Η αιματοχυσία στην Ουκρανία ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στον λεγόμενο «clicktivism» και στη συζήτηση για τις μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης στο διαδίκτυο.
Το 2010, ο δημοσιογράφος Μάλκολμ Γκλάντγουελ έγραψε ένα εκτενές άρθρο στο περιοδικό New Yorker με τίτλο «Μικρή αλλαγή, γιατί η επανάσταση δεν θα γίνει tweet». Το Facebook τότε ήταν έξι ετών και το Twitter μόλις τεσσάρων. Την εποχή εκείνη μεσουρανούσαν ακόμη τα μπλογκς, αλλά επειδή οι πλατφόρμες της κοινωνικής δικτύωσης κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο ψηφιακό έδαφος, προσελκύοντας σταδιακά τις μάζες, γινόταν μια μεγάλη συζήτηση –ανάμεσα σε ειδικούς και μη– σχετικά με την αποτελεσματικότητα του online ακτιβισμού.
«Ακτιβισμός των κλικ»
Όπως συμβαίνει συχνά, δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα. Εκείνοι που υποστήριζαν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα προσφέρουν μια μεγάλη ευκαιρία κοινωνικής και πολιτικής δραστηριοποίησης, και οι πιο επιφυλακτικοί, οι οποίοι πίστευαν ότι ο ψηφιακός κόσμος δεν θα κατορθώσει ποτέ να υποκαταστήσει τον αναλογικό. Ο «ακτιβισμός των κλικ» (clicktivism) συμπύκνωνε το νόημα των κυβερνοαντιπαραθέσεων. Οι μεν τη χρησιμοποιούσαν με θετικό πρόσημο, οι δε με μειωτικό. Αρκετοί ήταν εκείνοι που αναφέρονταν στο φαινόμενο με τον όρο «σλακτιβισμός», δηλαδή «τεμπέλικος ακτιβισμός». Το νόημα της κοινωνικής δράσης, ισχυρίζονταν, είναι να ξεβολεύεσαι και όχι απλώς να κάνεις μερικά κλικ στον υπολογιστή ή στο κινητό, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι συμβάλλεις στην επίτευξη ενός κοινωνικού σκοπού.
Με το άρθρο του, ο Γκλάντγουελ εντάχθηκε αμέσως στην ομάδα των δυσάρεστων. Όποιος τολμούσε τότε να αμφισβητήσει τις επαναστατικές προοπτικές των κοινωνικών δικτύων και να ασκήσει κριτική στα επιχειρήματα των τεχνοευαγγελιστών, χαρακτηριζόταν Λουδίτης και τεχνοφοβικός. Πριν από την εκλογή του Τραμπ, από το Brexit και τα σκάνδαλα του Facebook, υπήρχε μια τρομερή αισιοδοξία για την πολιτική και κοινωνική διάσταση των κοινωνικών δικτύων, η οποία κορυφώθηκε λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, με το ξέσπασμα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης. Βέβαια, ο Γκλάντγουελ δεν είχε εντελώς άδικο.
Στην ουσία έλεγε ότι η πολιτική και κοινωνική δραστηριοποίηση στα social media είναι ελάχιστα αποτελεσματική. Αυτό που γίνεται στο Facebook και στο Twitter δεν μπορεί καν να ονομάζεται ακτιβισμός. Είναι μια μορφή χαλαρής συμμετοχής σε κάποιες εκδηλώσεις αλληλεγγύης και διαμαρτυρίας, και τίποτα παραπάνω. Ο ακτιβισμός, σημείωνε, είναι μια υψηλού ρίσκου δράση, που απαιτεί ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των συμμετεχόντων, χρειάζεται μια ιεραρχική δομή οργάνωσης, και ζητά από τους πολίτες να κάνουν πραγματικές θυσίες. Η κοινωνική και πολιτική δραστηριοποίηση στα social media είναι χαμηλού ρίσκου, δημιουργεί χαλαρούς δεσμούς μεταξύ των χρηστών, βασίζεται σε δίκτυα και όχι σε ιεραρχίες, και δεν αξιώνει πραγματικές θυσίες από τον κόσμο, μερικά κλικ μπορούν να είναι αρκετά.
Η εισβολή κινητών και social media
Καθώς όμως τα κινητά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να εισβάλλουν όλο και πιο ορμητικά στις ζωές μας, η πραγματικότητα άρχισε να διαψεύδει ακόμα περισσότερο τον Γκλάντγουελ. Η Αραβική Άνοιξη δεν ήταν αυτό που έλεγαν οι υπεραισιόδοξοι τεχνόφιλοι, μια «χάσταγκ επανάσταση» δηλαδή, αλλά τα social media άρχισαν να παίζουν αυξανόμενα έναν κρίσιμο ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή παγκοσμίως, επιβεβαιώνοντας αυτούς που έλεγαν πως όσο μπορούσαν τα νέα μέσα να βοηθήσουν στον εκδημοκρατισμό, άλλο τόσο μπορούσαν να συμβάλουν και στον εκφασισμό των κοινωνιών. Τα κοινωνικά μέσα, όπως το λέει και η λέξη, είναι μέσα και όχι σκοποί. Και οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούν στην προσπάθειά τους να υπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς όσο καλύτερα μπορούν. Φυσικά, ο «ακτιβισμός των κλικ» δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία, τη διά ζώσης συμμετοχή και τις παραδοσιακές πρακτικές της διαμαρτυρίας. Ωστόσο, δίνει στη συμμετοχή και στην έκφραση της αλληλεγγύης μερικές νέες μορφές και διεξόδους, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και να φέρουν σημαντικά αποτελέσματα.
Μέχρι την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, γνωρίζαμε ότι οι ακτιβιστές του πληκτρολογίου χρησιμοποιούσαν κυρίως τα social media ως εργαλεία διαμαρτυρίας, προπαγάνδας και υποστήριξης αιτημάτων. Τα online petitions, η συγκέντρωση ψηφιακών υπογραφών, η διοργάνωση συγκεντρώσεων, το retweet και το share ήταν έως τώρα μερικά μόνο από τα ψηφιακά βέλη που είχε στη φαρέτρα του ο διαδικτυακός ακτιβιστής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ακόμα και το ταπεινό like, το αθώο τρολάρισμα ή μια αθέλητη παραπληροφόρηση μπορούσε να ιδωθεί σαν ένα όπλο στους επικοινωνιακούς πολέμους που ξεσπούν διαρκώς στη διαδικτυακή αρένα. Σήμερα όμως που οι πόλεμοι γίνονται υβριδικοί, το παραμικρό κλικ μπορεί να έχει, αθροιστικά τουλάχιστον, σοβαρό αντίκτυπο στο σύνολο της δημόσιας σφαίρας.
Μια νύχτα στο Κιέβο, ακτιβισμός μέσω Airbnb
Στις 4 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, ο Μπράιαν Τσέσκι, ο διευθύνων σύμβουλος της διάσημης πλατφόρμας ενοικίασης καταλυμάτων Airbnb, έκανε ένα εντελώς απρόσμενο tweet. «Σε 48 ώρες», έγραφε, «έγιναν κρατήσεις για 61.000 νύχτες στην Ουκρανία. Η αξία όλων αυτών των κρατήσεων είναι 1,9 εκατ. δολάρια, τα οποία θα πάνε σε ιδιοκτήτες που τα έχουν ανάγκη. Είναι μια κουλ ιδέα της κοινότητάς μας. Σας ευχαριστούμε». Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εισβολής, πολίτες απ’ όλο τον κόσμο κάνουν κρατήσεις σε σπίτια ανά την επικράτεια της Ουκρανίας, λέγοντας στους ιδιοκτήτες τους ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να μεταβούν εκεί. Εκφράζουν έτσι την αλληλεγγύη και τη στήριξή τους σε αυτούς τους ανθρώπους με αυτόν τον καινοτόμο τρόπο. Η Airbnb καταλαβαίνει αμέσως το πνεύμα της ενέργειας και ανακοινώνει ότι δεν κρατάει καθόλου προμήθειες από τις πληρωμές προς ουκρανικά καταλύματα.
Ο κόσμος σπεύδει κατά χιλιάδες να συνδράμει
Η επιχείρηση αλληλεγγύης όμως δεν σταματά στο Airbnb. Πολλοί χρήστες πηγαίνουν στη διάσημη πλατφόρμα πώλησης χειροποίητων αντικειμένων και ψηφιακών αγαθών, Etsy, και αγοράζουν έργα Ουκρανών πολιτών. Άλλοι προτιμούν να επισκεφθούν εφαρμογές συνεπιβατισμού σαν την Blablacar για να διευκολύνουν και να χρηματοδοτήσουν τη μεταφορά προσφύγων. Οι πλατφόρμες αυτές, λέει στον ιστότοπο Quartz ο καθηγητής στην Εμπορική Σχολή του Πανεπιστημίου Στερν της Νέας Υόρκης, Αρούν Σανταραράγιαν, παρέχουν μια «κρυμμένη υποδομή». Όταν παραστεί ανάγκη λόγω ενός αναπάντεχου γεγονότος, οι υποδομές αυτές τίθενται στην υπηρεσία ενός διαφορετικού, ξεκάθαρα κοινωνικού αυτή τη φορά, σκοπού. Είναι κι αυτό ένα νέο είδος κλικτιβισμού, το οποίο όμως έχει μεγαλύτερο βάθος και πιθανότατα μεγαλύτερο αντίκτυπο από ένα απλό like. Ένας από τους λόγους που ο κόσμος προτιμά το Airbnb και όχι τον Ερυθρό Σταυρό για να κάνει τις δωρεές του είναι η διαφάνεια της δωρεάς. Ο χρήστης βλέπει ότι η βοήθειά του πηγαίνει κατευθείαν σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι σε μια οργάνωση που θα τη διανείμει σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια και διαδικασίες. Αντικαθιστά τον παλιό ενδιάμεσο με έναν νέο, ο οποίος εκτάκτως αποσύρει το οικονομικό του κίνητρο, για να βοηθήσει στον ίδιο σκοπό. Η έκφραση αλληλεγγύης γίνεται προσωπική.
Όχι άλλα ανέξοδα κλικ
Ο άλλος προφανής λόγος υπέρ της προτίμησης των νέων μορφών ψηφιακής αλληλεγγύης είναι ότι οι συγκεκριμένοι κλικτιβισμοί απομακρύνονται από αυτό που έλεγε ο Γκλάντγουελ, το ανέξοδο κλικ. Εξακολουθείς μεν να κάθεσαι στον καναπέ σου, αλλά τώρα δίνεις κάτι από το υστέρημά σου ή προτιμάς να στερηθείς κάτι, προκειμένου να δείξεις την έμπρακτη αλληλεγγύη σου σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Αυτή η αμεσότητα, μαζί με την κάθε άλλο παρά συμβολική συμμετοχή στα βάσανα των άλλων, φέρνει νέα δεδομένα στην έννοια της ψηφιακής αλληλεγγύης. Το διαδίκτυο, και πιο συγκεκριμένα οι ψηφιακές πλατφόρμες, αποδεικνύουν ότι μπορούν κάλλιστα να ενδυναμώσουν το κοινωνικό μας υφάδι. Τα τελευταία χρόνια έχουν υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό τη δημοκρατία, αλλά με αυτόν τον πόλεμο δείχνουν ότι ο ψηφιακός ανθρωπισμός δεν είναι μια κενή διακήρυξη. Οι υπεύθυνοι ψηφιακοί πολίτες μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι, εξαιτίας της ψηφιακής τεχνολογίας, η εμπιστοσύνη μεταξύ μας αλλάζει μορφή. Όπως λέει η Ρέιτσελ Μπότσμαν, εμπιστευόμαστε ευκολότερα έναν ξένο στο διαδίκτυο απ’ ό,τι έναν γραφειοκρατικό θεσμό. Σήμερα, τα διαδικτυακά μέσα και οι πλατφόρμες δικτύωσης αρχίζουν να ενηλικιώνονται. Το ίδιο και οι χρήστες τους. Εντοπίζουν νέες χρήσεις, πειραματίζονται και αποδεικνύουν ότι τα δίκτυα έχουν τεράστια δύναμη, είτε για το καλό είτε και για το κακό. Είναι βέβαιο ότι, μέσα σε όλη την αναταραχή του πολέμου, θα υπάρξουν και οι κακόβουλοι, οι οποίοι θα εκμεταλλευτούν το κύμα της online υποστήριξης και θα κοιτάξουν να βγάλουν κάποιο πρόσκαιρο κέρδος. Ευτυχώς, υπάρχουν τρόποι προστασίας. Αν κάποιος ανατρέξει στα σχόλια των καταλυμάτων, θα μπορέσει να μετρήσει την αξιοπιστία του ιδιοκτήτη. Αυτό είναι το πλεονέκτημα των ψηφιακών «συστημάτων υπόληψης»: το γεγονός ότι δημιουργούν βάσιμη εμπιστοσύνη. Ο Γκλάντγουελ είδε σωστά ότι η αλλαγή που φέρνει ο κλικτιβισμός είναι μικρή. Έκανε το λάθος όμως να μην την αθροίσει και να μην εκτιμήσει σωστά την τάση της εκθετικής αύξησης των ψηφιακών φαινομένων. Μπορεί πράγματι καμία επανάσταση να μη μεταδοθεί από το Twitter, αλλά το εν εξελίξει παράδειγμα της Ουκρανίας μάς δείχνει ότι μπορεί ένα μέρος της αντίστασης ενός λαού απέναντι στον επίδοξο κατακτητή του να χρηματοδοτηθεί από τα έσοδα του Airbnb. Γι’ αυτό είναι ίσως καιρός να επανεκτιμήσουμε τη σπουδαιότητα της ψηφιακής μας ζωής.
“Καθημερινή”