Μερικά σημεία για τις σχέσεις κράτους, εκκλησίας και κοινωνίας

- Advertisement -

του Γιώργου Ρακκά*

Η συζήτηση για τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας στην Ελλάδα ηγεμονεύεται από έναν ιδεοληπτικό αντικληρικανισμό που αντιμετωπίζει το ‘ουδετερόθρησκο κράτος’ με μεταφυσικούς όρους, σαν να είναι πρότυπο μιας νεωτερικής θρησκείας. Σαν αποτέλεσμα, ότι το ζήτημα τίθεται όχι μόνο «αν-ιστορικά», αλλά «αντι-ιστορικά», πράγμα που με την σειρά του προκαλεί πολλαπλές αστοχίες και στην προσέγγιση του ζητήματος σε ό,τι αφορά στο παρόν του, τις ιδιαιτερότητες που αυτό έχει, τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις που φέρει μέσα του.

Ο ελλαδικός αντιληρικανισμός, μεταπρατικός, παρασιτικός, αντανάκλαση μιας εκ δυσμών πνευματικής αποικιοκρατίας δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την βασική απόκλιση της ελληνικής από την δυτικο-ευρωπαϊκή εμπειρία.

Η εκκοσμίκευση στην Δυτική Ευρώπη, και κύρια στην Γαλλία, αποτέλεσε αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση στην εξέλιξη της ολοκλήρωσης του έθνους-κράτους, κι αυτό γιατί το τελευταίο έπρεπε να έρθει σε αντιπαράθεση με την ρωμαιοκαθολική εξουσία, ταυτόχρονα πνευματική και κοσμική, που διεκδικούσε για λογαριασμό της μια υπερεθνική μορφή πολιτικής οργάνωσης στα πρότυπα του παποκαισαρισμού. Μια εξουσία, μάλιστα, αυστηρά ιεραρχική, με παράδοση στην υπερσυγκέντρωση των εξουσιών –αν θυμηθούμε την ύπαρξη και τη λειτουργία της Ιεράς εξέτασης– με έντονα φεουδαλικά χαρακτηριστικά καθώς τα μοναστήρια λειτουργούσαν ταυτόχρονα και ως διαχειριστές μεγάλων αγροτικών εκτάσεων που απομυζούσαν τους αγροτικούς πληθυσμούς.

Αυτό το ιστορικό υπόβαθρο του ζητήματος εξηγεί τόσο την πατριωτική βάση του αντικληρικανιστικού ρεύματος, με την έννοια ότι η δημοκρατική ολοκλήρωση του έθνους σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Ισπανία σκόνταφτε μπροστά στην εξουσία που είχε συσσωρεύσει η Καθολική εκκλησία, και ταυτόχρονα και την εμπλοκή του εκκλησιαστικού με το κοινωνικό ζήτημα, που τέθηκε τόσο έντονα για παράδειγμα στον Ισπανικό Εμφύλιο από την παράταξη των Δημοκρατικών.

Καθώς η νεώτερη εποχή βρίσκει τον ελληνικό κόσμο υπόδουλο στην οθωμανική Ανατολή, η ελληνική απόπειρα εθνικής ολοκλήρωσης θα πάρει διαφορετικές κατευθύνσεις: Ο Οθωμανικός ζυγός είναι ταυτοχρόνως φορέας πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής καταπίεσης, και άρα η χειραφέτηση του έθνους λογίζεται και ως απελευθέρωση της θρησκευτικής του ζωής. Εξ ου και η έμφαση που έδιναν τα Συντάγματα του Αγώνα, αλλά και ο λόγος των επαναστατημένων Ελλήνων σε δημοκρατία και κράτος «Xριστιανικό» –σε ανδιαστολή με τον αλλόθρησκο δυνάστη. Και γι’ αυτό μέχρι και το… ξέσπασμα του εμφυλίου το ’44-’49, η «εκκοσμίκευση» στην Ελλάδα δεν θα φέρει αντικληρικαλιστές αλλά τους… νεομάρτυρες στην Οθωμανοκρατία και τους κληρικούς που υπήρξαν φορείς φωτισμού του Γένους κατά την προπαρασκευή του Αγώνα, εκείνους που συμμετείχαν στην Επανάσταση, στον Μακεδονικό Αγώνα, την Εθνική Αντίσταση (ακόμα και με το ΕΑΜ και τους Μητροπολίτες του, ή τον πατέρα-Ανυπόμονο του Άρη Βελουχιώτη), και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου (πράγμα που εξάλλου θα συμβεί σ’ έναν βαθμό και με άλλες χώρες που είχαν παρόμοιες αντιστασιακές ιστορικές εμπειρίες όπως είναι η Ιρλανδία). Αντικληρικαλιστική επίσης, δεν θα είναι ούτε η νεώτερη ελληνική τέχνη, από εκείνην της Γενίας του ’30 μέχρι την «πολιτιστική επανάσταση’» του ’60», καθώς τις περισσότερες φορές συνδιαλέγεται με το θρησκευτικό αίσθημα ‘εκκοσμικεύοντάς’ το (πράγμα που φαίνεται ακόμα και όταν συζητάμε για τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, με όλη την σημασία που είχε αυτός για την φαντασιακή θέσμιση της ίδιας της αριστεράς).

Η παράδοση αυτή, για να επιστρέψουμε στο παρόν, έχει κληροδοτήσει ιδιαίτερες πτυχές στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους-κοινωνίας στην Ελλάδα: Οι εκκλησιαστικοί θεσμοί, ιδίως στις χαμηλότερες βαθμίδες του είναι εξαιρετικά ‘κοινωνικοποιημένοι’, και η λειτουργία της Εκκλησίας γίνεται ιδιαιτέρως αισθητή μέσα στις λαϊκές γειτονιές καθώς πολλές φορές λειτουργούν σαν πολυδύναμα κέντρα κοινωνικής υποστήριξης προσφέροντας τροφή στους μη έχοντες, συμβουλευτική υποστήριξη στις οικογένειες, κοινωνικά φροντιστήρια, ψυχολογική υποστήριξη. Άραγε έχει ποτέ αποτιμηθεί αυτό το «κοινωνικό κεφάλαιο» σε σχέση, λογουχάρη με την μισθοδοσία των κληρικών; Όχι φυσικά, γιατί αν συνεκτιμούνταν δεν θα ήταν τόσο διάχυτη στους οπαδούς της κυβέρνησης και γενικώς στους ανήκοντες το αντικληρικαλιστικό ρεύμα η άποψη του «το κράτος πετάει λεφτά γιατί πληρώνει παπάδες». Ενώ η συσχέτιση της θρησκευτικής ζωής, με την αναβάθμιση της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας, και την ανάπτυξη θεσμών πολλαπλής κοινωνικής υποστήριξης δεν είναι μια πρακτική που απαντάται στο… Ιράν, ή σε κάποιο άλλο θεοκρατικό κράτος, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου διδάσκεται στα πανεπιστήμια Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής, ή εφαρμόζεται κατά την έρευνα για τον σχεδιασμό και την κατάρτιση της τελευταίας.

Την ίδια στιγμή, η ίδια ιδιάζουσα πραγματικότητα της χώρας, δίνει ιδιαίτερο περιεχόμενο στον όρο του ‘ουδετερόθρησκου κράτους’, ολότελα διακριτό από εκείνον της γαλλικής laicite. Στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που ζητείται από το κράτος να αποψιλωθεί από τις άμεσες αναφορές της πολιτιστικής του ταυτότητας, του ζητείται στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικότητας και της μεταναστευτικής πολιτικής να φροντίσει για τη θρησκευτική ζωή των πληθυσμών που προέρχονται και εγκαθίστανται στην χώρα μας από τον μουσουλμανικό κόσμο. Έτσι για λόγους γεωπολιτικούς και πολιτισμικούς, το «ουδετερόθρησκο κράτος» στην Ελλάδα δεν φανερώνεται με τη μορφή της αποθρησκειοποίησης, μόνο με εκείνην της υποχώρησης της κυρίαρχης θρησκευτικότητας, έναντι μιας νέας που έρχεται να εξαπλωθεί στη χώρα ως έκφραση της δημογραφικής και της γεωπολιτικής πίεσης που εκδηλώνεται οργανωμένα και κατευθυνόμενα εξ Ανατολών.

Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο, ωστόσο ολότελα πραγματικό φαινόμενο, όπου κάθε μορφή ριζικής αποθρησκειοποίησης του κράτους εκδηλώνεται ως γενική υποχώρηση από τα κεκτημένα της ελευθερίας που κέρδισε ο ελληνικός λαός του 1821. Είτε μιλάμε για το δικαίωμα του ελληνικού λαού σ’ ένα κράτος ελληνικό, που ‘ναι λυδία λίθος της λαϊκής κυριαρχίας (και συνάμα το κυριότερο πρόβλημα που απέτρεψε τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του από την Βαυαροκρατία μέχρι σήμερα)· είτε μιλάμε για την δυνατότητα του ελληνικού κόσμου να εκφράσει την πολιτιστική του ακεραιότητα απέναντι στην αποικιοκρατική Δύση και την επεκτατική Ανατολή. Κι αυτό γιατί όπως είπαμε η Ορθοδοξία στο πλαίσιο της δικής μας εθνικής ύπαρξης, διατηρεί για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς (που σε τελευταία ανάλυση λίγο έχουν να κάνουν με τον βαθμό που θρησκεύεται κανείς ή όχι) ιδιάζουσα θέση.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα, και η εκάστοτε απόπειρα αναθεώρησής τους γεννούσε πάντοτε μια ευρεία αντιπαράθεση που ενέπλεκε όλες αυτές τις παραμέτρους, που ‘ναι ταυτόχρονα πολιτικές, πολιτισμικές, ιστορικές, κοινωνικές –εν τέλει υπαρξιακές. Με τον τρόπο που επιδιώκεται δε, σήμερα αφορά περισσότερο την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το πως το κράτος από ένα έστω και τύποις εθνικό κράτος λαϊκής κυριαρχίας θα καταστεί απλώς ιμάντας μεταβίβασης εντολών που εκπορεύονται από υπερεθνικές πλέον εξουσίες· και το πως από τον ίδιο τον πολιτισμικά αποψιλωμένο χαρακτήρα του θα υλοποιήσει μια κοινωνική μηχανική για την μεταβολή της ταυτότητας του ελληνικού λαού.

Όλα αυτά βέβαια, δεν σημαίνει πως η εκκοσμίκευση δεν έχει νόημα στην Ελλάδα, ή πως οι εκκλησιαστικοί θεσμοί δεν χρήζουν… εξυγίανσης (διαπίστωση η οποία από την ίδια την αντίφαση που φέρει δείχνει την κρίση ταυτότητας που δοκιμάζει και την ίδια την Εκκλησία). Σημαίνει όμως, σε ό,τι αφορά στην εκκοσμίκευση, ότι υπάρχει μια εναλλακτική, μη αντικληρικαλιστική εκδοχή της, στα χνάρια του Σεφέρη, του Εγγονόπουλου ή του Ρίτσου· και σημαίνει, ότι οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας ζητούν μια ‘λογιστική’, ‘διοικητική’ αποκατάσταση η οποία να είναι όμως ουσιαστική, παράδειγμα, για τα ζητήματα που αφορούν στην εκκλησιαστική περιουσία.

Και όχι προσχηματική, που έχει ως πραγματικό στόχο την ‘αξιοποίησή’ της «μνημονιοτρόπως» και «ταιπεδοτρόπως» όπως σχεδιάζει η παρούσα κυβέρνηση από κοινού με την ηγεσία της εκκλησίας· θέλοντας μάλιστα να της δώσει σε αντάλλαγμα που μπήκε ‘συνέταιρος’, συγκεντρωτικές εξουσίες παπικού τύπου που μέχρι σήμερα η τελευταία δεν είχε, όπως λογουχάρη, την δυνατότητα να ελέγχει ασφυκτικά τι λέει και τι δεν λέει ο κάθε Παπάς στο ποίμνιό του, αφού πλέον θα έχει καταστεί και «εργοδότης»…

 

*Δρ κοινωνιολογίας, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης ‘Μένουμε Θεσσαλονίκη’.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Θα αρκουσε για να καταλαβουμε τι συμβαινει σημερα με την ”Συμφωνια” Κυβερνησεως -υπερβολη το Πολιτειας- και ”δειγματος” της Ιεραρχιας και τι ”ηθελε να πει ο ποιητης” με το αρθρο του .
    Τα υπολοιπα εξαιρετικα, αλλα για αμφιθεατρο ,η, αιθουσα διδασκαλιας φοιτητων και μαθητων , που θελουν να αποκτησουν και θεωρητικο υποβαθρο.
    Οσο για την παρακολουθηση του ”κηρυγματος” των ιερωμενων απο τους μελλοντικους εργοδοτες τους Μητροπολιτες και τον Αρχιεπισκοπο αυτη εξασφαλιζεται και εδω απο ανυποψιαστους και ειδικους ιερωμενους ,πολιτες και δημοσιογραφους σε σημειο , που την επομενη της ανακοινωσεως αυτης της ”Συμφωνιας” να γνωριζουμε τους ΝΑΙ ,τους ΟΧΙ και τους ΟΧΙ-ΝΑΙλεγοντας κ.κ. Μητροπολιτες .
    Κατα τα αλλα καταργηθηκε εδω και χρονια το ”φακελλωμα” .

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα