Νίκος Χ. Βαρσακέλης
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Στο άρθρο που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Κυριακή στην Μακεδονία, παρουσιάστηκε η διαχρονική εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας (TFP) στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι το 2019. Όμως μια ανοικτή οικονομία, όπως η Ελλάδα, που συμμετέχει στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, ανταγωνίζεται με άλλες χώρες σε επίπεδο προϊόντων, υπηρεσιών, επενδύσεων, κλπ. Επομένως oi χώρες που επιτυγχάνουν υψηλότερη παραγωγικότητα θα επιτυγχάνουν υψηλότερες εξαγωγές, υψηλότερες ξένες επενδύσεις, ανατροφοδότηση της παραγωγικότητας και τελικά υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και οικονομική ευημερία.
Ο δείκτης συνολικής παραγωγικότητας TFP που χρησιμοποιήσαμε στο προηγούμενο άρθρο υπολογίζεται σε σταθερές τιμές εθνικού νομίσματος (ευρώ) και είναι κατάλληλος για την μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης μιας οικονομικής μεταβλητής. Στο σημερινό άρθρο, επειδή θα ασχοληθούμε με την σύγκριση μεταξύ χωρών, θα χρησιμοποιήσουμε τον δείκτη TFP σε ισοδυναμία αγοραστικών δυνάμεων με βάση τις ΗΠΑ=1 (Penn World Table).
Οι χώρες που επιλέξαμε ανήκουν σε δυο κατηγορίες. Οι χώρες που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανήκαν στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία και Πορτογαλία. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις αναπτυγμένες χώρες: Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία. Από την απλή παρουσίαση του διαγράμματος προκύπτουν ορισμένες διαπιστώσεις.
Η Ελλάδα, στο σύνολο της περιόδου από το 1955 μέχρι το 2019, παρουσιάζει την χαμηλότερη TFP από όλες τις υπόλοιπες χώρες που εξετάζουμε, είτε αυτές είναι αναπτυγμένες είτε αναπτυσσόμενες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και από τις χώρες που εισήλθαν στην ΕΕ μετά από την Ελλάδα όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, η TFP της χώρας είναι σημαντικά χαμηλότερη.
Από τις αναπτυσσόμενες χώρες και από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Ιρλανδία παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη παραγωγικότητας, ο οποίος στο απόγειο της περιόδου 2003-2004 έφτασε να είναι διπλάσιος από τον αντίστοιχο της Ελλάδας.
Εάν λοιπόν η συνολική παραγωγικότητα της Ελλάδας είναι η χαμηλότερη από τις εξεταζόμενες χώρες, τότε λογική οικονομική συνέπεια είναι το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από αυτές τις χώρες. Πώς εξηγείται αυτή η κακή οικονομική απόδοση της ελληνικής οικονομίας; Η εξήγηση είναι πολυπαραγοντική. Ενδεικτικά αναφέρω με βάση τους παράγοντες που επηρεάζουν την TFP, σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη: κακό εκπαιδευτικό σύστημα που δεν δημιουργεί υψηλό ανθρώπινο κεφάλαιο, κακές πολιτικές προσέλκυσης ξένων αμέσων επενδύσεων, οι οποίες μεταφέρουν τεχνογνωσία, κατακερματισμός της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πολλές φορές ατομικού χαρακτήρα που δεν δύνανται να αφομοιώσουν τα σύγχρονα εργαλεία της οικονομικής δραστηριότητας, υπερτροφικός δημόσιος τομέας που απορροφά πόρους που είναι απαραίτητοι όμως για την ανάπτυξη των ιδιωτικής δραστηριότητας (crowding out). Τέλος, να τονισθεί ή σχεδόν απούσα συνεργασία έρευνας και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όλα τα παραπάνω τα έχουν καταφέρει οι εξεταζόμενες χώρες. Επενδύουν σε αυτά.
Επειδή η εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας γίνεται μακροπρόθεσμα, εάν δεν αλλάξει η χώρα πολιτική σε μακροοικονομικό και μικροοικονομικό επίπεδο, τότε η απόκλιση αυτή στα θεμελιώδη θα παραμένει, και ενδεχομένως να διευρύνεται, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της οικονομικής ευημερίας μεταξύ Ελλάδας και των εξεταζόμενων χώρων της ΕΕ.
Τέλος, αξίζει ο αναγνώστης να παρατηρήσει την πορεία της συνολικής παραγωγικότητας στην Ιταλία, μιας από τις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις της ΕΕ και του κόσμου. Η συνολική παραγωγικότητα της Ιταλίας, από τα μέσα της δεκαετίες του 1990, γίνεται πλέον από τις χαμηλότερες των εξεταζόμενων χωρών και είναι μόλις υψηλότερη από την αντιστοιχεί της Πορτογαλία και της Ελλάδα, ενώ στις προηγούμενες περιόδους ήταν από τις υψηλότερες. Ακόμη και σε περιόδους πολιτικής αστάθειας, η Ιταλία παρήγαγε με υψηλή παραγωγικότητα. Από τα μέσα του 1990 το παραγωγικό μοντέλο της Ιταλίας φαίνεται να αποδιαρθρώνεται και η εικόνα του φαίνεται στο TFP. Η περίοδος αποδιάρθρωσης συμπίπτει με την άνοδο στην εξουσία του λαϊκιστή Μπερλουσκόνι, ο όποιος επικαλούνταν το επιχείρημα ότι όντας επιτυχημένος επιχειρηματίας θα είναι και κάλος πρωθυπουργός. Η πορεία της Ιταλίας είναι ένα χρήσιμο μήνυμα ότι ο λαϊκισμός προκαλεί μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Χρόνια πολλά σε όλους και όλες.
Πηγή: www.ggdc.net/pwt