Οι δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών είναι από τη φύση τους ομιχλώδεις και δεν γεννούν εμπιστοσύνη. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα υπηρεσιών που παραβίασαν τη νομοθεσία και ξέφυγαν από την αποστολή τους. Αυτή η παραδοχή έχει οδηγήσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες στη θέσπιση αυστηρών κανόνων για τη διαρκή επόπτευση των δραστηριοτήτων τους από διαφορετικούς φορείς. Στη Μεγάλη Βρετανία, υπάρχουν ειδικός επίτροπος, κοινοβουλευτική επιτροπή και σώμα δικαστών που παρακολουθούν τον τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών. Στη Γαλλία, έχουν δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη επιτροπή και μια διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου που εποπτεύουν αυτούς που έχουν επιφορτιστεί με τη συλλογή πληροφοριών. Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, οι υπηρεσίες υπάγονται συνήθως στο υπουργείο Αμυνας ή Εσωτερικών. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η ενσωμάτωσή τους στο ευρύτερο σύστημα εθνικής ασφάλειας, ώστε να μη μετατρέπονται σε προσωπικά φέουδα του πολιτικού προσωπικού.
Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών έλκει την καταγωγή της από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών που ιδρύθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την κυβέρνηση Παπάγου. Για πολλά χρόνια, η ΚΥΠ ελεγχόταν από τον στρατό και είχε ως κύρια αποστολή την παρακολούθηση των κομμουνιστικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία έγινε μια προσπάθεια αποστρατιωτικοποίησης της υπηρεσίας, που συνοδεύτηκε με την τοποθέτηση στην ηγεσία του Κώστα Τσίμα το 1987. Εκείνη την περίοδο η ΕΥΠ επικεντρώθηκε περισσότερο στην τουρκική απειλή και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 όμως, η ΕΥΠ πλήρωσε πολύ ακριβά την ανάμειξή της στην υπόθεση του Οτσαλάν.
Τα επόμενα χρόνια, η ΕΥΠ έδωσε έμφαση στην πάταξη της εσωτερικής τρομοκρατίας προκειμένου να επιτευχθεί η ασφαλής διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Την περίοδο 2004-2005, το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων έπληξε την αξιοπιστία της, αφού ξένη υπηρεσία κατόρθωσε να παγιδεύσει τα κινητά τηλέφωνα μελών της τότε κυβέρνησης. Εκτοτε έχουν σημειωθεί σοβαρές αλλαγές στο σύστημα εθνικής ασφάλειας. Η αναβάθμιση της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών (ΔΙΔΑΠ) της ΕΛ.ΑΣ. και η ενίσχυση της Διακλαδικής Διεύθυνσης Στρατιωτικών Πληροφοριών (ΔΔΣΠ) έχουν οδηγήσει στη σταδιακή μείωση του ρόλου της ΕΥΠ. Η ΔΙΔΑΠ ασχολείται με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα, ενώ η ΔΔΣΠ έχει επικεντρωθεί στη συλλογή και στην επεξεργασία στρατιωτικών πληροφοριών. Η ΕΥΠ θα έπρεπε να επικεντρωθεί μόνο στη συλλογή πρωτογενών πληροφοριών από το εξωτερικό.
Δεν υπάρχει η πολυ- τέλεια η χώρα να συνεχίσει να υπολείπεται έναντι των περιφερειακών ανταγωνιστών της στον κρίσιμο τομέα των πληροφοριών.
Η παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ συνιστά πλήγμα στην εικόνα της υπηρεσίας, τόσο εκτός όσο και εντός συνόρων. Τώρα περισσότερο από ποτέ απαιτείται ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινότητας πληροφοριών. Χρειάζεται απο-αστυνομικοποίηση της υπηρεσίας, που θα της επιτρέψει να λειτουργήσει ως αυτόνομη οντότητα. Επίσης, η ενεργοποίηση του Συμβουλίου Πληροφοριών θα ενισχύσει σημαντικά τη συνεργασία μεταξύ ΕΥΠ, ΔΙΔΑΠ και ΔΔΣΠ. Η αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΥΠ θα επιτρέψει την επανεκπαίδευση των υπαλλήλων και τη δημιουργία νέων δικτύων στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις στο εγγύς γεωπολιτικό περιβάλλον της και χρειάζεται μια υπηρεσία με εξωστρέφεια. Δεν υπάρχει η χρονική πολυτέλεια η χώρα να συνεχίσει να υπολείπεται έναντι των περιφερειακών ανταγωνιστών της στον κρίσιμο τομέα των πληροφοριών. Στη σημερινή εποχή, η σωστή χρήση της πληροφορίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία των εθνικών συμφερόντων.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
“Καθημερινή”