Του Παντελή Σαββίδη
Από όλα όσα διάβασα για τις αμερικανικές εκλογές, εκείνο που με εντυπωσίασε ήταν η απάντηση που έδωσε ο Ντόναλντ Τραμπ σε έναν Ιρανοαμερικανό δημοσιογράφο όταν τον ρώτησε αν οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν στην πτώση του σημερινού ιρανικού καθεστώτος σε περίπτωση που εκείνος εκλεγεί.
Η απάντηση ήταν: «δεν θα εμπλακούμε τόσο βαθιά, εδώ δεν μπορούμε να κυβερνήσουμε τη χώρα μας».
Αυτό που διαισθανόμαστε, ότι η διαχείριση της υπερδύναμης έχει ξεφύγει από τα χέρια των πολιτικών και πλέον έχει αφεθεί στον αυτόματο πιλότο, ο Τραμπ το επιβεβαίωσε.
Υπάρχει πρόβλημα εσωτερικής διακυβέρνησης των ΗΠΑ και διατήρησης της παγκόσμιας ηγεμονίας.
Στο εσωτερικό πεδίο οι δύο υποψήφιοι έχουν πολύ διαφορετικούς προσανατολισμούς. Η πολιτική του Τραμπ διακρίνεται από έντονη εσωστρέφεια, αλλά και η Χάρις θα κρατήσει, απλώς, τα προσχήματα. Δεν θα εγκαταλείψει τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ, αλλά ορισμένες διαστάσεις και της δικής της πολιτικής δεν θα έχουν την εικόνα που γνωρίζαμε. Και σε ό,τι μας αφορά περισσότερο άμεσα, η σχέση Ουάσινγκτον-Βρυξελλών δεν θα είναι όπως παραδοσιακά την γνωρίζαμε.
Οι Αμερικανοί με κάθε τρόπο εξωθούν την Ευρώπη να αντιληφθεί πως τα πράγματα έχουν αλλάξει και η γηραιά ήπειρος θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν να αποκλίνουν από την αγκαλιά των ΗΠΑ. Νιώθουν ασφαλείς ως προς την άμυνα που τους προσφέρει η Ουάσινγκτον, αλλά οι Αμερικανοί έχουν άλλες προτεραιότητες. Βλέπουν την Ευρώπη ως τουριστικό προορισμό και ως χώρο ανάπτυξης οικονομικών σχέσεων και τίποτε άλλο. Ο παλιός έρωτας τελείωσε.
Οι Γερμανοί δεν θέλουν να το πιστέψουν, οι Γάλλοι είναι περισσότερο ευέλικτοι και αρχίζουν να μιλούν για αυτονομία της Ευρώπης στην άμυνα, την τεχνολογία, την αναζήτηση κρίσιμων υλικών και άλλα παρόμοια.
Κι αυτό ανεξαρτήτως αν εκλεγεί ο Τραμπ ή η Χάρις. Η διαφορά έγκειται στο θόρυβο με τον οποίο θα φανεί η αλλαγή πολιτικής.
Θα αναγκαστεί, έτσι, η Ευρώπη να αναπτύξει δική της πολιτική; Τι θα κάνει η γερμανική ατμομηχανή της ή η γαλλική παραγωγή ιδεών και προσανατολισμού;
Σε μια εποχή όπου η διεθνής κοινή γνώμη εξοικειώνεται καθημερινά με τη χρήση πυρηνικών όπλων, μια Ευρώπη που αρνείται ακόμη και να δημιουργήσει δικό της στρατό, σε ποια πυρηνική ομπρέλα θα βασιστεί; Θα δεχθεί η Γαλλία να την καλύψει με τη δική της;
Απαντήσεις της Ευρώπης στα ερωτήματα αυτά, απλώς δεν υπάρχουν. Προς το παρόν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα σκέφτονται ποια Ρωσία θα αναδυθεί από τον πόλεμο, πόσο ισχυρή θα είναι η σχέση της με την Κίνα και πόσο απειλητική για την Ευρώπη. Ακόμη, πώς θα αντιμετωπίσουν νέα μεταναστευτικά κύματα από τον Λίβανο και τη Μέση Ανατολή με τις συνεχιζόμενες διαμάχες και την καταστρεπτική, εγκληματική πολιτική του Ισραήλ. Όταν δεν έχεις το γεωπολιτικό βάρος να επέμβεις στις εξελίξεις που θα σε επηρεάσουν, απλώς παρακολουθείς και υφίστασαι τις συνέπειες.
