Η Ιταλία είχε προσελκυστεί στο στρατόπεδο της Αντάντ κατά τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με σημαντικά ανταλλάγματα επί του εδάφους, τόσο με κέρδη εις βάρος της Αυστροουγγαρίας, όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1). Ειδικά μετά την φιλογερμανική ουδετεροποίηση της Ελλάδας, τα εδαφικά κέρδη της Ιταλίας μέσω των μυστικών συνομιλιών αυξήθηκαν σε όλη τη Δυτική Μικρά Ασία, συμπεριλαμβάνοντας τη Σμύρνη.
Αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Οκτώβριο του 1918, ο κόμης Carlo Sforza (Κάρολος Σφόρτσα), Ιταλός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, υποσχέθηκε στους εθνικιστές την ιταλική δέσμευση για υποστήριξη τους. Μεταξύ των Οθωμανών αξιωματικών που διαμόρφωσε μια προσωπική σχέση, ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν το 1930, γράφει ότι η γραμμή της ιταλικής διπλωματίας ήταν «…μια ειρήνη αμοιβαία ικανοποιητική για τις δύο πλευρές και να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να ικανοποιήσουμε τους Τούρκους» (2).
Η σχέση των Ιταλών με τους Νεότουρκους φαίνεται ότι αρχίζει και εδραιώνεται πολύ νωρίτερα και κυρίως από την εποχή που στράφηκαν κατά του χαλιφάτου και κατέλαβαν την οθωμανική εξουσία (3). Τα αντικειμενικά γεωπολιτικά συμφέροντα της Ιταλίας την έφερναν σε αντίθεση με την Ελλάδα. Η μονιμοποίηση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία αμφισβητούσε τις ιταλικές διεκδικήσεις στον ίδιο χώρο και επιπλέον θα δημιουργούσε μια Ελλάδα ισχυρή και ανταγωνιστική προς αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο (4).
Ο Σφόρτσα στη συνέχεια θα γίνει πρώτα υφυπουργός Εξωτερικών (1919-1920) και στη συνέχεια υπουργός (1920-1921). Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1918, ο κόμης Σφόρτσα είχε ενημερώσει τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Φετχί μπέη ότι η Σμύρνη επρόκειτο να δοθεί στους Έλληνες και τους υποδείκνυε την οργάνωση «εθνικής στρατιωτικής αντίστασης». Τους έδωσε επιπλέον την υπόσχεση ότι η Ιταλία θα τους υποστηρίξει με κάθε είδους πολεμικό υλικό.
Στο στόχαστρο η Σμύρνη
Η παρέμβαση του κόμη Σφόρτσα οδήγησε στην απόφαση να παραμείνουν σε λειτουργία οι οργανώσεις του Κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” (CUP), δηλαδή του κύριου μηχανισμού των Νεότουρκων. Οι Νεότουρκοι που συμμετείχαν στις παράνομες συγκεντρώσεις πρότειναν την ανάληψη της αρχηγίας του CUP από τον Μουσταφά Κεμάλ (5). Η ιταλική δράση κατά της Ελλάδας και της προοπτικής παραχώρησης της περιοχής της Σμύρνης, άρχισε από τα τέλη του 1918. Τότε επιχείρησαν να διερευνήσουν τις μουσουλμανικές διαθέσεις για αντίσταση και απέστειλαν στη Σμύρνη χοτζάδες (ιεροδιδασκάλους) από την ιταλοκρατούμενη Ρόδο για να προπαγανδίσουν υπέρ της Ιταλίας και να τους υποκινήσουν να ζητήσουν την ιταλική προστασία (6).
Η παραχώρηση της εντολής για τη Σμύρνη στην Ελλάδα το Μάιο του 1919 ήταν απόρροια της ιταλικής πρόθεσης για κατάληψη της περιοχής. Ήδη από τον Μάρτιο του 1919 η Ιταλία κατέλαβε την Αττάλεια και τον Απρίλιο το Ικόνιο, αγνοώντας εντελώς το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, κάτι που ενόχλησε τους υπόλοιπους συμμάχους. Για να προλάβουν τη διαφαινόμενη κατάληψη της Σμύρνης από τους Ιταλούς, οι Σύμμαχοι εξουσιοδότησαν την Ελλάδα να την καταλάβει. Το γεγονός αυτό έκανε ακόμα πιο αποφασιστική την ιταλική παρέμβαση.
Επίσης η άρνηση των Συμμάχων και κυρίως του Αμερικανού πρόεδρου Ουίλσον για ικανοποίηση των ιταλικών διεκδικήσεων στη Δαλματία – κάτι που θα ικανοποιούσε πλήρως τους Ιταλούς – προκάλεσε εντατικοποίηση της στρατιωτικής τους δράσης στη Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας ακόμα και περιοχές που ήταν πέρα από τα όρια που έθετε η Συμφωνία της Μωριέννης. Κάποιες από αυτές διεκδικούνταν από την Ελλάδα στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (7).
Εξοπλίζοντας τους Τούρκους
Ο Τούρκος ερευνητής Mehmet Hasan Bulut γράφει ότι η Ιταλοί είχαν μεγάλη ανάμιξη στην τουρκική αντίδραση, από τη στιγμή που οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη. Σημαντικό ρόλο στη σχέση αυτή είχε ο αρχηγός των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών Ugo Louca (Ούγκο Λούκα). Οι πρώτες ανταρτικές τουρκικές ομάδες κατά του ελληνικού στρατού δημιουργήθηκαν με την οργανωτική υποστήριξη και την ηγεσία του Λούκα.
Επίσης, αμέσως μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη ο Μουσταφά Κεμάλ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τη Σαμψούντα, με βίζα που έλαβε με τη μεσολάβηση του Σφόρτσα. Ο Bulut υποστηρίζει ότι επιθεωρητής της 9ης τουρκικής στρατιάς ήταν και ο κόμης Σφόρτσα και ότι το Συνέδριο της Σεβάστειας παρακολούθησαν Ιταλοί, οι οποίοι ενθάρρυναν την «επανάσταση» που είχε ως στόχο τις αποφάσεις των ειρηνευτικών συνομιλιών που λάμβαναν χώρα στο Παρίσι και τελικά κατέληξαν στην Συνθήκη των Σεβρών (8).
Ήδη τον Ιούνιο του 1919 οι μητροπολίτες Εφέσου, Σμύρνης και Ηλιουπόλεως σε έγγραφο προς τις κυβερνήσεις των συμμάχων καταγγέλλουν ότι «Ιταλικά αντιτορπιλικά μεταφέρουν πυρομαχικά εις τους αρχηγούς των συμμοριών» και περιγράφουν την δεινή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι ελληνικοί πληθυσμοί: «Οι χριστιανικοί πληθυσμοί των εδαφών τα οποία κατέχουν Τούρκοι και Ιταλοί υπόκεινται εις φοβεράς κακοποιήσεις…. Αι περιοχαί των Σωκίων, Νέας Εφέσου, Κιουλούκι και Μούγλων, κατεχόμενα υπό των Ιταλών, απέβησαν το κέντρον του αντιχριστιανικού κινήματος» (9).
Η ιταλική ανθελληνική στάση
Τυπικά η Ιταλία ως μέλος της Αντάντ τάσσεται από το Φθινόπωρο του 1919 υπέρ της αυστηρής ουδετερότητας στις εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αλλά ανεπίσημα, όπως αναφέρεται από το ιταλικό ΓΕΣ, είχε «ξεκάθαρο σχέδιο στήριξης των εθνικών επιδιώξεων των κεμαλιστών» (10). Η ανθελληνική ιταλική δράση οξύνθηκε όταν ανέλαβε ο κόμης Σφόρτζα το υπουργείο Εξωτερικών.
Κατ’ αρχάς απέρριψε το Σύμφωνο Βενιζέλου-Τιτόνι, με το οποίο οι δύο χώρες είχαν επιχειρήσει μια έντιμη συναλλαγή. Ανοιχτή καταγγελία του συγκεκριμένου Συμφώνου έγινε μόνο μετά την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία (11). Οι Ιταλοί διευκόλυναν τη διακίνηση οπλισμού και ανδρών από την Κωνσταντινούπολη προς το κεμαλικό κίνημα που άρχισε να ανδρώνεται στην Ανατολία. Επίσης κάλυπταν τις παράνομες μυστικές εθνικιστικές τουρκικές οργανώσεις, οι οποίες βρισκόταν υπό την υποστήριξη του Balduino Caprini (Β. Καπρίνι), Ιταλού επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη.
Ένας Ιταλός έμπορος, ο Mario Pelegrini (Mάριο Πελεγκρίνι), σύμφωνα με τον Ιταλό συγγραφέα Fabio G. Grassi (Φάμπιο Γκράσι), τροφοδοτούσε τα κεμαλικό στράτευμα με ρουχισμό, οπλισμό και πυρομαχικά. Παράλληλα οι Ιταλοί πληροφορούσαν την κυβέρνηση της Άγκυρας για τις αποφάσεις των συμμάχων. Με διπλωματικές παρεμβάσεις του κόμη Σφόρτσα απελευθερώθηκαν οι Νεότουρκοι που είχαν εκτοπιστεί από τους συμμάχους στη Μάλτα και διευκολύνθηκαν
για την συνέχεια https://slpress.gr/istorimata/mikrasiatiki-ekstrateia-i-italia-sto-pleyro-toy-kemal/
ΚΑΛΑ τότε η Ελλάδα του ΑΝΤΑΝΤ-ΙΚΟΥ Βενιζέλου δεν είχε πληροφορίες για τις κινήσεις της φίλης του Ιταλίας και ειδικά του Σφόρτσα από το 1918 και αν είχε ή δεν τις πίστεψε ή δεν τις αξιολόγησε, γιατί αλλιώς έπρεπε ο ίδιος ”να μην μας πάει στην Σμύρνη”, γιατί το ”παιχνίδι ήταν χαμένο ”;;;.
Έχουν άδικο μερικοί που κατηγορούν (αν ζούσαν και οι έξη εκτελεσθέντες μπορεί να το επιχειρηματολογούσαν)τον Βενιζέλο ότι μας πήγε για να δοθεί η αφορμή στον Κεμάλ , με συμμάχους Ιταλούς , Ρώσους και Γάλλους να διώξει τον Ελληνισμό της Ανατολής , που ζούσε εκεί και μιλούσε ελληνικά για 25 αιώνες.
Κάτι ανάλογο δεν έκανε και ο Ιωαννίδης(Έλληνας ήταν και αυτός) το 1974 με το Πραξικόπημά του εναντίον του Μακαρίου.
ΤΕΤΟΙΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ -ΑΛΛΑ ΤΩΡΑ ΕΜΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΠΡΩΤΟΥΣ (ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ ) -ΚΑΙ ΤΟΤΕ ”ΓΑΙΑ ΠΥΡΙ ΜΙΧΘΗΤΩ”.