Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον θάνατο του Λεωνίδα Κύρκου. Τον μνημονεύω και δεν ξεχνώ ό,τι σημείωνα λεπτομερώς σ’ ένα τετράδιο στις τελευταίες συναντήσεις μας όταν γύριζα σπίτι – όπως συνέβαινε με τον Τσαρούχη το ’69 στο Παρίσι και ύστερα με τον Ντερριντά. Δεν ξεχνώ, κυρίως τώρα, που πήραν τα μυαλά μου αέρα, ενώ «η απογραφή είναι λεπτομερής και φαίνεται πως πρέπει να μένουμε με το τίποτα».
Γερνώντας ο Κύρκος είχε γίνει πολύ ευσυγκίνητος. Ενα λουλούδι, ένα ποίημα, του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Στην Καλλιδρομίου στο διαμέρισμά του, θυμάμαι, τις μαυρόασπρες φωτογραφίες της Καλλισθένης στους τοίχους και τον γάτο του, τον Πομπόνη, σκαρφαλωμένο, όταν καθόταν, στον σβέρκο του. Με άφηνε να μιλάω πιο πολύ εγώ, για τις θεωρίες του Αλτουσέρ και του Πουλαντζά. Με άκουγε με αγαπητική συγκατάβαση και μου έλεγε: «Πάμε τώρα στην κουζίνα να βγάλουμε τη φακάδα από τη φωτιά», σαν να ήθελε να αποφύγει τα πολλά-πολλά. Σαν να μην ήθελε να θυμηθεί «πού, πότε και γιατί επέτρεψε να ανοίξει στο όνομά του ετούτος ο λογαριασμός».
Θυμάμαι κυρίως, αυτό που μου είπε ένα βράδυ, ξαφνικά πριν φύγω: «Διώχθηκα στο όνομα του Λαού. Πίστεψα πως ο Λαός έχει πάντα δίκιο. Τώρα, ίσως δεν μπορώ να το πω».
Ο Κύρκος μου έλεγε κι άλλα σ’ αυτές τις συναντήσεις δύο διαφορετικών ανθρώπων – σ’ ένα είδος αυτοσχέδιας, «άγριας» ψυχανάλυσής μας, εκατέρωθεν.
«Για να αντέξουμε την πραγματικότητα, πρέπει να θυμώνουμε και αμέσως μετά να μας περνάει, Γιώργο. Τι να κάνουμε θυμωμένοι; Συνήθως κάνουμε λάθη».
Το 2001, ήθελε να μιλήσει με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Να του πει για τη «συστράτευση των τίμιων ανθρώπων».
Εκτιμούσε τον Σημίτη όταν οι περισσότεροι της ανανεωτικής Αριστεράς τον έβλεπαν όπως ο διάβολος το λιβάνι – ασχέτως αν σήμερα πολλοί «σημιτικοί» έγιναν ακραιφνείς αριστεροί. [Και παρακαλώ να μη με συγχέουν, διότι είχα την τύχη, εγώ να «τρομοκρατώ δημιουργικά» (sic) τον τέως Πρωθυπουργό – όπως μου έγραψε στην αφιέρωση του βιβλίου του «Η δομική αντιπολίτευση», τότε.]
Ο Κύρκος τα γνώριζε όλα και χαμογελούσε.
Η βραδινή του μελαγχολία είχε προ πολλού περιορίσει τον χαρακτηριστικό του (νεανικό) ενθουσιασμό.
Ο Κύρκος υπήρξε ένα άλλοθι για μένα απέναντι στο νοερό δικαστήριο που με δικάζει. Απέναντι στον Αγγελο Ελεφάντη που έψεξε δημόσια τον Μπαλτά για τη «στροφή» του στον Ντερριντά – κοιτάζοντας λοξά εμένα, εκείνο το βράδυ στην αίθουσα της Ενωσης Συντακτών. Απέναντι στον Μίμη Μαρωνίτη, πριν μεγαλόψυχα «αναγνωρίσει» την ποίησή μου.
Απέναντι στον Κώστα Φιλίνη που «έκρινε» χαμογελώντας ζώντες και νεκρούς.
Κυρίως απέναντι στην τάξη μου που μίσησε και μετά (τάχα) αγάπησε τον Λεωνίδα νομίζοντας ανοήτως ότι «άλλαξε».
Ο Κύρκος – γιος του αστού πολιτικού Μιχάλη Κύρκου – συνέχισε ανένδοτος ως το τέλος του την ιδέα της Αριστεράς όπως του δόθηκε στον Εμφύλιο μέσα στο αμπάρι του καϊκιού που θα τον μετέφερε παράνομα στην Ελεύθερη Ελλάδα του Μάρκου, μαζί με τον μεγάλο έρωτά του, την Καλλισθένη Σμπαρούνη κι ένα ακόμη παλικάρι, άγνωστό τους, τον Μανώλη Γλέζο.
Συναντηθήκαμε το ’65 θαρρώ για πρώτη φορά στα γραφεία της ΕΔΑ στη Θεσσαλονίκη, όταν με μια ομάδα φοιτητών του Αριστοτελείου, τον Κωστή Μοσκώφ, τον Βασίλη Καλλιπολίτη, τη Δώρα Κουλμανδά, τον Κουλάνδρου, τον Κυριτσόπουλο και τον Ανδρεάδη, εκδίδαμε τον «Σπουδαστικό Κόσμο», στα χνάρια της κραταιάς Αθηναίας «Πανσπουδαστικής».
Υστερα από πολλά χρόνια επιλόγισε – τι λέω; Σφράγισε – το Αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο» για την ποίησή μου.
Από τότε άλλαξαν πολλά. Η Ιστορία έκανε την κίνησή της και μας έπιασε (όσοι είμαστε ακόμη ζωντανοί) στον ύπνο.
Και επειδή, ως «κατασκευή», η Ιστορία, υπόκειται στην ακούσια σύντηξη των δεδομένων της, δεν μπορώ παρά να μην αναμειχθώ (εκούσια) κι εγώ με το καθαρό, αναμφισβήτητο «δεδομένο» των νεκρών της.
Αλλωστε, ο Μαρξ δεν έπαυε να μας προειδοποιεί: «Το πεθαμένο αδράχνει το ζωντανό».
Τώρα σκέφτομαι τη Βισουάβα Σιμπόρσκα που συνέδραμε από εκεί που βρίσκεται σε τούτο το μνημόσυνο. Γράφει:
Υπό ποιες περιστάσεις βλέπεις στα όνειρά σου πεθαμένους;
Τους σκέφτεσαι συχνά πριν κοιμηθείς;
Ποιος εμφανίζεται πρώτος;
Είναι πάντοτε ο ίδιος;
Ονομα; Επώνυμο; Κοιμητήριο;
Ημερομηνία θανάτου;
Θα της απαντήσω, ένθεν του τάφου, με τα δικά της λόγια:
«Η συνομιλία μαζί σας είναι απαραίτητη και αδύνατη / Κατεπείγουσα σε αυτή τη βιαστική ζωή/ και αναβληθείσα για το ποτέ».*
* Από τον τόμο «Η ζωή εδώ και τώρα», εκδόσεις Καστανιώτη, 2021.
«Ο Κύρκος – γιος του αστού πολιτικού Μιχάλη Κύρκου – συνέχισε ανένδοτος ως το τέλος του την ιδέα της Αριστεράς
όπως του δόθηκε στον Εμφύλιο μέσα στο αμπάρι του καϊκιού
που θα τον μετέφερε παράνομα στην Ελεύθερη Ελλάδα του Μάρκου…»,
διαβάζουμε από πάνω
καί στά πλαίσια μιάς απατηλής αντίθεσης τών δύο όψεων ενός ν ο μ ί σ μ α τ ο ς,
ό αστισμός είναι νεκροφιλία καί ιδεολογία,
λατρεία τών νεκρών πραγμάτων καί ιδεοληπτική δραπέτευση από τίς δυσκολίες τού πραγματικού…
-μά, τί άλλο;
-μά νά κοινωνούμε τό νόημα[1], φυσικά
αντί νά επικοινωνούμε τήν ιδιωτία,
ώστε νά αληθεύει ό βίος μας,
σύμφωνα μέ τή Δημοκρατία, πού
δέν είναι προεδρική/προεδρευόμενη/βασιλευόμενη,
αστική, δυτικού τύπου, αντιπροσωπευτική, γιουβέτσι, κοκορέτσι καί άλλες μαστροπίες,
μόν’ είναι τών Εκκλησιαστών Οπλιτών-Πολιτών Δήμου,
μέ τήν άδεια τού… ντεριντα[2], “φυσικά”
[1]
νόημα = ό,τι ωφελεί τόν άνθρωπο στόν αγώνα του νά υπάρξει ώς τέτοιος, όχι ώς οτιδήποτε…
όχι ώς π.χ. άψυχος φωταδιασμένος χασικλής ψυχίατρος,
αρνητής μιάς οντολογίας πού δύναται νά φωτίσει μιάν ανθρωπολογία τού ανθρώπου
κι όχι “απλώς” τού “νοήμονος” άτριχου πίθηκου…
[2]
«Ό Jacques Derrida είναι ό τρίτος γιός τού Aimé Derrida, εβραιου σεφαραδίτικης καταγωγής, καί τής Georgette Sultana Esther Safar, από μιά εβραίϊκη οικογένεια στήν Αλγερία τής οποίας οί πρόγονοι, εγκατεστημένοι γιά αρκετές γενιές στή χώρα αυτή, είχαν λάβει γαλλική υπηκοότητα.», από: https://fr.wikipedia.org/wiki/Jacques_Derrida
*
ταρτούφοι, πές…
ποιός ρώτηξε τί πάει νά πεί «Παντειότροπος»;
νά τό ξανασκεφτεί μέχρι τήν οργάνωση τού επόμενου μαρξιστικού τριήμερου
– από αλκοολικό ή όχι κλεφτοπρύτανη, θά σάς γελάσω, τώρα πιά…
-μά νά κοινωνούμε τό νόημα[1], φυσικά
αντί νά επικοινωνούμε τήν ιδιωτεία…*, έ;!
είς παρηγορίαν:
*
ιδιωτεία,
ό,τι μάς μένει από τήν ιδιώτευση
πού είναι τό αποτέλεσμα τού ιδιωτεύω,
αποχή από τή δημόσια ζωή, δηλαδή
αποχή από τό κοινωνείν!…
Είς παρηγορίαν:
έπεσε πολλή παρηγόρια, παραδέχομαι
ό παυσίλυπος Λεωνίδας Μπαλάφας, φταίει
νά: