Την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη θρηνεί ο ελληνισμός. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, έφυγε από τη ζωή στις 8:35 το πρωί, Πέμπτη 2ας Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 96 ετών. Η είδηση του θανάτου του πυροδοτεί εύλογη συγκίνηση σε κάθε άκρη της Ελλάδας, σε κάθε γωνιά του Ελληνισμού.
Την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη θρηνεί ο ελληνισμός.
Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, έφυγε από τη ζωή στις 8:35 το πρωί, Πέμπτη 2ας Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 96 ετών.
Η είδηση του θανάτου του πυροδότησε πρωτοφανή και συγκίνηση σε κάθε άκρη της Ελλάδας, σε κάθε γωνιά του Ελληνισμού.
Ο θάνατος του Μίκη, του τελευταίου μεγάλου των Ελλήνων όπως ευλόγως τον έχρισε ο Διονύσης Σαββόπουλος, γνωστοποιήθηκε περί τις 10 το πρωί και αμέσως μονoπώλησε κάθε ειδησεογραφικό δίκτυο, πλημμύρισε με τις νότες των τραγουδιών του τα ερτζιανά, σκέπασε με τις εικόνες του τους τηλεοπτικές δέκτες.
Σύντομα δε, η είδηση ταξίδευε παντού στον κόσμο.
Έξω από το σπίτι του Μίκη στη συμβολή των οδών Επιφανούς και Γαριβάλδι κάτω από την Ακρόπολη, φίλοι, συγγενείς, γείτονες, καλλιτέχνες, έσπευσαν για να αποχαιρετίσουν τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη κρατώντας άσπρα και κόκκινα λουλούδια.
Ανάμεσά τους, ο Γιώργος Νταλάρας με τη σύζυγό του Άννα Νταλάρα, ο Γιώργος Λιάνης και ο Βασίλης Λέκκας.
Χειροκροτήματα και βαθιά συγκίνηση και τη στιγμή που το φέρετρο με τη σορό του Μίκη εγκατέλειπε την οικία του. Ο κόσμου έξω από το σπίτι του ξέσπασε σε χειροκροτήματα, φωνάζοντας «αθάνατος». Την ώρα που απομακρυνόταν η νεκροφόρα η Μαρίζα Κωχ αποχαιρέτησε τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη ρίχνοντας κλαδιά βασιλικού.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος,κατά τη διάρκεια του οποίου οι σημαίες θα κυματίζουν μεσίστιες. Ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου ανέφερε:
«Τη σημερινή μας συνεδρίαση σκιάζει δυστυχώς μία πολύ θλιβερή είδηση: Ο Μίκης Θεοδωράκης περνά πια στην αιωνιότητα. Η φωνή του σίγησε και μαζί του σίγησε και ολόκληρος ο Ελληνισμός. Όπως είχε γραφτεί και για τον Παλαμά, «όλοι είχαμε ξεχάσει πως είναι θνητός». Όμως, μας αφήνει παρακαταθήκη τα τραγούδια του, την πολιτική του δράση, αλλά και την εθνική του προσφορά σε κρίσιμες στιγμές.
Σχεδόν ταυτόχρονα, στην Ολομέλεια της Βουλής τηρείτο ενός λεπτού σιγή.
Τελευταία επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη , όπως την εξωτερίκευσε σ επιστολή του (τον Οκτώβριο του 2020) προς τον ΓΓ του ΚΚΕ Δημ. Κουτσούμπα ήταν η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή να πραγματοποιηθούν στην πατρίδα του, τον Γαλατά Χανίων.
«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής», ανέφερε στην ίδια επιστολή.
Πλήθος καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων η Μαρία Φαραντούρη, ο Μανώλης Μητσιάς, αποχαιρέτησαν και αποχαιρετούν τον Μίκη
«Είχα τη χαρά και την τιμή να υπηρετήσω το μεγάλο του έργο, μια ολόκληρη ζωή, να μοιραστώ μαζί του συγκινητικές στιγμές, την επαφή με τόσους λαούς, τους αγώνες και την ιστορία τους δίνοντας συναυλίες σε ελληνικά και παγκόσμια ακροατήρια.
Ο Μίκης είχε την τύχη πριν φύγει να ζήσει την αθανασία του.
Μας χάρισε το ωραίο ταξίδι, για αυτό θα είναι πάντα κοντά μας σαν να μην έφυγε ποτέ.
Με τη μουσική και τα τραγούδια του θα ενώνει τις καρδιές μας, θα μας ανοίγει καινούργιους κόσμους όπως κάνει κάθε μεγάλη τέχνη που συνομιλεί με την εποχή της και την Ιστορία.
Μίκη μου, με τα χέρια-φτερά σου, όσο ζω θα σε βλέπω πάντα να διευθύνεις τα τραγούδια μας και τα όνειρά μας.» έγραψε η Μαρία Φαραντούρη.
⇒ Διαβάστε επίσης: Ο λυρικός Μίκης Θεοδωράκης
Από την πλευρά του ο Διονύσης Σαββόπουλος σε ανάρτησή του στο facebook ανέφερε: «Εφυγε σήμερα ο τελευταίος των μεγάλων. Των τελευταίων μεγάλων Ελλήνων. Είναι ημέρα πένθους, βαθιάς συγκίνησης αλλά και πνευματικής ανάτασης νομίζω, γιατί μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, και όλων των άλλων πνευματικών ηγετών μας, έρχεται τώρα και η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην 200η επέτειο της Ανεξαρτησίας, σαν να μας λέει “κοιτάξτε τι έχει πραγματική αξία σε όλη αυτή την πορεία και αφήστε τα μικρά και τα ασήμαντα”.
⇒ Διαβάστε επίσης: Oh Captain, my Captain, θα βρίσκεσαι πάντοτε εδώ
Ηταν παράφορος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ξεχείλιζε από μουσική, αιώνια νιάτα, πάθος και ρομαντισμό. Ηταν ένας μεγαλοφυής, ένας λεοντόκαρδος, ένας άνθρωπος αναγεννησιακός. Ενας οικουμενικός άνθρωπος.
Θα ζει πάντα στην μνήμη της Αντίστασης, στην τραγική μνήμη του εμφυλίου και της εξορίας, στους αγώνες της δεκαετίας του ΄60, στην φυλακή του αντιδικτατορικού αγώνα.
Μα πάνω από όλα θα ζει πάντα στο αιώνιο τραγούδι της ελληνικής λαλιάς με την συναρπαστική και θυελλώδη μουσική του».
Η ζωή του
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι’ αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο και την Αθήνα έως τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης.
Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.
Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου το 1943 ξεκινάει μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική. Ως εκείνη την εποχή, έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή μουσική, έχει σχηματίσει χορωδία και έχει συνθέσει τραγούδια και κομμάτια για βιολί και πιάνο. Παράλληλα αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και το 1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού. Τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών και λαμβάνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και στα Δεκεμβριανά. Λόγω των προοδευτικών του ιδεών, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Μακρόνησο, από την οποία απολύεται τον Αύγουστο του 1949.
Εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και των διώξεων που υπέστη καθυστέρησε να πάρει το δίπλωμά του από το Ωδείο στην αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα, γεγονός που συνέβη το 1950. Από το 1954 μέχρι το 1957, σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία και συνέγραψε τις τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος». Το 1957 λαμβάνει το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα».
Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήδη από το Παρίσι είχε πάρει τις μεγάλες μουσικές αποφάσεις του. Διαφωνώντας ριζικά με τις νέες τάσεις και φορτωμένος συναισθηματισμό, λυρισμό και παράδοση, συνέθεσε το 1958 τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, έργο που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
⇒ Διαβάστε επίσης: Ο «Επιτάφιος» που ένωσε, αλλά και «δίχασε»
Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριο – μετασυμφωνικό», χαρακτηρισμός που δηλώνει «όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη». Έμπνευσή του είναι η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά είναι τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο, όπως η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.
Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση. Γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος (1964-67), ενώ το 1963 συλλαμβάνεται επειδή έλαβε μέρος στην 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης και ενώ ήταν ήδη γνωστός ως συνθέτης και μάλιστα με μεγάλη δημοτικότητα.
Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά και, ένα χρόνο αργότερα, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ίδιου κόμματος. Το 1967, η δικτατορία των συνταγματαρχών απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά (1967) γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και, τέλος, το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολιβιέ και Ιβ Μοντάν, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, το 1970, υπό τις πιέσεις αυτές και με τη μεσολάβηση του Γάλλου πολιτικού και συγγραφέα Ζαν Ζακ Σρεβάν Σρεμπέρ, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει στο Παρίσι.
Το ίδιο έτος γίνεται πρόεδρος του ΠΑΜ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕεσ. Από την απελευθέρωσή του και μέχρι την πτώση της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1974, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο προπαγανδίζοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού και ζητώντας την πτώση της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονται παράνομα και γίνεται σύμβολο αντίστασης.
Το 1972 ιδρύει την πολιτική κίνηση «Νέα Ελληνική Αριστερά» και γίνεται συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής Β΄ Πειραιά με την «Ενωμένη Αριστερά». Το 1975 επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ. Έναν χρόνο αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της Αριστεράς (ΚΕΑ).
Μουσικά, στο διάστημα 1967 έως 1980 στρέφεται ιδιαίτερα στη σύνθεση κύκλων τραγουδιών, συνθέτοντας 22 κύκλους, ανάμεσά τους και τα «Τραγούδια του αγώνα», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Μυθιστόρημα», «Αρκαδίες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπαλάντες» και άλλα. Αξιομνημόνευτη είναι η σύνθεση του Canto General, ένα παγκοσμίως αγαπημένο έργο βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούντα. Το έργο άρχισε να συντίθεται στο Παρίσι το 1972, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε στο φεστιβάλ της Humanité τον Σεπτέμβριο του ’74, ενώ στην Ελλάδα ακούστηκε για πρώτη φορά στις μεγάλες συναυλίες που έγιναν στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού τον Αύγουστο του 1975.
Το 1981 εξελέγη βουλευτής Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ και το 1985 βουλευτής Επικρατείας πάλι με το ΚΚΕ. Το 1987 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας. Το 1989 γίνεται, μαζί με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η οποία απονέμει τα βραβεία «Φελίξ». Στις 16 Οκτωβρίου 1989 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Εξελέγη στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και επανεξελέγη στις εκλογές του Απριλίου του 1990. Και στις δύο περιπτώσεις κατέθεσε δήλωση ανεξαρτήτου βουλευτή, συνεργαζόμενου με τη ΝΔ. Όπως είχε δηλώσει στον Τύπο, στρατεύτηκε με τη ΝΔ «η οποία είναι η ισχυρή έπαλξη που μπορεί να βγάλει τον τόπο από τα εθνικά αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε από την οκτάχρονη πολιτική του ΠΑΣΟΚ». Από τις 29 Νοεμβρίου 1989, έως τις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 υπήρξε ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία.
Τον Απρίλιο του 1990 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέχρι τον Αύγουστο του 1991, οπότε ανέλαβε υπουργός Επικρατείας. Στις 30 Μαρτίου 1992, παραιτήθηκε από το αξίωμα του υπουργού για να αφοσιωθεί, όπως ανέφερε, στο συνθετικό του έργο. Ταυτόχρονα, δήλωσε υποστήριξη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1992 υπέβαλε την παραίτησή του από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, επειδή δέχθηκε στο διαγωνιστικό της τμήμα ταινία προερχόμενη από τη δημοκρατία των Σκοπίων, ως προερχόμενη από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το 1992 συνέθεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και την ίδια χρονιά, στις 12 Οκτωβρίου, κατέθεσε δήλωση ανεξαρτησίας στο προεδρείο της Βουλής, τερματίζοντας τη συνεργασία του με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στις 9 Μαρτίου 1993 παραιτήθηκε από βουλευτής και ανέλαβε γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ.
Στις 16 Ιουνίου 1994 παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και τη γενική διεύθυνση της ΕΡΤ για προσπάθεια θανάτωσης του οργανισμού δια της μεθόδου της ασφυξίας. Η παραίτησή του έγινε δεκτή από το ΔΣ της ΕΡΤ στις 5 Οκτωβρίου. Τον Ιούνιο του 1996, ορίστηκε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού που συστάθηκε από την υπουργό Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου.
Την 1η Δεκεμβρίου του 2010 ανακοίνωσε την ίδρυση Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών με το όνομα «Σπίθα» ενάντια στο καθεστώς του «Μνημονίου», με στόχο τη συμμετοχή του κάθε ανεξάρτητου πολίτη για την έξοδο της χώρας από τη βαθιά κρίση, στην οποία την υποχρέωσαν η διεθνής κρίση του καπιταλισμού και οι εξαρτημένοι από διεθνή κέντρα εξέχοντες πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι. Την 1η Φεβρουαρίου 2012 μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη παρουσίασαν την πολιτική κίνηση «ΕΛΑΔΑ» (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) με σκοπό τη συγκρότηση ενός μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2013 ανακοίνωσε την «αποστρατεία» του από την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις παρεμβάσεις ως το τέλος, όπως όταν τον Μάιο του 2017, μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, καλούσε τον κόσμο να κατέβει στο Σύνταγμα για να διαμαρτυρηθεί «ενάντια στο πραξικοπηματικό και καταστροφικό 4ο μνημόνιο».
Τέλος, δυο σημαντικά μουσικά γεγονότα σημάδεψαν το 2017 όσον αφορά τον σπουδαίο συνθέτη: Η συναυλία που έδωσε στις 24 Μαΐου 2017 στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας η ιστορική ορχήστρα της πόλης, παίζοντας τρία συμφωνικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη (2η και 3η Συμφωνία και το «Οιδίπους Τύραννος») υπό τη διεύθυνση του Baldur Brönnimann, καθώς και η παράσταση – αφιέρωμα «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ» στο Καλλιμάρμαρο στις 19 Ιουνίου. Για πρώτη φορά 1.000 χορωδοί από 30 πόλεις της Ελλάδας σχημάτισαν μία πελώρια χορωδία, η οποία με τη συνοδεία Συμφωνικής Μαντολινάτας απέδωσαν μερικά από τα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού.
Βραβεία και διακρίσεις
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, όπως το βραβείο ειρήνης «Λένιν» της Σοβιετικής Ένωσης (1983), το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος που του απονεμήθηκε στις 24 Ιουλίου 1995 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο , καθώς και το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (Μάρτιος 1996). Στις 27 Μαΐου 1996 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον αναγόρευσε «ομοθύμως» επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και τον Μάρτιο του 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Τον Ιούλιο του 2002 τιμήθηκε με το γερμανικό μουσικό βραβείο «Έριχ Κόρνγκολντ» και τον Μάιο του 2005 με το διεθνές βραβείο μουσικής για το 2005 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσικής και την UNESCO. Επίσης, τον Μάρτιο του 2007 τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ τον Μάιο του 2013 η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής του.
Το συγγραφικό έργο
Πλούσιο είναι και το συγγραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Μεταξύ άλλων έγραψε τα βιβλία «Το χρέος» (δύο τόμοι), εκδ. Τετράδια της Δημοκρατίας 1970-1971, «Μουσική για τις μάζες», εκδ. Ολκός, 1972, «Στοιχεία για μια νέα πολιτική», «Δημοκρατική και συγκεντρωτική αριστερά», εκδ. Παπαζήση, 1976, «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», εκδ. Παπαζήσης, 1976, «Περί Τέχνης», 1976, εκδ. Παπαζήση, «Η αλλαγή. Προβλήματα ενότητας της Αριστεράς», 1978, «Μαχόμενη Κουλτούρα», 1982, «Για την ελληνική μουσική», 1983 (το 1986 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη), «Ανατομία της σύγχρονης μουσικής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983, «Star Sυstem», εκδ. Κάκτος, 1984, «Οι δρόμοι του αρχάγγελου» (αυτοβιογραφία σε πέντε τόμους), εκδ. Κέδρος, 1986-1995, «Ζητείται Αριστερά», εκδ. Σιδέρη, 1989, «Αντιμανιφέστο», εκδ. Γνώσεις, «Πού πάμε;», εκδ. Γνώσεις, 1989, «Ανατομία της Μουσικής», εκδ. Αλφειός, 1990, «Να μαγευτώ και να μεθύσω», 2000, εκδ. Λιβάνη, «Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2003, η τριλογία «Πού να βρω την ψυχή μου…», 2003, εκδ. Λιβάνη, με αποσπάσματα από συνεντεύξεις, άρθρα και ομιλίες του της τελευταίας δεκαετίας, «Μάνου Χατζηδάκι εγκώμιον», 2004, εκδ. Ιανός, «Σπίθα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή», εκδ. Ιανός, 2011, «Διάλογοι στο λυκόφως-90 συνεντεύξεις», εκδ. Ιανός, 2016, και «Μονόλογοι στο λυκαυγές», εκδ. Ιανός, 2017.
Επίσης, συνέγραψε πολλούς κύκλους ποιημάτων που μελοποίησε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Αρκαδία Ι», «Αρκαδία VI» και «Αρκαδία X» και το «Τραγούδι της γης» από τη συμφωνία Νο 2. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλά έργα στα Γαλλικά.
Μίκης, ο πολιτικός
Η εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη με την πολιτική ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όταν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά άρχισε να διώκεται από τις αστυνομικές Αρχές. Το 1947, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη και εστάλη στην Ικαρία, απ’ όπου και απέτυχε, παρά την οργανωμένη προσπάθεια, να αποδράσει. Με τη γενική αμνηστία που έδωσε η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο Θεοδωράκης περνάει στην παρανομία και συμμετέχει στη δράση του Δημοκρατικού Στρατού. Καταλήγει εκ νέου στην Ικαρία, ύστερα από τη σύλληψή του στο πατρικό του σπίτι, όπου κατέφυγε άρρωστος από πλευρίτιδα. Ακολουθεί εκτοπισμός στη Μακρόνησο, όπου και υπομένει πολύ σκληρά βασανιστήρια. Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, που ήταν ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ο Μίκης θα απελευθερωθεί ως ανάπηρος (τα βασανιστήρια του προκάλεσαν παράλυση). Το 1963 ιδρύεται η Νεολαία Λαμπράκη, ως αντίδραση στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, και ο Θεοδωράκης εκλέγεται πρόεδρος. Σύντομα θα εκλεγεί και βουλευτής της ΕΔΑ.
Τα χρόνια της δικτατορίας
Με την επιβολή της δικτατορίας, στις 21 Απριλίου του 1967, ο Θεοδωράκης περνάει και πάλι στην παρανομία και έναν μήνα αργότερα ιδρύει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΜ, κηρύσσοντας πανστρατιά εναντίον του καθεστώτος. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς φυλακίζεται στο κτίριο της Ασφάλειας επί της οδού Μπουμπουλίνας. Τα γεγονότα είναι πυκνά και διαδέχονται με ταχύτητα το ένα το άλλο: απομόνωση, φυλακές Αβέρωφ, μεγάλη απεργία πείνας, αποφυλάκιση και κατ’ οίκον περιορισμός, εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα και, τέλος, στρατόπεδο Ωρωπού.
Στον Ωρωπό ο Θεοδωράκης αντιμετωπίζει εκ νέου προβλήματα με την υγεία του ενώ στο εξωτερικό ξεσπά θύελλα διαμαρτυριών. Πρόσωπα όπως ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ιβ Μοντάν, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς και ο Λόρενς Ολίβιε ζητούν επιτακτικά την απελευθέρωσή του κι έτσι καταλήγει εν έτει 1970 στο Παρίσι, απ’ όπου και απευθύνει ξανά έκκληση για την ανάγκη πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος. Το 1972 συναντά τον Γιασέρ Αραφάτ στο Ισραήλ, όπου πηγαίνει για να δώσει συναυλίες, και ενθαρρύνει τις συνομιλίες μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών.
Δράση και πρωτοβουλίες κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όταν πλέον η χούντα έχει καταρρεύσει, ο Θεοδωράκης έχει μετατραπεί σε κάτι περισσότερο από το σύμβολο της Αριστεράς που εκπροσωπούσε κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Απαλλαγμένος από κομματικές δεσμεύσεις, μιλάει για τα λάθη της Αριστεράς, υπερασπίζεται όμως την ενότητά της και αποτελεί μια κορυφαία προσωπικότητα του αντιδικτατορικού αγώνα που απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι δεν υπάγονται στη σφαίρα της αριστερής επιρροής. Πρόκειται πλέον για ένα πρόσωπο με διεθνή αναγνώριση και καταξίωση, που θεωρεί ότι η λύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι η μόνη η οποία μπορεί να εγγυηθεί τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία. Ο Θεοδωράκης θα βάλει υποψηφιότητα για τη Β’ Πειραιά με τον σχηματισμό της Ενωμένης Αριστεράς, αλλά δεν θα εκλεγεί. Παρόλα αυτά συνεχίζει την πολιτική του δραστηριότητα, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, να προσκαλέσει στην Ελλάδα τον Φρανσουά Μιτεράν. Τον Οκτώβριο του 1978 θα κατέβει ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων με το ΚΚΕ, λαμβάνοντας ποσοστό 16,7% των ψήφων. Εν συνεχεία συγκροτεί την Κίνηση για Ενιαία Αριστερά (ΚΕΑ), φιλοδοξώντας να συσπειρώσει ανθρώπους που επιθυμούν μιαν ανεξάρτητη, χωρίς κομματική ένταξη, συνεργασία με το ΚΚΕ. Το 1981 εκλέγεται βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιά και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας. Έναν χρόνο αργότερα θα παραιτηθεί.
Το 1986 δημιουργούνται οι επιτροπές ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή μορφών της τέχνης και της λογοτεχνίας όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασάρ Κεμάλ και ο Ζουλφί Λιβανελί. Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία και μεταφέρει μηνύματα των πρωθυπουργών Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση. Το 1988 διοργανώνονται στην τότε Δυτική Γερμανία με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη, το ένα στο Τίμπινγκεν και το άλλο στην Κολωνία. Το 1990 δίνει συναυλίες σ’ όλη την Ευρώπη, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας, για την ηλιακή ενέργεια, όπως και κατά του αναλφαβητισμού και των ναρκωτικών. Παράλληλα δίνει μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε χώρες όπως η Αλβανία και η Τουρκία.
Στη Βουλή ο Θεοδωράκης θα επανέλθει ως ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία, τον Νοέμβριο του 1989. Επανεκλεγείς τον Απρίλιο του 1990, θα αναλάβει χρέη, για δυόμισι χρόνια, υπουργού Άνευ Χαρτοφυλακίου και στη συνέχεια υπουργού Επικρατείας, για να παραιτηθεί όμως για άλλη μια φορά τον Οκτώβριο του 1992 από υπουργός και τον Μάρτιο του 1993 από βουλευτής.
Τον Δεκέμβριο του 2010 ο Θεοδωράκης ανακοινώνει την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα». Τον Σεπτέμβριο του 2013 αποστρατεύει εαυτόν από τη «Σπίθα». Το 2015 συμπαρατάσσεται με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αργότερα της ασκεί έντονη κριτική. Η τελευταία πολιτική πράξη του Θεοδωράκη είναι η συμμετοχή του στο αθηναϊκό συλλαλητήριο του Ιανουαρίου του 2018 για τη Μακεδονία, που προκάλεσε πολύ διαφορετικές αντιδράσεις, με καταγωγή από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Μετέχοντας στις τάξεις της Αριστεράς, ο Θεοδωράκης υπερασπίστηκε πάντοτε σθεναρά τις αρχές της: τη σημασία της ως ηγετικής δύναμης που μάχεται για το έθνος, την ικανότητά της να συζητήσει και να λύσει το Κυπριακό, μέσα από μια ζωτική συνεννόηση με την Τουρκία, όπως και το βάρος της στη θεμελίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει, βεβαίως, να προστεθεί ότι υψηλή παρέμεινε η πίστη του και στις κοινωνικές αξίες της Αριστεράς, όπως ο αγώνας κατά της οικονομικής ανισότητας και το αίτημα για μια δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων.
“Καθημερινή”