του Μάρκου Τρούλη*
Συχνά επικαλούμαστε και δικαίως τη ρήση του Θουκυδίδη: «Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται». Είναι, όμως, πάντοτε έτσι;
Όπως εν τοις πράγμασι εντός του «Πελοποννησιακού Πολέμου» συμμερίζεται και ο ίδιος ο Θουκυδίδης, αν και η εν λόγω περιγραφική θέση συνιστά άριστη βάση εκκίνησης της σκέψης για τη διεθνή πολιτική και αποτελεί την ιδανική επεξηγηματική βάση των διεθνών φαινομένων, η στείρα προσκόλληση σε αυτή οδηγεί σε αναλυτικά αδιέξοδα: Γιατί οι Η.Π.Α. δεν προσαρτούν τον Καναδά σε μια τέτοια περίπτωση ή η Γαλλία το Βέλγιο; Γιατί η Ρωσία δεν προσαρτά τη Λευκορωσία ή η Κίνα την Ταϊβάν; Γιατί, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουμε έναν κόσμο αποκλειστικά των ισχυρών; «Επειδή για να υπάρχουν ισχυροί, θα πρέπει να υπάρχουν και ανίσχυροι» θα αναφωνούσε κάποιος συνοπτικά και πρόχειρα, κάτι στο οποίο θα προσυπέγραφε και… ο Θουκυδίδης, όντας ο πρώτος που σκιαγράφησε τις συνθήκες άνισης ανάπτυξης ως το κυριότερο αίτιο πολέμου.
Η πορεία της ισχυροποίησης ενός δρώντα δημιουργεί διλήμματα ασφαλείας στον πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνιστή, επειδή ακριβώς οι διεθνείς σχέσεις εκτυλίσσονται σε άναρχο περιβάλλον. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον κόσμο της οικονομίας, η προσμέτρηση των κερδών και των απωλειών δεν έχει καμία σημασία, αν δεν πραγματοποιείται συγκριτικά ως προς τους υπόλοιπους δρώντες. Γι’ αυτό το λόγο, οι Μεγάλες Δυνάμεις και διασταλτικά όλα τα κράτη εστιάζουν στα σχετικά – και όχι στα απόλυτα – κέρδη τους, ενώ προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις εν λόγω συνθήκες «ζούγκλας», συγκροτούν στρατηγικές. Προβαίνουν σε ορθολογικές εκτιμήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος, ορίζουν μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους σκοπούς και αποκωδικοποιούν υπό ρεαλιστικούς όρους τα διατιθέμενα μέσα για την πραγμάτωση αυτών των σκοπών.
Έτσι, ακόμη και τα σχετικά ανίσχυρα κράτη μπορούν και εξισορροπούν ισχυρότερους δρώντες, οι οποίοι μάλιστα ενδέχεται να είναι και εξόχως απειλητικοί στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής οπτικής τους για το σημείο ισορροπίας. Μία στρατηγική κατ’ εξοχήν των σχετικά ανίσχυρων και απειλούμενων δρώντων συνίσταται στη συγκρότηση πελατειακών σχέσεων, η οποία ταυτίζεται με τη θεμελίωση ενός πλέγματος ανταλλακτικών σχέσεων και άρα, αμοιβαίας δέσμευσης. Όσο πιο ισχυρή είναι η εν λόγω δέσμευση, τόσο πιο επιτυχημένη επιλογή θεωρείται η πελατειακή σχέση.
Με πολύ απλά λόγια, η ισχυρή δέσμευση παράγει βεβαιότητα στον απειλούμενο ότι, όταν εκδηλωθεί η απειλή, ο σύμμαχος θα συνδράμει αποφασιστικά στην εξισορρόπηση του επιτιθέμενου δρώντα, όχι επειδή τον «συμπονά» ή τον «αγαπά» αλλά επειδή αυτό επιτάσσεται από το συμφέρον του. Άλλωστε, η ισχυρή δέσμευση δρώντων στις διεθνείς σχέσεις προϋποθέτει τη συναντίληψη επί της μείζονος απειλής και κυρίως τη σύγκλιση συμφερόντων. Όμως, υπό ποιους όρους δύναται να συγκροτηθεί μια συνεκτική πελατειακή σχέση;
Πρώτον, θεμελιώνεται υπό το βάρος των συστημικών πιέσεων, ήτοι των πραγματικών ή και δυνητικών απειλών. Αν το απειλούμενο μέρος έχει οδηγηθεί σε καθίζηση των συντελεστών ισχύος του, τότε ο ισχυρός δρών θα πουλά ασφάλεια όλο και ακριβότερα μέχρι να την καταστήσει απολύτως εξαρτημένη στις βουλήσεις του, επειδή η απειλή από τον αναθεωρητικό δρώντα θα καθίσταται οξύτερη και το αδύναμο μέρος θα φοβάται περισσότερο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δέσμευση του τρίτου πόλου χαλαρώνει και ο απειλούμενος βυθίζεται στην αβεβαιότητα καθιστάμενος ολοένα και πιο εξαρτημένος από τον πάτρωνά του.
Δεύτερον, η πιθανή κατοχή πυρηνικών όπλων στην εξίσωση απειλούντος και απειλούμενου θα εξαναγκάσει τον δεύτερο να συνεργαστεί άμεσα με τρίτη πυρηνική δύναμη, η οποία «θα αγοράσει φθηνά» τα όποια ανταλλάγματα, επειδή θα προσφέρει κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Πυρηνική κάλυψη. Με άλλα λόγια, η αγνόηση ή η υποτίμηση από πλευράς του απειλούμενου μιας ενδεχόμενης πορείας πυρηνικοποίησης του απειλούντος θα δυσχεράνει το πλαίσιο θεμελίωσης μιας αμοιβαία δεσμευτικής στρατηγικής σχέσης με έναν άλλο εξισορροπητικό πόλο.
Τρίτον, η αμοιβαία δέσμευση δίνει τη θέση της στη μονομερή εξάρτηση αν ο απειλούμενος δε διαθέτει επαρκή αμυντική βιομηχανία και εξαρτάται από την προμήθεια υλικών από τρίτους. Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε και πάλι μια «φθηνή αγορά» ελέω επιτακτικής ανάγκης. Το πλαίσιο της πελατειακής σχέσης καθορίζεται εν πολλοίς από το επίπεδο της οικονομικής αλληλεξάρτησης και κατ’ επέκταση το βαθμό ικανότητας του απειλούμενου μέρους να διαθέτει μια αυτάρκη πολεμική οικονομία σε περίπτωση ανάγκης.
Τέταρτον, καθοριστικής σημασίας είναι η ιδιοσυστασία της γραφειοκρατίας του απειλούμενου και εν γένει του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Αν ο ορθολογισμός στη λήψη αποφάσεων έχει δώσει τη θέση του στις προσωπικές φιλίες και φιλοδοξίες ή στις ιδεοληψίες, τότε υπονομεύεται η πελατειακή σχέση καθώς δε δομείται υπό όρους εθνικού συμφέροντος. Υπ’ αυτή την έννοια, ο βαθμός διείσδυσης ετερόκλητων στοιχείων (βλ. lobbying) στο σύστημα λήψης αποφάσεων του απειλούμενου συνδέεται άμεσα την αποσαφήνιση των κρατικών προτεραιοτήτων.
Το θεμελιώδες ζήτημα είναι να μη μετατραπεί η πελατειακή σχέση σε εξαρτησιακή σχέση, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση το ισχυρό μέρος της σχέσης δε θα κατατάσσει πλέον υψηλά στις στρατηγικές προτεραιότητές του την ασφάλεια του εταίρου του. Εν ολίγοις, θα τον θεωρεί «πρόθυμο και δεδομένο», όντας ουσιαστικά «αδέσμευτος» να θεμελιώσει νέες – ωφέλιμες για τον ίδιο – σχέσεις σε δεύτερο χρόνο ακόμη και με τον απειλούντα εις βάρος του επί της παρούσης εταίρου του και απειλούμενου.
* Το παρόν αποτελεί προϊόν… θεωρίας. Πρόκειται για υποθέσεις εργασίας, οποιαδήποτε ομοιότητα με γεγονότα, λάθη και παραλείψεις είναι συμπτωματική και… δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
**Ο Μάρκος Τρούλης είναι διδάσκων στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας.