του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Στην αρθρογραφία μου έχω πολλές φορές διατυπώσει την άποψη ότι η παγκόσμια κρίση του 2008-9 δεν έχει τελειώσει. Ο λόγος που το πιστεύω αυτό είναι απλός: οι θεμελιώδεις ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν στην περίοδο πριν την κρίση και οι οποίες τελικά οδήγησαν σε αυτή είναι ακόμη παρούσες.
Ως κύρια ανισορροπία θεωρώ ότι το παγκόσμιο εμπόριο δεν είναι ισοσκελισμένο. Πράγματι, σε μακροσκοπικό επίπεδο υπάρχουν χώρες παραγωγοί με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα και χώρες καταναλωτές με εμπορικά ελλείμματα, τα οποία χρηματοδοτούν μέσω κάποιου μηχανισμού πίστωσης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η Κίνα και η Γερμανία, οι οποίες είναι και οι μεγάλες κερδισμένες της παγκοσμιοποίησης. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κυρίως οι ΗΠΑ, και σε έναν μικρότερο βαθμό ορισμένες χώρες της Ευρώπης. Εδώ αρχίζουν και οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών-καταναλωτών.
ΗΠΑ: παγκόσμιος καταναλωτής και αστυνόμος
Οι ΗΠΑ αποτελούν μια απολύτως ιδιάζουσα περίπτωση για τρεις λόγους:
Πρώτον, λόγω του τεράστιου μεγέθους της οικονομίας τους είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την παγκόσμια ζήτηση.
Δεύτερον, έχοντας μακράν των υπολοίπων τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις, είναι αδύνατον να πιεστούν στρατιωτικά ώστε οι οικονομικοί συσχετισμοί να αποτυπωθούν και σε πολιτικό επίπεδο. Για την ακρίβεια, μέσω της προεδρίας Τραμπ επιχειρείται μάλλον το αντίθετο: οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επαναδιαπραγματευτούν τις οικονομικές τους συμφωνίες, αξιοποιώντας την πολιτική και τη στρατιωτική τους υπεροχή.
Τρίτον και σημαντικότερο, οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να αντλούν άφθονη χρηματοδότηση επειδή διαθέτουν το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Δηλαδή μπορούν να τυπώνουν όσα δολάρια χρειάζονται για να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους, χωρίς να υφίστανται τη συναλλαγματική υποτίμηση και τον πληθωρισμό που θα αντιμετώπιζε μια οποιαδήποτε άλλη χώρα. Εκεί ακριβώς βρίσκεται ο ακρογωνιαίος λίθος της αμερικάνικης ισχύος: στο ισχυρό δολάριο. Αν αυτό πάψει να ισχύει, τότε η ισχύς των ΗΠΑ θα καταρρεύσει. Σε αυτή την περίπτωση ο πλανήτης θα οδηγηθεί σε μεγάλη αστάθεια, η οποία είναι πιθανό να λάβει τη μορφή μείζονος πολεμικής σύρραξης. Για την ώρα πάντως, συντρίβονται όσοι κάνουν το ολέθριο σφάλμα να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Καντάφι, οι οποίοι έκαναν το λάθος να ψελλίσουν ότι θα συναλλάσσονταν σε ευρώ.
Γερμανική υπεροχή στην Ευρώπη
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, αρκετές από τις χώρες της ευρωζώνης έχουν εξαντλήσει τη δυνατότητα φθηνής χρηματοδότησης που τους έδωσε η εισαγωγή του ευρώ. Αυτή ήταν και η ουσιώδης στρέβλωση την οποία εισήγαγε το κοινό νόμισμα. Δηλαδή, ότι μια χώρα μπορούσε επί χρόνια να έχει εμπορικά ελλείμματα (όπως η Ελλάδα) και αυτό να μην αντανακλάται ούτε στην ισοτιμία του νομίσματός της (αφού πλέον είχε νόμισμα το ευρώ), ούτε στα επιτόκια δανεισμού της (τα οποία ήταν υπερβολικά χαμηλά). Σε αυτό το πλαίσιο η γερμανική (κυρίως) βιομηχανία είχε τη δυνατότητα να πωλεί τα προϊόντα της χωρίς (συναλλαγματικούς και δασμικούς) φραγμούς. Αντίστοιχα χώρες όπως εκείνες του ευρωπαϊκού Νότου μπορούσαν μέσα από τους μηχανισμούς του ευρώ να λαμβάνουν τα δανεικά που χρειάζονταν για να καταναλώνουν. Όταν αυτή η διαδικασία έφτασε στα όριά της, πολλές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (με χειρότερη την περίπτωση της Ελλάδας) βρέθηκαν με τις παραγωγικές τους δυνατότητες συρρικνωμένες και με την υποχρέωση να προχωρήσουν σε μια απότομη προσαρμογή. Έκτοτε έχει εγκαθιδρυθεί μια περίοδος οικονομικής στασιμότητας, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στη συγκρατημένη νομισματική πολιτική που υπαγορεύει η Γερμανία. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μεταφράζονται πλέον και σε πολιτικό επίπεδο οι οικονομικοί συσχετισμοί.
Παραστατικό χρήμα εναντίον κραχ
Το 2009 αποφύγαμε την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση επειδή οι κεντρικές τράπεζες (και κυρίως η αμερικανική Fed) διοχέτευσαν συντονισμένα άφθονη και φθηνή ρευστότητα στο παγκόσμιο σύστημα. Συγκριμένα μηδένισαν τα επιτόκια τους και «τύπωσαν» τεράστιες ποσότητες χρήματος, τις οποίες «έριξαν» στην αγορά. Έτσι απέφυγαν το οικονομικό έμφραγμα, το οποίο σε περιόδους κρίσεων προκαλείται από τις αλυσιδωτές χρεοκοπίες των δανειοληπτών και από την απροθυμία των επενδυτών να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους εν όψει ενός καθοδικού σπιράλ ζήτησης και προσφοράς.
Υπό αυτή την έννοια η παγκόσμια οικονομία παρέμεινε σφριγηλή επειδή της έδωσαν αναβολικά. Όλοι όμως έχουν πλέον εθιστεί σε αυτά: Για να συνεχίζουν οι ΗΠΑ να καταναλώνουν, θα πρέπει να τυπώνουν χρήμα. Αντίστοιχα για να συνεχίζουν οι παραγωγοί να πωλούν τα προϊόντα τους, θα πρέπει οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την αγοραστική τους δύναμη. Άρα θα πρέπει πάλι να συνεχίσουν να τυπώνουν χρήμα. Έως πότε όμως μπορεί να συνεχιστεί αυτό;
Ζούμε στις παραμονές μιας παγκόσμιας κρίσης;
Σήμερα είναι πιθανόν να έχουμε μπροστά μας τον επόμενο γύρο της παγκόσμιας κρίσης καθώς τα περισσότερα από τα χρηματοοικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν μετά το 2009 φαίνεται να έχουν εξαντλήσει τα όρια τους. Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να αποσύρουν την τεράστια ρευστότητα την οποία έχουν διοχετεύσει. Δεν μπορούν όμως και να διοχετεύσουν άλλη.
Το ζητούμενο από την παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών ήταν η δημιουργία ενός ελεγχόμενου πληθωρισμού, ο οποίος θα απαξίωνε τα παλαιά χρέη. Σε αυτό το πλαίσιο η αμερικάνικη Fed άρχισε από τα τέλη του 2016 να αυξάνει πάλι το κόστος χρήματος. Οι αγορές όμως φαίνεται να έχουν εθιστεί στα μηδενικά επιτόκια. Έτσι οι καμπύλες αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων ήδη υποδηλώνουν ότι κάπου εδώ ολοκληρώνονται οι αυξήσεις επιτοκίων και επίκειται ένας νέος γύρος μείωσης τους. Δηλαδή αναμένεται μια νέα οικονομική κάμψη. Για τα επιτόκια του ευρώ δεν μπορεί φυσικά να γίνει λόγος. Παραμένουν σε μηδενικές τιμές, αφού υπό τις συνθήκες στασιμότητας που επικρατούν στην Ευρώπη, είναι πρακτικά αδύνατο να αυξηθούν, χωρίς να οδηγήσουν σε ύφεση.
Παράλληλα με τους περιορισμούς στη νομισματική πολιτική είναι σαφές ότι η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει. Μεγάλο μέρος της μελλοντικής ζήτησης έχει ήδη μεταφερθεί στο παρόν. Έτσι η δυνατότητα να ενισχυθεί η οικονομία μέσω της πιστωτικής επέκτασης είναι και αυτή περιορισμένη. Όλα αυτά φαίνεται να προεξοφλούν και τα διεθνή χρηματιστήρια τα οποία ήδη από το 2018 άρχισαν να παρουσιάζουν σημάδια κόπωσης.
Τί θα κάνει η Ελλάδα;
Το πότε θα εμφανιστεί μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, ποιά ένταση θα έχει και ποιά μορφή, είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε σήμερα με αρκετή βεβαιότητα, είναι ότι λόγω των συσσωρευμένων στρεβλώσεων, το παγκόσμιο σύστημα εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Υπό τη σκιά αυτών των κινδύνων, το μεγάλο ερώτημα για την Ελλάδα είναι το εξής: το ελληνικό πολιτικό προσωπικό που άφησε τη χώρα να χρεωκοπήσει, που εν συνεχεία σπατάλησε μια δεκαετία χωρίς να παρουσιάσει ένα εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασύνταξης, και το οποίο στη χειρότερη εκδοχή του (που είναι η σημερινή κυβέρνηση) ανακυκλώνει τις πρακτικές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, έχει άραγε υπ’ όψιν του ότι στον δρόμο της χώρας μπορεί να βρεθεί το παγόβουνο μιας παγκόσμιας κρίσης; Η οποία μπορεί μάλιστα να μην είναι μόνο οικονομική; Αντιλαμβάνεται ότι σε αυτή την κρίση η χώρα θα εισέλθει χωρίς εφεδρείες και αντοχές; Τι θα κάνει άραγε το εγχώριο πολιτικό προσωπικό τότε; Θα μας ζητήσει να προσαρμοστούμε στην σκληρή πραγματικότητα, την οποία προετοιμάζει η σημερινή του αβελτηρία; Ας σκεφτούμε αυτά τα ερωτήματα προτού να είναι αργά.