του Νίκου Ιντζεσίλογλου, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ
Στο άρθρο αυτό γίνεται προσπάθεια σκιαγράφησης των τρόπων με τους οποίους πολιτεύθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σχετικά με τρία θέματα που προκάλεσαν συζητήσεις και πάνω στα οποία διατυπώθηκαν αποκλίνουσες απόψεις. Η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται αναφορά στη σχέση μεταξύ Μεχμέτ Β΄ του Πορθητή και του Γεώργιου Σχολάριου-Γεννάδιου, πρώτου Οικουμενικού Πατριάρχη μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς. Στο δεύτερο μέρος δίνεται μια εξήγηση της στάσης του εθνομάρτυρα Γρηγορίου Ε΄ απέναντι στην ελληνική επανάσταση του 1821. Τέλος, στο τρίτο μέρος γίνεται αναφορά σε τρία διαφορετικά σχέδια Ανάστασης του Γένους κατά τη διάρκεια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο σχέδιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
- Η σχέση του Γ. Σχολάριου-Γεννάδιου με τον Μεχμέτ B΄ τον Πορθητή
Κάποιοι θεωρώ ότι παρερμηνεύουν μια φράση που αποδίδεται στον Γεώργιο Γεννάδιο-Σχολάριο (περίπου 1400 – 1473), και επαναλαμβάνουν κάποιες κριτικές και ανυπόστατες κατηγορίες ενάντια σ’ αυτόν που υπήρξε ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση.
Κατ’ αρχήν και προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, πρέπει να δώσουμε με συντομία το ιστορικό περίγραμμα της εποχής λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκατό περίπου χρόνια πριν την άλωσητης Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί είχαν περάσει στην Ευρώπη και έκαναν εν τω μεταξύ πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας τους την Αδριανούπολη, ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν μια απομονωμένη πόλη, τουλάχιστον από την ξηρά.
Η επιρροή που ασκούσε ο Γεννάδιος πάνω στον Μεχμέτ Β΄τον Πορθητή (Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ, 1432 – 1481) είχε αρχίσει πολύ πριν την άλωση. Ο Γεννάδιος και ο Μεχμέτ, που παρά το νεαρό της ηλικίας του (μόλις σε ηλικία 21 ετών κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη) ήταν πολύ μορφωμένος, ιδιαίτερα ευφυής, πολύγλωσσος και γνώστης των ομηρικών επών, και ιδιαίτερα της Ιλιάδας (θαύμαζε από την Ιλιάδα κυρίως τον Αχιλλέα και εκτός Ιλιάδας τον Μεγαλέξανδρο), είχαν πριν την άλωση αλληλογραφία επί θεολογικών και φιλοσοφικών θεμάτων.
Αυτές οι σχέσεις και ανταλλαγές απόψεων επί θεολογικών και φιλοσοφικών θεμάτων ήταν κάτι το συνηθισμένο μεταξύ διανοουμένων την εποχή εκείνη. Ειρήσθω μάλιστα εν παρόδω ότι ο μεγάλος Έλληνας πλατωνιστής φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός (φιλοσοφικός αντίπαλος του Γενναδίου, ο οποίος ήταν αριστοτελιστής) είχε μεταβεί για εμβάθυνση στις πλατωνικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αδριανουπόλεως, όπου βρισκόταν τότε η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όσον αφορά τη σχέση Γενναδίου και Μεχμέτ, λέγεται ότι ο Μεχμέτ (του οποίου η τροφός του ήταν χριστιανή) ζήτησε από τον Γεννάδιο να τον βαπτίσει χριστιανό, αλλά ο Γεννάδιος αρνήθηκε, διότι ο Μεχμέτ δεν θεωρούσε ως αμάρτημα την παιδεραστία, αλλά ως μια φυσιολογική έκφραση και ικανοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας.
Μετά την άλωση, ο Μεχμέτ έψαξε να βρει τον Γεννάδιο, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε γίνει μοναχός, για να τον κάνει Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Γεννάδιος όμως κρυβόταν και απόφευγε να συναντήσει τον Μεχμέτ. Τελικά, ο Γεννάδιος-Σχολάριος συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Μεχμέτ Β΄τον Πορθητή. Και βέβαια ο Μεχμέτ δεν ήθελε να κάνει Πατριάρχη τον Γεννάδιο μόνο και μόνο διότι τελούσε υπό την πνευματική επιρροή αυτού του τελευταίου, αλλά και διότι αυτό συνέφερε και στον ίδιο τον Μεχμέτ, από πολιτική άποψη. Πράγματι, προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε διάθεση ή πρόθεση του Πάπα να οργανώσει τυχόν επέμβαση στην Κωνσταντινούπολη εκ μέρους της δυτικής Ευρώπης, προφανώς συνέφερε από πολιτική άποψη στον Μεχμέτ να καταργήσει τον παπικό πατριάρχη που είχαν αναγνωρίσει οι Παλαιολόγοι (και τον οποίο δεν τον ήθελε ούτε ο λαός της Κωνσταντινούπολης, που ήταν καθολικά ανθενωτικός και αντι-Παπικός) και να εγκαταστήσει έναν Πατριάρχη ανθενωτικό, όπως ο Γεννάδιος, που ήταν φημισμένος διανοούμενος και ηγετική μορφή των ανθενωτικών, την εποχή εκείνη, αφού είχε διαδεχθεί τον Μάρκο τον Ευγενικό στην ηγεσία του κινήματος των ανθενωτικών, μετά τον θάνατο του Μάρκου του Ευγενικού.
Το θέμα των προνομίων, που δόθηκαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και στην Εκκλησία σχετίζεται με τη δομή της οργάνωσης της Αυτοκρατορίας σε Μιλλιέτ που εμπνεύστηκε και εφάρμοσε με επιτυχία ο Μεχμέτ. Αυτά τα προνόμια της Εκκλησίας (και όχι μόνο βέβαια) συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιβίωση και διατήρηση της ταυτότητας του γένους στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πάντως τέτοιου είδους «προνόμια» στον εκάστοτε Πατριάρχη είχαν δοθεί προηγουμένως και στα Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής από τους Άραβες κατακτητές.
Τέλος, όσον αφορά τη φράση που αποδίδεται στον Γεννάδιο, και της οποίας το γενικό νόημα είναι: “Είμαι Χριστιανός. Δεν είμαι Έλλην” δεν πρέπει να την παρερμηνεύουμε και να διαστρέφουμε το νόημά της. Το Έλλην σε αντιπαράθεση προς το Χριστιανός σημαίνει παγανιστής εθνικός, και ο Γεννάδιος με τη φράση αυτή ασκεί κριτική στον πλατωνιστή Γεώργιο Πλήθωνα-Γεμιστό όχι ως εθνικά Έλληνα στο γένος, αλλ’ ως νεοπαγανιστή (περίπου κάτι σαν τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον λεγόμενο και παραβάτη). Έτσι η φράση: “Είμαι Χριστιανός. Δεν είμαι Έλλην”, ορθά εννοούμενη, σημαίνει: “Είμαι Χριστιανός. Δεν είμαι νεοπαγανιστής όπως ο Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός”.
- Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄ και η επανάσταση του 1821
Όταν ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε ότι στη Μολδοβλαχία ξέσπασε επανάσταση από Έλληνες με αρχηγό έναν αξιωματικό του Ρωσικού στρατού (τον Αλέξανδρο Υψηλάντη) και μάλιστα της προσωπικής φρουράς του Τσάρου, εξοργίστηκε σφόδρα, διότι θεώρησε την όλη κατάσταση ως προδοσία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου, υποκινούμενη από μια εχθρική δύναμη (τη Ρωσία). Για τον λόγο τούτο θέλησε να κηρύξει το μικρό Τζιχάντ (ιερό πόλεμο), δηλαδή να σφάξει όλους τους “απίστους”. Προκειμένου όμως να εφαρμόσει μια τέτοια φοβερή απόφαση, έπρεπε ο Σουλτάνος να έχει και τη σύμφωνη γνώμη του Σεϊχουλισλάμ (θρησκευτικού ηγέτη των Μουσουλμάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου). Την εποχή εκείνη Σεϊχουλισλάμ ήταν ο έντιμος και φιλάνθρωπος μουσουλμάνος Χατζή-Χαλίλ Εφέντης, ο οποίος ανήκε σε μια οικογένεια δασκάλων του Κορανίου, και ο οποίος πίστευε, ερμηνεύοντας το Κοράνιο, ότι το Κοράνιο απαγορεύει την τιμωρία αθώων ανθρώπων για εγκλήματα που διέπραξαν συγγενικά τους πρόσωπα. Κάλεσε, λοιπόν, ο Σουλτάνος τον Σεϊχουλισλάμ Χατζή-Χαλίλ Εφέντη, του ανάγγειλε την απόφασή του και ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη του. Ο Σεϊχουλισλάμ Χατζή-Χαλίλ Εφέντης ως δίκαιος άνθρωπος δεν θέλησε να βάψει τα χέρια του με το αίμα αθώων, αφού και το Κοράνιο απαγόρευε μια τέτοια αποτρόπαιη πράξη, σύμφωνα τουλάχιστον με την ερμηνεία του Κορανίου που υιοθετούσε ο ίδιος. Προσχηματικά, ο Χατζή-Χαλίλ Εφέντης ζήτησε μια διορία για να σκεφτεί το θέμα και ειδοποίησε αμέσως τον Πατριάρχη για το τι πρόκειται να συμβεί, στέλνοντας το μήνυμα: “κάνε κάτι γιατί θα σας σφάξει όλους”.
