Παρακλάδι της ΤΜΤ σχεδίαζε τη δολοφονία του Μακαρίου αμέσως μετά την άφιξη του στην Κύπρο, το 1959. Αυτή την πληροφορία είχαν οι Βρετανοί τον Μάρτιου του 1959, περιγράφοντας την κατάσταση στο νησί και τα δεδομένα που διαμορφώνονταν επί του εδάφους ενόψει της λειτουργίας του νεοσύστατου κράτους. Περιέγραφαν κυρίως τις υπόγειες δράσεις των διαφόρων πλευρών, που προετοιμάζονταν να «υποδεχθούν» τη νέα κατάσταση πραγμάτων στο νησί. Μια ανεξαρτησία με εξαρτήσεις και ένα κράτος με στρεβλωτικές μη λειτουργικές ρυθμίσεις. Ένα κράτος που τότε δεν το αγάπησε κανείς. Ήταν ένα κράτος που εξαρχής σχοινοβατούσε.
Προφανώς και το σχέδιο δολοφονίας του Μακαρίου από τους εθνικιστές της ΤΜΤ στόχευε στην πρόκληση αναταράξεων, κρίσης, έντασης, επεισοδίων. Στόχευε να τινάξει στον αέρα τις Συμφωνίες πριν καλά-καλά συσταθεί, πριν να λειτουργήσει το κράτος.
Σύμφωνα με τον Ουίλλιαμ Μάλλινσον (στο βιβλίο του«Ο Κίσιγκερ και η εισβολή στην Κύπρο», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ , σελ. 114-116), τον Φεβρουάριο του 1959, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδος, και της Τουρκίας συμφώνησαν στη Ζυρίχη ότι η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία θα εγγυώνταν μια ανεξάρτητη Κύπρο. Η συμφωνία, όπως σημειώνεται, θα αποδεικνυόταν ένας παράδεισος για τους εξτρεμιστές. Ο Κίσιγκερ έγραψε ( βλ. Κεφάλαιο 1, Years of Renewal, σ. 196-197): «Το 1959, η Βρετανία μεσολάβησε για μια συμφωνία που ήταν καταδικασμένη εξαρχής αφού επεδίωκε να απευθυνθεί στα κατά βάση ασυμφιλίωτα αιτήματα όλων των πλευρών, συμφωνώντας σε όλα ταυτόχρονα».
Παρόλο που ο Κίσιγκερ δεν συνεχίζει λέγοντας ότι η διαίρεση του νησιού ήταν η απάντηση, η μεταγενέστερη στάση του, όπως φάνηκε στη συνέχεια, είναι σίγουρα συνεπής προς τη θέση του ότι όχι μόνο η συμφωνία ήταν καταδικασμένη, αλλά και ότι η διαίρεση ήταν η λύση, αναφέρει ο Μάλλινσον, πρώην διπλωμάτης του Φόρεϊν Όφις και ακαδημαϊκός. Οι Βρετανοί, από την πλευρά τους, αναφέρει, γνώριζαν καλά τις τουρκικές αντιρρήσεις μέσα από ένα απόρρητο έγγραφο:
«Λέγεται ότι η ΤΜΤ σχεδιάζει μια ανθελλληνική πλεκτάνη με στόχο να αποτρέψει οποιαδήποτε μελλοντική σχέση ή συμβίωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και με απώτερο κίνητρο τη διασφάλιση ξεχωριστής πολιτειακής οντότητας για τους Τουρκοκύπριους. Είναι εν αναμονή των αποτελεσμάτων της διάσκεψης στο Λονδίνο. Η αντιπάθεια προς τον δρ Κουτσιούκ μεγαλώνει λόγω του ότι ο τελευταίος δεν εναντιώθηκε στους όρους της Συμφωνίας της Ζυρίχης (…) Η ΤΜΤ έχει (sic) αποφασίσει να παραμείνει ενεργός σε όλη την έκταση του νησιού. Θεωρούν ότι αργά ή γρήγορα διεθνοτικές εντάσεις θα ξανασημειωθούν και σκοπεύσουν να είναι προετοιμασμένοι για αυτή τη στιγμή. Δεν έχουν πίστη στα σενάρια μόνιμης συμφιλίωσης με τους Έλληνες (…). Πληροφορίες που θα παραδοθούν σήμερα αναφέρουν ότι παρακλάδι της ΤΜΤ σκέφτεται σοβαρά τον φόνο του Μακαρίου άμα τη αφίξει του στην Κύπρο» ( Office of the chief of Intelligence. Police Headquarters Nicosia, Intelligence Report, ‘’Dimension Among Members of TMT and Turkish Community’’ 5 Μαρτίου 1959).
Σύμφωνα με τον Μάλλινσον, με αντιδράσεις ή χωρίς, οι διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν στην ανεξαρτησία της Κύπρου προχώρησαν, κάνοντας αναφορά στη συνέχεια στους σπόρους της διαίρεσης. Σημειώνει τα εξής:
Πρώτον, ο Μακάριος ελάχιστα συμμετείχε στον καθορισμό του μέλλοντος.
Δεύτερον, το κύριο, πλην κεκαλυμμένο, απώτερο κίνητρο του περίπλοκου πλέγματος συμφωνιών που εγκαθίδρυσαν τη Δημοκρατία ήταν η μόνιμη διατήρηση των βάσεων από τους Βρετανούς. Πενήντα έξι από τις 103 σελίδες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης είναι αφιερωμένες στις περιοχές υπό βρετανική κυριότητα και σε μια πλειάδα σχετικών δικαιωμάτων που αφαιρούσαν από την πραγματική κυριαρχία. Αυτό που οι Αμερικανοί θεώρησαν «επίτευγμα του ΝΑΤΟ», δεν ήταν καθόλου επίτευγμα για τους κατοίκους της Κύπρου….
Τρίτον, για τη στάση της Αθήνας, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα αναφέρει σε τηλεγράφημα του: «Οι Έλληνες είναι δυσαρεστημένοι με το βρετανικό σχέδιο να περιληφθούν οι Τούρκοι (…) λόγω του ότι εισήγαγε ένα είδος ανάμειξης της τουρκικής κυβέρνησης (…) και επειδή θα οδηγήσει σίγουρα σε περαιτέρω τριβές και στο τέλος στη διαίρεση».
Τέταρτον, το Σύνταγμα βασίστηκε σε μια ακραία μορφή θετικής μεροληψίας, ισοδυναμώντας με συνταγματικό απαρτχάιντ, που ήταν παράδεισος για τους εξτρεμιστές, αποτελώντας προστάδιο διαίρεσης. Η αναλογία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη δημόσια υπηρεσία ορίστηκε στο 70: 30, για την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις 60:40 και για τη Βουλή 70:30. Ως κερασάκι στην τούρτα, ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος είχε δικαίωμα βέτο σε ζητήματα αμυντικής κι εξωτερικής πολιτικής που εισάγονταν από τον Ελληνοκύπριο Πρόεδρο.
Πέμπτον, η Συνθήκη Εγγύησης περιλάμβανε τη μοιραία πρόβλεψη: Εφόσον κοινή η συντενονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, έκαστη των τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εαυτήν το δικαίωμα όπως ενεργήση με μόνον σκοπόν την επαναφοράν της διά της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως». Το 1974, την πρόβλεψη αυτή την αξιοποίησαν οι Τούρκοι.
