Η μακρά περιπέτεια κατασκευής του Μουσείου της Ακρόπολης – Οι προσπάθειες Καραμανλή, οι μάχες της Μελίνας, η αναζήτηση του χώρου, το γαϊτανάκι των δικαστικών προσφυγών και το αίτημα για την επανένωση
Το Μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί σήμερα αδιαφιλονίκητο στολίδι για την Αθήνα και πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες. Είναι επίσης το ισχυρότερο επιχείρημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στο σπίτι τους. Και όμως αυτό το μουσείο που σήμερα το καμαρώνουμε πολεμήθηκε όσο κανένα άλλο.
Για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του χρειάστηκαν 33 χρόνια, 13 υπουργοί Πολιτισμού, τρεις αποτυχημένοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, 16 προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας και πάνω από 100 μηνύσεις των περιοίκων.
Η περιπέτειά του ξεκίνησε όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δρομολόγησε δύο πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, το 1977 και το 1979, για την ανέγερση μουσείου στο κτήμα Μακρυγιάννη. Ο τότε πρωθυπουργός θεώρησε ότι η τοποθεσία ήταν η πιο κατάλληλη λόγω της εγγύτητάς της στην Ακρόπολη και επειδή το κτήμα ήταν δημόσιο και δεν θα απαιτούνταν πολυδάπανες και χρονοβόρες απαλλοτριώσεις.
Η Μελίνα, τα Γλυπτά και οι περιπλοκές
Και οι δύο διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι και το θέμα ατόνησε. Το 1981 το ΠαΣοΚ κέρδισε τις εκλογές και το επόμενο έτος η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός Πολιτισμού έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Παγκόσμια Διάσκεψη της UNESCO στο Μεξικό.
Εξαιτίας της προσωπικότητας της Μελίνας και των διασυνδέσεων που είχε εκείνη και ο Ζυλ Ντασσέν το θέμα πήρε διεθνή δημοσιότητα και το 1983 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Βρετανική Επιτροπή που υποστήριζε την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα.
Κατάλληλος χώρος, όμως, δεν υπήρχε στην Αθήνα, και αυτό ήταν το μόνιμο επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε επίσημο αίτημα για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών στη βρετανική κυβέρνηση και η Μελίνα Μερκούρη προέταξε την ανέγερση του νέου μουσείου της Ακρόπολης ως πρώτη προτεραιότητά της.
Ως επιλογή παρέμεινε το κτήμα Μακρυγιάννη. Το 1988 κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα όλα τα ιδιωτικά ακίνητα του οικοδομικού τετραγώνου Μακρυγιάννη, αλλά παράλληλα συγκροτήθηκε πολυεπιστημονική επιτροπή, η οποία θα γνωμοδοτούσε αν υπήρχε καταλληλότερος χώρος για την ανέγερση του Μουσείου.
Εκτός από το κτήμα Μακρυγιάννη προτάθηκαν άλλοι δύο χώροι: ο ένας ήταν το οικόπεδο του εστιατορίου Διόνυσος και ο άλλος οι λόφοι της Κοίλης και του Φιλοπάππου. Το 1989 προκηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανέγερση κτιρίου σε έναν από τους τρεις χώρους, στον οποίο συμμετείχαν 438 ομάδες μελετητών.
Το γεγονός ότι η Μελίνα δεν επέλεξε το χώρο, αλλά περίμενε να ακούσει τους μελετητές, περιέπλεξε τελικά τα πράγματα. Τον Ιούνιο του 1989, στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά, το ΠαΣοΚ έχασε τις εκλογές και συγκροτήθηκε η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη.
Ο Τζαννετάκης ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Πολιτισμού το 1990 παρέλαβε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού και μια διεθνής επιτροπή απένειμε το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού στους M. Nicoletti και L. Passarelli. Οι δύο νικητές υπέγραψαν σύμβαση με τη διάδοχο του Τζαννετάκη Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη.
Η προσφυγή του Συλλόγου των Αρχιτεκτόνων στο ΣτΕ
Μετά από τέσσερα χρόνια το έργο έμπαινε σε τροχιά, αλλά τον Οκτώβριο του 1993 ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας για ένα τυπικό θέμα. Η προσφυγή έγινε δεκτή, το υπουργείο Πολιτισμού αναγκάστηκε να ακυρώσει τη σύμβαση με τους Ιταλούς και η ανέγερση του μουσείου βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Τον επόμενο χρόνο το ΠαΣοΚ επέστρεψε στην κυβέρνηση, αλλά η Μελίνα ήταν πολύ άρρωστη και τον Μάρτιο του 1994 απεβίωσε.
Μετά τον θάνατό της, ο υπουργός Πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος έφερε στη Βουλή τον ιδρυτικό νόμο του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακροπόλεως (ΟΑΝΜΑ). Ο Οργανισμός, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1995, διοικούνταν από εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο πενταετούς θητείας και συστάθηκε με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας, προκειμένου να ολοκληρώσει ταχύτερα την αποστολή του.
Τον Δεκέμβριο του 1996 το Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη ανέθεσε με δική του δαπάνη τη σύνταξη προμελέτης στους ιταλούς αρχιτέκτονες που είχαν κερδίσει τον αρχικό διαγωνισμό.
Οι κάτοικοι και η ακύρωση των απαλλοτριώσεων
Στο μεταξύ, όμως, προσέφυγαν στο ΣτΕ οι περίοικοι ζητώντας την ακύρωση των απαλλοτριώσεων. Ο καιρός περνούσε, κάποια έργα προχωρούσαν αποκαλύπτοντας σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία το 1999 οδήγησαν την υπουργό Πολιτισμού Ελισάβετ Παπαζώη να μην εφαρμόσει τη μελέτη των Nicolleti – Passarelli.
Η Παπαζώη συγκρότησε επιτροπή προκειμένου να αποφανθεί αν τελικά ήταν δυνατή η κατασκευή του μουσείου στον συγκεκριμένο χώρο, η οποία απεφάνθη θετικά. Κατόπιν, η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε για δεύτερη φορά επίσημο αίτημα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα στη βρετανική κυβέρνηση.
Το 2000 ανέλαβε υπουργός Πολιτισμού ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος προκήρυξε νέο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και αναδιοργάνωσε τον ΟΑΝΜΑ τοποθετώντας πρόεδρό του τον Δημήτρη Παντερμαλή. Για τον διαγωνισμό εκδήλωσαν ενδιαφέρον 23 μελετητικές ομάδες.
Ο επόμενος υπουργός Πολιτισμού, που ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, επέλεξε το 2001 την πρόταση των Tschumi – Φωτιάδη, υπέγραψε τη σύμβαση ανέγερσης, όμως ο θεμέλιος λίθος του μουσείου τέθηκε το καλοκαίρι του 2003 εξαιτίας των συνεχών μηνύσεων των περιοίκων για δήθεν καταστροφή των αρχαιοτήτων. Οποια πράξη και αν εξέδιδε το υπουργείο Πολιτισμού, ακολουθούσε καταιγισμός μηνύσεων και προσφυγών στο ΣτΕ. Ηδη από το 1998 ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε διαμορφώσει την πρόταση του μόνιμου δανεισμού των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο στο Μουσείο της Ακρόπολης με αντάλλαγμα τη διοργάνωση αλυσίδας περιοδικών εκθέσεων σημαντικών ελληνικών αρχαιοτήτων στο Βρετανικό Μουσείο.
Η πιο προβεβλημένη ήταν η μηνυτήρια αναφορά του τότε βουλευτή της ΝΔ Πέτρου Τατούλη κατά παντός υπευθύνου για παράβαση καθήκοντος και παράβαση του νόμου περί Αρχαιοτήτων, εξαιτίας της οποίας ασκήθηκε το 2004 ποινική δίωξη. Την ίδια χρονιά ο Τατούλης ανέλαβε υφυπουργός Πολιτισμού (ουσιαστικά υπουργός στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που διατήρησε ο ίδιος το χαρτοφυλάκιο του Πολιτισμού) και αφού το ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο απέρριψαν τις προσφυγές των περιοίκων, υπέγραψε τη σύμβαση με την κατασκευαστική εταιρεία χωρίς κουβέντα αυτοκριτικής από την κυβέρνηση για την πολύμηνη καθυστέρηση των εργασιών που προκάλεσαν. Το 2007 εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για όσους βρέθηκαν κατηγορούμενοι βάσει της μήνυσης του Τατούλη.
Η μεταφορά των αρχαίων από το παλιό στο νέο Μουσείο
Το 2007, επί υπουργίας Γιώργου Βουλγαράκη, το παλαιό μουσείο που βρισκόταν πάνω στον Βράχο έπαψε να λειτουργεί. Την ίδια χρονιά, αλλά με υπουργό τον Μιχάλη Λιάπη, ξεκίνησε η μεταφορά των αρχαίων από το παλιό στο νέο μουσείο, και το 2009 επί υπουργίας Αντώνη Σαμαρά το Μουσείο της Ακρόπολης άνοιξε για το κοινό.
Εκατό μηνύσεις και 16 αιτήσεις ακύρωσης
Συνολικά από το 1993 ως το 2009 ασκήθηκαν ενώπιον του ΣτΕ 16 αιτήσεις ακύρωσης που αφορούσαν διάφορα στάδια της ανέγερσης του μουσείου και πάνω από 100 μηνύσεις. Για όλες εκδόθηκαν απαλλακτικά βουλεύματα. Χωρίς τις δικαστικές περιπέτειες το μουσείο θα μπορούσε να είχε ανεγερθεί τουλάχιστον τρία χρόνια νωρίτερα.
Ο Ευ. Βενιζέλος θυμίζει ότι η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το Μουσείο της Ακρόπολης ελήφθη με διαφορά μιας ψήφου (13-12) και ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πειστική επιχειρηματολογία προκειμένου να μη χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της οικοδομικής άδειας. Εισηγητής ήταν ο μετέπειτα πρόεδρος του ΣτΕ και υπηρεσιακός πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος και πρόεδρος ο Χρήστος Γεραρής.
Μουσείο Ακρόπολης: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα και ο τριακονταετής πόλεμος