Οι κινήσεις του Ερντογάν, η «εισβολή» στα Βαρώσια και οι τουρκικές «ντρίμπλες» περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών
Η κίνηση του «πιλοτικού» ανοίγματος της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου (Βαρώσι) από το κατοχικό καθεστώς της Βόρειας Κύπρου κατά τη διάρκεια της «μαύρης επετείου» του πρώτου Αττίλα – παρουσία του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ξεκαθάρισε ότι για την Αγκυρα το Κυπριακό είναι σαφώς άλλο ζήτημα από τον στενό πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η τουρκική πλευρά έχει ξεκάθαρα αποτυπώσει τον σχεδιασμό της για όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και πέραν αυτής. Αυτός δεν περιορίζεται στο ζήτημα των υδρογονανθράκων και της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, όπως αφελώς επιμένουν να πιστεύουν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες με φιλοδοξία διαμεσολάβησης με σκοπό την αποκλιμάκωση, π.χ. η Γερμανία ή η Ισπανία. Η Κύπρος συνιστά, σήμερα ίσως πολύ περισσότερο από την κεμαλική περίοδο, κομβικό γρανάζι στην εκδίπλωση μιας σαφώς αναθεωρητικής στρατηγικής εκ μέρους της Αγκυρας με αρχικό χρονικό ορίζοντα την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας το 1923, η οποία συμπληρώνεται σε δύο χρόνια από σήμερα, το 2023. Από την άποψη αυτή, σημειώνουν έμπειροι παρατηρητές των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο «Βήμα», η Κύπρος πρέπει να ελεγχθεί πολιτικά, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό πρέπει να γίνει απαραίτητα μέσω μιας λύσης δύο κρατών. Εκτιμάται δε ότι η συνομοσπονδία ίσως ευνοεί καλύτερα τους τουρκικούς σχεδιασμούς.
Οι ανησυχίες της Αθήνας
Ωστόσο, όπως «Το Βήμα» πληροφορείται, οι ανησυχίες της Αθήνας δεν περιορίζονται στο Κυπριακό. Ούτως ή άλλως – και παρά ορισμένες ρητορικές εξάρσεις για την τακτική επιδίωξης ενός «ήσυχου θέρους» που εκτοξεύτηκαν και διά στόματος του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά – ουδείς εκ των εμπλεκομένων στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με πρώτο τον Πρωθυπουργό) διακατεχόταν από αφέλεια για την τουρκική συμπεριφορά. Η πλέον πρόσφατη ανησυχία προκύπτει από την τελευταία επιστολή που κατέθεσε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Εθνη Φεριντούν Σινιρλίογλου. Η ευθεία κατηγορία που εξαπέλυσε ο τούρκος διπλωμάτης ότι η Ελλάδα παραβιάζει καθαρά τους όρους αποστρατιωτικοποίησης που προβλέπουν, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, οι Συνθήκες Ειρήνης της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947) επαναφέρει πιο δυναμικά από ποτέ στο προσκήνιο τη θεωρία της Άγκυρας ότι η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων έγινε υπό όρους. Η δε απάντηση σε μια τέτοια επιστολή δεν μπορεί να είναι στείρα νομική, αλλά να συνδυάζει νομικά και πολιτικά επιχειρήματα.
Το Κυπριακό σε στενωπό
Η κατάσταση σήμερα στο Κυπριακό είναι πολύ θολή και η συνάντηση των Κυριάκου Μητσοτάκη και Νίκου Αναστασιάδη την προσεχή Τρίτη στην Αθήνα (επί τη αφορμή και της τριμερούς συνάντησης Ελλάδας – Κύπρου – Ιορδανίας) ίσως βοηθήσει να τεθούν ορισμένα ζητήματα επί τάπητος. Η εικόνα δεν περιορίζεται όμως στο τρίγωνο Αθήνα – Λευκωσία – Άγκυρα. Εμμέσως εμπλέκονται και τρίτοι παίκτες, με βασικότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα δεν είναι καλές, αλλά την ίδια στιγμή οι Αμερικανοί «ψάχνονται» απέναντί της. Με το βλέμμα στραμμένο στην Κίνα, αναζητούν τρόπο να κλείσουν μέτωπα ώστε να έχουν ηρεμία να διαχειριστούν την πρόκληση εξ Ανατολών. Το έκαναν με τη συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν στη Γενεύη, τη συνάντηση Μπάιντεν – Μέρκελ για τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream II και την Ουκρανία, το πράττουν με την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν. Αυτό το τελευταίο μέτωπο επιδιώκει να εκμεταλλευτεί ο κ. Ερντογάν, όχι επειδή επιθυμεί απαραίτητα να επιστρέψουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε προηγούμενες εποχές, αλλά για να κινηθεί απερίσπαστος προς τις προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για το 2023.
Αυτή τη στιγμή όλα δείχνουν αδιέξοδο. Η Αθήνα και η Λευκωσία βρίσκουν ευήκοα ώτα στην Ουάσιγκτον χάρη κυρίως στη δυναμική προσωπικότητα του επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ. Είναι όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες έτοιμες να αναλάβουν το κόστος μιας διευθέτησης του Κυπριακού και να εμπλακούν ενεργά; Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει, όπως μαρτυρούν διπλωματικές πηγές στην Αθήνα και στην Ουάσιγκτον. Το βασικό «αγκάθι» στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας παραμένουν οι S-400, όχι το Κυπριακό ή τα ελληνοτουρκικά.
Την ίδια ώρα, η Άγκυρα παραμένει συνεπής στη δημιουργία τετελεσμένων επί του εδάφους και το άνοιγμα του 3,5% των Βαρωσίων εντάσσεται σε αυτή τη στρατηγική. Αν γίνουν μαζικές προσφυγές από Ελληνοκυπρίους προς την Επιτροπή Αποζημιώσεων των Κατεχομένων (η οποία, σημειωτέον, έχει αναγνωριστεί ως ένδικο μέσο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΕΔΑΔ), οι συνθήκες θα αλλάξουν. Ίσως τότε ανοίξει όλη η περίκλειστη πόλη και ο «φάκελος: Εδαφικό» κλείσει οριστικά εν όψει μελλοντικών διαπραγματεύσεων.
Τα επόμενα βήματα
Τα περιθώρια ελιγμών είναι στενά. Η έκδοση Προεδρικής Δήλωσης από τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Γαλλίας στον ΟΗΕ Νικολά ντε Ριβιέ, ο οποίος προεδρεύει αυτή την περίοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει τη σημασία της, καθώς χρειάστηκε ευρεία διπλωματική κινητοποίηση, με σειρά τηλεφωνημάτων και επαφών, των Νίκου Δένδια και Νίκου Χριστοδουλίδη, αλλά και στήριξη από τις ΗΠΑ (ο Αντονι Μπλίνκεν «έριξε το βάρος του» όταν χρειάστηκε), εφόσον το Λονδίνο (που διατηρεί τη θέση του «penholder» σχετικά με το Κυπριακό) δεν εμφανιζόταν διατεθειμένο να εντάξει στο κείμενο της δήλωσης αναφορές σε καταδίκη όσων συνέβησαν στα Βαρώσια και στην υπόδειξη των υπευθύνων, δηλαδή Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός θα ήταν μάλλον υπερβολικός, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί και άλλη δήλωση σχετικά με τις τουρκικές κινήσεις για τα Βαρώσια, τον Οκτώβριο του 2020, η οποία δεν αποθάρρυνε την Άγκυρα. Η επόμενη μάχη θα αφορά την Έκθεση του Γενικού Γραμματέα για την ανανέωση της θητείας της UNFICYP.
Η γερμανική απροθυμία και οι ρωσικές ιδέες
Από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) οι προσδοκίες είναι περιορισμένες. Οι γνώστες του παρασκηνίου των τελευταίων ημερών τόνιζαν προς «Το Βήμα» ότι η γερμανική Καγκελαρία (όπου την… μπαγκέτα στο θέμα αυτό κρατά ο διπλωματικός σύμβουλος της Ανγκελα Μέρκελ, ο Γιαν Χέκερ) δεν επιθυμεί επ’ ουδενί – και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο – να ανοίξει πάλι η «υπόθεση Τουρκία». Αυτό θέτει και τα περιθώρια κινήσεων ανθρώπων όπως ο Ζοζέπ Μπορέλ, αν υποθέσουμε ότι ο ύπατος εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική ήθελε να κινηθεί δυναμικότερα. Οι τελευταίες πληροφορίες μιλούσαν για πιθανή σύγκληση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων μέσω τηλεδιάσκεψης και όχι με φυσική παρουσία, άρα ανάλωση σε γενική συζήτηση. Οι δε ρωσικές ιδέες περί αντικατάστασης του σημερινού συστήματος εγγυήσεων στην Κύπρο από ένα άλλο στο πλαίσιο του ΟΗΕ συνιστούν εύσχημο τρόπο ώστε να αποκτήσει η Μόσχα ευρύτερο ρόλο στην περιοχή.
Το μείζον ερώτημα αφορά τα επόμενα βήματα στο Κυπριακό. Καθώς οι Τουρκοκύπριοι εμμένουν στη λύση των δύο κρατών επί τη βάσει του εγγράφου που κατέθεσαν στην άτυπη πενταμερή διάσκεψη της Γενεύης, πρόοδος θα υπάρξει πολύ δύσκολα. Το Λονδίνο συνεχίζει τον παρασκηνιακό του ρόλο και ο Αζάι Σάρμα, ο «άνθρωπος του Foreign Office» για το Κυπριακό, βρέθηκε πάλι στο νησί τις προηγούμενες ημέρες για συναντήσεις με τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με πληροφορίες, φέρεται να επιδίωκε την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των Νίκου Αναστασιάδη και Ερσίν Τατάρ, αλλά η Λευκωσία θα έβλεπε με πιο θετικό μάτι την καταγραφή σε ένα έγγραφο των αιτημάτων κάθε πλευράς πέραν όσων περιέχονται στο Πλαίσιο Γκουτέρες που προέκυψε από το Κραν Μοντανά το 2017. Αυτό ίσως επέτρεπε να δημιουργηθούν ζεύγη θεμάτων και κάποιου είδους «πάρε-δώσε». Τόσο όμως η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Κύπρο όσο και οι τουρκικές επιδιώξεις δεν αφήνουν ουσιαστικά περιθώρια αισιοδοξίας και η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία στην οποία οι περισσότεροι ομνύουν μοιάζει αυτή τη στιγμή ημιθανής.
Οι επιστολές Σινιρλίογλου
Η επιστολή Σινιρλίογλου της 13ης Ιουλίου – σε συνδυασμό με την αμέσως προηγούμενη της 15ης Ιουνίου – θέτουν το συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο επιθυμεί να κινηθεί η Άγκυρα και στις διερευνητικές επαφές (ο επόμενος γύρος των οποίων βρίσκεται «στον αέρα»), «ροκανίζοντας» ακόμη και συναινέσεις που είχαν στο παρελθόν συμφωνηθεί αναφορικά με τον οδικό χάρτη προς τη διαπραγμάτευση ενός συνυποσχετικού. Η βασική επιδίωξη είναι η διεύρυνση της ατζέντας με θέματα που υπερβαίνουν την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Τα θέματα αυτά δεν είναι άγνωστα, αλλά αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η περιγραφή των τουρκικών αιτιάσεων υπήρξε σαφής ήδη από την αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» εν όψει της πρόσφατης επίσκεψής του στην Ελλάδα ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Οι προθέσεις της Αγκύρας δεν έχουν περάσει απαρατήρητες ούτε στο Μέγαρο Μαξίμου ούτε στο υπουργείο Εξωτερικών, ενώ κινούνται σε δύο άξονες.
Από τη μια πλευρά, η Τουρκία διαμηνύει ότι δεν είναι αντίθετη στην προσφυγή σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο για τις διαφορές με την Ελλάδα. Από την άλλη, όμως, εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για την ύπαρξη των ισχυρών ελληνικών επιφυλάξεων σχετικά με την αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ), οι οποίες επικαιροποιήθηκαν με δήλωση που κατέθεσε τον Ιανουάριο του 2015 στον ΟΗΕ η Αθήνα, επί υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου. Οι ελληνικές επιφυλάξεις αφορούν α) διαφορές σχετικές με στρατιωτικές δραστηριότητες και με μέτρα για την προάσπιση της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ασφάλειας και για σκοπούς εθνικής άμυνας και β) διαφορές σχετικές με τα σύνορα και με την εδαφική ακεραιότητα (όπως τα όρια και το εύρος των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου).
«Κυριαρχία υπό όρους», το νέο παιχνίδι της Αγκυρας
Η προσεκτική μελέτη των πρόσφατων επιστολών του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ μιλά από μόνη της. Σε αυτή της 13ης Ιουλίου δηλώνει ξεκάθαρα ότι «η Ελλάδα παραβιάζει βασικές προβλέψεις των Συνθηκών με βάση τις οποίες απέκτησε κυριαρχία επί αυτών των νησιών (σ.σ. της Λωζάννης και των Παρισίων), το οποίο, από νομικής απόψεως, σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί, έναντι της Τουρκίας, να βασίζεται στους τίτλους κυριαρχίας για τη χάραξη θαλασσίων ορίων. Αυτό συμβαίνει επειδή η Ελλάδα, έχοντας αποτύχει να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της βάσει των Συνθηκών, δεν μπορεί την ίδια στιγμή να αναγνωρίζεται ότι διατηρεί δικαιώματα που ισχυρίζεται ότι απορρέουν από αυτές». Η τουρκική επιχειρηματολογία εκκινεί από την «κυριαρχία υπό όρους» της Ελλάδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, όπου όρος είναι η αποστρατιωτικοποίηση. Εφόσον η Ελλάδα διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις στα νησιά, η κυριαρχία της τίθεται υπό αμφισβήτηση και μαζί με αυτήν τα δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες (ακόμη και σε χωρικά ύδατα).
Αναζητώντας βάση για τη νομική της επιχειρηματολογία, η Αγκυρα συγχέει διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάννης, όπως το άρθρο 12 που επιβεβαιώνει την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με το άρθρο 13 που ομιλεί για τη μερική αποστρατιωτικοποίηση Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας. Παράλληλα, και αναφορικά με το αρχικό καθεστώς πλήρους αποστρατιωτικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης (που προβλεπόταν από τα άρθρα 4 και 6 της Σύμβασης της Λωζάννης για τα Στενά), η Αγκυρα επιμένει να αρνείται ότι αυτό ήρθη μαζί με τον συνολικό επανεξοπλισμό των Στενών με τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936. Οσο για τα περί αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων, που προβλεπόταν από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, η Τουρκία ως μη συμβαλλόμενο μέρος δεν αντλεί δικαιώματα από αυτή (res inter alios acta). Ίσως για αυτό ο κ. Σινιρλίογλου ομιλεί για ευρύτερη απειλή για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια.
Στην επιστολή της 15ης Ιουνίου, ο κ. Σινιρλίογλου είχε προετοιμάσει το έδαφος για το επόμενο ζήτημα που ενοχλεί την Τουρκία, αυτό των ελληνικών επιφυλάξεων σε σχέση με το ΔΔΧ (σημειώνεται ότι το 2015 η Αθήνα κατέθεσε επιφύλαξη και στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας – UNCLOS – με την οποία εξαιρεί από τις δικαιοδοτικές διαδικασίες αυτής την επίλυση διαφορών για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών). Είναι εντυπωσιακό ότι ο κ. Σινιρλίογλου, προερχόμενος από μια χώρα που δεν έχει υπογράψει την UNCLOS, αφού επιτίθεται στην Ελλάδα για τη μονομερή προσφυγή της στο ΔΔΧ για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου τη δεκαετία του 1970, στη συνέχεια την κατηγορεί ότι εμποδίζει μέσω των επιφυλάξεών της να τεθούν υπό την κρίση του ΔΔΧ θέματα όπως τα χωρικά ύδατα, ο εθνικός εναέριος χώρος και η αποστρατιωτικοποίηση.