβεβαίωση πηγάζει από μέσα ως δικαίωση απέναντι στον εαυτό μας, η αυτοκατάφαση προϋποθέτει αυτογνωρισμό. Εν προκειμένω οι διοικητικοί έφεραν την κυβερνώσα έπαρση σαν λάβαρο, ενώ οι αντάρτες υπερασπίζονταν το δικαίωμα να αντιστέκονται για το συμφέρον της πατρίδος, όπως εκείνοι την καταλάβαιναν. Κατά βάθος και οι δύο πολεμούσαν για τη διχόνοια γενικεύοντάς την πολωτικά. Η πόλωση έχει ισχυρό ψυχικό αντίκτυπο γιατί εγγυάται τη βασιλεία της διαιρέσεως και κατ’ επέκτασιν της μερικότητος.
Υπό τέτοιους όρους και οι δεσμοί συγγενείς γίνονται σχέσεις αμοιβαιότητος στην υπηρεσία ποικίλων στρατηγικών. Το αίμα λειτουργεί σαν φυσικό περίγραμμα με καθοριστική επίδραση στις νοοτροπίες. Οι συγγενείς ταυτίζονται χωρίς να υπολογίζουν αιτιότητες ούτε να ακολουθούν κριτήρια. Οι καθιερωμένες πρακτικές ισχύουν σαν τύποι με δύναμη ουσίας. Στις μεγάλες αποστάσεις και διάρκειες το αιτιατό περικλείει απροσδόκητα που εντείνουν ανεξέλεγκτα τα συναισθήματα. Ολα παίζονται κυριότατα σε λογικές συγγενικού και τοπικού επιπέδου, για να υπηρετήσουν με τον χρόνο, αν χρειασθεί, αντίμαχα κομματικά συμφέροντα.
* Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.
“Καθημερινή”
Ευχαριστούμε τις ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ γιαυτήν την ανάρτηση ,από την οποίαν σταχυολογούμε την φράση” Για τους Πελοποννησίους,όπως και για τους Ρουμελιώτες ο γενέθλιος τόπος είναι και η επικράτεια …”
Που μυαλό και έννοια για τους άλλους εκτός αυτών των περιοχών Έλληνες ,οι οποίοι από το 1844 δεν μπορούσαν να διορισθούν στο Δημόσιο ως ετερόχθονες και αν ακόμη κατοικούσαν σαυτές τις περιοχές.
Και έρχονται χρόνια τώρα οι πάσης φύσεως αριστεροί να καταλογίζουν πολιτικό ρατσισμό στο μετεμφυλιακό κράτος -μετά την ανθελληνική στάση τους και την στρατιωτική ήττα τους το 1949 -,χωρίς να καταγγέλλουν -για να φρονηματίσουν-τον διαχρονικό ρατσισμό του νέου Ελληνικού κράτους προς τους -εκτός των δύο αυτών περιοχών (μετά το 1910 προσετέθη σαυτές και η Μεγαλόνησος Κρήτη και αργότερα και η Θεσσαλία) ΕΤΕΡΟΧΘΟΝΕΣ -,ιδίως βορειοελλαδίτες και Ανατολίτες ,Αιγυπτιώτες και πρόσφατα -με την υπουργοποίηση του Κυπρίου Χρήστου Μιχαηλίδη-και Κυπρίους αδελφούς μας, που είναι ο μείζων και αδικαιολόγητος για την εποχή μας πολιτικός ρατσισμός, ο οποίος συνεχίζεται για τους όπου γης ομογενείς , στους οποίους ακόμη δεν δίνουν -οι ίδιες κομματικές δυνάμεις-το δικαίωμα της ψήφου στις γενικές εκλογές.
Γιατί νομίζουμε ότι ρίζωσε στην μεν Βόρειο Ελλάδα ο Καραμανλισμός από το 1955, -όταν έγινε πρωθυπουργός ο Κων/νος Καραμανλής- και ο αντικαραμανλισμός στους τέως αυτόχθονες ;;;.
Δυστυχώς και σήμερα ακόμη παρουσιάζονται αυτά τα φαινόμενα ,- έστω και ως εξαιρέσεις- που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι οι διχασμοί απέκτησαν για το Έθνος μας δύναμη πεπρωμένου.