Εδώ και τρεις και πλέον δεκαετίες, η διάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ και η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Η Δύση εξακολουθούσε να θεωρεί τον αντίπαλό της μια μονολιθική και συνεκτική οντότητα, όπως επί εποχής Χρουστσόφ. Βρέθηκε, επομένως, απροετοίμαστη για τις καταλυτικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις οι οποίες προέκυψαν από το τέλος του διπολισμού.
Σήμερα, ενδεχομένως διαπράττεται ένα ανάλογο αναλυτικό σφάλμα ως προς την Τουρκία. Προβάλλεται στο μέλλον η εικόνα μιας συνεχώς ισχυροποιουμένης Τουρκίας, χωρίς να εξετάζονται άλλες υποθέσεις. Αγνοείται η προειδοποίηση την οποία έστειλαν τα γεγονότα του 2016, όταν η Τουρκία απέφυγε, σχεδόν κατά τύχην και χάρη στην τότε ισχυρή δημοφιλία του Ταγίπ Ερντογάν, εσωτερικές περιπέτειες με απρόβλεπτες συνέπειες – όπως αν οι πραξικοπηματίες είχαν επικρατήσει στο ήμισυ της Τουρκίας.
Η ισχύς μιας χώρας δεν μετρείται μόνον από τον αριθμό των κατοίκων της, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν ή τη στρατιωτική της δύναμη. Ολα αυτά τα στοιχεία εξουδετερώνονται, αν δεν εξασφαλίζεται και δεν συντηρείται η εσωτερική συνοχή.
Η Τουρκία έχει μόλις έναν αιώνα ζωής. Κληρονόμησε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έναν εξαιρετικά ετερογενή πληθυσμό. Χάρη στην κόπωση των Συμμάχων, απέφυγε την εδαφική πολυδιάσπαση της Συνθήκης των Σεβρών. Η αφετηρία της ήταν, επομένως, αβέβαιη. Μπόρεσε να ξεπεράσει προσωρινά τις δυσκολίες αυτές μέσα από τον αυταρχισμό του κεμαλικού συστήματος. Ο ιδρυτής της Τουρκίας επεδίωξε να δημιουργήσει ένα τουρκικό έθνος. Εξοβέλισε το χριστιανικό στοιχείο, κατασκεύασε έναν αυθαίρετο ιστορικό μύθο και οργάνωσε μια συστηματική προπαγάνδα στα σχολεία και στην κοινωνία.
Οπως όλα τα τεχνητά συστήματα, ο κεμαλισμός υπέστη τη φθορά του χρόνου. Η διά της βίας συγκάλυψη των αντιφάσεων δεν τις εξαφάνισε. Οι πληθυσμοί διατήρησαν την ετερογένειά τους πίσω από το προκάλυμμα της υποχρεωτικής τουρκοποίησης. Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες εξακολουθούν να συγκροτούν ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Οι περισσότεροι σημερινοί κάτοικοι της Τουρκίας είναι απόγονοι θρησκευτικών προσφύγων από τα εδάφη της συρρικνουμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι έχουν διατηρήσει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά από τις περιοχές των προγόνων τους. Η αποβολή της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα, κατά το πρότυπο της γαλλικής laïcité, ποτέ δεν έγινε πλήρως αποδεκτή. Τέλος, η διάκριση ανάμεσα στους εκδυτικισμένους αστούς και τους Τούρκους του εσωτερικού, τους αποκαλουμένους «μαύρους», άρχισε να έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες όταν η οικονομική ανάπτυξη επεκτάθηκε στα ενδότερα της χώρας, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν πολιτική επιρροή οι συντηρητικοί πληθυσμοί οι οποίοι κατοικούν εκεί.
Το εκρηκτικό πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον της Τουρκίας του καταρρέοντος κεμαλισμού ανέλαβε να διασώσει το AKP υπό την ευφυή ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν. Η «καύσιμη ύλη» του πολιτικού του σχεδίου αναζητήθηκε στη θρησκεία. Οι πυλώνες του παλαιού συστήματος και, κυρίως, ο στρατός υπονομεύθηκαν και απαξιώθηκαν, ώστε να μην μπορούν να αναστείλουν την ανανέωση. Ταυτοχρόνως, όμως, καταργήθηκαν οι δικλίδες ασφαλείας, οι οποίες έθεσαν κατ’ επανάληψη υπό έλεγχο εσωτερικές κρίσεις με απειλές ενδεχομένου εμφυλίου – επί παραδείγματι, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα 1960, 1971, 1980.
Για ένα μεγάλο διάστημα η Τουρκία φάνηκε να αποκτά νέα πνοή και να αποτελεί πρότυπο για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες. Ομως, σήμερα και το νέο αυτό σύστημα παρουσιάζει σημεία φθοράς. Το «καύσιμο» της θρησκείας εξαντλείται. Η πολιτική της ευημερίας και των κοινωνικών παροχών έχει φθάσει στα όριά της. Το προσωποπαγές καθεστώς αγωνίζεται να παρατείνει την ηγεμονία του, μειώνοντας τις δυνατότητες να αναδειχθεί μια αποτελεσματική διάδοχος κατάσταση. Πίσω από την επίφαση ισχύος και επιρροής κρύβονται ρωγμές και αδιέξοδα τα οποία, απερίσκεπτα, η Δύση προτιμά να παραβλέπει. Επαναλαμβάνεται το σφάλμα, η πνευματική αδράνεια της δεκαετίας του 1980 έναντι της σοβιετικής παρακμής.
Στα σύνορά μας υφίσταται ένας πολλαπλός κίνδυνος· λιγότερο λόγω της τουρκικής επιθετικότητας από την οποία, σε μεγάλο βαθμό, μας προφυλάσσει το ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον· περισσότερο από τους εσωτερικούς τουρκικούς τριγμούς για τους οποίους ουδείς φαίνεται προετοιμασμένος.
Οφείλουμε να εντάξουμε στους σχεδιασμούς μας τα σενάρια μιας εσωτερικής τουρκικής κρίσης. Πρέπει, επίσης, να ευαισθητοποιήσουμε τους συμμάχους μας ως προς την προβληματική αυτή. Η Ελλάδα θα καταστεί το πρώτο θύμα μιας ενδεχόμενης τουρκικής αποσταθεροποίησης, με μια συνεπαγόμενη μαζική είσοδο Τούρκων προσφύγων στα νησιά. Κατόπιν, η Δύση θα πρέπει να διαχειριστεί τις πολλαπλές συνέπειες από τις γενικότερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις σε μία από τις πλέον ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη, όπου διακυβεύονται ζωτικά της συμφέροντα.
Υπάρχει λύση για το τουρκικό πρόβλημα; Δεν φαίνεται προς το παρόν προφανής απάντηση στο ερώτημα αυτό. Είναι, πάντως, κοινό συμφέρον Τούρκων, Ελλήνων και Δυτικών να αναζητηθεί. Οσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα.
* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι ομότιμος καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
“Καθημερινή”