Ηκυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Τα προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν στην ολότητα τον ελληνισμό της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση το 1941 στα τάγματα εργασίας όλων των ανδρών 18-45 ετών της ελληνικής, της αρμενικής και της εβραϊκής μειονότητας, ο Φόρος Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) με σκοπό την οικονομική καταστροφή των μειονοτήτων και ακόμα η Νύκτα Τρόμου της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του ελληνισμού της Πόλης, που προετοιμάστηκε από τη Διοίκηση Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας με τη συνεργασία της τότε κυβέρνησης, όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα.
Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν προκύψει με τη δημοσίευση των Πρακτικών της Δίκης των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, στη νήσο Πλάτη, εναντίον της ανατραπείσας κυβέρνησης Μεντερές με το στρατιωτικό κίνημα της 27ης Μαΐου 1960, δείχνουν ότι το σχέδιο της μαζικής απέλασης Ελλήνων υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί», είχε καταστρωθεί από το 1957. Κατά την κατάθεσή του ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τουλγκά, με την ιδιότητα του υπασπιστή του ανατραπέντος προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ανέφερε ότι ο τελευταίος τού αποκάλυψε ότι υπάρχει σχέδιο απέλασης των Ελλήνων υπηκόων και κατάσχεσης των περιουσιών τους. Τόσο ο Ινονού όσο και ο Μπαγιάρ, στρατιωτικός ο πρώτος και οικονομολόγος ο δεύτερος, έχουν προέλευση από το Κομιτάτο Ενωση και Πρόοδος του οποίου η ιδεολογία κυβέρνησε την Τουρκία από το 1908, χωρίς ουσιαστικά διαλείμματα, μέχρι τουλάχιστον το έτος 2004 και ακόμα αποτελεί ισχυρή ιδεολογία και έχει επιρροή στα σημερινά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Ινονού υπήρξε διοικητής στις αρμενικές επαρχίες την περίοδο 1915-17 των φοβερών εκτοπισμών αλλά και αρχιτέκτονας των διωγμών κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων την περίοδο μετά το 1923 και ειδικότερα κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης και των νησιών της Ιμβρου και της Τενέδου, που είχαν εξαιρεθεί της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο Μπαγιάρ υπήρξε εκτελεστικό στέλεχος του Κομιτάτου της περιοχής της Σμύρνης και ειδικότερα της Τεσκελάτι Μαχσουσά (Ειδική Υπηρεσία), του παραστρατιωτικού κλάδου του Κομιτάτου, την περίοδο 1914-18, κατά τη διάρκεια των μαζικών διωγμών των ελληνικών κοινοτήτων της δυτικής Μικράς Ασίας. Η αναφορά στα δύο αυτά ισχυρά άτομα –που υπήρξαν θανάσιμοι αντίπαλοι– του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας, δείχνει την αδιάκοπη πολιτική κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων με σκοπό τον αφανισμό τους.
Το σχέδιο των διώξεων ήταν έτοιμο από το 1957
Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Ελληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη υπάγονταν στη Συμφωνία της Αγκυρας της 30ής Οκτωβρίου 1930 και ότι η τουρκική κυβέρνηση καταγγέλλοντας μονομερώς τη Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. H Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών», που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάννης, στο Αρθρο 2 όριζε τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή Ελληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής: «Θέλουσι θεωρηθή ως Ελληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Ελληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912». Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Ελληνες υπήκοοι που υπάγονταν στο καθεστώς «Εταμπλί». Τον Ιούνιο του 1932, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας ενθουσιασμού της «Ελληνοτουρκικής Φιλίας», που ακολούθησε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αγκυρα το φθινόπωρο του 1930, η κυβέρνηση της Τουρκίας απαγόρευσε την άσκηση ενός μεγάλου συνόλου επαγγελμάτων στους Ελληνες υπηκόους, με αποτέλεσμα να εκπατριστούν περίπου 15.000 από αυτούς την περίοδο 1932-34. Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη.
Η προσεκτική ανάλυση των δεινών που υπέστη η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ιμβρου και Τενέδου δείχνει την εξής αλήθεια: ότι τα επιμέρους σχέδια των καταπιεστικών και διωκτικών μέτρων αποτελούν κεντρική κρατική πολιτική, σχεδιασμένα σε στρατηγικό επίπεδο ανεξάρτητα από την πορεία των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας, των οποίων η εφαρμογή γίνεται όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι κατάλληλη. Η αρχή αυτή ισχύει και στην περίπτωση των απελάσεων του 1964. Ενώ το σχέδιο είναι έτοιμο τουλάχιστον από το 1957, μάλιστα σχεδιασμένο από το κόμμα του Αντνάν Μεντερές, εφαρμόζεται το 1964 από το αντίπαλο κόμμα με αφορμή τις διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο που επαναλαμβάνονται με ένταση από τα Χριστούγεννα του 1963 και ενώ στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αστάθεια. Είναι σίγουρο ότι και να μη συνέβαινε η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Κύπρο, που υπήρξε εισαγόμενη από τον βρετανικό παράγοντα, η τύχη του Ελληνισμού της Πόλης και των νησιών της Ιμβρου και Τενέδου θα ήταν ίδια, με το δεδομένο της συνεχούς πολιτικής του κράτους της Τουρκίας κατά των «μη αφομοιώσιμων» πληθυσμών και της αδιάφορης στάσης των χωρών που είχαν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης, και βέβαια πρώτης της Ελλάδος.
Αδιαμφισβήτητα η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Η οποιαδήποτε επίλυση της Συμφωνίας της Αγκυρας του 1930 δεν ισχύει, αφού δεν μπορεί η διεθνής σύμβαση της Λωζάννης να αντικατασταθεί από μια διμερή σύμβαση. Επίσης, η απέλαση των περίπου 12.000 Ελλήνων της Πόλης υπήρξε μια πράξη μείζονος κλίμακας παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως του Καταστατικού του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954. Ο βάναυσος και βίαιος τρόπος με τον οποίον διενεργούνταν οι απελάσεις, με τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων υπηκόων για πολλές δεκαετίες –οι συνέπειες υφίστανται μέχρι σήμερα– κάτω από ένα έντονο κλίμα τρομοκράτησης του ελληνισμού της Πόλης την περίοδο 1964-65, με την παράλληλη εφαρμογή του προγράμματος διάλυσης των ελληνικών κοινοτήτων των νήσων της Ιμβρου και Τενέδου, αποτελούν μείζονος κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομικές συνέπειες που δεν παραγράφονται.
Πολλαπλές ευθύνες
Πρέπει να τονιστεί ότι ευθύνη δεν έχει μόνο η τουρκική κυβέρνηση για τη θεραπεία και αποκατάσταση των θυμάτων, αλλά και οι κυβερνήσεις που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρώμης (1950), επειδή καμία από αυτές δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε ενέργειες προς τα διεθνή δικαστήρια για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Οι απελάσεις του 1964 επέφεραν καίριο πλήγμα για τον ελληνισμό της Πόλης, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000 σε διάστημα ενός έτους. Η ανακοίνωση της έναρξης των απελάσεων γίνεται τη 16η Μαρτίου 1964 και αρχίζει αμέσως η ανακοίνωση καταλόγων Ελλήνων υπηκόων και παράλληλα η πρόσκληση αυτών σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στο 4ο Τμήμα Ασφαλείας Κωνσταντινουπόλεως με αντιμετώπιση αυτών ως εγκληματιών του ποινικού δικαίου. Κορυφαία πράξη βίας υπήρξε ο εξαναγκασμός να υπογράψουν δήλωση που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν ότι δήθεν είχαν διενεργήσει βλαβερές ενέργειες κατά της Τουρκίας. Παράλληλα τα καταπιεστικά μέτρα επεκτείνονταν σε όλα τα μέλη και ιδρύματα της ομογένειας.
Αρκεί να αναφέρουμε τον έντονο οικονομικό αποκλεισμό που οργανώθηκε με την ανοχή της κυβέρνησης της Τουρκίας από τις δεξιές και αριστερές εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1964, αλλά και την τρομοκράτηση γενικότερα του ελληνικού πληθυσμού περί επικείμενης βίας, συνεχή προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του κατευθυνόμενου Τύπου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανακριτικής έρευνας κατά της διοίκησης του μείζονος Ιδρύματος Βαλουκλί, αρχές του 1964, με αφορμή τη δωρεά που είχε στείλει η Παγκόσμια Ενωση Εκκλησιών, μιας κεντρικής μονάδας θέρμανσης για το νοσοκομείο, με την κατηγορία ότι περιείχε οπλισμό. Ειδικός στόχος των διωγμών υπήρξαν τα σχολεία με τον διορισμό «υποδιευθυντών» με απόλυτες εξουσίες και αποστολή να καταστρέψουν τα σχολεία με προφανή σκοπό τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της ομογένειας.
Ερασιτεχνική και αδιάφορη η αντίδραση της Αθήνας
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες αυτές οι ενέργειες ενορχηστρώνονταν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων που είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1962 και λειτουργούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο και της οποίας ο ρόλος αποκαλύφθηκε το 2004 όταν καταργήθηκε. Για πολλά χρόνια, στέλεχος της Επιτροπής αυτής ήταν ο Οκτάι Ενγκίν, ο προβοκάτορας που είχε τοποθετήσει τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955 στο προξενείο της Τουρκίας την εκρηκτική ύλη που είχε αποτελέσει το σύνθημα για την έναρξη των επιθέσεων κατά του ελληνισμού της Πόλης.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1964-74 υπήρξε από αδιάφορη μέχρι ερασιτεχνική, που πηγάζει από την αρχή ότι είναι καλό να ξεμπερδεύουμε από «πονοκεφάλους» της ύπαρξης μειονοτήτων, που πηγάζει από τη μυωπική αντίληψη έθνους κράτους, μια καταστροφική αρχή που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται όχι μόνο στην περίπτωση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Τουρκίας, αλλά και της Βορείου Ηπείρου, χωρών της Παρευξείνιας Ζώνης και της Αιγύπτου.
* Ο κ. Νικόλαος Ουζούνογλου είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών.