«Αν η επίμονη αναζήτηση της βαθύτερης φύσης των φαινομένων –φυσικών και ηθικών– οδηγεί στο σημείο όπου οι ερωτήσεις συγκλίνουν, τότε σταδιακά οδηγούμαστε σε μια ανώτερη ελληνότροπη αλήθεια»
«Με απλωτές ελληνότροπες»: Στο νέο του βιβλίο από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, ο Γιάννης Παπαδάκης συνθέτει και δημιουργεί ένα ψηφιδωτό πολιτικών, κοινωνικών και φιλοσοφικών προβληματισμών και απαντητικών προσεγγίσεων, αποβλέποντας σε μια πιο αρμονική κατανόηση και ερμηνεία των φαινομένων και των μελλοντικών κρίσιμων ζητημάτων, έχοντας ως βάση πάντα το τρίπτυχο ελευθερία-τόλμη-μέτρο.
Με αφορμή λοιπόν το βιβλίο του, ο συγγραφέας μιλά στο IANOS Magazine, για την ποίηση, τα προηγούμενα έργα του, την έννοια της «ελληνότροπης σκέψης», τον θάνατο, αλλά και για το πώς, στοιχεία όπως ο ήλιος, η θάλασσα και το φως, επέδρασαν στην ψυχοσύνθεση και τα έργα του.
ΕΡ. Κύριε Παπαδάκη, πριν συζητήσουμε για το βιβλίο, πείτε μας δυο λόγια για εσάς.
ΑΠ. Γεννήθηκα στο Ηράκλειο Κρήτης το 1965. Το φως της Κρήτης –της Ελλάδας γενικότερα– η θάλασσα, οι άνεμοί της και η φύση της, οι άνθρωποί της και ο μοναδικός πολιτισμός τους επέδρασαν πάνω μου με τρόπο καθοριστικό.
Μαθήτευσα και μαθητεύω ακόμα στα στοιχεία αυτά, τόσο στα μαθηματικά τους όσο και τις αισθήσεις τους. Μου πήρε δεκαετίες να ανακαλύψω και να μυηθώ στα αλφάβητά τους και να τα συσχετίσω όλα αυτά μεταξύ τους καθώς και με τις νοητικές και επιστημονικές αλήθειες που αποκόμισα από την ακαδημαϊκή, επιστημονική και επαγγελματική μου εμπειρία, κυρίως στις ΗΠΑ.
Το συνθετικό αποτέλεσμα θα το κρίνει ο αναγνώστης. Για μένα, η προσπάθεια αυτή ήταν και είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι ζωής.
ΕΡ. Πρόσφατα εκδόθηκε –επίσης από τις εκδόσεις Θερμαϊκός– η τελευταία ποιητική σας συλλογή με τίτλο «Απόσταγμα φωτός». Σχετίζονται τα δύο βιβλία και, αν ναι, πώς;
ΑΠ. Τα δυο βιβλία σχετίζονται και μάλιστα στενά μεταξύ τους. Το “Με απλωτές ελληνότροπες” συνεχίζει το ίδιο «άνοιγμα σταπέλαγα του λόγου»που άρχισε με τα δύο πρώτα ποιητικά μου βιβλία και ολοκληρώθηκε πρόσφατα με το “Απόσταγμα φωτός”. Με αυτή την έννοια, το ένα βοηθάει στην κατανόηση του άλλου. Και στα δύο βιβλία υπάρχει η ίδια αναζήτηση,μια κοινή προσπάθεια αποτύπωσης μιας βαθύτερης αλλά ενιαίας –εννοώ αρμονικής– οπτικής για τον κόσμο, για καθετί που εμπίπτει στην συνείδησή μας, αφού η αντιληπτική μας ικανότητα διευρυνθεί και ταυτόχρονα οξυνθεί.
Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος πλεύσης: στο μεν ένα το μέσο είναι ο ποιητικός λόγος, με όλες τις ελλειπτικές και αμφισήμαντες εκφραστικές του δυνατότητες, ενώ στο δεύτερο ο πεζός λόγος,που συστηματοποιείταιακολουθώντας μια «κυματοειδή» γραφή, ένα ιδιότυπο ύφος που δεν ανακάλυψα εγώ αλλά ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος νομίζω πρώτος (ίσως και μόνος;) την υιοθέτησε σε κάποια –για μένα άκρως σημαντικά,νοηματικά και υφολογικά– κείμενά του. Αυτά τα αναφέρω και στο βιβλίο,ώστε ο αναγνώστης να διαμορφώσει ίδια αντίληψη.
ΕΡ. Είναι γενικά γνωστό ότι οι ποιητές δεν επιθυμούν να σχολιάζουν τα ποιήματά τους, αυτό όμως που αναφέρατε ενδιαφέρει. Μπορείτε να μας δώσετε μερικά παραδείγματα πώς η ποίηση «οδηγεί» στη φιλοσοφία ή και αντίστροφα;
ΑΠ. Θα προσπαθήσω, αν και θεωρώ πολύ πιθανό (και πλήρως σεβαστό) οι νοητικές αυτές γέφυρες –όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι– να μην είναι εκείνες που θα ανακαλύψει ένας αναγνώστης όταν διαβάσει και τα δυο βιβλία.
Όταν, για παράδειγμα, αναφέρομαι και στα δύο βιβλία στον Πυθαγόρα ή την καθετότητα ως ιδέα συνώνυμη του βάθους–δηλαδή μιας γεωδαιτημένης προσέγγισης της αληθινής φύσης των πραγμάτων– αυτό το θεωρώ ως μια γέφυρα. Λιγότερο εμφανής ίσως,μια ποιητική αναφορά στον Οδυσσέα (συγκεκριμένα στον τέταρτο στίχο της Οδύσσειας του Ομήρου) τον οποίο και ανάγω στο βιβλίο, μαζί με τον Ερωτόκριτο,ως ένα από τα δύο καθοριστικά πρότυπα της ελληνότροπης σκέψης, ελπίζω με τρόπο πειστικό. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα παραδείγματα, όμως, όπως σας είπα και προηγουμένως, ο αναγνώστης θα ανακαλύψει τις δικές του γέφυρες μεταξύ των δυο βιβλίων, γι’ αυτό η δική μου οπτική δεν έχει μεγάλη αξία.
Απαντώντας στο τελευταίο σας σημείο, επιτρέψτε μου να θυμίσω την ρήση του Οδυσσέα Ελύτη ότι ποίηση είναι ο χώρος «που η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση». Το ίδιο, θα συμπλήρωνα εγώ, συμβαίνει και με την φιλοσοφία, με την έννοια ότι και οι δύο τρόποι σκέψης και έκφρασης, αν τους προχωρήσουμε μέχρις εκεί όπου αποκτούν δύναμη συνειδησιακά μετασχηματιστική, μας βγάζουν σε πεδία όπου η διαχειριστική προσέγγιση –όσο επιτυχημένη κι αν είναι– αδυνατεί να εισχωρήσει. Έκφανση της σύγκλισης αυτής, στην οποία αναφέρομαι και στο βιβλίο, που προκύπτει όταν η αναζήτηση της βαθύτερης φύσης των πραγμάτων γίνεται γεωμετρικά και συντεταγμένα,είναι ότι η ποίηση προσεγγίζει την φιλοσοφία καιη φιλοσοφία την ποίηση.
ΕΡ. Ας μιλήσουμε τώρα για το νέο βιβλίο σας, το οποίο είναι αρκετά εκτενές. Τι προσπαθείτε να μεταδώσετε στον αναγνώστη; Ποιον πιστεύετε ότι ενδιαφέρει και γιατί;
ΑΠ. Επιτρέψτε μου να συμφωνήσω και να διαφωνήσω με την διαπίστωσή σας. Ίσως η πρώτη εντύπωση να είναι αυτή που λέτε, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα βιβλίο ογκώδες, ξεπερνά άλλωστε τις πεντακόσιες σελίδες. Όμως στην ουσία πρόκειται για τρία βιβλία, πλεγμένα σε ένα.
Εξηγούμαι: τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου παίρνουν αφορμή από τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, τα οποία από μόνα τους συνθέτουν μια ψηφιδωτή εικόνα που θα μπορούσε να είναι θέμα ενός βιβλίου, όμως εδώ απλά συνθέτουν το αφετηριακό πλαίσιο, ένα δεύτερο βιβλίο πλάι στο πρώτο, από το οποίο αρχίζει μια πιο συστηματική και βαθύτερη φιλοσοφική αναζήτηση, ένας ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, νοητικής ανάλυσης και σύνθεσης. Είναι ένας προσανατολισμένος κυματισμός του προσωρινού πάνω και μέσα στο διαρκές. Τέλος, στο βιβλίο έχει συμπεριληφθεί μια εκτεταμένη, θεματικά οργανωμένη και σχολιασμένη βιβλιογραφία, καθώς και πάνω από τριακόσιες επεξηγηματικές υποσημειώσεις, με συνδέσμους και αναφορές στο διαδίκτυο, δίνοντας στον αναγνώστη άμεση πρόσβαση σε ένα σημαντικό αποθεματικό πληροφοριών για τα θέματα του βιβλίου.
Ως προς την πρώτη ερώτησή σας τώρα, θα έλεγα ότι το βιβλίο προσπαθεί να μεταδώσει στον αναγνώστη τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων, αυτόν δηλαδή που οι Έλληνες δημιούργησαν εξαρχής και μετά εφάρμοσαν με επιτυχία. Αναφέρομαι σε έναν ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης για τον κόσμο, φυσικό και ηθικό, μια ερμηνευτική προσέγγιση που αντλεί αλλά και αποδίδει νόημα από και προς τα φαινόμενα, και που ιεραρχεί προτεραιότητες με άξονα το τρίπτυχο ελευθερία-τόλμη-μέτρο. Είναι ένας αξιοθαύμαστα ισορροπημένος τρόπος σκέψης, με αξιώσεις καθολικότητας και αρμονίας στην προσέγγιση της αλήθειας, τόσο ως προς τον άνθρωπο όσο και τον κόσμο.
Η τελευταία ερώτησή σας με απασχόλησε πολύ, πριν και κατά το γράψιμο του βιβλίου, γι’ αυτό προσπάθησα να την απαντήσω στο προλογικό σημείωμα. Πιστεύω ότι η ελληνότροπη προσέγγιση –και κατά συνέπεια, ο πολιτισμός που προκύπτει από αυτήν– στο μέλλον σίγουρα θα αναχθεί σε ανάγκη. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με έναν πολιτισμό βαθιά ανθρωποκεντρικό και ταυτόχρονα αντι-ατομοκεντρικό, που έχει δημιουργηθεί εξαρχής για να απαντά με τρόπο ισορροπημένο στα κρίσιμα ερωτήματα που γίνονται ακόμα πιο πιεστικά στις μέρες μας. Το βιβλίο προσπαθεί να χαρτογραφήσει το «τι», το «γιατί» και το «πως» της ελληνότροπης σκέψης,όχι για άλλο λόγο αλλά για να μπορέσουμε να συνθέσουμε ικανοποιητικές απαντήσεις στα πιεστικά ερωτήματα που το μέλλον μάς επιφυλάσσει. Διότι αυτές οι απαντήσεις περνούν μέσα από τα μεγάλα, δύσκολα και ανοιχτά ερωτήματα που απασχόλησαν τους Έλληνες εξαρχής και που απασχολούν την ανθρωπότητα ακόμα και σήμερα.
Το βιβλίο δεν περιορίζεται σε αφηρημένα φιλοσοφικά ερωτήματα αλλά πραγματεύεται την ελληνότροπη σκέψη ως τρόπο αριστείας σε πεδία εφαρμοσμένα, όπως πχ. στην παιδεία, την έρευνα, την επιχειρηματικότητα, την κρατική αποτελεσματικότητα, την φιλανθρωπία, την πολιτική και την πολιτιστική διπλωματία. Με το παραπάνω σκεπτικό, το αφιερώνω στους νέους και τις νέες,για να τολμήσουν τις απαραίτητες ατομικές και συλλογικές υπερβάσεις που οι προηγούμενες γενιές δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να κάνουν. Εύχομαι σε αυτήν τους την προσπάθεια να εντοπίσουν ιδέες, σκέψεις και συλλογιστικές που να τους προβληματίσουν και να τους εμπνεύσουν
ΕΡ. Πολύ συνοπτικά, τι εννοείτε με την έννοια «ελληνότροπη σκέψη»;
ΑΠ. Την αρμονική (κυματική) συνύπαρξη «ευ» και «ζην», που οι Έλληνες πρώτοι συνέλαβαν και εφάρμοσαν εντός ενός ευρύτατου πεδίου συνειδησιακής ελευθερίας,με πυξίδα το μέτρο και την τόλμη, και με χάρτη πλεύσης έναν μοναδικό πολιτισμό που,από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα, συνεχίζει μια πολύτιμη κατάθεση πανανθρώπινης εμβέλειας, διανύοντας ήδη δυόμισι χιλιετηρίδες αδιάλειπτης πορείας.
ΕΡ. Γιατί λέτε ότι ο ελληνικός τρόπος σκέψης βασίζεται στο τρίπτυχο ελευθερία-τόλμη-μέτρο; Τι το «μοναδικά ελληνικό» έχουν αυτές οι τρεις έννοιες;
ΑΠ. Θεμιτή η ερώτησή σας, θα αναγκαστώ όμως να σας παραπέμψω στο βιβλίο διότι το θέμα αυτό απαιτεί προσεκτική ανάπτυξη των εννοιών και των συσχετισμών τους. Αν αρκεί να δώσουμε εδώ μια σύντομη απάντηση, θα έλεγα ότι καταρχήν η ελευθερία μας παρέχει την προοπτική της δυνατότητας. Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχει τρόπος σύνθεσης νοήματος χωρίς ελευθερία. Όμως η προοπτική της δυνατότητας δεν σημαίνει αυτόματα την πραγμάτωσή της. Η πραγμάτωση προϋποθέτει τόλμη. Το δε μέτροείναι ο απαραίτητος εξισορροπητικός μηχανισμός για τηνύπαρξη μιας αρμονικής νοηματικής σύνθεσηςμε αξιώσεις καθολικότητας –χώρου και χρόνου– στο πεδίο της αλήθειας.
Κοντολογίς, με λιγότερα υλικά,νόημα με βάση τον ελληνικό τρόπο σκέψης δεν χτίζεται.
ΕΡ. Στο βιβλίο υπάρχουν μη συμβατικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις για έννοιες όπως η αλήθεια, θεϊκότητα, εμπιστοσύνη, αθανασία, έρωτας, φθορά, εντροπία, ενέργεια, χρόνος, κβαντικότητα και άλλες. Είναι όλες εξίσου θεμελιώδεις ή υπάρχει κάποια από αυτές που είναι έννοια-κλειδί;
ΑΠ. Δύσκολο να δικαιώσει κανείς την ερώτησή σας χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι έτσι και όχι αλλιώς, κάτι που δυστυχώς απαιτεί χρόνο και χώρο που υπερβαίνουν τα όρια μιας σύντομης απάντησης. Και πάλι, αφού πρώτα παραπέμψω –όπως οφείλω– στο βιβλίο, απαντώ επιγραμματικά: η φθορά, η οποία είναι συνώνυμο του θανάτου σε συμπαντική κλίμακα. Οι Έλληνες τόλμησαν εξαρχής να δουν τον θάνατο κατάματα και να τον εντάξουν έντιμα στο πολιτισμικό τους οικοδόμημα. Από τότε, η επιστήμη απλώς επιβεβαιώνει ότι η μεγαλοφυής διαίσθηση των Ελλήνων ήταν –και παραμένει– στη βάση της σωστή. Απομένει σε εμάς να συνεχίσουμε να γεωμετρούμε ελληνότροπα πάνω στα φαινόμενα, για να μας αποκαλύπτεται συνεχώς η βαθύτερη φύση τους: μια πιο ισορροπημένη συνειδητοποίηση του κόσμου, που όχι μόνο δεν συγκαλύπτει ότι δεν είναι βολικό αλλά το αγκαλιάζει, για να συνθέσει νόημα ύπαρξης μέσα από αυτό.
Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι η «σοφία της φθοράς», όπως την ονομάζω –αν και σημαντική– δεν μονοπωλεί το βιβλίο. Εξίσου σημαντική θέση έχει η λειτουργία των κβαντικών αλφάβητων ως βασικών μηχανισμών συλλαβισμού-κατανόησης των φαινομένων, η σύνδεση της θεϊκότητας-δημιουργικότητας και της εντροπίας-πληροφορίας, η ενοποίηση φυσικών και συνειδησιακών νόμων, οι ενεργειακές ροές και η έννοια του κύματος ως δομημένη ανελευθερία, η δημιουργία συνειδησιακών προορισμών με βάση την ιδέα των μετασχηματιστικών συνειδησιακών πεδίων, η αρχιτεκτονική των ονείρων καθώς και μια συνολική-συνθετική προσέγγιση της βαθύτερης φύσης της φύσης. Απασχολεί επίσης το ζήτημα της ταυτότητας του ανθρώπου, σε έναν κόσμο όπου η εισβολή των διαμεσολαβητικών τεχνολογικών συστημάτων είναι πια ραγδαία, η ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ελευθερίας, η σύνδεση της αγοράςμε την φιλανθρωπία, η παιδεία, η έρευνα και προπαντός η ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων στους νέους. Αναφέρομαι ενδεικτικά εδώ σε κάποια από τα θέματα του βιβλίου, που αν και φαίνονται κάπως δυσνόητα σε πρώτη όψη, στο βιβλίο παρουσιάζονται με τρόπο απλό και κατανοητό, συνθέτοντας ένα ελληνότροπο συνειδησιακό πρίσμα μέσα από το οποίο μας χαρίζεται μια αρμονικότερη όψη του κόσμου και του εαυτού μας.
ΕΡ. Ποιος είναι ο λόγος που αξίζει να «παιδεύεται» κανείς με τόσο δύσκολες και αφηρημένες έννοιες;
Η δυσκολία είναι σχετικό πράγμα. Αν, ας πούμε, η «διαχείριση για τη διαχείριση» στη καθημερινή μας ζωή μάς ικανοποιεί, τότε απλά τσεκάρουμε το σχετικό τετραγωνάκι και τέλος. Αν όμως όχι, αν δηλαδή όλο κάτι εντός μας μένει αναπάντητο και μας ενοχλεί, τότε η ερώτηση που προκύπτειμας ρίχνει κατευθείαν στα βαθιά και μάλιστα χωρίς σωσίβιο. Διότι αναγκαζόμαστε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: υπάρχει άραγε κάτι πέρα από τη διαχείριση –εννοώ πέρα από μια στενά διαχειριστική προσέγγιση στα πράγματα, ανεξάρτητα πόσο εκλεπτυσμένη ή αποτελεσματική είναι αυτή– που να προσδίδει στη ζωή μας πληρέστερο νόημα ύπαρξης; Από εκεί και πέρα, ο καθένας διαλέγει τα όπλα του και ρίχνεται στον αγώνα. Κι αν τύχει να φτάσει κάπου που ίσως ενδιαφέρει και άλλους, τότε καλό είναι να κρατάει σημειώσεις. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο αυτό είναι οι σημειώσεις μου από αυτή την άσκηση ζωής.
ΕΡ. Γράφετε ότι ο θάνατος είναι το πιο πολύτιμο δώρο του σύμπαντος στον άνθρωπο. Πώς φτάνετε σε αυτό το παράδοξο συμπέρασμα, δεδομένου ότι όλοι προσπαθούμε να ζήσουμε όσο γίνεται περισσότερο και καλύτερα; Πώς επηρεάζει αυτό την οπτική σας για τη ζωή;
ΑΠ. Δεν είναι τυχαίο ότι στον μυθικό “διαγωνισμό” μεταξύ Ομήρου και Ησιόδου για την σοφότερη απάντηση στην ερώτηση «Τι είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο;» ο Όμηρος απάντησε «να πεθάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα». Βέβαια, τον διαγωνισμό τον κέρδισε ο Ησίοδος, ο οποίος έδωσε μια πολύ πιο συμβατική απάντηση, αλλά η θέση του Ομήρου έμεινε καταγραμμένη. Ο δε Πλάτωνας τόλμησε να ορίσει τηνφιλοσοφία ως μελέτη θανάτου. Αν και αναφέρω εδώ δύο μόνο παραδείγματα, γενικά οι θέσεις των Ελλήνων φιλοσόφων για τον θάνατο, την αθανασία και τη ζωή εμπεριέχουν μια δύναμη πυρηνική, ένα φως που εκπηγάζει ακριβώς από την πρόθεσή τους να ερμηνεύσουν τις έννοιες αυτές χωρίς νοητικές παρωπίδες.
Δυστυχώς, πάνω σε αυτή την αρχική προσέγγιση των Ελλήνων έχουν συσσωρευτεί ξένες επικαθίσεις αιώνων, όπως προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και οργανωμένες θρησκευτικές αντιλήψεις που μας απομακρύνουν σκόπιμα από την ουσία των πραγμάτων, καλύπτοντας έντεχνα ότι δεν μας είναι βολικό ή εύκολο να παραδεχτούμε. Και δυστυχώς δεν είναι μόνο αυτό: πρέπει να αντισταθούμε και στους αμέτρητους μηχανισμούς πίεσης των αγορών, που προσπαθούν συστηματικά να μας πείσουν ότι πρέπει να ανταλλάξουμε την ελευθερία μας με πράγματα και ασχολίες που στην καλύτερη περίπτωση αποπροσανατολίζουν.
Όπως σε έναν αρχαίοαμφορέα που ανασύρεται από το βυθό της θάλασσας, αν επιδοθούμε σε μια συστηματική προσπάθεια καθαρισμού, αφαίρεσης δηλαδή των ξένων σωμάτων που έχουν αλλοιώσει την αρχική επιφάνειά του, τότε μόνο μας αποκαλύπτεται η πραγματική του φύση, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να προσεγγίσουμε και τις ιδέες των Ελλήνων για τον θάνατο και την ζωή.
Με αυτά ως αφετηρία, μπορούμε να προχωρήσουμε συνθετικά ακόμη παραπέρα για να τα συνδέσουμε με τις ανακαλύψεις της επιστήμης και τις βαθύτερες αλήθειες που εμπεριέχονται στους θεμελιώδεις φυσικούς νόμους, εννοώ εδώ τις αρχές οικονομίας, ροής και μη επαναληψιμότητας,από όπου μπορούμε να εξάγουμε σημαντικά συμπεράσματα για τηνφύση του σύμπαντος, άρα και την δική μας.
Αυτή η συνθετική αναζήτηση μας βγάζει σε συνειδησιακά ξέφωτα όπου ακόμα και οι πιο βασικές έννοιες διεκδικούν ένα νόημα εντελώς διαφορετικό από ότι τους έχουμε συμβατικά προσδώσει. Για παράδειγμα, ο θάνατος, δηλαδή ο καθολικός, αναπόφευκτος, μη προβλέψιμος και μη αναστρέψιμος αφανισμός κάθε ενεργειακής δομής (οργανικής ή μη) δεν είναι ανθρώπινη αδυναμία αλλά θεμελιώδες συστατικό του ίδιου του σύμπαντος, αποτελεί συνεπώς μια μοναδική δυνατότητα του ανθρώπου, ως συνειδητοποιημένου όντος, να εναρμονίσει την ύπαρξή του με αυτήν του σύνολου σύμπαντος, έστω κι αν η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι απειροελάχιστη, συνωμοτώντας έτσι ενάντια σε αυτό. Το να ζητάμε από το σύμπαν περισσότερα είναι μεν απόλυτα επιτρεπτό αλλά εντελώς περιττό, αντιβαίνει δηλαδή στην –εξίσου ελληνότροπη– αρχή της οικονομίας. Για να μη φανούν τα παραπάνω αιρετικά ή αυθαίρετα, σας θυμίζω πάλι τον Ελύτη που έγραψε ότι το πιο δύσκολο και ελληνικό μυστικό είναι να αξιοποιούμε το ελάχιστο για να του αποσπάμε τα μέγιστα. Αν αυτό, προσθέτω εγώ, γίνει σωστά, δηλαδή με τη σωστή αναλογία τόλμης-μέτρου, τότε κερδίζουμε μια διαφάνεια, μια ορατότητα για τη φύση του κόσμου που άλλοι τρόποι δεν μας την προσφέρουν.
Θα ήθελα εδώ να σημειώσω επίσης ότι οι Έλληνες δρούσαν πάντοτε συνθετικά, ο δε θάνατος δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτό: γι’ αυτό γεωμέτρησαν και γεωμετρούν με νοητική εντιμότητα πάνω στην ιδέα του θανάτου, όπως ακριβώς και στην ίδια την ζωή. Η διαφορά με την δυτικότροπη αλλά και με την ανατολική σκέψη εδώ είναι τεράστια. Διότι άλλο πράγμα η σύνθεση (δημιουργία) και άλλο η σύνδεση (κατασκευή). Αυτό δεν αποτελεί έξυπνο λογοπαίγνιο αλλά καθορίζει την ειδοποιό διαφορά στην αντίληψή μας για την συνείδηση μέσα στο σύμπαν: από την μια πλευρά έχουμε την συνείδηση ως «δημιούργημα»,με την συμπαντική έννοια (και όχι απαραίτητα με την θρησκευτική, αν και υπάρχει σαφής σύγκλιση μεταξύ των δύο)η οποία βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το σύνολο σύμπαν όπως το αντιλαμβανόμαστε, ενώ από την άλλη,την συνείδηση ως «κατασκεύασμα» που πορεύεται εκ προοιμίου στερημένη των χαρακτηριστικών του θανάτου που προαναφέραμε, άρα και του ομφάλιου λώρου που μας συνδέει με την βαθύτερη, την μη διαχειριστική φύση του σύμπαντος. Για να το πω αλλιώς: ακόμα και η συζήτησή μας αυτή παίρνει τόσο νόημα όσο η γνώση μας ότι ξοδεύουμε πολύτιμο χρόνο από ένα «αποθεματικό φθοράς» που είναι μεν πεπερασμένο –τόσο σε ατομική όσο και συμπαντική κλίμακα– αλλά κανείς μας δεν γνωρίζει, ούτε και μπορεί επακριβώς να προσδιορίσει κατά πόσο ή γιατί. Η θεμελιώδης αυτή γνώση, εννοώ τόσο την βεβαιότητα όσο και την αβεβαιότητα που εμπεριέχει, προσανατολίζει τις συνειδήσεις μας δίνοντας στη ζωή μας νόημα, διότι την στιγμή που εκλείπει έχουμε εκπέσει συνειδησιακά από δημιουργήματα σε κατασκευάσματα. Λέω «εκπέσει» αν και θα μπορούσα να πω «μετασχηματιστεί», με την έννοια ότι η σύγκλιση μεταξύ (βιο)τεχνολογίας και της οργανικής φύσης του ανθρώπου θα δημιουργήσει στο μέλλον ατομικές και συλλογικές επιλογές που θα κάνουν δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των δύο, κάτι για το οποίο οι μελλοντικές γενιές καλό θα είναι να προετοιμαστούν από τώρα.
Είχαμε μιλήσει πριν για γέφυρες μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας, μου ήρθε τώρα στο νου ένας στίχοςαπό το «Απόσταγμα φωτός» σχετικός με τα παραπάνω: Χάρισέ μου τη ζωή, όμως μη μoυ στερείς τον θάνατο. Συχνά με την ποίηση φτάνει κανείς στο ίδιο σημείο από πολύ πιο σύντομο δρόμο…
Από αυτή την εναρμόνιση με την ιδέα του θανάτου προκύπτει μια ιδιαίτερη φιλοσοφία για τη ζωή που προσανατολίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, φυσικό και ηθικό, και ιεραρχούμε τις σχέσεις και τις προτεραιότητές μας μέσα σε αυτόν. Όποιος επιμένει να βρίσκει τρόπους για να διαχειρίζεται έντεχνα την αθανασία των άλλων ή την δική του, αναγκαστικά αγνοεί αυτή την συνειδησιακά μετασχηματιστική δυνατότητα που μας προσφέρει απλόχερα το σύμπαν. Στην ελληνότροπη σκέψη, η αθανασία κερδίζεται με τον τρόπο που κάποιος από εμάς αποκαλύπτει στους άλλους συνειδησιακά μετασχηματιστικά πεδία σκέψης με ισχυρότερες, αρμονικότερες, καθολικότερες αξιώσεις αλήθειας. Ενδεικτικά και μόνο, αμφιβάλλει κανείς ότι ο Όμηρος, ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αισχύλος, η Σαπφώ, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ιησούς, οι ευαγγελιστές, ο Νεύτωνας ή ο Αϊνστάιν δεν έχουν κερδίσει ήδη την απόλυτη συνειδησιακή διαχρονικότητα;
Αντιλαμβάνομαι ότι η απάντησή μου δεν δικαιώνει απόλυτα την ερώτησή σας. Αν μπορούσα να απαντήσω σε μερικές παραγράφους θα το είχα κάνει, όμως μου πήρε ένα ολόκληρο βιβλίο για να μπορέσω να φτάσω μεθοδικά ως εκεί, ελπίζω μαζί με τον αναγνώστη που θα το διαβάσει.
ΕΡ. Στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου με τίτλο “Η φύση της φύσης”,καταλήγετε στο συμπέρασμα ότι «η ελληνότροπη σκέψη αναζητεί πεισματικά τις σωστές ερωτήσεις», μπορείτε να μας εξηγήσετε τι εννοείτε; Οι απαντήσεις δεν έχουν σημασία;
ΑΠ. Σε αντίθεση με άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, η ελληνότροπη σκέψη αναζητεί πεισματικά τις σωστές ερωτήσεις, πριν αναλωθεί στην αναζήτηση απαντήσεων. Αυτό άλλωστε είναι και το ειδοποιό χαρακτηριστικό της, που την κάνει διαχρονική: Διασφαλίζει το μέγιστο δυνατό εύρος πεδίου ελευθερίας στις συνειδήσεις μας, διότι τολμά να καθιστά εφικτή ακόμη και τη ριζική αναθεώρησή της, χωρίς στην πορεία να καταργεί την κυματική (αρμονική) σχέση τόλμης-μέτρου που την επαναδημιουργεί.
Αφαιρείται, κάποιες φορές σχεδόν εξ ολοκλήρου, για να επιτύχει τις μεγάλες και δύσκολες διαχρονικές προσθέσεις που αντίκεινται σε στενά λογικές ή διαχειριστικές προσεγγίσεις της αλήθειας, στην προσπάθεια για μιαν αρμονικότερη ερμηνείατων φαινομένων, για ένα πληρέστερο νόημα ύπαρξης και ζωής. Και αυτό της χαρίζει μοναδικότητα και διαχρονικότητα, όπως άλλωστε φαίνεται από τα πολλά επιτεύγματα των Ελλήνων. Όταν η αρχαία Αθήνα αποφάσισε να γίνει Δημοκρατία, η λύση αυτή ήταν τόλμημα, δεν ήταν διαχειριστικού τύπου. Το ίδιο συνέβη όταν οι Έλληνες πολέμησαν εναντίων των Περσών ή όταν επαναστάτησαν εναντίων των Τούρκων. Αλλά και όταν θεμελίωσαν την φυσική και την ηθική φιλοσοφία, τα μαθηματικά, το θέατρο, την τέχνη, τη ρητορική, τη λογική, την ιστορία, τη δικαιοσύνη και προπαντός την ελληνική γλώσσα, όλα αυτά είναι διαχρονικές κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, έχουν δηλαδή μια εγγενή καθολικότητα στον τρόπο που προσεγγίζουν την αλήθεια. Όταν ο Πυθαγόρας συνέδεσε τον αριθμό (ως ιδέα αφηρημένη) με τις γεωμετρικές διαστάσεις κάθε ορθογωνίου τριγώνου, αυτή η σχέση παραμένει μια από τις διαχρονικές (άρα αθάνατες) κατακτήσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Η ελληνότροπη σκέψη κερδίζει την αθανασία διότι τολμά να εισέλθει με έναν τρόπο ιδιαίτερο στα πιο δύσκολα, τα πιο απαιτητικά μη διαχειριστικά πεδία. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνότροπη σκέψη απεχθάνεται τις φορμουλαϊκές (προκατασκευασμένες) απαντήσεις, όσο βολικές ή αληθοφανείς και αν φαίνονται αυτές σε πρώτη όψη. Αυτό είναι κάτι που την διαφοροποιεί ριζικά από την δυτικότροπη σκέψη.
Επειδή το ίδιο το βιβλίο ακολουθεί τις αρχές τις οποίες πραγματεύεται, ίσως αυτό που προσφέρει στον αναγνώστη είναι ένα πεδίο εξάσκησης πάνω σε ένα ιδιαίτερο νοητικό κυματισμό, στην διαμόρφωση δηλαδή εκείνων των ερωταποκρίσεων που οδηγούν σε μια πιο καθολική και συνειδησιακά πληρέστερη αρμονία με τον κόσμο γύρω και μέσα μας. Καθώς τα ερωτήματα βαθαίνουν, αλλά και μεταβάλλονται, η εξάσκηση αυτή ίσως είναι το μόνο όπλο που έχει κάποιος για να προχωρήσει ακόμα παραπέρα και στην πορεία του αυτή να (δια)φωτίσει και άλλους.
Όπως προανέφερα, ο κυματισμός αυτός όταν γίνει εντός μας έντιμα και σωστά, μας αποκαλύπτει συνειδησιακούς ορίζοντες που άλλοι ερμηνευτικοί τρόποι αδυνατούν να προσεγγίσουν. Αν το βιβλίο βοηθήσει έστω και ελάχιστα σε αυτό τότε έχει πέτυχει τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε.
ΕΡ. Αναφέρατε τις υποσημειώσεις και τη θεματικά οργανωμένη βιβλιογραφία. Πρόσεξα ότι και το ευρετήριο είναι εκτενές. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό;
ΑΠ. Προσπάθησα να είναι το ευρετήριο ένα εύχρηστο εργαλείο για την μελέτη του βιβλίου. Όπως προανέφερα, οι έννοιες δεν παρουσιάζονται σειριακά, δηλαδή με ένανορισμό και μερικά παραδείγματα, αλλά επανέρχονται στα κείμενα του βιβλίου φωτισμένες από διαφορετική πλευρά κάθε φορά. Έκανα λόγο στην αρχή της συζήτησής μας για την κυματοειδή γραφή, η οποία στο βιβλίο σταδιακά εξελίσσεται σε έναν κυματισμό μεταξύ Αριστοτέλειας (γραμμικής-επαγωγικής) και Πλατωνικής (σπειροειδούς-μαιευτικής) γραφής. Αυτό σημαίνει ότι οι βασικές έννοιες συχνά αναφέρονται, συνδέονται και σχολιάζονται σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου, κάτι που κάνει ένα καλό ευρετήριο πολύτιμο εργαλείο κατανόησης και μελέτης. Αν για παράδειγμα ο αναγνώστης επιθυμεί να ανατρέξει στις αναφορές που γίνονται στο βιβλίο στις έννοιες της ελευθερίας, της τόλμης ή του μέτρου, στις μεταξύ τους σχέσεις ή στη σχέση τους με την έννοια της αρμονίας, το ευρετήριο,όπως έχει δομηθεί, διευκολύνει σημαντικά σε αυτό.