21/10/2024
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν καταγόταν από ένα φτωχό χωριό της Ανατολίας. Ως μουσουλμάνος ιεροκήρυκας με επιρροή, από τα νεανικά του χρόνια ήταν σε επαφή με τις τουρκικές κρατικές υπηρεσίες και λειτουργούσε ως μακρύς βραχίονάς τους στην κοινωνία. Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο ίδιος και το δίκτυο του, όπως και άλλοι σουνίτες ιεροκήρυκες, αποτέλεσαν βασικά εργαλεία κρατικής αντικομμουνιστικής και αντισοβιετικής προπαγάνδας και δραστηριότητας στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Η διεθνής φήμη και επιρροή του θα εκτιναχθεί μετά την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ, από όπου και θα συντόνιζε το δίκτυό του. Βοήθησε καθοριστικά τον Ταγίπ Ερντογάν να ανέλθει στην εξουσία, αφού διέθετε εκτεταμένο δίκτυο οργανώσεων βάσης με χιλιάδες θρησκευόμενα μέλη και ακτιβιστές, αλλά και σημαντικές επαφές στον αμερικανικό κρατικό μηχανισμό. Για τα πρώτα τουλάχιστον δέκα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν η συνεργασία τους υπήρξε στενότατη. Ο Ταγίπ Ερντογάν ευνόησε το δίκτυο Γκιουλέν με χρηματοδοτήσεις, ευνοϊκές ρυθμίσεις, αλλά και μαζικές προσλήψεις των μελών του σε διάφορες υπηρεσίες του τουρκικού κρατικού μηχανισμού. Σε όλες, πλην των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Γιατί είναι άλλο πράγμα να είσαι απλά εξωτερικός συνεργάτης της ΜΙΤ και άλλο να την ελέγχεις.
Έτσι ο Φετουλάχ Γκιουλέν έφτασε να διοικεί από τις ΗΠΑ ένα εκτεταμένο δίκτυο με επιχειρήσεις, νοσοκομεία, σχολεία, ΜΜΕ, πανεπιστήμια και ΜΚΟ, όχι μόνο εντός Τουρκίας, αλλά και σε πολλές χώρες με μουσουλμανικό πληθυσμό. Παράλληλα, το δίκτυο Γκιουλέν διείσδυσε και ανέπτυξε μεγάλη επιρροή σε κρίσιμους τομείς του τουρκικού κρατικού μηχανισμού (αστυνομία, ένοπλες δυνάμεις, υπουργεία και φορείς), επαναλαμβάνω, πλην των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών. Ουσιαστικά ο Ταγίπ Ερντογάν “συνδιαχειριζόταν” την εξουσία και τα υλικά της οφέλη, με το δίκτυο Γκιουλέν, το οποίο τον προστάτευε από το παλιό κεμαλικό κατεστημένο που για διάφορους λόγους άρχισε να αποδυναμώνεται.
Πέραν της νομής της εξουσίας, το σουνιτικό δίδυμο Ερντογάν-Γκιουλέν είχε δύο στρατηγικούς στόχους: Πρώτον να αποδομήσει τον κουρδικό εθνικισμό και να υπονομεύσει το απελευθερωτικό του κίνημα σε όλη την Μέση Ανατολή, χρησιμοποιώντας το Ισλάμ ως συγκολλητική ουσία για την “ενότητα” Τούρκων και Κούρδων. Δεύτερον, και περισσότερο υπερφίαλο, να δημιουργήσουν φιλοτουρκικούς πυρήνες σε όλο τον ισλαμικό κόσμο, ώστε η Τουρκία να φτάσει να ελέγξει τα πολιτικά τους συστήματα και να τεθεί επικεφαλής ενός μελλοντικού συνασπισμού μουσουλμανικών κρατών και κοινοτήτων, δημιουργώντας έναν τρίτο πόλο στο διεθνές σύστημα. Θυμηθείτε τις μεγαλοστομίες και την έπαρση του Αχμέτ Νταβούτογλου! Έφτασε μάλιστα η Τουρκία να χρηματοδοτεί, ώστε να ελέγξει μέσω του δικτύου Γκιουλέν, και τις μουσουλμανικές κοινότητες εντός των ΗΠΑ (δημιουργία σχολείων, υποτροφίες κλπ)! Επρόκειτο δηλαδή για παρέμβαση στις εσωτερικές τους υποθέσεις!
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν της Αμερικής
Αυτός ο σουνιτικός μουσουλμανικός πόλος εξουσίας στην Τουρκία δεν θα ήταν εύκολο να αναδυθεί αν δεν είχε λάβει και τη βοήθεια της Ουάσινγκτον. Οι ΗΠΑ όχι μόνο φιλοξενούσαν για χρόνια τον Φετουλάχ Γκιουλέν, αλλά του παρείχαν κάθε μορφής βοήθεια για να διεισδύσει στον τουρκικό κρατικό μηχανισμό και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου της εποχής, τα οποία εκθείαζαν τον Φετουλάχ Γκιουλέν σαν “μεταρρυθμιστή του Ισλάμ” και προαγωγό της μουσουλμανο-δυτικής συνεννόησης και συνεργασίας στον 21ο αιώνα.