Η Γερμανία είχε την εντύπωση ότι πάντα θα της παρείχετο η δυνατότητα να αγοράζει φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία, θα απολάμβανε την ασφάλεια που της παρείχαν οι Αμερικανοί μέσω του ΝΑΤΟ και θα ωφελούνταν από την εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά και το άνοιγμα στην Κίνα. Ο αμερικανικός παράγων, όμως, που τα επηρεάζει όλα αυτά, αλλάζει πολιτική. Και η Ευρώπη αδυνατεί να προσαρμοστεί διότι δεν έχει ηγεσία και διότι οικοδομήθηκε με βάση το γερμανικό συμφέρον που ήθελε διεύρυνση και όχι εμβάθυνση.
Η Ευρώπη είναι ένα παλάτι στην άμμο μετά τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις.
Και θα γίνει ακόμη πιο χαλαρή με τις νέες εισόδους των χωρών που άρχισαν ενταξιακό διάλογο. Γνωρίζει η Ευρώπη που θέλει να πάει; Μάλλον όχι. Της λείπει η ηγεσία. Με υπαλλήλους στην νοοτροπία δεν οικοδομείς νέες ομοσπονδιακές δομές με παγκόσμιο βάρος.
Αλλά και για την Ελλάδα η αμερικανική έκλειψη θα αφήσει σοβαρά κενά ασφαλείας. Η χώρα –ορθώς– έχει Δυτικό προσανατολισμό, αλλά η Δύση θα στερηθεί ηγεσίας, αν εκδηλωθεί έντονος ο αμερικανικός απομονωτισμός. Ποιος θα καλύψει την αμερικανική ηγεσία; Η λογική απάντηση είναι η Ευρώπη, αλλά αυτήν τη στιγμή η Ευρώπη υπάρχει μόνο σε ήπιες μορφές ισχύος. Στην οικονομία, την επιστήμη, την τεχνολογία. Και η ήπια ισχύς είναι ισχύς αλλά δεν επηρεάζει τις εξελίξεις σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε αναβρασμό και μετέρχεται μεθόδους σκληρής βίας, όπως βλέπουμε στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Η Ευρώπη ουσιαστικά είναι απούσα και από τα δύο πεδία, και υφίσταται μόνο ως παράμετρος της αμερικανικής παρουσίας.
Ένα άλλο ζήτημα που αναδύεται και θα απαιτήσει απαντήσεις είναι οι παγκόσμιες προκλήσεις, όπως περιγράφηκαν σε μελέτη της RAND Corporation.
Επιγραμματικά, οι προκλήσεις αυτές που οδηγούν στην αλλαγή του ανθρωπολογικού είδους –ή ακόμη και στην εξαφάνιση του ανθρώπου– είναι οι επιπτώσεις της άκριτης χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, οι πιθανές συγκρούσεις με αστεροειδείς και κομήτες, η ξαφνική αλλαγή του κλίματος, ο πυρηνικός πόλεμος, οι σοβαρές επιπτώσεις από τα υπερηφαίστεια κ.ά.
Για τον καθημερινό άνθρωπο αυτά φαίνονται επιστημονική φαντασία, αλλά δεν είναι. Αποτελούν πραγματικές απειλές των επόμενων δεκαετιών και θα πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα για την αντιμετώπισή τους.
Στα στενά ελληνοτουρκικά, η πολιτική της κυβέρνησης –και από ό,τι φαίνεται, ολόκληρου του πολιτικού συστήματος– είναι μια συμφωνία με την Τουρκία με τους όρους τής απέναντι πλευράς, που με τις γνωστές ελληνικές πολιτικές αλχημείες θα περάσουν ως βαθυστόχαστη αθηναϊκή πολιτική.
Χωρίς ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική και με τη σταδιακή έκλειψη της αμερικανικής παρουσίας από την περιοχή, που κρατούσε κάποιες ισορροπίες, η Αθήνα αισθάνεται ότι πρέπει να συνδιαλλαγεί με την Άγκυρα με το μικρότερο δυνατό κόστος. Μόνο που αυτή η προσέγγιση είναι ξένη για την τουρκική νοοτροπία. Έτσι και αρχίσουν οι υποχωρήσεις, σταματημός δεν θα υπάρξει.
Η ελληνική προσπάθεια διαμόρφωσης πειστικής αποτροπής δεν απέδωσε, έως σήμερα, όσα θα ήθελε η Αθήνα, αλλά με διακηρύξεις του είδους «δεν πρόκειται να προσφύγουμε με τίποτε σε πόλεμο με την Τουρκία» αποδυναμώνεται εξαρχής η αποτροπή.
Η εμφανής αδυναμία της Ελλάδας να μην μπορεί να ακολουθήσει μια κούρσα εξοπλισμών μπορεί να αναζητήσει την εναλλακτική της στην ανάπτυξη σε ανώτατο βαθμό του ψηφιακού πολέμου. Χωρίς να εγκαταλειφθούν οι παραδοσιακές δυνάμεις, η νέα αντίληψη αντιμετώπισης της Τουρκίας θα μπορούσε να εστιαστεί στο ψηφιακό πεδίο σαν να παίζεται παιχνίδι στο διαδίκτυο.
Δημοσιεύματα, εξάλλου, έμπειρων στρατιωτικών όπως ο υποναύαρχος ε.α. Δημήτρης Τσαϊλάς δίνουν τις κατευθύνσεις για την αξιοποίηση ελληνικών πλεονεκτημάτων, όπως τα νησιά, που μέχρι τώρα παραμένουν αναξιοποίητα. Υπάρχουν επιλογές, αρκεί να αποφασίσει το πολιτικό σύστημα να αλλάξει γραμμή προσέγγισης προς την Τουρκία.
Οι θέσεις των δύο Αμερικανών υποψηφίων σε όλα τα θέματα που θίχτηκαν παραπάνω είναι αρκετά διαφορετικές. Μέχρι απολύτως αντίθετες.
Ο Τραμπ θέλει να διώξει τους μετανάστες, να βάλει δασμούς, να μειώσει τους φόρους, να ρίξει τις τιμές, αλλά από τις επιθυμίες του αυτές προκύπτουν αντιτιθέμενα αποτελέσματα. Επιμένει στην παραδοσιακή αντιμετώπιση σύνθετων, σύγχρονων προβλημάτων.
Η Χάρις εστιάζει στην ελευθερία, κι εδώ είναι που έχει ξεπεράσει την κόκκινη γραμμή των Αμερικανών συντηρητικών στο θέμα του φύλου και των συμπαρομαρτούντων του.
Παίζεται κι ένα ακόμη παιχνίδι στις αμερικανικές εκλογές. Ποιος θα τεθεί επικεφαλής της αμερικανικής κοινωνικής ιεραρχίας; Ο λευκός ή ο μαύρος θα είναι η πλειοψηφία που θα καθορίσει τις επιλογές.
Μετά τις εκλογές θα αρχίσουμε να βλέπουμε τα αποτελέσματα σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά.
Διάβασα αυτό χθες, κ. Σαββίδη. Έχει ενδιαφέρον.
https://www.msn.com/en-us/news/opinion/the-unique-danger-of-a-trumpist-oligarchy/ar-AA1tnYWn?ocid=msedgntp&pc=U531&cvid=39471f3f87e142d78abab13cbf517ac6&ei=45
Μπορεί οι προτεραιότητες των ΗΠΑ να βρίσκονται στον ειρηνικό ωκεανό, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν χρειάζονται πλέον την Ευρώπη.
Φυσικά χρειάζονται μια Ευρώπη με ενιαία εξωτερική πολιτική για αυτό και η Ευρώπη οφείλει να προσαρμοστεί. Εάν δεν ελέγξει την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών (ακροδεξιών όπως αρέσκονται να τους αποκαλούν οι… μετριοπαθείς) θα είναι αδύνατον να μην διαλυθεί η ένωση. Με τον Τράμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ δίδεται μια μικρή ελπίδα, η προσαρμογή της Ε.Ε. να γίνει με τρόπο με τον οποίο θα ανακοπεί το ρεύμα προς τα δεξιά μή ευρωκεντρικά κόμματα (για παράδειγμα με την ανατροπή των αποφάσεων σχετικά με την περιβαλλοντική πολιτική αλλά και με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μαζικής παράνομης εισόδου). Θα την αδράξουν στην Ευρώπη;