Φωτογραφία ΚΥΠΕ, ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Του Μάριου Ευρυβιάδη
Υπάρχει κάτι το κοινό μεταξύ του κυπριακού χαλουμιού και των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ; Ναί υπάρχει και είναι τούτο. Και στις δυο περιπτώσεις οι εκάστοτε κυπριακές κυβερνήσεις κατάφεραν να εμπλέξουν τους Τουρκοκύπριους ως νόμιμους “συνιδιοκτήτες” και μελλοντικούς διαχειριστές του πλούτου αυτού, πολιτικοποιόντας έτσι και τα δυο ζητήματα και εντάσσοντάς τα στην ατέρμονη διαδικασία των λεγόμενων συνομιλιών.
Με την εμπλοκή των Τουρκοκυπρίων στη περίπτωση του χαλουμιού, μια ανόητη απόφαση οδήγησε σε μια ακόμη περισσότερη ανόητη. Γιατί περισσότερη; Διότι η προσπάθεια του κράτους να αποσπάσει την κατοχύρωση του χαλουμιού ως γεωγραφικό “Προϊόν Προέλευσης” έχει εγκλωβιστεί στις καλένδες λόγω των απαιτήσεων των Τουρκοκυπρίων και τις πλάτες που τους κάνουν στις διάφορες επιτροπές της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, λόγω της διεθνούς αγοράς και της ζήτησης, η κατοχύρωση του οποιουδήποτε καταναλωτικού προϊόντος, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν σημαίνει πλέον απολύτως τίποτα διότι παραγωγοί σε διάφορες χώρες δεν δίνουν δεκάρα για τα περί “γεωγραφικής κατοχυρωμένης προστασίας” του όποιου προϊόντος. Το παράγουν ανεξέλεγκτα και χωρίς κυρώσεις και όταν και εάν τους ζητηθεί λογαριασμός (από ποιόν;) βγάζουν και τη γλώσσα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη πολύ πιο γνωστή από το χαλούμι περίπτωση της ελληνικής φέτας, την οποία παράγει και η “κουτσή Μαρία” σε χώρες της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής.
Όπως και στην περίπτωση του χαλουμιού, με απόφαση του Προέδρου Αναστασιάδη και στη βάση μιας λανθασμένης στρατηγικά αντίληψης ως προς το τι συνεπάγεται “καλή πίστη”, κάναμε τους Τουρκοκύπριους “συνέταιρους” στο μεγαλύτερο “ατού” της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την ένταξή της στην ΕΕ, που είναι το ζήτημα των υδρογονανθράκων. Έτσι δώσαμε σε αυτούς και του πάτρωνά τους στην Άγκυρα (και της μουσίτσας του Άιντα), το δικαίωμα να “επιχειρηματολογούν” στα διεθνή φόρα και να μας απειλούν και με τη χρήση βίας.
Και στις δυό περιπτώσεις αυτό που απαιτείται και επείγει είναι να εγκαταλειφθούν και οι δυο “πολιτικές” και να αντικατασταθούν με άλλες πρακτικές πιο αποτελεσματικές αλλά και οικονομικές.
Στην περίπτωση του χαλουμιού θα πρέπει να εγκαταληφθεί η προσπάθεια για κατοχύρωση του προϊόντος και, τηρώντας τις προδιαγραφές, να αυξηθούν η παραγωγή και οι εξαγωγές. Μόνο με την εξοικονόμηση των χιλιάδων ευρώ, που τα σαΐνια της κυπριακής γραφειοκρατείας ξοδεύουν για κάτι που δεν έχει αντάλλαγμα, θα υπάρξει μεγάλο κέρδος. Ας χρησιμοποιηθούν τα χρήματα αυτά στην ποιοτική παραγωγή του προϊόντος, παρά σε ταξίδια στην Ευρώπη από τους ανίδεους γραφειοκράτες.
Όσο για την περίπτωση του υγραερίου θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά, ως πρώτο πρακτικό βήμα, το ζήτημα της τροφοδότησης της εσωτερικής αγοράς εγκαταλείποντας τα μεγαλεπήβολα σχέδια για εξαγωγές κλπ. και τα οποία με φανφάρες εξαγγέλλονται.
Αλήθεια πόσα ξοδεύονται για ενεργειακές εισαγωγές στην Κύπρο; Πάμπολλα εκατομμύρια. Πόσα στοιχίζει μια κατασκευή τροφοδότησης της αγοράς με κυπριακό υγραέριο; Γιατί η περίπτωση αυτή δεν εξετάζεται σοβαρά και με ξένους επενδυτές;
Έτσι και αλλιώς η Κύπρος θα πρέπει να αφήσει πίσω το πετρέλαιο, που επιβαρύνει περιβαλλοντικά τον τόπο, και να κινηθεί σε πιο καθαρές λύσεις που στην περίπτωσή της είναι το υγραέριο.
Αντιλαμβάνομαι πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα τεχνικά και οικονομικά. Όμως η παρούσα στρατηγική είναι αδιέξοδη. Μπορεί η Κύπρος να έχει κάνει μεγάλη πρόοδο στα ζητήματα της μελλοντικής εκμετάλλευσης με την εμπλοκή μεγάλων ξένων εταιρειών κλπ. Όμως είναι το αποτέλεσμα που μετρά.
Όπως προείπα δυο είναι τα όπλα της κυπριακής κυβέρνησης. Η ΕΕ και οι υδρογονάνθρακες. Στην περίπτωση της ΕΕ η Τουρκία δεν μπορεί να ακυρώσει τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Αυτά μόνο εμείς μπορούμε να ακυρώσουμε αποδεχόμενοι την κρατοκτονική τουρκική λύση. Στην περίπτωση όμως των υδρογονανθράκων έχει την ικανότητα. Όχι, όμως, εαν δεν γίνεται “διεθνές” πανηγύρι στην ΑΟΖ της Κύπρου κάθε φορά και το μόνο που υπάρχει θα είναι ένα σύστημα που να μεταφέρει υγραέριο από την ΑΟΖ στην κυπριακή αγορά.
mignatiou.com