Ο Πατριάρχης, προκειμένου να σώσει το ποίμνιό του, είχε αποκηρύξει την επανάσταση και αφορίσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους επαναστάτες. Μια αποκήρυξη κι ένας αφορισμός, που βέβαια δεν είχαν ενοχλήσει ή παρεμποδίσει σε τίποτα την επαναστατική δράση και τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν προβλέψει τον αφορισμό και αντιλαμβάνονταν το νόημα που αυτός είχε, καθώς και την αναγκαιότητα που τον επέβαλε να γίνει για χάρη τη σωτηρίας του Γένους των Ρωμιών. Έτσι, ο Πατριάρχης επικαλούμενος τον αφορισμό έδωσε τη δυνατότητα στον Σεϊχουλισλάμ να μη δώσει τη σύμφωνη γνώμη που απαιτούσε ο Σουλτάνος. Κι έτσι δεν κηρύχθηκε Τζιχάντ (ιερός πόλεμος) και αποτράπηκε η σφαγή των Χριστιανών. Ο Σουλτάνος, όμως, που αντιλήφθηκε τη συμπαιγνία των δύο θρησκευτικών ηγετών, τους σκότωσε και τους δύο: με την κρεμάλα τον Πατριάρχη και μετά από φριχτά βασανιστήρια τον Σεϊχουλισλάμ, και αφού προηγουμένως διαπομπεύτηκε με τρόπο εξευτελιστικό και δημόσιο η συζύγός του.
Δικαίως, επομένως, ο Γρηγόριος Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίστηκε ως εθνομάρτυρας, και πολύ σωστά η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο τιμώντας την μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του. Την ίδια ημέρα και τις αμέσως επόμενες ημέρες, δεκάδες επισκόπων και ιερέων βρήκαν φρικιαστικό θάνατο στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτούς τους ήρωες κληρικούς τιμά τόσο η Εκκλησία όσο και το ελληνικό Έθνος. Παραμένει ίσως σε εκκρεμότητα και η μετά θάνατο δικαίωση του Χατζή-Χαλίλ Εφέντη και η αναγνώριση της έντιμης στάσης του και της ηρωικής θυσίας του.
Πάντως, οι συγκυρίες για Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως παραμένουν διαχρονικά (λιγότερο ή περισσότερο) δύσκολες. Και για τον πρόσθετο τούτο λόγο απαιτείται διαχρονικά η προς αυτούς αμέριστη συμπαράστασή μας, ανεξαρτήτως προσώπων και πολιτικών τοποθετήσεων και επιλογών!
