Υπενθυμίζουμε τα βασικά: οι συνήθεις ορισμοί του λαϊκισμού είναι κυρίως δύο. Είτε κατανοείται ως δημαγωγία, δηλαδή τη χρήση του ψεύδους για τον προσεταιρισμό των πολιτών (οπότε στην πραγματικότητα, και όχι στις φαντασιώσεις του αντιλαϊκιστικού λόγου, ο μεγαλύτερος λαϊκιστής/δημαγωγός είναι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk που δήλωσε ότι με το Brexit θα τελειώσει ο δυτικός πολιτισμός)–οπότε όταν κατηγορείς τους άλλους για λαϊκισμό, ουσιαστικά τους αφαιρείς με αλαζονεία το δικαίωμα να έχουν πολιτικές απόψεις: δεν έχουν τέτοιες, έχουν μόνο ψεύδη και θωπεύσεις αφτιών, άρα την μόνη πολιτική άποψη την έχεις εσύ: οι άλλοι λένε εύκολα ψέμματα, ενώ εσύ λες σκληρές αλήθειες, και λοιπά και λοιπά. Είτε αξιοποιείται ο συνήθης επιστημονικός ορισμός του λαϊκισμού, δηλαδή κάθε σχήμα που αντιπαραθέτει τον «λαό», όπως κι αν ορίζεται αυτός, στις «ελίτ»–οπότε η χρήση της λέξης γίνεται όπλο ώστε να ποινικοποιηθεί πολιτικά η ίδια η ταυτοποίηση των ελίτ ως τέτοιων, αφού η διαπίστωση πως υφίστανται ελίτ συγκροτεί «λαϊκισμό», απαγορευμένον πολιτικό καρπό. Και στις δύο περιπτώσεις στιγματίζεται ως «λαϊκισμός» οτιδήποτε δεν αποδέχεται αυτονόητα τη φιλελεύθερη συναίνεση ως ιερή, δηλαδή οτιδήποτε εκφεύγει του χώρου όπου οι «αντίπαλες» μεν, αλλά «δημοκρατικές/συναινετικές/ορθολογικές» δυνάμεις συνεννοούνται και, σε όλα τα πραγματικά μεγάλα ζητήματα, ασκούν ενιαία πολιτική, αφήνοντας την πολιτική αρένα για τα ελάσσονα. Οπότε, είναι η ίδια η αξίωση της επιστροφής της πολιτικής, της σύγκρουσης πραγματικά διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων για το δέον γενέσθαι, που αποκλείεται προγραμματικά ως «λαϊκισμός»
Ενίοτε, ο αντιλαϊκιστικός λόγος παράγει το πρόβλημα, στο οποίο αυτοπροτείνεται ως λύση. Παράδειγμα: όπως μας δείχνουν τα Wikileaks, η Κλίντον στόχευε ανοιχτά (αφού μοιραζόταν τη στρατηγική της αυτή με συλλογικά όργανα του Δημοκρατικού κόμματος) ήδη από το 2015 στη ριζοσπαστικοποίηση των ρεπουμπλικανών υποψηφίων, ώστε να ηττηθούν ευκολώτερα στις προεδρικές εκλογές. Δηλαδή, στο να υπάρχει ένας «λαϊκιστικός μπαμπούλας», στον οποίο η Κλίντον να αποτελεί την μόνη, αναγκαία, επείγουσα θεραπεία. Ένα αυτοπαρουσιαζόμενο ως «έμπειρο, υπεύθυνο, ορθολογικό» πολιτικό κέντρο που θα προστατεύσει το κράτος και την κοινωνία από τους ακραίους. Βλέπουμε το πώς η Κλίντον και οι Δημοκρατικοί δημιουργούν τον Τραμπ, ώστε να τον κερδίσουν ακολούθως αυτονόητα στις εκλογές (…βέβαια, τα σχέδια δεν πετυχαίνουν πάντα…).
Έχει ενδιαφέρον το πώς ο αντιλαϊκιστικός λόγος λειτουργεί επί τη βάσει κοινά συμφωνημένων υπονοούμενων. Έτσι, «λαϊκιστής» είναι αυτός που «πουλάει ελπίδα»–αλλά επ’ ουδενί και σε καμμία περίπτωση δεν είναι λαϊκιστής ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος εξελέγη με τα συνθήματα «Αλλαγή» και «Ελπίδα», χωρίς να επιφέρει τα υπεσχημένα, αλλά προκαλώντας αντ’ αυτών την αφαίρεση των νομικών ορίων στην δυνατότητα της Προεδρίας να εμπλέξει τις ΗΠΑ σε πολέμους. Αν διαπιστωθεί και διατυπωθεί η αντίφαση, ο συνομιλητής σου σε κοιτάει σαν να είσαι ηλίθιος ή/και εξεγείρεται που «παίζεις με τις λέξεις» αρνούμενος «το αυτονόητο». Έτσι, η ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα στο Νιάρχειο δεν θα αποτυπωθεί ως γεμάτη με ακριβώς ό,τι θα χαρακτηριζόταν αλλιώς ο πιο ατόφιος «εθνολαϊκισμός» (δηλαδή: «σπανακόπιτες, φουστανέλες, ούζο, αρχαίους ημών προγόνους, ζήτω η Ελλάδα, εκκλησίες τ’ Αη-Νικόλα, πολιτικές αναφορές σε Πλάστη και Δημιουργό, Έλληνα δεσπότη που σηκώνει τη σημαία της ανεξαρτησίας» και λοιπά), αλλά ως… το αντίθετό του, κοσμοπολιτισμός, αξίες, πρόοδος και δημοκρατία–άλλωστε, παρουσιάστρια του ΣΚΑΪ 100,3 μας ενημέρωσε πως η ίδια η εικόνα του Ομπάμα να παρουσιάζει ομιλία στην Πνύκα, εάν αυτό τελικά γινόταν, θα ήταν «μια γερή κλωτσιά στον λαϊκισμό», και ανάθεμα εάν κατάλαβε και η ίδια τι εννοούσε.
Ποια είναι τα συνιστώντα μέρη του περίφημου «διεθνούς κινδύνου του λαϊκισμού»; Σε άρθρο του της 13ης Νοεμβρίου, ο Alexander Mercouris του TheDuran αναλύει τις αντιφάσεις αυτού του σχήματος. Πρώτα απ’ όλα, στο τσουβάλι του «λαϊκισμού» μπαίνουν χωρίς διαφοροποίηση πολιτικοί εξαιρετικά διαφορετικοί και ανομοιογενείς μεταξύ τους. Διαφορετικοί στην πολιτική γεωγραφία: πολιτικοί της Δεξιάς, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, η Μαρίν Λεπέν, ο Νάιτζελ Φάρατζ και ο Βίκτορ Ορμπάν, αλλά και πολιτικοί της Αριστεράς, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, οι Podemos, ο Τζέρεμι Κόρμπιν (στο ίδιο τσουβάλι μπαίνουν πολιτικοί της πρώην Αριστεράς όπως ο Τσίπρας, της πρώην Δεξιάς όπως ο Καμμένος, αλλά και δυσκολώτερα προσδιορίσιμοι, όπως ο Μπέπε Γκρίλλο της Ιταλίας). Άλλοι «λαϊκιστές» όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απλώς δεν χωρούν στην δυτική γεωγραφικοποίηση της πολιτικής. Όχι μόνον δεν υπάρχει ιδεολογική ομοιογένεια, αλλά ούτε καν υποτυπώδης συμμαχία ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις, πολλές από τις οποίες αλληλομισούνται διαπύρως: ο Mercouris αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα.
Χωρίς λοιπόν κάτι το ιδεολογικά κοινό μεταξύ τους, οι «λαϊκιστές» αποκαλούνται «απειλή για τη δημοκρατία»: το γιατί ακριβώς θα ίσχυε κάτι τέτοιο παραμένει νεφελώδες, σπάνια επεξηγείται. Για την ακρίβεια, στην διετή διακυβέρνηση της Ελλάδας από τον Αλέξη Τσίπρα διαπιστώνουμε το ακριβώς αντίθετο: πως δεν αποκαλείται λαϊκιστής στον βαθμό που ακυρώνει τη δημοκρατική εντολή, ενώ αποκαλείται λαϊκιστής ακριβώς όταν πετάει τη δημοκρατική εντολή στα σκουπίδια. Έτσι, η πρόκληση δημοψηφίσματος θα θεωρηθεί λαϊκιστική πράξη, αλλά η ανατροπή της λαϊκής εντολής που προέκυψε από αυτό θα χαιρετισθεί ως μονόδρομος της υπευθυνότητας.
Μπορούμε να πούμε πως στις χώρες όπου κυβερνούν «λαϊκιστές» καταπιέζεται η ελευθερία του λόγου και η δυνατότητα αντιπολίτευσης, όπως θα ήθελαν οι ορθολογιστές σοβαροί που κατακεραυνώνουν τον «λαϊκισμό»; Όχι: η χώρα της Ευρώπης στην οποία λαμβάνει χώρα αυτή η καταπίεση περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού είναι στην Ουκρανία της φιλοδυτικής μετα-Maidan κυβερνήσεως, η οποία ποτέ και πουθενά δεν αποκαλείται «λαϊκιστική» από τα καθωσπρέπει μέσα ενημέρωσης.
Ο Mercouris συνεχίζει θυμίζοντας πως ο αντιλαϊκιστικός λόγος εικονίζει τους «λαϊκιστές» ως κοινωνικά αντιδραστικούς και ηθικά οπισθοδρομικούς «που θέλουν να μας γυρίσουν πίσω»: πώς όμως βρίσκει εφαρμογή αυτό σε «λαϊκιστικές δυνάμεις» όπως ο Κόρμπιν, οι Podemos, ο Σάντερς; (Να σημειωθεί εδώ πως ο Σάντερς ήταν «λαϊκιστής», μέχρι που στήριξε την υποψηφιότητα της Κλίντον. Μετά από αυτό το χρονικό σημείο ο ίδιος, ως δια μαγείας, παύει να είναι «λαϊκιστής», ενώ εξυπακούεται για τον καθωσπρέπει λόγο ότι η υποψηφιότητα της Κλίντον δεν υποστηρίχθηκε από «λαϊκιστικές δυνάμεις»).
Αν υπάρχει κάτι που όντως μοιράζονται μεταξύ τους οι κατά τα λοιπά στερούμενοι ιδεολογική ομοιογένεια, συμμαχία μεταξύ τους ή συγκρίσιμη στρατηγική «λαϊκιστές», αυτό είναι η αντίθεσή τους στην νεο-ψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων της φιλελεύθερης συναίνεσης και στην πολιτική μονοτροπία που αυτή θεωρεί ως δεδομένη. Ο κυρίαρχος λόγος θα ομογενοποιήσει οποιαδήποτε ουσιαστική, και όχι απλώς εσωτερική, αντιπολίτευση σε έναν υποτιθέμενο συνεκτικό πόλο-απειλή «λαϊκισμού», ασχέτως του είδους και αντιπρότασης κάθε συγκεκριμένης αντιπολιτευόμενης πολιτικής (φυσικά, στην πολιτική συχνά κάθε σύνολο κρίνεται από τα σκληρότερα στοιχεία του, οπότε το ανύπαρκτο σύνολο-άθροισμα «λαϊκισμός» θα εικονογραφηθεί ως συνολικά ρέπον προς τον ολοκληρωτισμό επί τη βάσει των όντως ολοκληρωτικών μονάδων που θα έχουν αυθαίρετα αθροιστεί μέσα σε αυτό). Αν κάτι συνιστά απειλή για τη δημοκρατία, αυτό εν τέλει είναι ο ίδιος ο αντι-λαϊκιστικός λόγος, ο λόγος που επιχειρεί να ακυρώσει εκ προοιμίου δημοκρατικά εκλεγμένους ή εξαιρετικά δημοφιλείς ηγέτες και πολιτικούς ως αντιδημοκρατικούς ακριβώς επειδή επιλέγονται από τον λαό, τους εκλογείς, τους πολίτες.
Για να ξαναγυρίσουμε στα καθ’ ημάς, χαρακτηριστικό όσο και κωμικά απλοϊκό δείγμα του αφηγήματος που σερβίρεται καθημερινά είναι το άρθρο του φιλελεύθερου καθηγητή φιλοσοφίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο και συνομιλητή πολλών αμερικανικών μέσων ενημέρωσης όταν ασχολούνται με την Ελλάδα Αριστείδη Χατζή με τίτλο «Οι τελευταίοι σπασμοί του αντιδραστικού λαϊκισμού» (Καθημερινή, 16 Νοεμβρίου): η αφορμή είναι οι εκλογές στις ΗΠΑ, αλλά αναφέρεται στον «λαϊκισμό» γενικά. Σύμφωνα με το σχήμα που προσφέρει ο καθηγητής Χατζής στο κοινό του, οι κοινωνίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες (κάθε φράση σε εισαγωγικά είναι απ’ ευθείας παράθεμα από το άρθρο):
-Από τη μία είναι οι μη-λαϊκιστές, που ακούνε «τη γνώμη των ειδικών», «τα ορθολογικά επιχειρήματα», την «πραγματικότητα».
-Από την άλλη, οι «κακοί», κάποιοι αξιοθρήνητοι/deplorables «που δεν είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι» (ο εδώ γράφων ας πούμε), αλλά «είναι αρκετά ευνοημένοι» (πάλι καλά να λέμε δηλαδή). Αλλά! «Δεν μπορούν να κατανοήσουν το πώς λειτουργεί ο κόσμος γύρω τους» οι δύστυχοι. «Ο κόσμος έχει γίνει τόσο πολύπλοκος και δυσκατάληπτος που τρομάζει όσους δεν διαθέτουν τα εργαλεία να τον ερμηνεύσουν». Είναι απλώς ηλίθιοι δηλαδή, κατά τον αρθρογράφο; Όχι μόνο! «Θέλουν να παραμείνουν σεξιστές, μισαλλόδοξοι, θρησκόληπτοι και εθνικιστές» — ο αρθρογράφος δε μασάει τα λόγια του. Κι αν αποδειχθεί ότι δεν θέλουν όλα τούτα, τί πειράζει τον φιλελεύθερο καθηγητή κρατικού πανεπιστημίου; Όλους αυτούς βέβαια «τους περιμένει βέβαια μια μεγάλη απογοήτευση, όπως συμβαίνει πάντα με τα έρμαια του αντιδραστικού λαϊκισμού». Από τη μία λοιπόν οι «σωστοί», από την άλλη οι «λάθος». Από τη μία οι «καλοί», από την άλλη οι «κακοί»… Έτσι εξηγείται το φαινόμενο του λαϊκισμού, σύμφωνα με τους πανεπιστημιακούς θεωρητικούς του!
Μπορεί το παράδειγμα να είναι χονδροειδές, αλλά δεν είναι ελλαδικό. «Λέξη της χρονιάς» για το Λεξικό της Οξφόρδης αναγορεύθηκε, στον απόηχο των αμερικανικών εκλογών και με φωτογραφία του Τραμπ στα σχετικά άρθρα αλλά και ρητή σύνδεση με το Brexit, η «μετα-αλήθεια», post-truth, όπου «τα αντικειμενικά δεδομένα έχουν λιγότερη επιρροή στην κοινή γνώμη από τις εκκλήσεις στο συναίσθημα και στις προσωπικές πεποιθήσεις», με τις τελευταίες προφανώς να αποτελούν αναφορά στον «λαϊκισμό». Ποια όμως είναι τα «πραγματολογικά δεδομένα», η «αλήθεια» στην πολιτική; Το ότι η πιστή εφαρμογή του οικονομολογικά σουρεαλιστικού τρέχοντος μνημονίου είναι ο μόνος τρόπος να ορθοποδήσει η Ελλάδα συγκαταλέγεται άραγε στις «αντικειμενικές αλήθειες»; Τυγχάνει άραγε «αντικειμενικό δεδομένο» το ότι υφίσταται κι άλλος δρόμος για τη χώρα, ή αυτό θα ήταν απλή συναισθηματολογία, ατομική πεποίθηση διαζευγμένη από την πραγματικότητα; Το τί είναι «αντικειμενική αλήθεια» και τί βρίσκεται εκτός του κύκλου των «πραγματολογικών δεδομένων» είναι λοιπόν κι αυτό ένας από τους κατ’ εξοχήν χώρους πολιτικής διαμάχης, και η αποστασιοποιημένη, «επιστημονική» αναγόρευση της χρονιάς μας ως χρονιάς post-truth εντάσσεται ακριβώς στο περί «λαϊκισμού» αφήγημα.
Αλλόκοτο και αναπάντεχο σύμμαχο θα βρούμε σε ένα φρασίδιο του διαβόητου Francis Fukuyama: «”Λαϊκισμός” είναι η ετικέτα την οποία οι πολιτικές ελίτ κολλάνε στις πολιτικές που υποστηρίζονται από απλούς πολίτες και οι οποίες δεν τους αρέσουν». Με έκπληξη όμως βλέπουμε πως αυτή η φιλελεύθερη συναίνεση, αυτό το παγκόσμιο ακραίο κέντρο, όσο κι αν κατακεραυνώνει τους πάντες επί λαϊκισμώ έχει εν πολλοίς απωλέσει τη δυνατότητα καθοδήγησης των εξελίξεων, πρόβλεψής τους, γενικώς επαφής με την πραγματικότητα, και ως εκ τούτου υφίσταται απανωτές ήττες μεγαλοπρεπώς.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μοναδική μας ελπίδα μένει ο λαϊκισμός. Δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που η φιλελεύθερη συναίνεση του διεθνούς ακραίου κέντρου εξορίζει την δυνατότητα κάθε ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης ομογενοποιώντας την οποιαδήποτε και οσοδήποτε διαφορετική αντιπολίτευση εναντίον της σε έναν ενιαίο «λαϊκισμό», με τον ίδιο ακριβώς τρόπο να αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία και ηγεμονία της συναίνεσης αυτής από όσους δεν βολεύονται μέσα της, παρά τις χαώδεις μεταξύ τους διαφορές. Αυθαιρέτως τσουβαλιασμένοι όλου του κόσμου, λαϊκιστές όλου του κόσμου, ενωθείτε…
http://www.huffingtonpost.gr/sotiris-mitralexis/-_10035_b_14711828.html?utm_hp_ref=greece