Επ’ αυτού, αξίζει κανείς να διαβάσει το βιβλίο πρώην συμβούλου της CIA, ειδικού για θέματα Ισλάμ, ο οποίος παρότρυνε την αμερικανική πολιτική ηγεσία να αναπτύξει σχετικές πρωτοβουλίες δημόσιας διπλωματίας κι όχι μόνο. Παρουσίαζε μάλιστα το κόμμα ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν σαν «παράδειγμα προς μίμηση για τους μουσουλμάνους όλου του κόσμου», επειδή υποτίθεται ότι συνδύαζε αρμονικά τις μουσουλμανικές αξίες με τον καπιταλισμό και τον δυτικό φιλελευθερισμό.
Μέσω του Φετουλάχ Γκιουλέν και του Ταγίπ Ερντογάν οι ΗΠΑ κατάφεραν να επεκτείνουν την επιρροή τους και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Επρόκειτο για μια αμοιβαία επωφελή σχέση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία όμως σε κάποια φάση άρχισε να κλονίζεται. Το project απέτυχε για μια σειρά από λόγους, όπως οι αλλαγές στις δομές εξουσίας και στις προτεραιότητες στην Ουάσινγκτον, οι διαφορετικές, μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις της Άγκυρας που ξέφευγαν από τον αρχικό αμερικανικό σχεδιασμό, αλλά και οι μετατοπίσεις στους διεθνείς συσχετισμούς.
Από τη συνεργασία στην αντιπαλότητα
Οι αντιδράσεις εναντίον του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία οξύνθηκαν, λόγω της στάσης του κινήματός του σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά και λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών διαμοιρασμού των υλικών ωφελημάτων της εξουσίας. Παράλληλα, το βαθύ κράτος στην Άγκυρα κατέληξαν στην εκτίμηση ότι ο Φετουλάχ Γκιουλέν αυτονομήθηκε επικίνδυνα από την Τουρκία και εξαρτήθηκε υπερβολικά από τις ΗΠΑ, σε βαθμό που υπονόμευε την τουρκική ασφάλεια.
Τα παραδοσιακά κεμαλικά τμήματα του τουρκικού στρατού άρχισαν να εισηγούνται στον Ερντογάν να διατάξει στρατιωτική εισβολή στη Συρία για να μπλοκάρουν την επερχόμενη ανακήρυξη κουρδικής αυτονομίας εκεί από τις φιλοαμερικανικές κουρδικές πολιτοφυλακές. Από την άλλη, οι εισηγήσεις Τούρκων αξιωματικών, προσκείμενων στον Φετουλάχ Γκιουλέν, αποθάρρυναν τον Ερντογάν να διατάξει εισβολή στη Συρία. Αυτό ήταν μάλλον η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι!
Μετά από ένα καλοσχεδιασμένο από την ΜΙΤ και τμήματα του στρατού ψευδοπραξικόπημα και με την συνεργασία του Ταγίπ Ερντογάν, άρχισαν μαζικές εκκαθαρίσεις των γκιουλενιστών από τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό. Ξεκίνησαν από τον στρατό, την εκπαίδευση, την επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα σε λίγους μήνες να περιοριστεί δραματικά η επιρροή του δικτύου εντός της Τουρκίας. Έτσι και οι ΗΠΑ απώλεσαν ένα πάρα πολύ σημαντικό δίκτυο επιρροής επί της τουρκικής δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας. Μετά την εκκαθάριση των γκιουλενιστών από το στράτευμα και την αντικατάσταση τους με αντιδυτικούς, φιλορώσους και φιλοϊρανούς αξιωματικούς, η Τουρκία εισέβαλε στη Συρία και αργότερα άρχισε στενότερη συνεργασία με την Ρωσία. Τα υπόλοιπα, μέχρι σήμερα, είναι λίγο πολύ γνωστά.
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, με όχημα το σουνιτικό Ισλάμ και το δίκτυό του Χιζμέτ, υπήρξε “υπηρέτης δύο αφεντάδων”, πρωτίστως της Τουρκίας και δευτερευόντως των ΗΠΑ, των οποίων τα συμφέροντα δεν συνέπιπταν πάντα. Όταν λοιπόν οι “αφέντες” διαφώνησαν για σειρά ζητημάτων, πρώτα την πλήρωσε ο “διπλός υπηρέτης”. Τώρα, αφού απεβίωσε, μένει να δούμε τι θα κάνουν οι επίγονοι και πως θα διαχειριστούν το κίνημά του και τις εξωτερικές πιέσεις που δέχεται.