Μετά τη μυστική σύσκεψη της 3ης Απριλίου, υπό την αιγίδα του ιδρύματος Friedrich-Elbert-Siftung του SPD, όπου οι παρόντες ανέλυσαν τους κινδύνους, αλλά και τις μεθοδεύσεις αποφυγής της εξάπλωσης των «ακραίων», κατ’ αυτούς, πολιτικών κομμάτων, στις ελληνικές ευρωεκλογές, έπεται και συνέχεια.
Η συνέχεια έρχεται, πάντοτε , από πλευράς Γερμανίας.
Τη συνέχεια ανέλαβε ο Γερμανός πρέσβης, στα πλαίσια συνάντησής του, στις 16 τρεχ., με φοιτητές γερμανικών σπουδών. Παρότι το θέμα της συνάντησης ήταν οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις, ο κ. Κίντλ αξιοποίησε την ευκαιρία για να προειδοποιήσει τους Έλληνες φοιτητές, σχετικά με τους κινδύνους, που εμφανίζει η τυχόν ψήφιση, στις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές, «ακραίων κομμάτων». Ο κ. πρέσβης θεώρησε περιττό να επεκταθεί στους λόγους της επικινδυνότητας αυτών των κομμάτων, καθώς τους εξέλαβε ως ευρέως γνωστούς.
Οι έξωθεν αυτές παρεμβάσεις δημιουργούν εύλογα ερωτήματα:
*Καταρχήν, διερωτάται κανείς αν, στις παραμονές ευρωεκλογών, εμπίπτουν στις εν γένει απαιτήσεις της δημοκρατίας, προσπάθειες επηρεασμού των ψηφοφόρων, σχετικά με το τι δεν πρέπει να ψηφίσουν (και κατ’αντιδιαστολή με το τι πρέπει). Τοσούτω μάλλον, που οι παραινέσεις αυτές δεν προέρχονται από συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα (που, ενδεχομένως, θα είχαν κάποιες δικαιολογίες), αλλά από εκπρόσωπο ξένης χώρας, η οποία θεωρεί δικαίωμά της να παρεμβαίνει και να προσπαθεί να επηρεάσει το δικό μας εκλογικό αποτέλεσμα.
*Κατά δεύτερο λόγο, τίθεται το ερώτημα για το τι ακριβώς επιδιώκουν αυτού του είδους οι παρεμβάσεις, υπέρ και κατά ελληνικών πολιτικών κομμάτων, που απευθύνονται και στη νεολαία, και που εκτοξεύονται από εκπρόσωπο ξένης χώρας, που προφανώς δεν εκφράζει προσωπικές του απόψεις.
*Οι παρεμβάσεις αυτές, που αποκτούν, ήδη, σωρευτικό χαρακτήρα, και που αποβλέπουν στη χειραγώγηση του εκλογικού αποτελέσματος στη χώρα μας, ερωτάται ποιους ευνοούν και εναντίον ποίων ακριβώς στρέφονται;
Τα ερωτήματα μοιάζουν με άλυτες εξισώσεις.
Έκπληξη, επιπλέον, προκαλεί το γεγονός της ανυπαρξίας αντίδρασης της ελληνικής Κυβέρνησης στις απανωτές, αλλά προς την ίδια κατεύθυνση, παρεμβάσεις ξένης δύναμης, στην εθνική της κυριαρχία. Ότι, αυτές οι προσπάθειες είναι, σίγουρα, αντιδημοκρατικές, ουδείς φυσικά αμφιβάλλει. Ανεξήγητο, επίσης παραμένει και το γεγονός ότι δεν παρενέβη ούτε η ΕΕ, ιδιαιτέρως ευαίσθητη σε ανάλογες περιπτώσεις, προκειμένου να καυτηριάσει και να αποτρέψει αυτές τις εμφανώς ανορθόδοξες μεθοδεύσεις.
Η Ευρώπη στη δίνη λαϊκίστικων, μη συστημικών, «ακροδεξιών» κομμάτων
Οι συχνά σπασμωδικές παρεμβάσεις, στην πορεία προς τις ευρωεκλογές εξηγούνται, ωστόσο, από τις πανικόβλητες παραδοσιακές κυβερνήσεις, ενόσω παρακολουθούν τη ραγδαία επέκταση στην Ευρώπη και στην υφήλιο, των νέων πολιτικών κομμάτων.
Πράγματι, στο διάστημα των τελευταίων 20 περίπου ετών, έκαναν την εμφάνισή τους νέα πολιτικά κόμματα με χαρακτηριστικά που διαφέρουν ουσιαστικά των αντίστοιχων παραδοσιακών, δεξιών, κεντρώων και αριστερών. Τα νέα αυτά κόμματα εκτοπίζουν σταδιακά τις παραδοσιακές κυβερνήσεις.
Η γένεση τους αποτελεί την αντίδραση στα δεινά που σώρευσε η παγκοσμιοποίηση, στη μεσαία και στη χαμηλή κοινωνική τάξη, και απέναντι στα οποία τα συστημικά κόμματα παρέμειναν αδρανή.
Τα νέα αυτά κόμματα στρέφονται γενικά εναντίον της παγκοσμιοποίησης, εναντίον της αέναης λιτότητας και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, εναντίον της ελίτ, που θεωρούν διεφθαρμένη. Αναμένουν από το παρεμβατικό κράτος, να υλοποιήσει ανακατανομή των εισοδημάτων και γενικώς είναι υπέρ του κράτους-έθνους και των παραδοσιακών αξιών της ζωής. Το σημαντικό είναι ότι τα νεοσύστατα αυτά κόμματα υπόσχονται να κάνουν όλα όσα είχαν αναλάβει και δεν υλοποίησαν τα συστημικά κόμματα..
Ήδη 15 από τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ έχουν μη συστημικά κόμματα, με τις αρχές των οποίων συμφωνεί τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού τους. Έτσι, ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, όχι μόνο βρίσκονται κοντά στα βήματα της Ουγγαρίας και μέχρι προ τινός και της Πολωνίας, αλλά επιπλέον και αντιμετωπίζουν για αργότερα την πιθανότητα εξόδου τους από την ΕΕ και από το ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούν να ερμηνευτούν οι χαρακτηρισμοί, που εκτοξεύουν αδιακρίτως οι παραδοσιακές κυβερνήσεις, εναντίον τους, μεταξύ των οποίων και του “ακροδεξιού”, του “λαϊκίστικου”, του “συντηρητικού”, του “μη προοδευτικού”, του “καθυστερημένου”. Και αυτοί οι χαρακτηρισμοί αποσκοπούν στο χλευασμό, στον υποβιβασμό, στη γελοιοποίηση ή, ακόμη, και στην επισήμανση της δήθεν επικινδυνότητας, για τη δημοκρατία, αυτών των νέων και ανερχόμενων πολιτικών κομμάτων. Να υπενθυμίσω εδώ ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι πολύ του συρμού, στις μέρες μας, για πολλές περιπτώσεις, και όπως είναι γνωστό χρησιμοποιήθηκαν, κατά κόρον, την περίοδο ξεπουλήματος του ονόματος της Μακεδονίας.
Η ΕΕ, συνεπώς, διανύει μια εξαιρετικά δυσχερή περίοδο, καθώς στις πάγιες ανεπάρκειες της λειτουργίας και των συχνά απογοητευτικών της επιλογών, προστίθενται και άκρως επικίνδυνες, για την υπόστασή της, ανατροπές, σε επίπεδο εθνικό όσο και διεθνές. Ιδιαίτερα τώρα, που η αναίτια συνέχιση του απάνθρωπου πολέμου, εναντίον της Ουκρανίας, συσσωρεύει δυσεπίλυτα προβλήματα στην Ευρώπη, ενώ αντιθέτως ευνοεί ποικιλοτρόπως τη Ρωσία.
Να δικαιολογεί άραγε ο ευρωπαϊκός αυτός πανικός, απέναντι στη ραγδαία επέκταση των λαικιστικων πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη, τις αήθεις γερμανικές παρεμβάσεις στην έκβαση των προσεχών ευρωεκλογών, στην Ελλάδα; Και, ακόμη, να είναι άραγε σε θέση να ερμηνεύσει την έλλειψη αντιδράσεων της ΕΕ και της Κυβέρνησής μας εναντίον τους;