Οι εμπειρίες δύο γυναικών που επέλεξαν τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο έναντι των μεγάλων αστικών κέντρων αποτυπώνουν βιωματικά τα αίτια του δημογραφικού χάσματος που ολοένα και διευρύνεται
Έχει καταντήσει κλισέ. Σε κάθε δρομολόγιο επιστροφής, από το χωριό στην πόλη μετά το τέλος των διακοπών του Πάσχα, θα υπάρξει έστω και ένας που θα πει μετ’ αναστεναγμού: «Aπορώ γιατί γυρνάμε πίσω. Δεν μέναμε στο χωριό μας να ζήσουμε ωραία τη ζωή μας;». Η ρομαντική αυτή θέαση, βεβαίως, της ζωής στην ύπαιθρο απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα, γι αυτό και συνήθως αυτοί που διατυπώνουν παρόμοια ερωτήματα τα ξεχνούν το επόμενο μισάωρο και επιστρέφουν στην καθημερινότητά τους, η οποία κατά συντριπτική πλειοψηφία θα είναι είτε στην Αθήνα, είτε τη Θεσσαλονίκη. Και αυτό δεν το λέει η γράφουσα, αλλά τα δεδομένα που αποκαλύπτουν το μεγάλο δημογραφικό χάσμα μεταξύ αστικών κέντρων και υπαίθρου στη χώρα μας.
50% του πληθυσμού στο 2,9% της ελληνικής επικράτειας
Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ που ανέλυσε ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διατελέσας διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ), το 50% του πληθυσμού της χώρας μας είναι συγκεντρωμένο στο 2,9% της επιφάνειάς της, και 76 στους 100 κατοίκους διαμένουν πλέον στα αστικά κέντρα. Για να αντιληφθεί κανείς τη διαφορά με το παρελθόν, αρκεί να σημειωθεί ότι το 1951 ο αριθμός αυτός ήταν μόλις 36. Τα ηλικιακά δεδομένα είναι ακόμα πιο ανησυχητικά για το μέλλον της Περιφέρειας. «Στο 1/3 των δήμων έχουμε παραπάνω από δύο θανάτους ανα γέννηση. Οι δήμοι αυτοί είναι κυρίως στην ύπαιθρο, είναι ηπειρωτικοί, και ορεινοί ή ημι-ορεινοί. Στην Άρτα ή στην Ευρυτανία που είναι ο πιο γηρασμένος νομός της Ευρώπης, 4 στους 10 είναι πάνω από 65 ετών», δηλώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Όπως υπογραμμίζει, η κατάσταση σε κάποια μέρη είναι μη αναστρέψιμη. «Έχουμε δημοτικές ενότητες που μια γέννηση αντιστοιχεί σε 20 θανάτους. Τι περιμένετε να γίνει εκεί;», αναφέρει ο καθηγητής λέγοντας πως η κατάσταση που σκιαγραφεί οφείλεται στο μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης που ακολουθήθηκε μετά τον πόλεμο.
Γιατί εγκαταλείπουμε την επαρχία;
Στο πλαίσιο της ενασχόλησης του με το ζήτημα αυτό, το Ίδρυμα Χαίνριχ Μπελ στην Ελλάδα δημοσίευσε πρόσφατα τα αποτελέσματα μιας πανελλαδικής ποσοτικής δημοσκόπησης σχετικά με το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα, που διεξήγαγε τον περσινό Νοέμβριο σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Kapa Research.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 32% των ερωτηθέντων απάντησε πως ο τομέας που επιδρά περισσότερο αρνητικά στο δημογραφικό πρόβλημα της περιοχής τους είναι η τοπική οικονομία και η ανάπτυξη ενώ το 29% το μέλλον της περιοχής. Συγκεκριμένα στην ερώτηση ποιος είναι ο σημαντικότερος λόγος που ο πληθυσμός στην περιοχή τους μειώνεται, το 29% απάντησε ότι δεν υπάρχουν δουλειές που να προσφέρουν αξιοπρεπή διαβίωση, το 26% ότι δεν υπάρχουν προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, ενώ ένα 6% πως δεν υπάρχουν κατάλληλες υποδομές, όπως υγεία, παιδεία και δρόμοι. Για τους ερωτηθέντες που ζουν σε αγροτική περιοχή, το δημογραφικό θεωρείται μακράν το σημαντικότερο πρόβλημα, και έπειτα ακολουθεί η ακρίβεια, η ανεργία και οικονομικές δυσκολίες.
«Στην Ελλάδα, όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει πολύ μεγάλη υπερσυγκέντρωση, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, ευκαιριών, οικονομικής και πολιτική δύναμης. Το θεωρούμε δεδομένο, εμείς σκεφτήκαμε να δούμε πίσω από αυτό. Αυτή η έντονη ανισότητα και η ανισορροπία είναι ένα οριζόντιο θέμα που μας αφορά. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι είναι πάρα πολύ υποφωτισμένο στον δημόσιο διάλογο, ειδικά σε μία χρονιά που έχουμε εκλογές σε όλα τα επίπεδα», τονίζει μιλώντας στην «Κ» ο Μιχάλης Γουδής, διευθυντής του Ιδρύματος. Όπως αναφέρει, στην Ελλάδα το δημογραφικό συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με το διακύβευμα της αύξησης του πληθυσμού με απόλυτους αριθμούς, την ίδια στιγμή που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, τίθεται σαφώς στο πλαίσιο των εκλογών και της πράσινης ανάπτυξης το ζήτημα του πώς θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις ισότητας μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και της περιφέρειας.
Στη χώρα μας, η «επιστροφή στο χωριό» έγινε πράξη σε κάποιες περιπτώσει στη δεκαετία της κρίσης. Την περίοδο αυτή, είτε από τον αυτόχθονα πληθυσμό είτε από νέους που αποφάσισαν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους δημιουργήθηκαν ενδιαφέρουσας ιδέες και καινοτόμα πρότζεκτ που -μεταξύ άλλων- είχαν στόχο τη συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού μέσω της δημιουργίας εισοδήματος. Ούτε αυτά όμως, από μόνα τους φαίνεται να δίνουν λύσεις.
«Η κάθε διαδρομή ξεπερνάει τη μία ώρα»
Η Άσπα Τάγια εργαζεται σε ένα από αυτά τα εγχειρήματα, στο ημιορεινό χωριό Παλαιοβράχα της δυτικής Φθιώτιδας, στην πλαγιά του όρους Γουλινάς. Η 42χρονη γυναίκα απασχολείται στην κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση Παλιοβράχα που ίδρυσε με κάποιους ακόμα η οικογένειά της, με στόχο την πώληση τοπικών προϊόντων που καλλιεργούνται βιολογικά, αλλά και την ενδυνάμωση του χωριού. Παρά την καλή εξέλιξη της επιχείρησης, η οποία πριν από λίγες ημέρες έστειλε δείγματα προϊόντων για πρώτη φορά και στο εξωτερικό, η Άσπα είναι η μόνη από τα τρία της αδέλφια που ζει στο χωριό και ασχολείται με το πρότζεκτ αυτό. «Ο ένας γιος μου είναι τοπογράφος και ο άλλος είναι στρατιωτικός. Τι να κάτσουν να κάνουν εδώ;», λέει η μητέρα της, Πόπη Τάγια. Ακόμα και η Άσπα όμως, επέστρεψε μετά τις σπουδές της στο χωριό γιατί έτυχε να γνωρίσει εκεί τον τότε σύντροφο και νυν σύζυγό της. «Για έναν νέο άνθρωπο, το να μένει στην ύπαιθρο, από θέμα ψυχολογίας και υγείας, ειναι μια χαρά. Η ζωή και οι ρυθμοί είναι πιο ήρεμοι. Από θέμα δουλειάς και οικονομικού όμως είναι ζόρικα», παραδέχεται. Η ίδια είναι η μοναδική από τους συμμαθητές της στο σχολείο που παρέμεινε στην Παλαιοβράχα. Όπως περιγράφει, το 75% κατοικεί πλέον στην Αθήνα, ενώ οι δύο συμμαθητές της που γύρισαν στην ευρύτερη περιοχή εργάζονται στο δημόσιο.
Τα προβλήματα, ωστόσο, δεν σταματούν εκεί. Για να πάνε τα παιδιά του χωριού στο σχολείο αναγκάζονται να κάνουν 6 ή 8 χιλιόμετρα, τα οποία διανύουν με τη βοήθεια ενός σχολικού που μισθώνει ο δήμος. Αν θέλουν όμως να έχουν κάποια εξωσχολική δραστηριότητα, όπως φροντιστήρια ή άθληση, τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς η μόνη λύση είναι η Λαμία. «Μια φορά την ημέρα, το μεσημέρι, περνάει το λεωφορείο που σε κατεβάζει Λαμία. Περνάει από όλα τα χωριά και στον γυρισμό, το βράδυ, σε αφήνει Σπερχιάδα και από εκεί πρέπει να πάρεις ταξί για να έρθεις στο χωριό. Η κάθε διαδρομή ξεπερνάει τη μία ώρα», αναφέρει η κ. Τάγια, προσθέτοντας πως όταν μια περίοδο εργαζόταν στη Λαμία, έπρεπε να ξυπνάει καθημερινά στις 3.00 για να φτάνει στην εργασία της στις 6.00. Στην ερώτηση αν έχει βιώσει κάπως την υποστήριξη του κράτους, σχεδόν γελάει. «Μην μου μιλάς για κράτος. Δεν υπάρχει».
Καινοτομώντας στα Ζαγοροχώρια
Παρόμοια αλλά και άλλης φύσης προβλήματα αντιμετώπισε μια γυναίκα που αποφάσισε να αφήσει την Αθήνα για να μετακομίσει στην Ήπειρο. Για περίπου επτά χρόνια που δήλωνε κάτοικος Ελαφότοπου, στα Ζαγοροχώρια, η Στέλλα Πράσινου τελείωνε την εργασία της περίπου στις 4.00 το μεσημέρι, απολάμβανε έπειτα μια βόλτα με τον σκύλο της στη φύση και αργότερα καλούνταν να βρει δημιουργικούς τρόπους για να περάσει ευχάριστα το υπόλοιπο της ημέρας.
Η νεαρή γυναίκα είναι ιδρυτικό μέλος του Ποκάρι πρότζεκτ, μιας βραβευμένης πρωτοβουλίας, η οποία ξεκίνησε να εκμεταλλεύεται το μαλλί των αυτόχθονων φυλών προβάτων στα Ζαγοροχώρια -που μέχρι τότε, παρά τη μεγάλη του αξία, πετιόταν στα σκουπίδια- και να το μεταποιεί σε μάλλινα προϊόντα με τη βοήθεια βιοτεχνιών. Το Ποκάρι ήρθε να εκμεταλλευτεί το πρόβειο μαλλί με σκοπό να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τους κατοίκους, ένα επιπλέον εισόδημα για τους κτηνοτρόφους που θα προσφέρουν το μαλλί και ένα προϊόν που σέβεται το περιβάλλον και την κυκλική οικονομία. Η πρώτη συλλογή με προϊόντα, όπως χαλιά, έχει ήδη δημιουργηθεί και όλα τα μέλη της πρωτοβουλίας ελπίζουν σύντομα η καινοτόμα αυτή προσπάθεια να αποδώσει καρπούς.
Μέχρι να γίνει, ωστόσο, αυτό και η κοινωνική συνεταιριστικη επιχείρηση που ιδρύθηκε να αποφέρει έσοδα, η κ Πρασίνου ανάγκαστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο βασικός λόγος ήταν το οικονομικό.
Η νεαρή γυναίκα μετακόμισε στην ύπαιθρο για να φοιτήσει στη Ριζάρειο Χειροτεχνική Σχολή στο Μονοδένδρι Ιωαννίνων. Όταν της προτάθηκε δουλειά στη Σχολή, τη δέχθηκε και ξεκίνησε να ζει κανονικά στην περιοχή. Οι προκλήσεις ήταν πολλές, όπως περιγράφει στην «Κ»: Τα σπίτια σε καλή κατάσταση ήταν δυσεύρετα και τα λίγα που υπήρχαν ήταν αρκετά ακριβά, ενώ ο χειμώνας βαρύς, με αποτέλεσμα να γίενται πιο δύσκολο για κάποιον να μετακινηθεί ή να ζεστάνει τον χώρο του. Η μεγαλύτερη πρόκληση ωστόσο ήταν η έλλειψη εργασιακών ευκαιριών. «Παίρνοντας τον βασικό μισθό, δεν μπορείς να καλύψεις τις ανάγκες σου. Σε μια μεγάλη πόλη όμως, μπορείς να ελιχθείς στο θέμα της εργασίας και να απασχοληθείς σε περισσότερες από μία δουλειές. Στην επαρχία υπάρχουν από σχεδόν καθόλου έως λίγες ευκαιρίες απασχόλησης», υπογραμμίζει. Παρότι η νεαρή γυναίκα παραδέχεται πως της αρέσει πολύ το είδος ζωής που ακολουθούσε στην επαρχία και θα το έκανε ευχαρίστως, αναγνωρίζει πως είναι περιορισμένες οι δυνατότητες που μπορεί να έχει κάποιος σαν εξέλιξη όντας τόσο αποκομμένος από ένα αστικό κέντρο.
Ζήτημα δεκαετιών η αναστροφή της κατάστασης
Οι βιωματικές εμπειρίες των δύο γυναικών μεταφράζουν σε βιώματα αυτά που αποτύπωσε η έρευνα σε ποσοστά και στοιχεία.
Όσο τα προβλήματα διασυνδεσιμότητας επιμένουν, τα σχολεία κλείνουν και οι δομές λιγοστεύουν, το χάσμα μεταξύ υπαίθρου και αστικών κέντρων εκτιμάται ότι θα διερύνεται με καταστροφικές επιπτώσεις για τη χώρα και τον πληθυσμό της.
«Αυτή η κατάσταση δεν αναστρέφεται εύκολα, δεν αναστρέφεται σε μια δεκαετία», σχολιάζει ο κ. Κοτζαμάνης. «Δεν εφαρμόσαμε πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης τόσα χρόνια και αυτό λειτούργησε συσωρευτικά. Όσο το αφήνεις και επιδεινώνεται, τόσο πιο δύσκολο αναστρέφεται».