Νίκος Βαβδινούδης: Amerika

- Advertisement -

του Παντελή Σαββίδη

Φωτογραφία: απο την παρουσίαση του βιβλίου: απο αριστερά: Μάρνη Χατζηεμμανουήλ, δημοσιογράφος- συγγραφέας, Παντελής Σαββίδης, δημοσιογράφος, Παναγιώτης Αργυρόπουλος, ποιητής και Νίκος Βαβδινούδης, ο συγγραφέας του βιβλίου.

Αν και ο δημόσιος λόγος τον οποίο κατά καιρούς προσπαθώ να αρθρώσω είναι της πραγματικής και όχι μυθιστορηματικής γραφής πιστεύω πως η εμβέλεια του μυθιστορήματος στην προώθηση μηνυμάτων είναι ισχυρότερη.

Θαυμάζω αυτού του είδους τους συγγραφείς διότι από μικρός διαπίστωσα ότι δεν μπορώ να κάνω αυτήν την δουλειά. Το επιχείρησα μαθητής προσπαθώντας να γράψω κάτι σαν τον Μικρό Ήρωα της εποχής. Απόλυτη αποτυχία.

Ο Νίκος Βαβδινούδης έχει αυτό το χάρισμα. Το διαπίστωσα από το λίγο που τον γνώρισα. Μιλά με πάθος για την λογοτεχνία και το έργο του και αγωνιά για την μετάδοσή του. Είναι η αγωνία του ανθρώπου που αναζητά την επικοινωνία.

Το βιβλίο του με ικανοποίησε.

Ο συγγραφέας έχει και το χάρισμα του θετικού επιστήμονα. Διακρίνεται και στο ύφος του βιβλίου και στην πολυπλοκότητα των συλλογισμών αλλά είναι κραυγαλέο και στο οπισθόφυλλο όπου ο ίδιος λέει τι κάνει το βιβλίο του καταταγμένο στην κατηγορία των ειδών των μυθιστορημάτων.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, με τον αυτοχαρακτηρισμό της δουλειά του μας λέει τι σκόπευε να γράψει: Ένα νέο-νουάρ μυθιστόρημα, πασπαλισμένο με νατουραλισμό και ηθογραφία της παρακμής. Σε μια μακαρθική Νέα Υόρκη, όπου ο καθένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως είναι αθώος.

Το ερώτημα είναι: πέτυχε αυτό που μας λέει ότι ήθελε να κάνει;

Η απάντηση: απολύτως ναι.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Και επειδή ο αναγνώστης ή ο ακροατής εδώ δεν είναι υποχρεωμένος να έχει γνώση θεωρίας της λογοτεχνίας για να διαβάσει ένα βιβλίο, ας διευκρινίσουμε εν τάχει την έννοιες εδώ. Βάζουμε, έτσι , και το μυθιστόρημα σε ένα χρονικό πλαίσιο αναφοράς και θα αντιληφθείτε τι επιχειρεί ο συγγραφέας.

H noir λογοτεχνία είναι ένα υποείδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Έχει αναφορές στην Αμερική, στις δεκαετίες 1920-1950,  στα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης, στο οργανωμένο έγκλημα, ακόμη και στον μακαρθισμό, και πρωταγωνιστούν μοιραίες γυναίκες που οδηγούν ήρωες ή αντιήρωες σε καταδικασμένες αναζητήσεις μέσα στους μισοσκότεινους δρόμους των πόλεων.

Ο νατουραλισμός στο μυθιστόρημα καταγγέλλει την κοινωνική εξαθλίωση και γενικά τις απαράδεκτες συνθήκες ζωής. Οι νατουραλιστές συγγραφείς επιλέγουν ιδιαίτερα προκλητικά θέματα από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι, οι αδικημένοι, άτομα του υποκόσμου.

Η ποτοαπαγόρευση επιβλήθηκε σε μια περίοδο από το 1920 ως το 1933 και ο μακαρθισμός, που πήρε το όνομά του από τον Αμερικανό Γερουσιαστή Τζέζεφ Μακάρθυ, αναπτύχθηκε κυρίως την περίοδο μεταξύ 1947-1957. Κατήγγειλε και εξόντωνε οποιονδήποτε αμφισβητούσε το φιλελεύθερο καθεστώς της καπιταλιστικής οικονομίας των ΗΠΑ χαρακτηρίζοντάς τον κομμουνιστή. Οι συνέπειες ήταν τρομαχτικές. Ο μακαρθισμός στις ΗΠΑ υπήρχε και πριν τον Μακάρθυ. Μπορεί να υπάρχει και σήμερα.

Αυτό είναι το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται ο συγγραφέας και η χρονική περίοδος από το 1913 ως τις αρχές της δεκαετίας του 50 στην Αμερική και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Δύο άνθρωποι ένας άνδρας και μια γυναίκα, πατάνε το πόδι τους το 1913 στη Νέα Υόρκη για να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο, στην ουσία για να βρουν κάτι να φάνε και να ξεφύγουν από την ελληνική μιζέρια της εποχής, αν μπορέσουν να βοηθήσουν και τους συγγενείς που έμειναν στην Ελλάδα, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, ζουν μια αγωνιώδη ανούσια ζωή στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, οι στερήσεις δεν τους αφήνουν περιθώρια χαλάρωσης και εκδήλωσης αγάπης ούτε στα παιδιά τους, αναγκάζονται να εργαστούν σκληρά, ο άνδρας καταλήγει στα νύχια της μαφίας και ο πρωταγωνιστής γιός περιγράφει όλες αυτές τις καταστάσεις με επίκεντρο την δική του ζωή. Μια ζωή χαμένη.

Το μυθιστόρημα κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη αλλά απαιτεί την προσοχή του. Δεν του αφήνει περιθώρια χαλάρωσης ενώ του δημιουργεί ένα αίσθημα, έστω και σε μικρή αναλογία, σαν της δίκης του Κάφκα.  Έχει μονίμως την αίσθηση ότι κάπου θα μπλέξει στα σκοτάδια ενός κόσμου αδιαφανούς που κυβερνά τις τύχες του και από τον οποίο δεν θα μπορέσει να ξεφύγει. Όπου και να πάει θα τον ανακαλύψουν και η τιμωρία θα είναι αμείλικτη. Ένας κόσμιος στον οποίο ο αγοραίος έρωτας είναι συνηθισμένο φαινόμενο και αισθήματα ερωτικής αγάπης οι εξαιρέσεις που δεν επιτρέπονται. Ένας κόσμος διαπλοκής και αντιπαλότητας μεταξύ εξουσίας, πολιτικής και αστυνομικής, οικονομικών παραγόντων αλλά και μαφίας. Ο ένας υποσκάπτει και υπονομεύει τον άλλο και οι καθημερινοί άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους. Το να είσαι στον κόσμο αυτό έγχρωμος είναι ακόμη χειρότερο για την τύχη και την επιβίωσή σου ενώ ένα πλήθος μεταναστών, πρώτης γενιάς, προσπαθεί να προσαρμοστεί στην αμερικανική πραγματικότητα και να αποκτήσει  μια νέα ταυτότητα. Να ζήσει το όνειρο.

Ποιοι είμαστε αναρωτήθηκε σε ένα εντυπωσιακό βιβλίο του ο Σάμουελ Χάντιγκτον αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι το ερώτημα έχει απαντηθεί, ακόμη και σήμερα.

Πολύ περισσότερο δεν μπόρεσαν να το απαντήσουν ο Στήβ και η Μαρία του βιβλίου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο μαύρος, ο κίτρινος, ο εβραίος, ο κομμουνιστής είναι τραγικές φιγούρες και η διαπλοκή εξουσίας, μαφίας και οικονομίας πάει σύννεφο.

Τα πλέκει και τα αφηγείται καλά ο συγγραφέας. Κάνει και κάτι ακόμη. Δεν περιγράφει, απλώς, Εισχωρεί και στα ενδόμυχα των προσώπων που πρωταγωνιστούν.

ΔΟΜΗ

Ο συγγραφέας του βιβλίου Νίκος Βαβδινούδης

Θυμάμαι στα φοιτητικά μου χρόνια έκανα τρείς προσπάθειες για να καταφέρω να διαβάσω τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Μάρκες. Η βασική αιτία ήταν ότι δεν μπορούσα να το διαβάσω μονομιάς και όταν άρχιζα από εκεί που το σταμάτησα μπέρδευα τα ονόματα. Δεν μπορούσα να τα συνδέσω. Εκεί, βεβαίως, το χάος των ονομάτων ήταν απερίγραπτο.

Ο Βαβδινούδης ως πρακτικός άνθρωπος φρόντισε να μας προστατεύσει από αυτό το χάος. Στην αρχή του βιβλίου παραθέτει τα πολλά ονόματα που θα μας απασχολήσουν, την ιδιότητά τους και τη σχέση τους μεταξύ τους. Αν δεν υπήρχε αυτή η καταγραφή  θα δυσκολευόμουν στην ανάγνωση. Βοηθάει πολύ. Θα το διαπιστώσετε.

Χωρίς να το κάνω συνειδητά, κάθε φορά που διαβάζω κάτι το μυαλό μου συνειρμικά πάει κάπου αλλού.

Το βιβλίο του Βαβδινούδη μόλις το άνοιξα βλέπω στα περιεχόμενα ότι το χωρίζει σε ένα δεκαήμερο. Τι σχέση έχουν οι δέκα ημέρες με τα αρκετά χρόνια που περιγράφει;

Το Δεκαήμερο είναι μια συλλογή ιστοριών από τον Ιταλό συγγραφέα του 14ου αιώνα Βοκάκιο. Το διασκεύασε ελεύθερα ο Παζολίνι και θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα του.  Οι διάφορες ιστορίες αγάπης που αναφέρονται στο Δεκαήμερο κυμαίνονται από ερωτικές μέχρι τραγικές. Ιστορίες χαρίσματος, αστείων και μαθημάτων ζωής συνθέτουν το μωσαϊκό του βιβλίου. Πέρα από την λογοτεχνική του αξία το Δεκαήμερο αποτελεί παράλληλα καταγραφή της ζωής της εποχής.

Υπό όρους και τηρουμένων των αναλογιών, αυτό κάνει και ο Βαβδινούδης στο δικό του δεκαήμερο το οποίο ονόμασε Αμέρικα. . Διηγείται ιστορίες με λογοτεχνικό τρόπο που καταγράφουν την ζωή μιας εποχής.

Οι πρώτες εικόνες του βιβλίου φέρνουν στο νου τις νύφες του Παντελή Βούλγαρη. Άνθρωποι που στην Ελλάδα δεν είχαν στον ήλιο μοίρα σαλπάρουν για την Αμερική φορτωμένοι σε βαπόρια με την ελπίδα να βρουν δουλειά να βοηθήσουν τους συγγενείς τους πίσω και να βρουν έναν γαμπρό ή μια νύφη.

Η περίοδος στην οποία αναφέρεται είναι από τις χειρότερες της αμερικανικής δημοκρατίας. (ίσως η σημερινή να την συναγωνίζεται). Είναι η περίοδος που θεώρησαν επικίνδυνο εχθρό και τον Αινστάιν και τον περιόρισαν σε ένα γραφείο στο Πρίνστον. Όσο για τον Οπενχάϊμερ μια εικόνα δίνει η ομώνυμη ταινία που βραβεύτηκε με Όσκαρ.

Ο Αμερικανικός ολοκληρωτισμός δεν είναι σαν τον ανατολικό. Σφάζει με το βαμβάκι. Αλλά σφάζει.

Έχοντας εμπειρίες από τη Νέα Υόρκη την παγκόσμια αυτή πρωτεύουσα, ο συγγραφέας διηγείται την άφιξη, την ένωση και την ζωή μια οικογένειας Ελλήνων σε μια από αυτές τις γειτονιές που αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών θεατρικών έργων, πεζογραφημάτων και ποίησης. Είναι η λαϊκή ζωή στην Νέα Υόρκη τις δύσκολες δεκαετίες μετά τον ΑΠΠ και κυρίως μετά το κράχ του 29. Που γονάτισε όλους.

Πλάθονται χαρακτήρες από όλες τις ράτσες και τις φυλές αλλά κυρίως από αυτές που μας ενδιαφέρουν. Έλληνες, ιταλοί, εβραίοι, τσέχοι, πολωνοί, γερμανοί, ιρλανδοί, πορτογάλοι, κυρίως με τις σαρδέλες τους, καθημερινό έδεσμα στο βιβλίο, τις οποίες θα αναζητήσω για να δοκιμάσω.

Όλοι αυτοί με διακριτούς ρόλους ζουν σε μια μίζερη περιοχή, προσπαθούν να βγουν από αυτήν αλλά στο τέλος… βυθίζονται περισσότερο στα αδιέξοδά τους.

Ο συγγραφέας σταματά στη δεκαετία του 50, η Αμερική εξέρχεται από έναν παγκόσμιο πόλεμο, αναλαμβάνει τα ηνία του δυτικού κόσμου, δοκίμασε όχι χωρίς αντιδράσεις σκοπίμως, το χειρότερο όπλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανησυχεί και φοβάται την ανάδυση της Σοβιετικής Ένωσης και προσπαθεί να ηγεμονεύσει πολιτικά, στρατιωτικά αλλά και ιδεολογικά.

Ποια Αμερική; Ένα αμάλγαμα λαών και φυλών που αναζητά το όνειρο στην ήπειρο στην οποία οι πρώτοι άποικοι, εξόντωσαν τους ιθαγενείς.

ΓΛΩΣΣΟΠΛΑΣΤΗΣ

Ο συγγραφέας είναι γλωσσοπλάστης. Εντυπωσιακός γλωσσοπλάστης. Φτιάχνει και λέξεις και φράσεις.  Έχει εικόνες από την Αμερική και προσπαθεί να τις μετουσιώσει σε μυθιστορία. Την καθημερινότητα που βίωσε την κάνει τέχνη. Και περνά τα μηνύματα που θέλει, εντυπωσιακά, ως το μεδούλι.

Μικρές προτάσεις, περιεκτικά μηνύματα, εξαιρετικές αναπαραστάσεις, λες και βλέπεις τις περιγραφές, ζεις το κλίμα τους, έχεις την αίσθηση ότι θα προβάλλουν δίπλα σου τα πρόσωπα, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

«Χρωστώ μια ιστορία. Είμαι μέρος της. Είναι δική τους περισσότερο. Το να διηγείσαι σημαίνει πως ζεύεις την μνήμη, χτίζεις αυτό που γνωρίζει την άρνηση, αυτό που ξεχνιέται.

Οι χτύποι της γραφομηχανής είναι ο μπαμπούλας της λήθης».

«Κόσμος δίχως καλοσύνη, ξοδεμένος στη δουλειά . Οικονομία παντού. Στις τσέπες και αισθήματα.

ΑΡΓΚΟ

Μαθαίνεις την νεοϋορκέζικη αργκό:

Big Apple η αργκό ονομασία της ίδια της Νέας Υόρκης.

Αλλά και της Μαφίας:

«Τέρμα πια τα μπιλοζίρια». «Υπο του μηδενός, αποτυχημένος».

No more filthy Greek … but all American. Όχι πια βρωμοέλληνας.

Gookes τσίμπλα, μειωτικός χαρακτηρισμός για ασιάτες

Στη γειτονιά λένε: you sing with the mob= μαφία

ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ

«το δίκαιο και η ισχύς δεν είναι ποτέ πλήρως διαχωρισμένα».

«Ο έρωτας γιέ μου είναι εχθρός του φόβου. Έφυγα από το νησί γιατί φοβόμουν το αύριο. Ήρθα εδώ και φοβήθηκα περισσότερο.

«Πικραμένοι πορτοφολάδες, άεργοι πιστολάδες και περιθωριακοί προαγωγοί διαδηλώνου το America first.

Μη μισείς ποτέ Κόμνα. Ο εχθρός χρειάζεται σεβασμό. Το μίσος θολώνει.

Ο φόβος είναι το ορεκτικό της επιβίωσης

Δεν είναι ποτέ ζήτημα αλήθειας αγαπητέ. Η αλήθεια δεν έχει καμιά σημασία. Το μόνο πράγμα που , ,μετρά είναι να επιβάλλεις το δικό σου δίκαιο.

Εμείς οι Έλληνες έχουμε πολλούς χρόνους για το παρελθόν. Άλλους τόσους για το μέλλον και ο ενεστώτας στέκεται φτωχός συγγενής τους.

Ο ζωώδης θυμός συνδέεται με το περίσσιο πάθος.

Είναι μαλάκες όσοι υποστηρίζουν πως η τέχνη αποτυπώνει την ευγένεια. Όχι, η τέχνη είναι μια φωτιά λύσσας, φθόνου και κακίας που σε κατατρώει και προσπαθείς να την πετάξεις από πάνω σου.

Γιατί το χρέος είναι δικό σου Κιμ. Από την αρχή ήταν. Είσαι γιός του.

Τον αναζητούσαμε απόντα και τον περιφρονούσαμε παρόντα. Ήταν ο άνθρωπος που ξόδεψε τα τελευταία του κέρματα να αγοράσει ένα εισιτήριο και όταν ξεκίνησε το τρένο κατάλαβε πως αυτό πήγαινε αλλού.

Όταν ερωτεύεσαι αποκτάς έναν καινούριο εαυτό

Η θάλασσα είναι ελευθερία και η αγάπη σκλαβιά.

Η ελευθερία που όλοι ψάχνεται είναι η ικανότητα του ανθρώπου να επιλέγει ο ίδιος την σκλαβιά του.

Θυμίζει λίγο Ρασκόλνικοφ όταν ετοιμάζεται να σκοτώσει.

«Θέλω να σκοτώσω. Απολογούμαι σε κάποιον θεό ίσως τον εκδικητικό της Παλαιάς Διαθήκης πως ό,τι κάνω είναι για αυτοσυντήρηση.

Μουντό σπίτι χωρίς αγάπη. Δεν το επέτρεπαν οι ανάγκες. Αυτή ήταν η ζωή των πρώτων μεταναστών.

Τραγικές φιγούρες όλοι θα σας κρατήσουν συντροφιά σε μια εποχή και έναν κόσμο που ακόμη και σήμερα μας απασχολεί.

Η Αμερική του βιβλίου είναι και σήμερα παρούσα. Με τα νέα μεταναστευτικά ρεύματα και με την προσπάθειά της που συνεχίζεται να αποκτήσει ταυτότητα.

Η Αμερική βιώνει από της δημιουργίας της έναν συνεχή εμφύλιο. Σήμερα είναι, επίσης, διακριτός. Μέσα, όμως, από τις αντιθέσεις της δημιουργεί συνθέσεις και ό,τι και να πούμε με τις προσπάθειές της έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια άλλη εποχή.

Είναι καλύτερη η εποχή στην οποία εισερχόμαστε;

Δεν ξέρω. Ούτε οι πρωταγωνιστές του βιβλίου γνώριζαν για την δική τους.

Απολαύστε τους. Αξίζει.

 

ΝΙΚΟΣ ΒΑΒΔΙΝΟΥΔΗΣ, ΑΜΕΡΙΚΑ

του Παναγιώτη Αργυρόπουλου

«Μόνο δύο γλώσσες έχει ο άνθρωπος για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα: την Ποίηση και τα Μαθηματικά», διατείνεται ο Heisenberg.

O Νίκος Βαβδινούδης αφού έκανε μια πετυχημένη απόπειρα στο χώρο του διηγήματος με το πρώτο έργο του που είχε έντονα ποιητικά στοιχεία, επιχειρεί τώρα μια άλλη προσέγγιση του κόσμου και της ζωής, όχι βέβαια μέσα από τα μαθηματικά αλλά μέσα από την μαγεία της πεζογραφίας, παραδίδοντάς μας ένα μυθιστόρημα που γέμει ποιητικής μαγείας. Με όπλο της την Τέχνη του λόγου αποπειράται να δώσει το στίγμα του πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις τον έρωτα, την ψυχή και τα αδιέξοδά της και φιλοσοφεί με μια αφοπλιστική σκληρότητα και έναν πλούσιο στοχασμό.

Η φιλοσοφία κι η Τέχνη άλλωστε υπήρξαν ανέκαθεν δυο λειτουργίες του ανθρώπινου πνεύματος που εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Από τότε που ο άνθρωπος υψώθηκε πνευματικά πάνω από το επίπεδο του ζώου, και έγινε αυτό που αργότερα ονομάστηκε Homo Sapiens, κύριο μέλημά του ήταν να ερευνήσει το γύρω του κόσμο θέτοντας ερωτήματα και απορίες που ήταν τα σπέρματα της φιλοσοφικής σκέψης όμως παράλληλα άρχισε να αναζητεί τρόπους για την εξωτερίκευση των συναισθημάτων του δημιουργώντας τις απαρχές της Τέχνης.

Αυτή η συμπόρευση Φιλοσοφίας και Τέχνης δεν ήταν φαινόμενο της αφετηρίας τους αλλά ακόμη και σήμερα παρατηρείται το εξής συγκλονιστικό: η Τέχνη δεν πυροδοτείται μόνο από συγκινήσεις, αισθήματα, φαντασιώσεις, φόβους και ανησυχίες εγκόσμιες ή μεταφυσικές αλλά συχνά διακατέχεται από έναν έντονο στοχασμό και μια εσωτερικότητα εισχωρώντας στα χωρικά ύδατα της φιλοσοφίας.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και ο έντεχνος λόγος του Νίκου Βαβδινούδη και μέσα από τις σελίδες του νέου του βιβλίου ο αναγνώστης έχει να κάνει πολλά ταξίδια στο χώρο του στοχασμού και της ανάλυσης των κοινωνικών δομών, των υπαρξιακών ερωτημάτων, των προσωπικών αδιεξόδων.

Το βιβλίο του Νίκου Βαβδινούδη, Αμέρικα σε μια καλαίσθητη έκδοση 400 σελίδων  από τον εκδοτικό οίκο Πηγή, είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα από πολλές απόψεις.

Πρώτα από όλα για τον ίδιο τον συγγραφέα: που έχοντας να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό, περνάει ευέλικτα από τη γνώριμή του φόρμα, των διηγημάτων, Ξεφλουδισμένα Στόρια, στα ΄΄χιλιοσπαρμένα αλώνια΄΄ του είδους του μυθιστορήματος. Πράγματι η πρόκληση ήταν μεγάλη. Σαν έτοιμος από καιρό λοιπόν αφουγκράστηκε τα σημάδια, αφομοίωσε γόνιμα τη σκόνη που σηκώθηκε στο πρωτόλειο του πόνημα και την έκανε χρυσόσκονη. Πειραματίστηκε, πάλεψε με τον δαίμονα όλων των συγγραφέων που είναι το ύφος, βελτιώθηκε, κοίταξε κατάματα χωρίς φόβο το μεγάλο σεντόνι του μυθιστορήματος και  μας εξέπληξε ευχάριστα.

Σε συνέχεια των παραπάνω, έχω να πω επίσης ότι τον συγχαίρω και για έναν ακόμη λόγο: Αναμετρήθηκε ως προς το θέμα με την Αμερική της μετανάστευσης πολλών Ελλήνων  μετά τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ως αποτέλεσμα του πρότερου ΄΄ Επτωχεύσαμεν΄΄ του Τρικούπη και της σταφιδικής κρίσης. Εκεί λοιπόν που βυθίστηκε αύτανδρο το περιβόητο Αμερικανικό όνειρο. Είναι ένα θέμα λοιπόν που είναι όχι μόνο πολυτραγουδισμένο αλλά και έχει εκπροσωπηθεί από ιερά τέρατα της λογοτεχνίας. Για να μην μακρηγορώ θα αναφέρω μόνο τον Τζέφρυ Ευγενίδη με το Middlesex και πιο πρόσφατα το 43212 του Πολ Ώστερ ( στο τελευταίο βέβαια οι μετανάστες δεν είναι  Έλληνες αλλά Ρωσοεβραίοι από την Ευρώπη). Το Αμέρικα του Νίκου δηλαδή έρχεται να ΄΄ συνομιλήσει΄΄ με αυτά και άλλα μυθιστορήματα έχοντας να προσθέσει μια δική του ένδοξη σελίδα,  να ρίξει φως από ακόμα μία οπτική, να προσανατολίσει τον αναγνώστη του ως προς το μήνυμα που θέλει να του μεταδώσει και πολλά άλλα που στη μοντέρνα λογοτεχνία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό αυτό που λέμε θεωρία της πρόσληψης, που βάζει στο βάθρο τον Αναγνώστη.

Στη συνέχεια, μετά από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις ας ξεναγηθούμε σε επιμέρους τομείς του βιβλίου.

Και πρώτα από όλα στο θέμα. Όπως σταχυολογούμε από το οπισθόφυλλο ένας άντρας και μια γυναίκα από την Ελλάδα το 1913 πέρασαν εν πλω τον Ατλαντικό ωκεανό και πάτησαν το πόδι τους στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. ΄΄ Ερωτεύονται άγαρμπα, παντρεύονται βιαστικά. Γεννούν παιδιά. Η απογοήτευση έρχεται στο σπίτι ή ξεκινά από αυτό. Έχουν μια ιδιότυπη αγάπη, στέρεη από συνήθεια και φόβο. Σαν να μην περισσεύει για τα παιδιά τους.΄΄

Λέει χαρακτηριστικά ο πατέρας για τη γυναίκα του ΄΄ Όταν ήμουν μακριά ήθελα να τρέξω κοντά της, κι όταν έφτανα έξω από την πόρτα ήθελα να το βάλω στα πόδια”.΄Ή σε ένα άλλο σημείο διαβάζουμε ότι ΄΄το μέρος έχει ποτισμένη τη μυρωδιά από τα αποφάγια ζωής ενός μοναχικού άντρα πριν βροντήξει πίσω του την πόρτα στα μούτρα της όποιας ελπίδας.΄΄

Ή σε ένα άλλο ο γιος για τη μητέρα ΄΄ Από τη μάνα μου πήρα το ταλέντο στη ζωγραφική. Αυτή ζωγράφιζε τόσο καλά στο πρόσωπο της την απαξία΄΄.

Όμως το κύριο θέμα του βιβλίου δεν φαίνεται να είναι η δραματική συζυγική και οικογενειακή ιστορία. Είναι το- σε νέο-νουάρ ατμόσφαιρα- κυνήγι του γιου από τη μαφία, θύματος των οικογενειακών πάρε δώσε με τον υπόκοσμο. Έτσι το τελευταίο περίπου 1/3 του βιβλίου αλλάζει ύφος και από την ηθογραφία και ψυχογραφία παρακολουθούμε την κινηματογραφική και σχεδόν παραληρηματική ΄΄εις Άδου κάθοδον ΄΄ του γιου. Θα γλυτώσει; Αυτό το δραματικό ερώτημα διατρέχει με ανατροπές και εξαιρετική μαεστρία το μέρος αυτό της πλοκής. Εδώ απλά παρεμπιπτόντως αναγνωρίζουμε  την οικογενειακή Αρά, όπως την οριοθέτησαν οι αρχαίοι, όταν η μαφία απαντάει στον γιό ΄΄ Το χρέος είναι δικό σου. Από την αρχή ήταν. Είσαι γιός του΄΄. Άλλη μια εκδοχή λοιπόν του γνωστού ΄΄Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν τέκνα΄΄.

Εποχή: Όπως είπαμε είναι η εποχή της μεγάλης μετανάστευσης στις ΗΠΑ στις αρχές του αιώνα, εποχή φτώχειας, δουλειάς, εποχή της φούσκας του Αμερικανικού ονείρου, της μαφίας, του Μεγάλου Πολέμου και του Μακαρθισμού, όπου το να είσαι ΄΄κόκκινος΄΄ ήταν σαφώς χειρότερο από το να είσαι μαφιόζος ή μετανάστης.

Πλοκή-αφήγηση: Αφηγητής είναι ο ίδιος ο γιος, ο οποίος γράφει την ιστορία της οικογένειας του και σε ένα παράλληλο επίπεδο τη δική του ιστορία. Έχουμε λοιπόν στο μεγαλύτερο μέρος δύο αφηγηματικά επίπεδα και δύο χρόνους- το παρελθόν και το παρόν-στα οποία η αφήγηση μετακυλάει με μεγάλη μαεστρία από το ένα στο άλλο.

Ήρωες-χαρακτήρες:

 Στηβ, ο πατέρας. Του έπεσε μεγάλο μάλλον το μέγεθος της Αμερικής, βαρύ το κουστούμι του γάμου, καλόψυχος και ευαίσθητος, αντιήρωας, λίγος και μέτριος σε όλα, ήταν προδιαγεγραμμένο από τη μοίρα να ερωτευτεί μια γυναίκα- αρσενικό, να είναι η πυξίδα του, να του δείχνει το σωστό, να στηρίζει την οικογένεια αλλά και μοιραία να τον απαξιώνει. Αφού έκανε ένα πλήθος δουλειές του ποδαριού, κι αφού έμεινε χωρίς δουλειά μην αντέχοντας την υποτίμηση από τη γυναίκα του και από το βάρος των οικογενειακών εξόδων, ζήτησε δουλειά από τη μαφία. Τότε όμως εγκατέλειψε ουσιαστικά την οικογενειακή εστία, έκανε μια παράλληλη ζωή και σχέση. Χειραφετήθηκε κάπως, ψήλωσε…αλλά και γκρεμοτσακίστηκε… Και κάπως έτσι τελειώνει  λοιπόν η αγάπη… σελ.38, 42, 46

Μαρία, η μητέρα. Μοδίστρα. Εργατικό μυρμήγκι μα και επιτελικός νους. Δυστυχώς όμως γρήγορα απέμεινε μόνο νους, αφυδατωμένη από συναισθήματα. Ο έρωτας σύντομα έγινε περιφρόνηση και μίσος για τον άντρα της. Η βιοπάλη την είχε μόνιμα σε κατάσταση συναγερμού. Πού χώρος για τρυφερότητα και ευτυχία. Ούτε η μητρότητα δεν λείανε κάπως τις γωνίες της. Αντιθέτως. Μόνο ο γιος ήταν η κρυφή της αδυναμία. Χαρακτηριστικά σελ.50, 51. 31

Κιμ ή Κόμνας, ο γιος. Ο λόγιος και καλλιτέχνης της φαμίλιας του. Ζωγράφος που τον εκμεταλλεύονται οι γκαλερί κι οι μεσάζοντες, ελαιοχρωματιστής για τα προς το ζην. Σήκωσε στους ώμους του τη βαριά κληρονομιά της δυστυχίας της οικογένειας του, να ξεπληρώσει τα λάθη του πατέρα του και την κλοπή του γαμπρού του στη μαφία. Ευνουχισμένος σεξουαλικά, αδύναμος να σπάσει το καλούπι της μάνας του που ζωντάνευε σε κάθε σχέση του με γυναίκα. Πολυμήχανος βέβαια Οδυσσέας, παλεύει μέχρι τέλους με τα θηρία, τα εντός και εκτός. Ενδεικτικά τα λόγια της μάνας του..σελ.98.Επίσης τα λόγια του για τον έρωτα, σελ.254 και σελ.284-285. Η τα λόγια μιας ερωμένης του για αυτόν σελ.133. Τέλος τα λόγια του ίδιου για τον εαυτό του…σελ.62.

Κate, Ann, Hellen, οι κόρες. Φέρνουν ανεξίτηλες στάμπες από τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας. Κανένα άγγιγμα του Μίδα δεν τις καταδέχτηκε. Έμαθαν να ζουν χωρίς αγάπη, για τους γονείς τους νιώθουν κυρίως μίσος και παράπονο. Τις λείπει το γέλιο, γιατί δεν το διδάχτηκαν στην οικογένεια. Χαρακτηριστικά όταν συνομιλεί η Ann με τον αδερφό της διαβάζουμε..σελ.180.

Γλώσσα- ύφος: Η γλώσσα είναι φροντισμένη, με στοιχεία ιδιωματικά διαφόρων κωδίκων, αργκό, αγγλικά, λόγια, βρίθει από πληροφορίες στο υπόμνημα ιστορικές, γεωγραφικές, λαογραφικές, θρησκευτικές κλπ. Ενδεικτικά όλα  της ευρυμάθειας και της μελέτης του συγγραφέα. Ο λόγος εναλλάσσεται από μακροπερίοδος σε μικροπερίοδος, ανάλογα με το αφηγηματικό επίπεδο. Το ύφος άλλοτε είναι νοσταλγικό, νατουραλιστικό,  όταν διηγείται ο αφηγητής τα πρώτα χρόνια της οικογένειας του, άλλοτε σκληρό και ωμό, άλλοτε ασθματικό, με κοφτές, μικρές προτάσεις, όταν ο ήρωας βρίσκεται μπλεγμένος στον ιστό της μαφίας.

Θυμοσοφίες: Είναι το ιδιαίτερο εκείνο κομμάτι σε ένα λογοτεχνικό έργο που μου αρέσει να το ονομάζω καταχρηστικά θυμοσοφίες. Είναι φράσεις, προτάσεις, σκέψεις του συγγραφέα που απηχούν τη δική του κοσμοαντίληψη για την ύπαρξη, τις σχέσεις, το νόημα της ζωής, τη συνείδηση, την ηθική κλπ. πολλές φορές πασπαλισμένες με μια δόση χιούμορ. Το Αμέρικα είναι πλούσιο κι ο Νίκος μας τις χαρίζει απλόχερα: σελ. 30, 36,44, 45, 168, 280 και φυσικά πολλά άλλα.

Συνοψίζοντας θα έλεγα πως η επαφή με το «Αμέρικα» αποτελεί μια κάποιου είδους περιπέτεια για τον αναγνώστη. Κι αυτό επιτυγχάνεται όχι μόνο από την γοργή και αριστοτεχνική πλοκή ούτε μόνο από την έντονη δράση αλλά από το συνδυασμό μια εμπνευσμένης μυθοπλασίας με την αφηγηματική δεινότητα και τη διείσδυση στην ψυχολογία των ηρώων,  που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Όλα τα παραπάνω ενσωματώνονται στο «Αμέρικα»  καθιστώντας το ένα ιδιαίτερο βιβλίο ακόμη για το πιο απαιτητικό κοινό.

Εγώ προσωπικά θα’ θελα να ευχαριστήσω τον συγγραφέα του και φίλο Νίκο Βαβδινούδη γιατί με το βιβλίο του αυτό έδειξε περίτρανα ότι η ποιότητα ενός μυθιστορήματος δεν βρίσκεται υποχρεωτικά μόνο στη ευθυμάθεια που μπορεί να προσφέρει και στο εξεζητημένο και σπάνιο θέμα του αλλά κυρίως στην ιδιαιτερότητα της πλοκής του και στην αφηγηματική του αρμονία, γιατί πάνω απ’ όλα το μυθιστόρημα είναι έντεχνος λόγος. Σας ευχαριστώ, πολύ.

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα