Του ‘Αλκη Καλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected], www.kalkis.eu
Εδώ και δεκαετίες, από δημιουργίας ίσως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάμπολλοι πολιτικάντηδες όλων των βαθμίδων (πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, περιφερειάρχες, δήμαρχοι και πάει λέγοντας) μας έχουν συνηθίσει, για να μη πω κουράσει, να μας παριστάνουν τους επιδέξιους και πανούργους διαπραγματευτές στις Βρυξέλλες. Αρκεί να είναι αυτοί στα πράγματα κι όχι οι πολιτικοί αντίπαλοί τους φυσικά. Τηρουμένων δε των υφιστάμενων συσχετισμών στα κέντρα εξουσίας, παρόλο ότι οι άνδρες «δεξιοτέχνες» υπερτερούν αριθμητικά σε σχέση με τις γυναίκες πολιτικούς, και οι τελευταίες τον ίδιο μύθο επικαλούνται έναντι των χορτοφάγων ψηφοφόρων τους.
Ήτοι, «αν αυτοί ή αυτές ήταν στη θέση του Διαπραγματευτή στις Βρυξέλλες, η χώρα, η περιφέρεια, ο δήμος, ο φορέας, κλπ θα είχαν επιτύχει περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα» από τον πολιτικό τους ανταγωνιστή, προς όφελος του «Λαού» τους.
Δεν επιχειρώ βέβαια εδώ να ισχυριστώ ότι όλοι και όλες τους είναι ίδιοι κι ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν μεταξύ τους σημαντικές διαφορές διαπραγματευτικής επιδεξιότητας. Όπως π.χ. η νεοελληνική μας ιστορία μας δίδαξε ότι ένας ήταν αυτός που μεγάλωσε την Ελλάδα, αξιοποιώντας τις διεθνείς του διασυνδέσεις και τις έξυπνες συμμαχίες της χώρας μας. Κι αυτός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ένας μας έβαλε στην τότε ΕΟΚ, κι αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ένας έβαλε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα στο τρισκατάρατο (για τους αντιμνημονιακούς) ευρώ. Ο Κώστας Σημίτης.
Όμως ζήσαμε πρόσφατα τα τελευταία τέσσερα εμβληματικά παραδείγματα (τα οποία φυσικά δεν είναι τα μόνα) διαπραγματευτικής μυθοπλασίας των οποίων ο κοινός παρονομαστής ήταν η προεκλογική ψηφοθηρία και μόνο των εκφραστών της, δίχως να έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Το 1ο είναι η προς απόδειξη διαπραγματευτική δεινότητα της Theresa Mey για την οποία ζήτησε αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και έλαβε μειωμένη, πριν λίγες μέρες. Την αναμένει στις Βρυξέλλες το πολυμελές εξειδικευμένο υπηρεσιακό επιτελείο του ορισθέντος, από τους 27, αρμοδίου Επιτρόπου Michel Barnier για να αρχίσουν στις 19 Ιουνίου οι διαπραγματεύσεις διαζυγίου, συναινετικού ή συγκρουσιακού, της Μεγάλης Βρετανίας. Κι όλοι γνωρίζουμε από τη ζωή πως κάθε διαζύγιο, ακόμα και το πιο συναινετικό, έχει κόστος για αυτόν που το ζητάει. Πώς λοιπόν το βρετανικό διαζύγιο θα είναι επικερδές (γράφτηκε στον τύπο ανεπισήμως ότι θα στοιχίσει περί τα 60 δις ευρώ) για τον βρετανικό Λαό τον οποίο κορόιδεψαν η ίδια η Mey και ο Cameron για ψηφοθηρικούς λόγους και τον παρέσυραν στο δημοψήφισμα του Brexit ; Θα περιμένουμε δύο χρόνια να δούμε λοιπόν το σύνολο των όποιων θετικών ή αρνητικών του επιπτώσεων, δίχως να αποκλείουμε και το αδιέξοδο σε αυτό.
Η υποτιθέμενη βαρουφάκεια διαπραγματευτική πανουργία της θεωρίας του ντόμινο, που την έμαθε και η τελευταία ελληνίδα τηλεθεάτρια, σε συνδυασμό με τον επαρχιώτικο αριστερο δεξιόστροφο τσαμπουκά του Αλέξη Τσίπρα μας οδήγησαν, ως γνωστόν, στο 4ο Μνημόνιο, αντί για την έξοδό μας από αυτό «με έναν νόμο και ένα άρθρο», με την «μονομερή διαγραφή του ελληνικού χρέους» και με την «αλλαγή της κοινοτικής ρότας προς προοδευτική κατεύθυνση με μπροστάρη μάλιστα την Ελλάδα της ελπίδας». Και εκεί που στις Βρυξέλλες «θα έβαζαν κάτω τα μολύβια» και μόνο με την παρουσία του λαοπρόβλητου Πρωθυπουργού μας και το υπερήφανο ΟΧΙ μας στο δημοψήφισμα του 2015, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είμαστε σίγουροι ούτε καν για το αν θα πάρουμε «τη δόση μας», ως αθεράπευτοι τοξικομανείς δανειολήπτες, από τους «τοκογλύφους» μας. Και τούτο διότι απεδείχθη περίτρανα ότι δεν υπήρχε ανέξοδος επαναστατικός δρόμος εξόδου μας από την κρίση, μοιράζοντας λεφτά από αυτά που δεν είχαμε.
Η περίπτωση της Marine Le Pin συνιστά ένα άλλο παράδειγμα θηλυκού γένους διαπραγματευτικής παραμυθίας εξόδου της Γαλλίας από το ευρώ. Του κλεισίματος των οικονομικών και φυσικών συνόρων της στο όνομα του γαλλικού οικονομικού Πατριωτισμού και ιστορικού της Μεγαλείου. Όταν όμως, στο προεκλογικό débat με τον Emmanouel Macron, την ρώτησαν οι δυο Γάλλοι δημοσιογράφοι πώς θα αντικαταστήσει το ευρώ στην πράξη, δίχως να πληγούν τα συμφέροντα των συμπατριωτών της, απάντησε : «με την επιστροφή στο γαλλικό φράγκο για τις εσωτερικές συναλλαγές και με την ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα (την ECU) για τις διεθνείς συναλλαγές»! «Εισπράττοντας» άμεσα μια απώλεια ψηφοφόρων της περί το 7% για γνωσιολογική ανεπάρκεια, το χάσιμο του πόστου της Προεδρίας, έναν τωρινό διχασμό στο κόμμα της επί αυτού το σοβαρού θέματος και μια προοπτική συρρικνωμένης κοινοβουλευτικής παρουσίας (το ποσοστό της έχει κατρακυλήσει από το 34% που πήρε στις προεδρικές εκλογές), αντί της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αναφορικά δε τέλος με τον Jean–Luc Mélenchon, πρώην φίλο του Πρωθυπουργού μας και νυν της Ζωής Κωνσταντοπούλου, διαβάζουμε στην προχθεσινή εφημερίδα Liberation (Rachid Laïreche) το χαρακτηριστικό απόσπασμα : «Μετά την απόκτηση σχεδόν το 20% των ψήφων για την προεδρία, ο ηγέτης της Ανυπότακτης Γαλλίας ανέκτησε την χολερική εικόνα του, χάνοντας ψηφοφόρους καθοδόν» προς τις βουλευτικές εκλογές. Άλλος ένας πολιτικάντης που θα απαιτούσε από τις Βρυξέλλες, ως Ανυπότακτος αριστερός, την αλλαγή των συνθηκών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς όφελος της εργατικής τάξης φυσικά. Προοπτική συρρικνωμένης κοινοβουλευτικής παρουσίας του έδιναν και αυτού, μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι γαλλικές δημοσκοπήσεις.
Συμπερασματικά : η διαπραγματευτική αλήθεια λέει ότι με την επίδειξη ρητορικών γενικοτήτων δεν κερδίζονται οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες. Ούτε με αριστερο δεξιές κορώνες, φωνασκίες και ύβρεις. Πώς κερδίζονται ;
@ Με ανθρώπινη σύνεση και διαχρονικές συμμαχίες.
@ Με συγκεκριμένο και καινοτομικό σχέδιο με άξονες και ακριβή μέτρα που να υπηρετούν εγκεκριμένες κοινοτικές πολιτικές.
@ Με πρόβλεψη συγκεκριμένων πόρων χρηματοδότησης του εν λόγω σχεδίου καθώς και των κατάλληλων τεχνικών εργαλείων υλοποίησής του.
@ Με μετρήσιμα ποσοτικά και ποιοτικά αναμενόμενα αποτελέσματα και παραδοτέα του σχεδίου που δεν θα πλήττουν το περιβάλλον και την εδαφική και κοινωνική συνοχή.
@ Με πρόβλεψη για την καθοδόν και εκ των υστέρων αξιολόγηση του σχεδίου, έσωθεν και έξωθεν. Η αξιολόγηση δεν είναι εθνική ντροπή, όπως θέλουν να μας την παρουσιάζουν οι αντιμνημονιακοί. Είναι ο θεμέλιος λίθος της αξιοπιστίας μας.
Τα παραπάνω 4 πολιτικάντικα μούσκουλα δεν συνιστούν φυσικά την επιδέξια διαπραγματευτική γραμμή πλεύσης στις Βρυξέλλες. Είναι η συνταγή της αποτυχίας.