- Τα σχέδια για την Ανάσταση του Γένους
Για την Ανάσταση του Γένους υπήρχαν διάφορες προτάσεις και σχέδια κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπήρχε, π.χ., το σχέδιο του Ρήγα, το σχέδιο του Πατριαρχείου και το σχέδιο, αργότερα, της Φιλικής Εταιρείας. Τα δύο πρώτα σχέδια δεν προέβλεπαν διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επομένως δεν προέβλεπαν δημιουργία εθνικών Κρατών, αλλά εκ των έσω μετάλλαξη της συνολικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ειδικότερα το Πατριαρχικό σχέδιο προέβλεπε, κατ’ αναλογία της μετατροπής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από λατινο-ειδωλολατρική σε ελληνο-χριστιανική (βλέπε Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, την αντίστοιχη μετατροπή-μετάλλαξη ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της διαρκούς και προοδευτικής (με υπομονή και επιμονή) βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των χριστιανών Ρωμιών και προώθησής τους σε καίριες θέσεις με κοινωνική επιρροή. Το σχέδιο αυτό γνώρισε σχετική επιτυχία όσον αφορά τους τομείς της οικονομίας, της εκπαίδευσης και εν μέρει της διοίκησης. Δεν επιτεύχθηκε η διείσδυση στο στρατό, όπου τελικώς επικράτησαν οι εθνικιστές Νεότουρκοι.
Το πανευρωπαϊκό και παναμερικανικό κύμα της εθνικής ιδεολογίας που χαρακτηρίζει κυρίως τον 19ο αιώνα και του εθνικισμού στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, σάρωσε και εξουδετέρωσε κάθε πολυεθνικό αυτοκρατορικό σχεδιασμό. Έτσι, το σχέδιο που πραγματοποιήθηκε ήταν εκείνο της Φιλικής Εταιρείας, που ανταποκρινόταν στο αίτημα του σχηματισμού εθνικού Κράτους. Βέβαια για να κερδηθεί η υπόθεση της δημιουργίας εθνικού Κράτους, χρειάστηκαν όχι μόνο το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας και οι αγώνες και ηρωικές θυσίες των Ελλήνων, αλλά και η στρατιωτική επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) ιδίως με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και τη νίκη επί του Αιγυπτο-οθωμανικού στόλου, καθώς επίσης και με την αποβίβαση για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο χιλιάδων Γάλλων στρατιωτών υπό τον στρατηγό Maison. Επρόκειτο για μια στρατιωτική νίκη, που έδωσε τη βεβαιότητα ότι επρόκειτο για το νικηφόρο επιστέγασμα του πολέμου των Ελλήνων για την παλιγγενεσία του ελληνικού Έθνους, που γεννούσε, όμως, ταυτόχρονα προβληματισμούς για τον βαθμό ανεξαρτησίας του νεοσύστατου ελληνικού Κράτους, ιδίως, μάλιστα, μετά και τη δολοφονία του μεγάλου Έλληνα πατριώτη και Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.
Πάντως, ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, παράλληλα με τη Μεγάλη Ιδέα της επέκτασης της ελληνικής επικράτειας σε όσα εδάφη εκτός των συνόρων ζούσαν από αιώνες ελληνικοί πληθυσμοί, δεν είχε σβήσει εντελώς, σε ορισμένους ελληνικούς κύκλους (βλέπε, π.χ., τη συνωμοτική οργάνωση Κωνσταντινούπολης των Ίωνα Δραγούμη και Σουλιώτη) η ιδέα της κυριαρχίας της Ρωμιοσύνης εντός μιας πολυεθνικής αυτοκρατορικής δομής (κυρίως στην Ανατολική Θράκη, στην Κωνσταντινούπολη και εντός του μικρασιατικού υπόλοιπου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), ως μόνης ικανής να υπηρετήσει ικανοποιητικά το αίτημα για μια ανεξάρτητη Ελλάδα, και να εξυπηρετήσει τα ελληνικά συμφέροντα, απέναντι στις βλέψεις κυρίως των Γάλλων και των Βρετανών, οι οποίοι διψούσαν για επικράτηση και κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, λόγω των εκεί γεωστρατηγικά σημαντικών θέσεων και πλούσιων ενεργειακών πηγών. Όμως τέτοιου είδους αυτοκρατορικοί για τον ελληνισμό σχεδιασμοί ανατράπηκαν από την κυριαρχία των εθνικιστών εντός του κινήματος των Νεοτούρκων ήδη από το 1911, και έσβησαν οριστικά με τη Μικρασιατική καταστροφή, και τον ξεριζωμό του ελληνισμού (1922-1924) από τα πατρογονικά εδάφη της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, που κατέστησαν «Αλησμόνητες Πατρίδες».
Νικόλαος Ιντζεσίλογλου
Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