Σύμφωνα με τον Μάλλισον, «ο Μακάριος θεωρούσε ότι με τα 13 σημεία, τα οποία έτυχαν βρετανικής ενθάρρυνσης και υποστήριξης, η Κύπρος θα γινόταν λειτουργικό κράτος. Αντ’ αυτού, από τον Δεκέμβριο του 1963, οι Βρετανοί αρνήθηκαν τις ευθύνες τους για υποστήριξη του Μακαρίου, με αποτέλεσμα οι Τουρκοκύπριοι και οι Τούρκοι αφέντες τους να αντιδράσουν βίαια, πράγμα που οδήγησεσε μια ακόμη πιο βίαιη αντίδραση από πλευράς των Ελληνοκυπρίων. Οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει ότι μια ντε φάκτο διαίρεση ήταν ο καλύτερος τρόπος να αποτρέψουν μια σοβιετική παρέμβαση…»
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ
Πολύς λόγος γίνεται για την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ ενώ οι υποστηρικτές τούτου θεωρούσαν πως μια τέτοια εξέλιξη θα απέτρεπε τα όσα επακολούθησαν. Με τα «αν» δεν γράφεται ιστορία και δεν καθορίζεται το μέλλον. Επί τούτου ο Μάλλινσον αναφέρει πως «ενώ υπήρξε συμφωνία ‘’κυριών’’ μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν έγινε ποτέ. Έγγραφο του βρετανικού υπουργείου Άμυνας, 1ης Ιανουαρίου 1960 αναφέρει τα εξής για την ένταξη του νεοσύστατου κράτους στη Συμμαχία: «Η πρόσβαση της Κυπριακής Κυβέρνησης στα σχέδια και τα έγγραφα του ΝΑΤΟ θα αποτελούσε ένα σοβαρό ρίσκο ασφάλειας, ειδικά δεδομένης της δύναμης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου (…) Οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων, επομένως, πιστεύουν ακράδαντα ότι από στρατιωτική άποψη, η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ θα ήταν μειονέκτημα…».
Συνεπώς, θέμα ένταξης στο ΝΑΤΟ δεν υπήρξε καθώς τούτο δεν το ευνοούσε η ίδια η Συμμαχία.
Για την υπό αναφορά περίοδο, ο Τσέχος ακαδημαϊκός-ερευνητής Γιαν Κόουρα («Διχοτομημένη Κύπρος- Ψυχρός πόλεμος και Κυπριακό την περίοδο 1960-1974», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 105) αναφέρει ότι ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο, Ντέιβιντ Μπρους, ενημέρωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι βρετανική προτεραιότητα παραμένει η διατήρηση των στρατιωτικών βάσεων στο νησί (…) Σύμφωνα με ανάλυση του υπουργείου Άμυνας, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο νησί χαρακτηρίζονταν ιδιαίτερα σημαντικές για την παροχή πυρηνικής υποστήριξης στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου CENTO(Central Treaty Organization) σε περίπτωση στρατιωτικών επιχειρήσεων στη μεθόριο της Σοβιετικής Ένωσης. Με αυτόν τον τρόπο η Βρετανία επιβεβαίωνε τις φήμες για εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στο νησί σε περίπτωση ανάγκης (Nicolet, C, United States Policy, σελ. 192).
Το σκηνικό είχε στηθεί. Οι σχεδιασμοί είχαν δρομολογηθεί. Η Λευκωσία εκ των υστέρων φαίνεται ότι έπεσε στην παγίδα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος δεν μπορούσε να λειτουργήσει κι αυτό οφειλόταν στις θνησιγενείς Συμφωνίες. Από την άλλη, η διαχείριση που έγινε, ώστε να καταστεί λειτουργικό το κράτος θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα 13 σημεία συνιστούσαν πρόταση για συζήτηση και όχι επιβολή νέων ρυθμίσεων. Αυτό σημειώνεται για όσους υποστηρίζουν πως τα επεισόδια προκλήθηκαν λόγω της στάσης της Λευκωσίας. Η προσπάθεια κατάργησης του κράτους ήταν τουρκική επιδίωξη πριν ακόμη συγκροτηθεί και λειτουργήσει!
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΦΑΙΡΕΘΟΥΝ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΡΙΒΗΣ
Ο Μακάριος όταν, στις 30 Νοεμβρίου 1963, υπέβαλε τις προτάσεις του για συζήτηση, ανέφερε πως «θέλω να υπογραμμίσω ότι δεν είναι πρόθεσή μου με οποιαδήποτε από τις προτάσεις αυτές να αφαιρεθούν από την τουρκική κοινότητα τα ορθά δικαιώματα και συμφέροντα της ή οι ενδεδειγμένες διασφαλίσεις της. Σκοπός μου είναι να αφαιρεθούν ορισμένες αιτίες τριβής και εμπόδια στην ομαλή λειτουργία του κράτους. Κύριος στόχος ενός συντάγματος πρέπει να είναι η εντός των πλαισίων του διασφάλιση της σωστής λειτουργίας του κράτους και όχι η δημιουργία πηγών ανωμαλίας και σύγκρουσης. Η πείρα απέδειξε ότι το σύνταγμά μας δεν εξυπηρετεί αυτό το στόχο και ορισμένες από τις πρόνοιές του, έχουν δημιουργήσει μεγάλες δυσκολίες στην πράξη. Για το συμφέρον του λαού μας πρέπει να διορθώσουμε αυτό. Ειλικρινά πιστεύω ότι η προτεινόμενη διευθέτηση των διαφόρων σημείων δυσκολίας θα είναι προς όφελος ολόκληρου του κυπριακού λαού. Ελπίζω ότι οι Τουρκοκύπριοι θα συμφωνήσουν με αυτή την άποψη» (Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη).
Οι προτάσεις υποβλήθηκαν στον αντιπρόεδρο Κουτσικούκ και κοινοποιήθηκαν αυθημερόν στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Σύμφωνα με τον διδάκτωρ Ιστορίας, Άγγελο Χρυσοστόμου (Καθημερινή, 15.5.2026) τα «13 σημεία» επένδυαν στη δυνατότητα να πεισθεί η Τουρκία να διαπραγματευτεί και εδράζονταν στην πεποίθηση του Αρχιεπισκόπου ότι με τη βρετανική στήριξη θα ακολουθούσε ένας κύκλος διαπραγματεύσεων.
Ο Αρχιεπίσκοπος προσδοκούσε:
α. Στη βρετανική υποστήριξη που θα απέτρεπε τουρκική επέμβαση για να μη διαταραχθεί η ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.
β.Στη στήριξη από την αντιζυριχική στάση του Γ. Παπανδρέου που βρισκόταν στην εξουσία από τις 3 Νοεμβρίου 1963.
γ. Στην επίσης αναμενόμενη στήριξη της ΕΛΔΥΚ σε περίπτωση αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων.
δ. Στην εκτίμηση ότι η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου –που θα έφερνε ρήγματα στη δυτικήσυμμαχία– θα προσέκρουε στη θέληση των ΗΠΑ να τον αποτρέψουν.
ε.Στην εκτίμηση ότι ο σοβιετικός παράγοντας δεν θα έμενε ασυγκίνητος σε περίπτωση έντασης.
Σύμφωνα με τον Α. Χρυσοστόμου, προκύπτει ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν εκτίμησε σωστά:
α. Την αντίδραση της Αγκύρας.
β. Τη στρατιωτική δυναμική των Τουρκοκυπρίων.
γ. Τον ρόλο της Βρετανίας.
δ. Την ελληνική υποστήριξη.
ε. Την πιθανή δράση των εξτρεμιστικών ομάδων και των δύο κοινοτήτων.
Πηγή: Φιλελεύθερος
Λέτε ότι εξαρχής το κράτος αυτό, η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ένα κράτος που δεν το εκτίμησε κανείς. Το εύλογο συμπέρασμα που προκύπτει είναι η απορρία γιατί επιμένετε στη διατήρηση του κράτους αυτού.
Υ.Γ.
Κιουτσούκ, όχι Κουτσιούκ.